Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Μακεδονίτισσας

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Μακεδονίτισσας
Άγιοι του Θεού πρεσβεύετε υπέρ ημών !

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Να ζητάμε να γίνει το θέλημα του Θεού

 


Να ζητάμε να γίνει το θέλημα του Θεού. αυτό είναι το πιο συμφέρον, το πιο ασφαλές για μας και για όσους προσευχόμαστε. Ο Χριστός θα μας τα δώσει όλα πλούσια. Όταν υπάρχει έστω και λίγος εγωισμός, δεν γίνεται τίποτα....
Όταν ο Θεός δεν μας δίδει κάτι που επίμονα ζητάμε, έχει το λόγο Του. Έχει κι ο Θεός τα «μυστικά» Του.

Αν δεν κάνετε υπακοή (σε ιερέα-πνευματικό) και δεν έχετε ταπείνωση, η ευχή (δηλ. το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με) δεν έρχεται και υπάρχει και φόβος πλάνης.

Να μην γίνεται η ευχή (το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με) αγγαρεία. Η πίεση μπορεί να φέρει μια αντίδραση μέσα μας, να κάνει κακό. Έχουν αρρωστήσει πολλοί με την ευχή, γιατί την έκαναν με πίεση. Και γίνεται, βέβαια, κι όταν το κάνεις αγγαρεία. αλλά δεν είναι υγιές.

Δεν είναι ανάγκη να συγκεντρωθείτε ιδιαίτερα για να πείτε την ευχή. Δεν χρειάζεται καμιά προσπάθεια όταν έχεις θείο έρωτα. Όπου βρίσκεσθε, σε σκαμνί, σε καρέκλα, σε αυτοκίνητο, παντού, στον δρόμο, στο σχολείο, στο γραφείο, στη δουλειά μπορείτε να λέτε την ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», απαλά, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο.

Σημασία στην προσευχή έχει όχι η χρονική διάρκεια αλλά η ένταση. Να προσεύχεσθε έστω και πέντε λεπτά, αλλά δοσμένα στο Θεό με αγάπη και λαχτάρα. Μπορεί ένας μια ολόκληρη νύχτα να προσεύχεται κι αυτή η προσευχή των πέντε λεπτών να είναι ανώτερη. Μυστήριο είναι αυτό βέβαια, αλλά έτσι είναι.
Ο άνθρωπος του Χριστού όλα τα κάνει προσευχή. Και τη δυσκολία και τη θλίψη, τις κάνει προσευχή. Ό,τι και να του τύχει αμέσως αρχίζει: «Κύριε Ιησού Χριστέ ...;». Η προσευχή ωφελεί σε όλα, και στα πιο απλά. Για παράδειγμα, πάσχεις από αυπνία. να μη ακέπτεσαι τον ύπνο. Να σηκώνεσαι, να βγαίνεις έξω και να έρχεσαι πάλι μέσα στο δωμάτιο, να πέφτεις στο κρεβάτι σαν για πρώτη φορά, χωρίς να σκέπτεσαι αν θα κοιμηθείς ή όχι. Να συγκεντρώνεσαι, να λες τη δοξολογία και μετά τρεις φορές το «Κύριε Ιησού Χριστέ ...;» κι έτσι θα έρχεται ο ύπνος.

 
πηγή: βιβλίο «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ Ανθολόγιο Συμβουλών»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΜΗΛΕΣΙ ΑΤΤΙΚΗΣ
 
 

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Κάντε Προσευχή και θα δείτε θαύματα!

 
 
Έχουμε μεγάλο και σκληρό αγώνα
Πρέπει να νικηθούν οι δαίμονες
Και πρέπει να νικήσει ο χριστιανισμός

Η Ελπίδα σας στο Θεό!

Να έχεις πίστη στο Θεό και να κάνεις προσευχή και ο Θεός θα βοηθήσει περισσότερο από δικηγόρους και περισσότερο από ανθρώπους. Του κόσμου τους ανθρώπους να έχεις, άμα ο Θεός δεν θέλει, δεν γίνεται τίποτα. Όσα και να πούμε, χιλιάδες κηρύγματα να ακούσετε, αν δεν έρθει το άγιο Πνεύμα για να μας στερεώσει, να μας στηρίξει και να μας βοηθήσει, αν δεν έρθει η χάρις του Θεού, τίποτε δεν κάνουμε.

Γι’ αυτό λέει ο απόστολος Παύλος· «Αυτός δε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και ο Θεός και πατήρ ημών, ο αγαπήσας ημάς και δους παράκλησιν αιωνίαν και ελπίδα αγαθήν εν χάριτι, παρακαλέσαι υμών τάς καρδίας και στήριξαι υμάς εν παντί λόγω και έργω αγαθώ» (Β Θεσ. 2,16-17).

Σας τα είπα αυτά, λέει, και παρακαλώ το Θεό να σας στηρίξει, να σας δυναμώσει, να σας βοηθήσει για να μην πέσετε στην αμαρτία.
Πέτρος να είσαι, Παύλος να είσαι, ασκητής Αντώνιος να είσαι στα βουνά να πας, μην έχεις αυτοπεποίθηση. Να φοβάσαι τον εαυτό σου και να μην του έχεις εμπιστοσύνη. Ο μεγαλύτερος εχθρός μας είναι ο εαυτός μας. Οι άλλοι δεν μπορούν τόσο να σε βλάψουν, όσο μπορείς να βλάψεις εσύ τον εαυτό σου, με τις βλακείες σου, με τις ανοησίες σου, με τα εγκλήματα σου, με τις απατεωνιές σου και με τα σφάλματά σου. Εσύ λοιπόν είσαι ο μεγαλύτερος εχθρός του εαυτού σου.

Να μην έχουμε ποτέ εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, αλλά να παρακαλούμε το Θεό για να μας στερεώσει στην πίστη. Γιατί αν έρθει κανένας διωγμός εδώ πέρα –και προφητεύω ότι θα έρθει–, θα γίνουν φοβερά πράγματα· τότε θα πέσει το κόσκινο το μεγάλο. Και θα είμεθα τότε ευτυχείς, αν μείνουν μέσα στην πόλη 100-200 Χριστιανοί. Τους άλλους θα τους πάρει το ρεύμα. Θα τους σηκώσει ως άχυρο, που το φυσά το σηκώνει και το πετά ο άνεμος. Έτσι θα τους σηκώσει όλους αυτή η θύελλα του διαβόλου, αυτός ο άνεμος. Και θα μείνουν μόνο τα βράχια. Όσοι είναι σταθεροί, μόνο αυτοί θα μείνουν κοντά στο Θεό. Τους άλλους θα τους πάρει το ρεύμα του ποταμού και θα τους καταστρέψει και θα τους διαλύσει.
Η προσευχή πανίσχυρο όπλο

Τι πρέπει να κάνουμε, ευρισκόμενοι σ’ αυτό τον αιώνα, σ’ αυτή τη γη, για να μείνουμε με το Χριστό; Ιδού τι μας συμβουλεύει ο απόστολος Παύλος. Ένα όπλο πανίσχυρο, που πρέπει πάντοτε να έχουμε μαζί μας οι Χριστιανοί, είναι η προσευχή. Να μην είμαστε άοπλοι σ’ αυτή την σκληρά μάχη.

«Το λοιπόν προσεύχεσθε, αδελφοί, περί ημών» (Β Θεσ. 3,1). Σ’ αυτά τα χρόνια που ζούμε, σας παρακαλώ πολύ, λέει ο απόστολος, προσεύχεσθε για μένα. Ένας Παύλος παρακαλούσε τους Χριστιανούς της Θεσσαλονίκης να προσεύχονται γι’ αυτόν! Το σκεφτήκατε αυτό; Αν ο Παύλος είχε ανάγκη από τις προσευχές των Χριστιανών, πόσο μάλλον εμείς;

Αλλά εμείς αυτή την προσευχή, που είναι όπλο ισχυρό – πανίσχυρο για όλες μας τις ανάγκες, υλικές και πνευματικές, την αμελούμε.

Έχουμε μεγάλο και σκληρό αγώνα. Πρέπει να νικηθούν οι δαίμονες. Και πρέπει να νικήσει ο χριστιανισμός. Βοηθήστε και εσείς οι Χριστιανοί. Και σήμερα, αν δεν έχουν επιτυχία οι επίσκοποι και οι ιεροκήρυκες, αιτία είναι ότι δεν προσεύχονται γι’ αυτούς οι Χριστιανοί.
Αν πίσω από κάθε επίσκοπο, πίσω από κάθε κήρυκα του ευαγγελίου, υπήρχαν δέκα άνθρωποι να προσεύχονται, για να τους δυναμώνει ο Θεός και να τους φωτίζει, θαύματα θα γίνονταν. Τώρα εμείς είμαστε θεομπαίκτες. Βλέπεις τον κήρυκα του ευαγγελίου να ανεβαίνει στον άμβωνα; Παρακάλεσε το Θεό να τον φωτίσει, για να πει πέντε λόγια σωστά. Βλέπεις τον ιερέα; Παρακάλεσε το Θεό να τον δυναμώσει στον σκληρό αυτό αγώνα που έχουμε.
Κάντε προσευχή και θα δείτε θαύματα

Το πρωί που σηκώνεστε κάνετε προσευχή; Διαβάζετε Γραφή; Ψάλλετε το Θεό; Προσευχή, παιδιά· «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α Θεσ. 5,17).

Θα δούμε θαύματα – θα δείτε θαύματα, παιδιά, στη ζωή σας. Τώρα στα γηρατειά μου, κάθομαι καμιά φορά και θυμούμαι τα θαύματα που έκανε ο Θεός στη ζωή μου και δακρύζω.

Θαύματα· μικρό παιδί πως εσώθηκα! Είχαμε ένα κήπο μικρό εκεί στο σπιτάκι και ήταν τότε τα πηγάδια ανοιχτά. Και εγώ μικρός ήμουν πολύ ζωηρός. Ξαφνικά, εκεί που έτρεχα, γλιστρώ και πέφτω κάτω στο στόμιο του πηγαδιού. Το σώμα μου το μισό σχεδόν κοιτούσε μέσα στο πηγάδι, ευτυχώς η ισορροπία του σώματος μου ήταν προς τα έξω. Λίγο τι και θα έπεφτα μέσα. Αφού έβλεπα σαν καθρέπτη το νερό. Μόλις κατόρθωσα και γλίτωσα. Αν έπεφτα μέσα, θα είχα πνιγεί. Κάποια προσευχή με έσωσε.
Έχω κι άλλες πολλές περιπτώσεις, μεγάλες. Βλέπει ο άνθρωπος θαύματα στην προσευχή. Λοιπόν έτσι να κάνετε και εσείς και ο Κύριος θα σας σώσει και από σωματικούς κινδύνους και από πνευματικούς κινδύνους· μεγάλα και θαυμαστά θα ποιήσει ο Κύριος. Μεγάλα εν Χριστώ. Όχι εμείς οι μικροί και ανάξιοι, αλλά η δύναμη του Κυρίου, «η Θεία χάρις η πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλειπόντα αναπληρούσα» (ακολ. χειροτ.).

Ο Θεός θα δώσει τη χάρη, όταν υπάρχει ταπείνωση, αγάπη, συναίσθηση ότι είμεθα ένα μηδενικό. Και τα μηδενικά αξιοποιούνται. Διαβάστε το βιβλίο «Ακολούθει μοι». Εκεί στο τέλος γράφει· Τα μηδενικά αξιοποιούνται, όταν υπάρχει μπροστά η μονάδα.
Αν έχεις ένα μηδενικό, γίνεται δέκα· αν έχεις δύο μηδενικά, γίνεται εκατό· αν έχεις τρία μηδενικά γίνεται χίλια… Η συναίσθηση της μηδαμινότητος μας όταν έχουμε μπροστά τον Ένα. «Έν τω Θεώ ποιήσομεν δύναμιν» (Ψαλμ. 59,14). Θα τα δούμε αυτά. Δεν είναι μύθος ο χριστιανισμός, αλλά είναι μία πραγματικότης την οποία την αισθανόμεθα και καθένας Χριστιανός είναι ένας μικρός Χριστός. Διαβάστε το βιβλίο που συνέστησα και στους ιερείς «Η ζωή Του ζωή μου».

Λοιπόν είμεθα σύμφωνοι; Πνευματικοί άνθρωποι να είστε, να προσεύχεστε και για μας και για την Εκκλησία ολόκληρον. Άντε στο καλό, στην ευχή του Χριστού· και δεν πειράζει, παιδάκι μου, θα τραβήξομε εμείς το δρόμο μας.

Ο Χριστός «Λοιδορούμενος ούκ αντελοιδόρει» (Α΄ Πετρ. 2,23) και οι απόστολοι έλεγαν «λοιδορούμενοι ευλογούμεν» (Α ΄ Κορ. 4,12).



Aπο το βιβλίο Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ», εκδοση Β΄, 2008, σελ.71-76

 

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

«Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι...».

 

Είναι ευτυχισμένοι οι άνθρωποι,
που αναγνωρίζουν τις αδυναμίες
και τις ελλείψεις τους, ...

δηλαδή την πνευματική φτώχεια τους.
Οι άνθρωποι αυτοί έχουν
μέσα τους ταπείνωση και
ζητούν τη βοήθεια του Θεού.
Και ο Χριστός μας βεβαιώνει
ότι η Βασιλεία των ουρανών
ανήκει στους ταπεινούς ανθρώπους.
 
 
 
 

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Ο Άγιος Αντώνιος

 


Σε κανέναν Άγιο της Εκκλησίας μας δεν έκανε τόσες και τέτοιες άγριες επιθέσεις πειρασμών ο διάβολος, όσες στον Μέγα Αντώνιο. Μεταχειρίστηκε ο δόλιος όλα τα μέσα για να
τον γκρεμίσει, άλλα δεν μπόρεσε.
Πάμπλουτος αλλά Αγράμματος
Το 251 μ.Χ. γεννήθηκε στην Αίγυπτο ένα μεγάλο και φωτεινό αστέρι της χριστιανοσύνης: Ο Μέγας Αντώνιος. Ιδιαίτερη πατρίδα του ήτανε ένα μικρό χωριό, Κόμα ονομαζόμενο,
που βρισκότανε ανατολικά της όχθης του ποταμού Νείλου, στην Νότιο Μέμφιδα.
Οι γονείς του ήτανε πλούσιοι και ευσεβείς χριστιανοί. Μπορούσανε να δώσουμε μεγάλη μόρφωση στον μικρό τους Αντώνιο και να τον αναδείξουν μεγάλο επιστήμονα, αλλά τους
φόβιζε η συναναστροφή στο σχολείο με τα παιδιά των ειδωλολατρών. Δεν θέλανε να χάση την πίστη του το παιδί τους, από την πλάνη της ειδωλολατρίας. Προτιμούσανε να δούνε
το παιδί του στον Παράδεισο αγράμματο, παρά γραμματισμένο στην Κόλαση. Έμεινε, λοιπόν, εξαιτίας αυτού, τελείως αγράμματος ο Αντώνιος. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να
αναδειχθεί Μέγας.
Οι γονείς του, όμως, φροντίσανε πολύ για την χριστιανική ανατροφή του. Τον μεγαλώσανε με τις αρχές του Ευαγγελίου και του δείξανε τους δύο δρόμους, που θα τον γλύτωναν
από τις παγίδες του διαβόλου: τον δρόμο του σπιτιού και τον δρόμο της Εκκλησίας.
Σε ηλικία 18 ετών, έμεινε ορφανός με μια αδελφή. Ο θάνατος των γονέων του, τον έβαλε στην αρχή σε λύπη και σε βαθύ συλλογισμό. Κατάλαβε τότε, πόσο μάταιος είναι τούτος
ο κόσμος και πόσο γρήγορα είναι το πέρασμα του άνθρωπου από την προσωρινή αυτή ζωή.
 

Αναχωρεί στην έρημο
Μια Κυριακή ακούει στην Εκκλησία την Ευαγγελική περικοπή, στην οποία συζητάει ο Χριστός μ’ ένα πλούσιο νεαρό και του δείχνει, τον δρόμο της τελειότητας και της σωτηρίας
της ψυχής του. Ο Χριστός, αφού ακούει τον νεαρό πλούσιο, να του λέγει, ότι έχει ζήσει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού, του υπογραμμίζει:
«Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί διάδος πτωχοῖς καί δεῦρο ἀκολουθεῖ μοί καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῶ».
Τα λόγια αυτά του Ευαγγελίου, κάνουν βαθειά εντύπωση στην ψυχή του Αντωνίου. Γυρίζει στο σπίτι του σκεφτικός και κυριευμένος από αγωνία. Νομίζει, ότι η φωνή του Κυρίου
τον καλεί κι αυτόν, όπως εκείνον τον νέον, να τον ακούσει και να τον ακολουθήσει. Υπακούει αμέσως και χωρίς αναβολή. Πουλάει όλα του τα κτήματα.
Από την πώληση τους, πήρε πολλά χρήματα. Το χρυσάφι όμως, δεν του τράβηξε την καρδιά. Το έδωσε στην Εκκλησία, το μοίρασε στους φτωχούς και στους δυστυχισμένους.
Αυτός κράτησε μόνο για την αδελφή του ελάχιστα χρήματα.
Έπειτα εμπιστεύεται την αδελφή του σ’ ένα Κοινόβιο παρθένων, σ’ έναν παρθεώνα. Εκεί, ζούσανε ενάρετες γυναίκες μαζί και επεδίδοντο σε έργα αγάπης. Φεύγει κι’ αυτός, όχι πολύ
μακριά από το σπίτι του κι’ άρχισε την ασκητική ζωή. Δεν υπάρχουν ακόμη μοναστήρια την εποχή εκείνη συγκροτημένα, όπως είναι σήμερον. Γι’ αυτό καταφεύγει σ’ ένα ερημητήριο
των περιχώρων.
Εκεί, βρίσκει, ένα Γέροντα ασκητή, ο όποιος αναλαμβάνει να τον καθοδηγήσει στην αρετή. Να φτιάξη ψυχή ο άνθρωπος χρειάζεται άσκησης. Τα πάθη δεν βγαίνουν, χωρίς αγώνα.
«Ὑποπιάζω μου τό σῶμα καί δουλαγωγῶ», έλεγε ο Παύλος, «μήποτε ἄλλοις κηρύξας ἐγώ αὐτός ἀδόκιμος γένωμαι».
Προσεύχεται στο Θεό. Του ζητάει να τον βοηθήσει στον αγώνα του, για την σωτηρία της ψυχής του. Ξενυχτάει, τώρα, πολλές φορές στην άσκηση και στην προσευχή. Τρώγει
ελάχιστα. Η τροφή του είναι ένα ξερό κομμάτι ψωμί και νερό. Τρώγει μόνο μια φορά την ήμερα. Μερικές μάλιστα μέρες, περνούν, χωρίς να βάλει τίποτε στο στόμα του. Άλλοτε,
πάλι γεύεται το ξεροκόμματο, αφού περάσουν τρεις και τέσσερες μέρες εξαντλητικής νηστείας.
 


Οι πρώτοι πειρασμοί
Ο διάβολος όμως, βλέπει την μεγάλη πρόοδο του Αντωνίου, στην αγιοσύνη, ταράζεται και στεναχωριέται. Βάζει αμέσως τότε σε ενέργεια τις παγίδες του και τα φοβερά σχέδιά του.
Τον χτυπάει λοιπόν, πρώτα με τα πλούτη και τις ανέσεις:
-Είσαι κουτός, του λέγει μέσα του, στην σκέψη του. Άφησες τόσα πλούτη και ήρθες εδώ στην ερημιά να πεθάνεις από την πείνα και από το κρύο! Δεν βλέπεις την δυστυχία, που σε
πνίγει; Ένα στρώμα δεν έχεις να στρώσης. Ζεστασιά δεν υπάρχει πουθενά. Δεν είναι για σένα ο τόπος αυτός. Θα πεθάνεις και είναι αμαρτία. Έπειτα μη ξεχνάς: Έχεις και αδελφή!
Πώς την άφησες μόνη της; Είναι σωστό αυτό; Τι ευτυχισμένος είσαι τώρα εδώ, σε μια υγρή σπηλιά! Όλοι οι άλλοι, που ζούνε στον κόσμο, θα χαθούμε και συ μόνο θα σωθείς; Είναι
άραγε σωστό αυτό που κάνεις;
Όλες αυτές τις σκέψεις τις βάζει στον νου του Αντωνίου ο Σατανάς και περιμένει μ’ αγωνία το αποτέλεσμα. Τί θα γίνει; Θα τις δεχτεί; Θα υποκύψει ή όχι;
Άλλα στις δύσκολες αυτές στιγμές του πειρασμού, ο άγιος δεν λυγίζει. Προσεύχεται πολύ. Παρακαλεί από τα βάθη της καρδία του τον Θεό να τον βοηθήσει. Η προσευχή του, η
νηστεία του και η θέληση του, νικούν τον διάβολο και τον τρέπουν σε φυγή.
Δεν πρόκειται όμως, να ησυχάσει. Ο διάβολος βάζει μπροστά νέο σχέδιο, πιο τολμηρό αυτή την φορά. Τον πολεμάει με την σάρκα. Εκμεταλλεύεται γι’ αυτό ο άθλιος την νεότητά του.
Παρουσιάζει στην φαντασία του αισχρά θεάματα. Μεταμορφώνεται ο τρισάθλιος σε γυμνή γυναίκα και προσπαθεί εκεί στην ερημιά, να τον σκανδαλίσει και να τον νικήσει. Αγωνίζεται
μέρα νύχτα να τον γκρεμίσει. Τού παρουσιάζει κέντρα διασκεδάσεων και σκηνές οργίων. Κάνει ότι μπορεί, για να επιτύχει τους δόλιους σκοπούς του.
Ο Άγιος, όμως συνεχώς προσεύχεται. Μένει ξάγρυπνος και παρακαλεί τον Θεό να του δώσει δύναμη ν’ αντέξει σ’ αυτή την άγρια επίθεση των πειρασμών του διαβόλου, για να
επιτύχει μέχρι το τέλος στην άμυνά του, δεν τρώγει εντελώς τίποτε. Κόβει κι’ αυτό το ελάχιστο ξερό ψωμί, που έτρωγε κάθε βράδυ, και μένει μέρες ολόκληρες νηστικός.
Ο Σατανάς δεν εγκαταλείπει όμως τον αγώνα.
—Να το δόλωμα! Η υπερηφάνεια. Τώρα, είναι η ώρα να τον κάμω να υπερηφανευτεί. Παρουσιάζεται, λοιπόν, ο δαίμονας στον Άγιο με μορφή μαύρου παιδιού και του λέγει:
—Αχ! Αντώνιε. Πολλούς πλάνεψα, πολλούς έβαλα κάτω και τους νίκησα, αλλά εσένα κουράστηκα να σε πολεμώ! Νομίζω, πώς δεν θα επιτύχω. Είσαι δυνατός. Σε παραδέχομαι.
—Και ποιος είσαι εσύ; τον ρώτησε ο Μ. Αντώνιος.
—Εγώ είμαι το πνεύμα της πορνείας και γαργαλίζω τους νέους στην πράξη αυτή.
Ο Άγιος, δεν υπερηφανεύεται, όπως περίμενε ο σατανάς. Δεν είπε από μέσα του: Τί είμαι εγώ!, Μπράβο μου!, Τα κατάφερα, αλλά δόξασε το όνομα του Κυρίου, που του έδωσε,
την δύναμη να νικήσει και είπε στον σατανά:
—Ύπαγε οπίσω μου σατανά. Δεν σε φοβάμαι.



Μέρες αθλήσεως
Μετά τους πειρασμούς, ο Άγιος προσεύχεται με πολλή πίστη. Η νηστεία και η σκληραγωγία γινότανε πιο αυστηρή. Έκτος από το ελάχιστο ψωμί, που έτρωγε κάθε δύο τρεις η και
τέσσερες μέρες, ούτε λάδι, ούτε κρασί, ούτε καμιά άλλη τροφή έβαζε στο στόμα του. Κοιμότανε δε πάνω σε μια παλιά ψάθα ή και εντελώς κάτω στο χώμα.
Για ν’ ανεβάσει, λοιπόν, ακόμη πιο ψηλά τον αγώνα και την άθληση του την χριστιανική, καταφεύγει σ’ ένα παλαιό τάφο κι’ απομονώνεται. Εκεί του φέρνει την λίγη τροφή του, από
καιρού εις καιρόν, κάποιος ευσεβής χριστιανός. Ο τάφος αυτός ήταν ευρύχωρος, σαν δωμάτιο.
 
Ο Σατανάς επιτίθεται και πάλι
Γεμάτος οργή και μίσος για την αποτυχία του ο διάβολος, ξανακτυπάει τον Άγιο, για να τον κάνη να γυρίσει πίσω στον κόσμο και να τον ρίξει στην αμαρτία. Πηγαίνει την νύκτα και
κάνει χαλασμό. Του παρουσιάζεται με μορφές φιδιών, σκορπιών, λύκων, τίγρεων, που τον δαγκώνουν και του σχίζουν τις σάρκες.
Ο Μέγας Αντώνιος λέει με γενναιότητα:
—Δε θα με νικήσετε! ο αριθμό σας και ο θόρυβος σας δείχνουν την αδυναμία σας.
Οι δαίμονες τον κτυπούν τότε μανιασμένα και τον αφήνουν εκεί με πληγές αναίσθητο και μισοπεθαμένο.
Έτσι αναίσθητο τον βρίσκει ο χριστιανός, που του πήγε το πρωί το ψωμί του. Τον νομίζει για νεκρό. Τον μεταφέρει στο σπίτι του, κοντά στους συγγενείς και τους γνωστούς του.
Συνέρχεται όμως, ο Άγιος την νύκτα και γυρίζει πάλι στον τάφο του μαρτυρίου του.
—Εδώ είμαι! φωνάζει ο όσιος. Δεν με φοβίζουν τα ψεύτικα μαστίγιά σας. Κανένα μαρτύριο δεν θα με απομακρύνει από τον Δεσπότη μου Χριστό.
Αγριεύουν οι δαίμονες, στη συνέχεια της μάχης, που δίνουν. Παρουσιάζονται σε χίλιες δυο μορφές ερπετών και θηρίων.
Και ο Μέγας Αντώνιος, χωρίς να τα χάση είπε:
—Εάν είχατε δύναμη, ένας και μόνο από σας, μπορούσε να με εξοντώσει. Επειδή ο Κύριος σας έχει κόψει τα νεύρα και σας έχει αφήσει χωρίς δύναμη, γι’ αυτό προσπαθείτε με το
πλήθος, με την ψευτιά και την υποκρισία, να με φοβίσετε. Και γι’ αυτό μεταμορφώνεστε σε τόσα θηρία! Εμπρός λοιπόν! Εάν όμως δεν πήρατε άνωθεν εξουσία εναντίον μου, μη
στέκεστε. Εάν όμως δεν πήρατε, τί ταράζεσθε;
Οι δαίμονες ακούγοντας τα λόγια αυτά του Άγιου, έτριζαν τα δόντια τους, μια ακτίνα με θεϊκό φως κατέβηκε από τη στέγη του τάφου.
Γαλήνη κι ησυχία απλώθηκε παντού. Το κορμί του Άγιου δεν πονούσε πλέον και δεν υπήρχαν πληγές στο σώμα του. Θεραπεύτηκαν από τον Κύριο. Ο μεγάλος ασκητής,
καταλαβαίνει την θεία επίσκεψη και ρωτάει:
—Πού ήσουνα, γλυκύτατέ μου Θεέ και δεν φανερωνόσουνα από την αρχή, να σταματήσεις τους πόνους του κορμιού μου; Δεκαέξι χρόνια, με έψησε ο σατανάς.
Ακούστηκε τότε, μια φωνή, που του έλεγε:
—Αντώνιε, εδώ ήμουνα και σε παρακολουθούσα αοράτως. Αλλά πρόσμενα να ιδώ τον αγώνα σου. Αφού, λοιπόν, δεν νικήθηκες, αλλά υπέφερες με πίστη, θα είμαι πάντοτε κοντά
σου και θα κάνω το όνομά σου ξακουστό σ’ όλο τον κόσμο.
Σηκώθηκε τότε ο Άγιος και προσευχήθηκε θερμά.
 
 

Για πιο αυστηρή άσκηση
Κατά το 285 μ.Χ., θέλει ν’ απομακρυνθεί περισσότερο από τον κόσμο. Ο Άγιος Αντώνιος ξεκινάει, για το σκληρό και δύσκολο δρόμο της ασκήσεως. Περνάει τον Νείλο ποταμό και
προχωράει προς τα βουνά της δεξιάς όχθης του, που προεκτείνονται προς την Αραβία.
Ο σκοτεινός διάβολος πλημμυρίζει από μίσος κατά του Άγιου. Καθώς τον βλέπει να προχωρεί, για πιο αυστηρή άσκηση και πρόοδο αγιοσύνης, ταράζεται. Δεν το βάζει όμως κάτω.
Ετοιμάζεται να τον σκανδαλίσει, για τα τον ρίξει στην αμαρτία.
 
 

Ο Αργυρένιος δίσκος
Του πετάει, λοιπόν, στον δρόμο του εκεί που βάδιζε στην έρημο, ένα μεγάλο, αστραφτερό, αργυρένιο δίσκο! Ο Μέγας Αντώνιος κοντοστέκεται για λίγο και λέγει εκείνο, που
κατάντησε παροιμιώδες: Πόθεν δίσκος εν τη ερήμω;. Από που βρέθηκε ο δίσκος στην έρημο; Δική σου τέχνη είναι τούτο, διάβολε! είπε τότε ο Άγιος. Θέλεις να με εμπαίξεις.
Δεν θα σού κάνω όμως την χάρη. Χάρισμά σου, λοιπόν. Πάρε τον δίσκο μαζί σου στην απώλεια, στο σκοτάδι της Κολάσεως, του φρικτού βασιλείου σου...
Μόλις, όμως, είπε αυτά ο όσιος, ο δίσκος έγινε άφαντος! Ο δαίμονας είχε νικηθεί και πάλι.
Σε λίγο ο Μέγας Αντώνιος συναντάει μπροστά του άφθονο χρυσάφι, που άστραφτε και γυάλιζε με τη λάμψη του. Για το χρυσάφι αυτό, δίνονται δύο εξηγήσεις. Η μία είναι, ότι το
παρουσίασε ο διάβολος στον Άγιο, για να τον εμποδίση από τον θεάρεστο δρόμο του, για να του ανάψει την φλόγα της φιλαργυρίας και του πλούτου και έτσι να του αλλάξει τα
μυαλά.
Η άλλη εξήγηση είναι, ότι το χρυσάφι αυτό, παρουσίασε ο Θεός στον Άγιο, για να δείξει στον διάβολο, ότι ο Αντώνιος, ούτε από το χρυσάφι παρασύρεται, ούτε με τίποτε άλλο
αλλάζει την ευτυχία της πίστεώς του, που νοιώθει.
Είναι στη Λυβική έρημο Πισπίρι, που βρίσκεται το σημερινό Δάρ -Ελ -Μεϊμούν. Φθάνει, λοιπόν, ο μεγάλος ασκητής βαθειά στην έρημο.
Εδώ, αρχίζει ο Μ. Αντώνιος να ζει σε πιο αυστηρή άσκηση. Απομονωμένος από τον κόσμο εντελώς, βαθαίνει στα μυστήρια της ζωής και της Δημιουργίας. Είκοσι ολόκληρα χρόνια,
προσεύχεται, νηστεύει, ξαγρυπνάει και αντιστέκεται στους πειρασμούς του διαβόλου.
Οι επισκέπτες, που πηγαίνουν να τον δουν, ακούνε στο φρούριο άγριες κραυγές:
—Φύγε από τον τόπον μας. Η έρημος είναι δική μας. Δεν θα μπορέσεις ν’ αντέξεις στις μηχανές μας. Θα σε πιάσουμε στις παγίδες μας και στις ενέδρες μας!
Οι επισκέπτες νομίζουνε στην αρχή, ότι οι φωνές είναι ανθρώπινες. Διαπιστώνουν όμως έπειτα, ότι πουθενά δεν υπάρχουν άνθρωποι, εκτός από τον γενναίο ασκητή.
Καταλαβαίνουν τότε τί υπεράνθρωπη πάλη κάνει ο Άγιος με την πανουργία του διαβόλου και θαυμάζουν.
Τότε ο Άγιος τους πλησιάζει γαλήνιος. Ανοίγει την εξώπορτα του φρουρίου και τους λέγει:
—Μη φοβάστε, αγαπητοί μου. Αφήστε τον δαίμονα να χτυπιέται. Εσείς να κάνετε τον σταυρόν σας και να βαδίζετε άφοβα στον δρόμο σας. 

 

Οδηγός και διδάσκαλος
Το όνομα του Μεγάλου Αντωνίου γίνεται ξακουστό. Ο θαυμασμός, για την αυστηρή ζωή, παρακινεί πολλούς να πάνε να τον δούνε. Πολλοί μοναχοί, τον βλέπουνε σαν φωτεινό
παράδειγμα αγίας ζωής και θέλουν να τον μιμηθούν.
Όταν, λοιπόν, μαθαίνουν που βρίσκεται, τρέχουν πολλοί με χαρά κοντά του. Κοιτάζουν με απορία το κοκαλιάρικο σώμα του και τα χάνουν.
Αρκετοί, που πάσχουν από αρρώστιες, μόλος τον βλέπουν, γιατρεύονται. Πολλοί δαιμονισμένοι λυτρώνονται από τα δεσμά του διαβόλου.
Ο Μέγας Αντώνιος, όλους τους δίδασκε. Δεν ήξερε βέβαια γράμματα, αλλά ο λόγος του ήτανε «ἅλατι ἠρτυμένος». Όσοι τον άκουγαν, ένοιωθαν αμέσως γαλήνη στην καρδιά του.
Μεγάλωνε ο έρωτάς τους για την αρετή. Έφευγε από το σώμα τους η τεμπελιά, για τους πνευματικούς αγώνας και από την ψυχή τους ο καταστρεπτικός εγωισμός.
Μάθαιναν όλοι τους, πώς να καταφρονούν τους πειρασμούς του πονηρού διαβόλου και πώς να πλησιάζουν περισσότερο τον Χριστό.
 

 

Στην Αλεξάνδρεια κοντά στους μάρτυρες
Κατά το 311 μ.Χ. επί της βασιλείας του αυτοκράτορα Μαξιμίνου, ξεσπάει άγριος διωγμός εναντίον των Χριστιανών στην Αίγυπτο. Τότε ο άγιος αφήνει την έρημο. Παίρνει μαζί του
και μερικούς άλλους μοναχούς και κατεβαίνει στην Αλεξάνδρεια, έτοιμος να μαρτυρήσει, για το Χριστό. Στερεώνει τους μάρτυρες στην πίστη. Τους δίνει κουράγιο. Τους βοηθάει στις
δύσκολες στιγμές τους.
Και, όταν δόθηκε εντολή, να μην πατήσει μοναχός στα δικαστήρια, ο μεγάλος ασκητής, δεν υπάκουσε. Μπήκε στο δικαστήριο και κάθισε σε σημείο, που να τον βλέπουν . Μέσα του
κρυφόκαιγε ο πόθος να μαρτυρήσει, για την πίστη του Κυρίου, γιατί γνώριζε, ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο για τον άνθρωπο από το να αξιωθεί να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Άλλη,
όμως ήτανε η βουλή του Θεού

...«Ἄνθρωπος ἁμαρτωλός εἶμαι»...
Μια μέρα, ενώ ησύχαζε στο κελί του, προχωρεί προς τα εκεί, ένας ανώτατος αξιωματικός ονόματι Μαρτινιανός και του κτυπάει την πόρτα, λέγοντας:
-Άνθρωπε του Θεού, σε παρακαλώ βοήθησε με. Έχω μια θυγατέρα, που την ενοχλεί ο διάβολος. Αρρωσταίνει φοβερά. Ζητώ την βοήθεια σου… Ο Άγιος απαντάει τότε:
-Άνθρωπε, τι, θέλεις; Αμαρτωλός άνθρωπος είμαι κι εγώ όπως είσαι κι εσύ. Εάν όμως πιστεύεις στον Χριστό, πήγαινε, κάνε την προσευχή σου και θα εκπληρωθεί η επιθυμία σου.
Εκείνος πίστεψε τότε ολόψυχα στο Θεό. Γονάτισε και με πόνο ζήτησε την βοήθεια του. Το θαύμα έγινε. Η θυγατέρα του θεραπεύτηκε θαυματουργικά.
 
 

Στη μακρινή έρημο
Αποφασίζει, λοιπόν, να προχωρήσει, για άλλο μέρος. Σκέφτεται να πάει στην Θηβαίδα...
Παίρνει, λοιπόν, δυο καρβέλια ψωμί και κατεβαίνει στο ποτάμι. Εκεί, περιμένει να φανεί κανένα πλοιάριο η καμιά βάρκα για να τον περάσει απέναντι.
Ξαφνικά ακούει μια φωνή, να του λέγει:
—Πού πήγαινες, Αντώνιε;
—Οι όχλοι μού ζητούν να κάνω θαύματα παραπάνω από τις δυνάμεις μου. Φεύγω, λοιπόν, για να ησυχάσω στην άνω Θηβάιδα, είπε ο Άγιος.
—Και στη Θηβαίδα να πάς θα έρθουν να σε βρούνε. Για να ησυχάσεις, λοιπόν, προχώρα βαθύτερα στην έρημο.
—Και ποιος θα μου δείξει τον δρόμο, αφού δεν τον ξέρω; ρώτησε ο Αντώνιος.
Τότε, η αόρατη φωνή του ουρανού, του έδηξε ν’ ακολουθήσει μερικούς Σαρακηνούς, που περνούσανε εκείνη την στιγμή κοντά του, για να φτάσει έτσι στον τόπο, που θα εύρισκε ησυχία και γαλήνη.
Οι Σαρακηνοί δέχτηκαν με χαρά να τον καθοδηγήσουν. Περπάτησε μαζί τους στην έρημο τρία μερόνυχτα. Έφτασε τελικά, κοντά σ’ ένα ψηλό βουνό, που βρίσκεται στην περιοχή
της Ερυθραίας,
Εκεί, βρήκε άφθονο γάργαρο και κρύο νερό, κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα. Υπήρχαν δε και αρκετοί φοίνικες. Το σημείο εκείνο ήταν αρκετά εύφορο.
Εκεί τον άφησαν οι Σαρακηνοί, κατά την επιθυμία του, αφού του έδωσαν προηγουμένως μερικούς άρτους.
Ύστερα από λίγο καιρό, μαθαίνουν οι μαθητές του, που βρίσκεται. Με στοργή και αγάπη τρέχουν κοντά του. Τον συμβουλεύονται στις δυσκολίες, που συναντούν και πιο πολύ τον
προσέχουν και τον φροντίζουν.
Ο Μέγας Αντώνιος σκέπτεται τους κόπους, την απόσταση και την ταλαιπωρία των μοναχών, που τον εφοδιάζουν με ψωμί και τους λυπάται. Για να τους απαλλάξει, λοιπόν, από τα
δρομολόγια, τους ζητάει να του φέρουν σκαφτικά, γεωργικά, εργαλεία και λίγο σιτάρι, για σπορά.
Όταν του φέρανε αυτά, που ζήτησε, επιδόθηκε στην μικροκαλλιέργεια. Έσκαψε την γη κι’ έσπειρε το σιτάρι. Έπειτα το φρόντιζε.
Μόλις είδε ο Άγιος την ευφορία της γης, αλλά και την ανάγκη των επισκεπτών του να θέλουν να βάλουν κάτι στο στόμα τους, φύτεψε και λαχανικά.
Δεν τον άφησαν όμως τ’ άγρια ζώα σε ησυχία. Κατέβαιναν στην πηγή, έπιναν νερό κι’ έπειτα έμπαιναν στα σπαρτά του και στο κήπο και του τα κατέστρεφαν.
Ο Άγιος έπιασε μια μέρα ένα απ’ αυτά τα ζώα και του μιλούσε, όπως μιλάνε σε λογικούς ανθρώπους:
— Γιατί με ζημιώνετε, του είπε. Εγώ σάς ζημιώνω; Πηγαίνετε λοιπόν στ’ όνομα του Κυρίου και μη με ξαναπλησιάσετε.
Και τότε έγινε το έξης θαυμαστό. Τα άγρια ζώα ούτε τον κήπο του χαλάσανε, ούτε κατεβήκανε άλλη φορά στην πηγή εκείνη, για να πιούν νερό!



Ανάμεσα στα λιοντάρια
Μια νύχτα, που ο Μέγας Αντώνιος αγρυπνούσε στην προσευχή, ο διάβολος μάζεψε όλα τα λιοντάρια της ερήμου και με αυτά τον περικύκλωσε στο καλύβι του.
Βγήκε λοιπόν με θάρρος από την καλύβι του και μέσα στην νύχτα φώναξε δυνατά στα θηρία:
—Εάν επήρατε από τον Θεό εξουσία εναντίον μου, τότε προχωρείτε και κατασπαράξτε με! Εάν όμως σας έφερε εδώ με τη βία ο σατανάς, πάρτε δρόμο, φύγετε, είμαι δούλος του
Χριστού!
Τότε τα λιοντάρια βουβά σκορπίσανε με ορμή, σα να τα κτύπησε ξαφνική καταιγίδα. Ο δε Άγιος συνέχισε την προσευχή του.
 
 

Διδάσκει και θαυματουργεί
Το όνομά του γίνεται πλέον παντού ξακουστό. Όλοι κάτι έχουν ακούσει, για τον μεγάλο και ασύγκριτο ασκητή της ερήμου. Όλοι έχουν ανάγκη ν’ ακούσουν κάτι από τον φωτισμένο
άνδρα.
Μοναχοί από μακρινά Μοναστήρια τον καλούνε για να τους διδάξει και να ωφεληθούν από την παρουσία του.
Εκείνος για να ωφελήσει τις ψυχές τους με ταπεινοφροσύνη, περνάει από Μοναστήρι σε Μοναστήρι. Τους διδάσκει την αγάπη, την καρτερικότητα και την πάλη με τη σάρκα.
«Φυλάττεσθε, ἔλεγε, ἀπό ρυπαρούς λογισμούς καί σαρκικᾶς ἠδονᾶς. Μή ἀπατάσθε χορτασία κοιλίας, φεύγετε τήν κενοδοξίαν καί συνεχῶς προσεύχεσθε».
Τα λόγια του θερμαίνουν τις καρδιές. Δυναμώνουν την πίστη, δίνουν ζωή και όρεξι, για θεία άσκηση, για αγώνες αρετής και αγιοσύνης.
Σ’ ένα από τα γυναικεία Μοναστήρια συνάντησε και την αδελφή του, η οποία γριά πλέον, είχε γίνει Καθηγουμένη του Μοναστηρίου. Μεγάλη χαρά πήρε από την συνάντηση εκείνη
ο Άγιος.
Το όνομα του Όσιου, όπως είπαμε, ήτανε πλέον γνωστό, όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους εθνικούς, τους ειδωλολάτρες, στους άρχοντες και βασιλιάδες.
Μια μέρα επισκέφτηκε τον Άγιο ένας άρχοντας από το παλάτι του βασιλέως. Ο άρχοντας εκείνος λεγόταν Φρόντων. Έπασχε δε από μια φοβερή αρρώστια. Από την αρρώστια του
εκείνη κινδύνευε να τυφλωθεί. Έπεσε λοιπόν στα πόδια του Άγιου και τον παρακαλούσε να τον γιατρέψει.
Ο Μέγας Αντώνιος, αφού του έκαμε μια προσευχή του είπε:
—Φύγε και στον δρόμο θα θεραπευτείς!
Εκείνος όμως δεν έφευγε. Περίμενε πρώτα να θεραπευτεί κι’ έπειτα ν’ αναχωρήσει.
Τότε ο Άγιος του επανέλαβε:
—Όσο καιρό κάθεσαι εδώ, δεν πρόκειται να γίνει τίποτε. Πήγαινε λοιπόν και μέχρις ότου φτάσεις στην Αίγυπτο θα γίνεις καλά!
Τότε πίστεψε ο άρρωστος στην υπόσχεση του Όσιου, πίστεψε όμως και στην δύναμη του Θεού κι’ έφυγε ευχαριστημένος.
 
 

Πολεμάει την αίρεση του Αρειανισμού
Το 338 μ.Χ. ενώ βρίσκεται σε βαθειά γεράματα, η Ορθοδοξία του ζητάει την βοήθειά του. Οι Αρειανοί ταράζουν την γαλήνη της Εκκλησίας και προσπαθούν να παραποιήσουν την
πίστη.
Οι παρακλήσεις των επισκόπων και των μοναχών να πάρει μέρος σ’ αυτή την μάχη κατά του Αρειανισμού τον ξεσηκώνουν.
Κατεβαίνει τότε από το βουνό ο Άγιος και προχωράει, σαν θεϊκός σίφουνας, προς την Αλεξάνδρεια.
Εκεί πρωταγωνιστεί. Πολεμάει με ζωτικότητα την αίρεση. Αποκηρύσσει τους Αρειανούς και την αίρεση τους. Την ονομάζει πρόδρομο του Αντίχριστου. 



Οι διψασμένοι Μοναχοί
Μια μέρα, λοιπόν, εκεί στο ασκητήριο είχανε συγκεντρωθεί αρκετοί επισκέπτες συζητούσανε, ο Άγιος σταμάτησε την συζήτηση και τους είπε:
—Πάρτε μια στάμνα, γεμίστε την νερό και τρέξτε πίσω από αυτούς τους μεγάλους λόφους. Εκεί βρίσκονται δύο μοναχοί, που θέλουν να έρθουν εδώ. Τους τελείωσε όμως το νερό
και ο ένας πέθανε από την δίψα. Τρέξτε λοιπόν να προλάβετε τον άλλον, που κινδυνεύει.
Οι καλόγεροι έτρεξαν στο μέρος που τους έδειξε ο Άγιος. Έφτασαν εκεί ύστερα από ώρες ολόκληρες πορείας. Είδαν δε τότε ότι συνέβαινε αυτό ακριβώς, που τους είχε προειπεί ο
Άγιος. Τα χάσανε τότε και δοξάσανε τον Θεό.
Συνέφεραν έπειτα τον Μοναχό, που κινδύνευε να πεθάνει και γυρίσανε στο ερημητήριο του μεγάλου ασκητού σκεπτικοί.
 
 

Ο Μέγας Αντώνιος και ο Άγιος Ευλόγιος
Ο Άγιος Ευλόγιος έζησε στην Αλεξάνδρεια. Αυτός βρήκε κάποτε στον δρόμο ένα γέροντα λεπρό και εγκαταλελειμμένο. Δεν είχε κανένα να τον φροντίζει. Τον λυπήθηκε και σκέφθηκε
να τον πάρει στο σπιτάκι του. Εκεί να το περιποιείται, για να το βρει η ψυχή του, όπερ και έπραξε.
Ο Ευλόγιος εργαζόταν την ημέρα έξω, διά να μπορεί να εξοικονομεί τα προς το ζην και το βράδυ φρόντιζε τον γέροντα, με κίνδυνο, φυσικά της ζωής του, διότι η λέπρα είναι
μεταδοτική.
Κατόπιν όμως μπήκε ο δαίμονας μέσα στον γέροντα και έβγαλε παραξενιές. Άρχισε ν’ αναποδιάζει, να νευριάζει και να φωνάζει.
—Μ’ αφήνεις εδώ μονάχον και συ γυρίζεις. Κάνεις τον Άγιο. Είσαι υποκριτής.
Δεν μπορούσε δε να τον ευχαριστήσει ο Ευλόγιος με τίποτε και να τον καταπραΰνει.
Αυτή η αχαριστία και η αναποδιά του γέροντα διήρκεσε δέκα επτά χρόνια. Τότε ο Άγιος Ευλόγιος σκέφθηκε να τον παρατήσει και να τον διώξει.
Σηκώθηκε και πήγε σ’ ένα Μοναστήρι, το όποιον θα επισκέφτηκε τότε ο Μέγας Αντώνιος, για να τον ερωτήσει. Δεν τον γνώριζε και για πρώτη φορά θα τον έβλεπε. Εκεί ήτανε και
άλλοι πολλοί, που περιμένανε τον Άγιο Αντώνιο. Να ο Αντώνιος φάνηκε που ερχόταν. Σταμάτησε όμως και φώναξε τον Ευλόγιο μέσα από το πλήθος, τον όποιον, όπως είπαμε, δεν
είχε δει ποτέ, ούτε και ο Ευλόγιος τον Αντώνιο.
—Ευλόγιε, του είπε, τί θέλεις εδώ εσύ; Τρέξε γρήγορα στην δουλειά σου, για να μην χάσης τον μισθό δεκαεφτά ετών.
Πράγματι! Ο Ευλόγιος γύρισε αμέσως στο σπιτάκι του και ξαναπεριποιείτο τον λεπρό γέροντα, όπως, και πριν. Αλλά σε τρεις ημέρες ο γέροντας απέθανε! Και στις σαράντα ημέρες
του γέροντα απέθανε και ο Ευλόγιος!

Αύτη είναι η ψυχή του Αμμούν
Άλλη μια φορά, ενώ καθότανε ο Άγιος στο βουνό και συζητούσε με τους μαθητές του, είδε ξαφνικά μια ολόλευκη ψυχή ν’ ανεβαίνει στους ουρανούς. Την στιγμή δε εκείνη γινότανε
μεγάλη χαρά. Πανηγυρίζανε οι Άγιοι Άγγελοι.
Σηκώθηκε αμίλητος ο Αντώνιος και κοίταξε εκστατικά τον ουρανό. Μακάριζε δε την ψυχή εκείνη, που βάδιζε, για την αιωνία χαρά του ουρανού. Παρακαλούσε δε μυστικά τον Θεό
να του φανερώσει σε ποιόν ανήκε η λυτρωμένη εκείνη ψυχή.
Τότε άκουσε μια φωνή από τον ουρανό, που του είπε!
—Αυτή είναι η ψυχή του Αμμούν.
Ο Αμμούν ήτανε ασκητής στην έρημο της Νιτρίας, η οποία βρισκότανε πολύ μακριά από τον Μέγα Αντώνιο.
Οι μαθητές του Όσιου Αντωνίου, μόλις τον είδανε έτσι να χαίρετε και να θαυμάζει, τον ρωτήσανε:
—Τί συμβαίνει; Βλέπεις τίποτε; Ακοής τίποτε; Και ο θειος ασκητής τους είπε:
—Την ώρα αυτή πέθανε ο Αμμούν, ο συνασκητής και φίλος μου!
Οι μαθητές του τα χάσανε. Σημειώσανε όμως την ημέρα αυτή και την ώρα, που είδε ο Άγιος ξυπνητός το δράμα.
Ύστερα από τριάντα μέρες έφτασαν στο ερημητήριο του Αγίου μερικοί Μοναχοί από την Νιτρία και ανέφεραν την ημέρα και την ώρα του θανάτου του ασκητού Άμμουν.
Κατάλαβαν τότε όλοι, ότι ο Αμμούν είχε πεθάνει την ημέρα, που ο Άγιος Αντώνιος έβλεπε την ψυχή του ολόλευκη ν’ ανεβαίνει στον ουρανό.
Και όλοι, όσοι μαθαίνανε αυτά χαιρότανε και θαυμάζανε τον μεγάλο ασκητή της ερήμου Αντώνιο.
 
 

Διώχνει τα δαιμόνια
Με το πέρασμα των χρόνων, οι δαίμονες εξακολουθούν να πειράζουνε τον Άγιο, αλλά δεν ελπίζουν πλέον να τον νικήσουν. Αντίθετα αρχίζουν τώρα και τον φοβούνται.
Η προσευχή του είναι πανίσχυρη, διότι η πίστης του είναι μεγάλη και η ψυχή του αγνή.
Μια μέρα, που ο Άγιος περνούσε το ποτάμι μ’ ένα πλοιάριο, διότι ήθελε να επισκεφτεί τα Μοναστήρια, του ήρθε στη μύτη μια βρωμερή οσμή.
—Κάτι βρωμάει φοβερά! είπε ο Μέγας Αντώνιος.
—Μήπως κανένα ψάρι; τον ρωτήσανε.
—Όχι. Άλλη δυσωδία νοιώθω..
Εκείνη την στιγμή ακούστηκε από τ’ αμπάρι του πλοίου μια φοβερή κραυγή νέου, που είχε μέσα του δαιμόνιο και τον βασάνιζε.
Τότε ο Άγιος έκανε θερμή προσευχή στο Θεό και απάλλαξε τον νέον από το μαρτύριο του διαβόλου. Τον άφησε ήσυχο, ήρεμο, γαλήνιο και υγιή να συνέχιση την εργασία του και
την ζωή του, όπως όλοι οι άνθρωποι.
Όλοι τότε καταλάβανε, ότι η βρωμιά εκείνη δεν ήτανε τίποτε άλλο, παρά ο βρωμερός και απαίσιος δαίμονας, που βασάνιζε τον νέο.
Σ’ έναν άλλο πάλι νέο ο διάβολος του έκανε φοβερά μαρτύρια. Τον καταντούσε έτσι, ώστε να τρώγει τις σάρκες του. Τον βασάνιζε πολύ σκληρά. Οι γονείς του απελπισμένοι τον
έφεραν στον Μέγα Αντώνιο.
Ο Άγιος λυπήθηκε τον νέο και είπε στους γονείς του ότι θα αγρυπνήσει και θα προσευχηθεί γι’ αυτόν, αλλά μαζί του πρέπει ν’ αγρυπνήσουν και να προσευχηθούν κι’ εκείνοι.
Πράγματι κάνανε μια προσευχή πολύ κατανυκτική. Κατά τα ξημερώματα όμως αγρίεψε ο άρρωστος. Όρμησε με οργή εναντίον του Άγιου και τον έριξε κάτω. Πικράθηκαν από την
διαγωγή του παιδιού των οι δυστυχισμένοι γονείς.
Ο πολύπαθος όμως, από τα τεχνάσματα του διαβόλου ασκητής, τους είπε:
—Μην λέτε τίποτε εναντίον του παιδιού. Δεν φταίει αυτό, αλλά ο δαίμονας, που οργίστηκε διότι πήρε εντολή από τον Θεό να βγει από μέσα του και να τον αφήσει ελεύθερο.
Αυτό είναι το σημάδι, ότι βγήκε το δαιμόνιο. Δοξάστε τον Θεό...
Και πράγματι το παιδί ημερωμένο έπειτα, σηκώθηκε και φιλούσε ευτυχισμένο τα χέρια του Μεγάλου Αντωνίου. Το δαιμόνιο έφυγε.



Δίνει Λύσεις
Ο Άγιος έδινε λύσεις σε σοβαρά προβλήματα πολλών μεγάλων ανδρών, όταν του ζητούσαν την συμβουλή του. Και δεν ήτανε λίγοι εκείνοι, που του έγραφαν...
Τις απαντήσεις βέβαια δεν τις έγραφε μόνος του, γιατί δεν ήξερε, όπως είπαμε γράμματα.
Έλεγε όμως σε κάποιον άλλο ασκητή, που ήξερε να γράφει, λέξη προς λέξη την απάντηση ή την συμβουλή και εκείνος την έγραφε.
Τα γράμματά του γραφτήκανε όλα στην κοπτική γλώσσα. Αυτή τη γλώσσα ήξερε ο Άγιος. Έπειτα δε γίνανε και μεταφράσεις τους στην Ελληνική.
 
 

Ωφέλιμος συνομιλητής
Πολλές φορές, που τον ρωτούσανε, πώς μπορεί να ζει, χωρίς να διαβάζει βιβλία, τους απαντούσε με ευστροφία:
— Το δικό μου βιβλίο είναι η φύσις των γεγονότων. Είναι η Δημιουργία του μεγαλοδύναμου Θεού!
Άλλοτε πάλι θέλοντας να παρηγορήσει ένα τυφλό μοναχό, Δίδυμο ονομαζόμενο, του
έλεγε:
—Δίδυμε, διόλου να μην ταράσσεσαι, διότι έχασες τους αισθητούς οφθαλμούς σου. Αντιθέτως να χαίρεσαι, διότι έχεις ανοιχτό τα μάτια της ψυχής, με τα όποια βλέπεις τον Θεό και
καταλαβαίνεις το φως των λόγων Του.
Όπου περνάει αφήνει τον πλούτο της ψυχικής του ευφορίας ν’ ακτινοβολήσει. Ποτέ δεν ταράζεται. Ποτέ δεν σκυθρωπιάζει. Είναι πάντα γαλήνιος. Μα σαν πρόκειται να παλέψει για
την πίστη και να πολεμήσει τις αιρέσεις, φουντώνει και θεριεύει. Γίνεται αθλητής της πίστεως. Γίνεται δύναμης φοβερή και τρομερή, που γκρεμίζει τις πλάνες των αιρετικών.

«Ἀντώνιος σᾶς ἀποχαιρετᾶ....»
Τώρα ο Άγιος είναι πλέον πολύ γέροντας. Είναι 105 χρονών. Μέχρι τώρα τίποτε δεν ένοιωσε στο κορμί του. Ποτέ του δεν αισθάνθηκε πόνο ή πυρετό ή δυσθυμία. Σε όλη του την
ζωή πετούσε ανάλαφρα. Οι μπόρες, τα άγρια κρύα και οι μεγάλες ζέστες δεν τον πειράζανε. Ως τα βαθιά του γεράματα έμεινε ακμαίος και στο σώμα και στην ψυχή.
Και όταν ήρθε ο χρόνος να αποχωριστεί η ψυχή από το βασανισμένο κορμί του, το προαισθάνθηκε. Και τις τελευταίες αυτές μέρες της ζωής του θέλησε να τις εκμεταλλευτή, για το
καλό των μαθητών του.
Παρά τα γεράματά του επισκέφτηκε πολλά μοναστήρια κι’ έδωσε τις τελευταίες του οδηγίες. Τους είπε πώς ν’ αγωνίζονται κατά του διαβόλου και ν’ αποφεύγουν τους αιρετικούς.
Οι μοναχοί του έλεγαν να μην γυρίσει πίσω στην έρημο, στο ησυχαστήριο του, αλλά να μείνει κοντά τους.
Ο Άγιος όμως επέστρεψε στην έρημο. Ζήτησε δε να μην μουμιοποίησουν το σώμα του, όπως συνηθίζανε οι Αιγύπτιοι, αλλά να ταφή εκεί κοντά στην έρημο, σε σημείο που να μην
το ξέρει κανένας. Δεν ήθελε μεταθανάτιες τιμές.
Λίγο προτού κλείσει τα μάτια του, λέγει στους μοναχούς, που βρίσκονται κοντά του, ότι αφήνει την μηλωτή, τον μανδύα του, για τον Μέγα Αθανάσιο, ο όποιος του τον είχε χαρίσει
κάποτε καινούργιο. Κατόπιν ο Μ. Αθανάσιος τον φορούσε πάντοτε ως φυλαχτό. Τους προβάτινους χιτώνες τους, τους άφησε στο μοναχό Σεραπίωνα.
Έπειτα, αφού τους κοίταξε κατάματα τους είπε:
Ο Αντώνιος σας αποχαιρετά και φεύγει. Και με τα λόγια αυτά παρέδωσε την αμόλυντη ψυχή του στον Θεό.
Τον έθαψαν κατά την επιθυμία του, σε άγνωστο μέρος. Ο τάφος του έμεινε, πράγματι, άγνωστος. Ουδείς ξέρει, που ετάφη.
Ήταν 17 Ιανουαρίου 356 μ.Χ. Έζησε 105 χρόνια.
 
Πηγή : xristianos.gr
 
 
 

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Σ΄ ευχαριστώ και σε δοξολογώ Θεέ μου.

 
 
Σ΄ ευχαριστώ και σε δοξολογώ Θεέ μου.
Θεέ μου και Κύριε του κόσμου, Συ ο αγαθότατος πατέρας των ανθρώπων, Σύ που είσαι άναρχος και αιώνιος και αναλλοίωτος και αμετάβλητος, Σύ που η ουσία σου και το μέγεθός σου και η αγαθότητά σου η άπειρη, δεν χωρεί στον μικρό και περιορισμένο νου μας, Σύ που είσαι η πλουσιώτατη πηγή και η απερίγραπτη άβυσσος της δύναμης και της σοφίας, σ΄ευχαριστώ και σε δοξάζω που είδες με συμπάθεια και αγάπη κι εμένα το μικρό και αδύνατο και αμαρτωλό. Σ΄ευ...
χαριστώ που με λύτρωσες από σκέψεις και πράξεις κακές, μοχθηρές και μάταιες και με έσωσες από τις πολλές και διάφορες παγίδες του διαβόλου, που είναι ο άρχοντας του σκότους και της πλάνης. Σ΄ευχαριστώ, Κύριε, και σε δοξολογώ γιατί έδειξες με θαυμαστό τρόπο την αγάπη σου σε μένα και έγινες ο φιλανθρωπότατος τροφοδότης μου σε όλες τις περιπτώσεις, καί κυβερνήτης, καί φύλακας, καί προστάτης, καί καταφύγιο, καί σωτήρας, καί κηδεμόνας της ψυχής και του σώματός μου. Σ΄ευχαριστώ, πού, παρ΄όλη την απροσεξία και την αμέλειά μου, με αρπάζεις και με γλιτώνεις από το κακό, όπως η μητέρα το μικρό της παιδί. Σ΄ευχαριστώ και σε δοξολογώ που βάζεις μέσα μου θέληση μετανοίας για τις αμαρτίες μου και μου χαρίζεις μύριες ευκαιρίες για να επιστρέφω σε Σένα. Σ΄ευχαριστώ και σε δοξολογώ που με δυναμώνεις στις ώρες της αδυναμίας και δεν μ΄αφήνεις να πέσω, αλλά απλώνεις το παντοδύναμο χέρι Σου και με σηκώνεις και με φέρνεις κοντά Σου. Τί να ανταποδώσω, Πανάγαθε Θεέ μου, για όλες τις ευεργεσίες που μου έκανες και εξακολουθείς να μου κάνεις; Ποιες ευχαριστίες να σου πώ; Γι΄αυτό σαν το γλυκόλαλο αηδόνι θα σε υμνώ και θα σε δοξολογώ. Και όλες τις ημέρες της ζωής μου θα ευλογώ το Άγιο Όνομα Σου, Δημιουργέ και Ευεργέτη και Προστάτη μου άγρυπνε, μολονότι δεν είμαι άξιος να μιλώ μαζί Σου στις προσευχές. Η δική σου όμως αγάπη για μένα και η μακροθυμία Σου, μου δίνει το θάρρος να σου μιλώ, να σ΄ευχαριστώ και να σε δοξολογώ. Και θα το κάνω πάντοτε, γιατί μου κάνει πολύ καλό.

 (Μ.Βασίλειος)
 
 

Ακτινογραφία της ψυχής ~ Εμπειρία ενός Πνευματικού

 

Υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων πού πάνε να εξομολογηθούν

Ή πρώτη κατηγορία, περιλαμβάνει αυτούς πού πάνε για πρώτη και τελευταία φορά, χωρίς απόφαση μετανοίας και βρίσκονται στο εξομολογητήριο από περιέργεια.

Μετά οί περισσότεροι χάνονται. Σπάνια μπορεί κάποιοι απ' αυτούς, καλοπροαίρετοι, να προστρέξουν ξανά στο ευλογημένο Μυστήριο. Εδώ σ' αυτές τις ψυχές δεν υπάρχει μετάνοια, αλλά διακρίνεις περιέργεια, αμφιβολίες πολλές και αινιγματικά χαμόγελα. 

Πολλές φορές αυτοί με ερωτήσεις αδιάκριτες, προσπαθούν να εξομολογήσουν τον Πνευματικό και όλα τα κρίνουν με τον ορθολογισμό...

Αν θελήσει να τους βοηθήσει λίγο ο Πνευματικός με καμιά ερώτηση, διακριτικά βέβαια, για να βγουν τα φίδια (αμαρτίες) από την ψυχή τους, οι περισσότεροι δεν απαντούν με ειλικρίνεια και συνήθως μετέπειτα τον κατηγορούν, ότι δήθεν τους σκανδάλισε με κάποιες ερωτήσεις πού τους έκανε. «Προφάσεις εν αμαρτίαις».

Σημειώνουμε ότι ό Πνευματικός ρωτάει όταν υπάρχει διστακτικότητα και δεν μιλάν οι εξομολογούμενοι και το κάνει αυτό από αγάπη και πόνο στις ψυχές...

Ή τέτοιου είδους εξομολόγηση είναι για τον Πνευματικό πολύ επίπονη και κουραστική. Ρωτάμε: Μπορούν αυτές οι ψυχές να ελευθερωθούν και να σωθούν με τέτοια πίστη και με τέτοια στάση έναντι του Θεού, του Μυστηρίου και του Πνευματικού τους Πατέρα;

Ή δεύτερη κατηγορία ανθρώπων. Αυτοί οί αδελφοί πάνε και εξομολογούνται πιο συχνά, έχουν μεγαλύτερη συναίσθηση του Μυστηρίου από τους εξομολογουμένους της πρώτης κατηγορίας. Όμως, αυτοί το κάνουν για να περνούν καλά εδώ σ' αυτή τη γη και να μην έχουν πειρασμούς. Ή πίστη τους κλονίζεται εύκολα και δεν έχουν συνειδητοποιήσει τί γίνεται στον Ουρανό. Τι έλεγε όμως ό Αββάς; «έπαρον τους πειρασμούς και ουδείς ό σωζόμενος».

Αυτοί συνήθως δουλεύουν σε δυο κυρίους, λίγο στο Χριστό και πιο πολύ στον κοσμοκράτορα σατάν. Αν και ευεργετήθηκαν από την εξομολόγηση και το Χριστό πάρα πολύ, τρέχουν στο Μυστήριο ιδίως, όταν τους πάνε, όπως λένε, «όλα ανάποδα». Συνήθως στις εξομολογήσεις τους λένε για τους άλλους και τί τους έκαναν οί άλλοι και πολύ λίγο για τον εαυτό τους. Αν τους πει κάτι ό Πνευματικός πού δεν είναι της αρεσκείας τους και δεν θα ήθελαν να το ακούσουν, αντιδρούν και σκυθρωπούν, σε σημείο να κρατούν και κακία ή να σκέφτονται να φύγουν.

Θέλουν το λόγο να τον έχουν αυτοί, να επιβάλλουν την άποψη τους και τότε ηρεμούν. 

Τι έλεγε όμως ό Αββάς; «άκουε μονάς Πατρός σου νουθεσίας ποιου προς αυτόν ταπεινάς αποκρίσεις και λέγε τους λογισμούς σου ώς τω Θεώ». Ας είναι ευλογημένοι οι υπάκουοι.

Επιθυμία τους είναι να αναπαύουν πάντα τον εαυτό τους, χωρίς να έχουν διάθεση θυσίας. Συνήθως είναι θυμώδεις, φιλάργυροι και ανελεήμονες προς τους άλλους. Αρέσκονται να προστρέχουν σε διάφορα προσκυνήματα - καλό είναι βέβαια, αλλά συνήθως δεν υπάρχει και σ' αυτό καθαρότητα και καλή προαίρεση. Έχουν περιέργεια, είναι σπάταλοι για την οικογένεια και τον εαυτό τους, δεν είναι ολιγαρκείς, κάνουν κακούς λογισμούς και τους καλλιεργούν, τρέχουν ν' ακούσουν και να δουν διαφόρους Γεροντάδες και το χειρότερο δεν τρέφουν Ιδιαίτερη αγάπη και εκτίμηση στον Πνευματικό τους. 

Πολλές φορές του καταλογίζουν και πολλές παραξενιές και αν τους δοθεί ευκαιρία, μπορεί εύκολα να τον αλλάξουν, επειδή δήθεν είναι αυστηρός, χωρίς άλλη αιτία. Τους αρέσει να εμμένουν στα πάθη τους.
                                                                                


Λένε πολλά λόγια και έχουν λίγες καλές πράξεις. Με επιμέλεια προσέχουν μην τυχόν και χάσουν χρόνο και χρήμα για τον συνάνθρωπο τους και θιγεί το «εγώ» τους. Όπως βλέπουμε και σ' αυτή την περίπτωση των εξομολογουμένων δεν υπάρχει Μετάνοια, αλλά αχαριστία, φιλαυτία, εγωισμός, κενοδοξία, υποκρισία, Φαρισαϊσμός και ανυπακοή.

Ρωτούν τον Πνευματικό για κάποιες υποθέσεις τους «χάριν υπακοής», αλλά πάντα κάνουν το δικό τους, για το όποιο έχουν ήδη προαποφασίσει. Αν κάποιοι κοσμικοί άνθρωποι, πού είναι άγευστοι της πνευματικής ζωής τους πούνε να πάνε για το «καλό» δήθεν σε μέντιουμ, χαρτορίχτρες, καφετζούδες και αγύρτες, είναι έτοιμοι κι' αυτό να το κάνουν. Η θρησκοληψία είναι αρρώστια.

Δρουν και κινούνται πάντα στο θέλημά τους και δεν υποτάσσονται στο θέλημα του Θεού. Ρωτούμε: Έτσι μπορεί να κάνη Καρπούς του Αγίου Πνεύματος ή ψυχή;

 Ό Χριστός μας τονίζει με έμφαση: 

«Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει, ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά». (Ματθαίον ΣΤ', 24). Ό Θεός να μας φυλάγει απ' αυτήν την κατάσταση.

Ή τρίτη κατηγορία και ή πιο ευλογημένη. Όσοι πιστοί ανήκουν στην κατηγορία αυτή, αντελήφθησαν τί γίνεται με την αιωνιότητα και πήραν για καλά το δρόμο της Σωτηρίας. 

Εξομολογούνται με ειλικρινή μετάνοια, συντριβή και πολύ καθαρά, κάνουν φιλότιμη υπακοή, υπέταξαν το θέλημα τους, στο θέλημα του Θεού δια μέσω του Πνευματικού. 

Βάζουν κάθε μέρα αρχή μετανοίας, σπεύδουν συχνά στο Μυστήριο και επικοινωνούν με τον Πνευματικό για σοβαρά θέματα. Προσπαθούν να μην τον κουράζουν άσκοπα, αντίθετα τον συμπαραστέκονται ποικιλότροπα στο έργο της δύσκολης ποιμαντικής του διακονίας. Δεν είναι αδιάφοροι, προσεύχονται γι' αυτόν και για όλο τον κόσμο.

Πολεμούν, τους κακούς λογισμούς με την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησαν με». 

Δεν κατηγορούν τους συνανθρώπους τους, αλλά πολύ περισσότερο δεν κατηγορούν και δεν συκοφαντούν τον εξομολόγο τους, ό οποίος γίνεται γέφυρα για τη Σωτηρία τους. Καταλαβαίνουν ότι αναλώνει το χρόνο και τη ζωή του γι' αυτούς χωρίς να έχει προσωπικό κέρδος και συμφέρον. Ακόμη δεν αφήνουν ούτε ένα λογισμό κακό να πέραση από την διάνοια τους για τον Πνευματικό τους Πατέρα και Οδηγό. 

Μισούν την αμαρτία.

Δεν παρεξηγούνται με ότι και αν τους πει, με ότι και αν τους ρωτήσει, έστω και να τους μαλώσει προς διόρθωση, γιατί νοιώθουν ότι το κάνη από αγάπη για τη λύτρωση τους. Γνωρίζουν οι ψυχές αυτές, με τη φώτιση πού τους έχει δώσει το Άγιο Πνεύμα, λόγω της ταπεινώσεως και της υπακοής πού έχουν, ότι ό Πνευματικός έχει εμπειρία από τις παγίδες πού στήνει στους ανθρώπους ό διάβολος και ό κόσμος. Έτσι μ' αυτό τον τρόπο προφυλάγει τις ψυχές τους από τις αμαρτίες και τον αιώνιο θάνατο. Τους οδηγεί σε Αγγελική πολιτεία.
 
Είναι ελεήμονες, δεν υπολογίζουν χρήμα, χρόνο, κόπο και μόχθο, γιατί πιστεύουν ότι ό Θεός τους ενισχύει και τους ελεεί και ότι από Αυτόν προέρχεται «παν δώρημα τέλειον».

Αυτοί οι άνθρωποι φτωχοί να είναι, λίγα να έχουν, θα κάνουν και ελεημοσύνες. Τέλος έχουν μνήμη θανάτου, ζουν στη γη και πολιτεύονται στον Ουρανό.

...είναι έτοιμοι ακόμη και για μαρτύριο, προς χάριν της Αγίας Πίστεώς μας και της αγάπης προς τον Χριστό, να πάνε. 

Πώς λοιπόν να μην αναπεύεται ή Αγία Τριάδα αλλά και ό Πνευματικός εξομολόγος μ' αυτές τις ψυχές; Γι' αυτό βλέπουμε αυτούς τους ανθρώπους να ανεβαίνουν πνευματικά την Ουρανοδρόμα κλίμακα των αρετών με διάκριση και ταπείνωση. «Δεύτε και αναβώμεν εις το όρος του Θεού ημών».
Ας προσευχηθούμε και ας αγωνισθούμε αδελφοί μου να ενταχθούμε στην τρίτη κατηγορία.

Γιατί μόνον έτσι θα αξιωθούμε να δούμε Πρόσωπον Θεού και να περάσουμε «εν ειρήνη» και αθόρυβα απ' αυτήν την γη, την πρόσκαιρη πατρίδα μας, αλλά κυρίως να μας συμπεριλάβει ό Πανάγαθος Κύριος μας στους σεσωσμένους της Ουρανίου ζωής μεταξύ των Αγίων Του, «ένθα ουκ εστί πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητος».
Ό Χριστός μας υπενθυμίζει:
 «Γίνου πιστός άχρι θανάτου και δώσω σοι το στέφανον της ζωής»  
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Ο Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ

 
 
Βιογραφία

Ο Όσιος Σεραφείμ γεννήθηκε στο Κουρσκ της Ρωσίας στις 19 Ιουλίου 1759 μ.Χ. και ονομάσθηκε Πρόχορος. Οι γονείς του, Ισίδωρος και Αγάθη Μοσνίν, ήταν ευκατάστατοι έμποροι. Ο πατέρας του είχε εργοστάσια πλινθοποιίας και παράλληλα αναλάμβανε την ανέγερση πέτρινων οικοδομημάτων, ναών και σπιτιών. Κάποτε άρχισε να χτίζει στο Κουρσκ ένα ναό προς τιμήν του Οσίου Σεργίου του Ραντονέζ, του Θαυματουργού, αλλά ξαφνικά το 1762 μ.Χ., πεθαίνει, αφήνοντας στην σύζυγό του τη μέριμνα για την ολοκλήρωση του ναού. Ο Πρόχορος κληρονόμησε τις αρετές των γονέων του και ιδίως την ευσέβειά τους.

Σε ηλικία δέκα ετών άρχισε να μαθαίνει με ζήλο τα ιερά γράμματα, αλλά αρρώστησε ξαφνικά βαριά χωρίς ελπίδα αναρρώσεως. Στην κρισιμότερη καμπή της ασθένειας είδε στον ύπνο του την Παναγία, η οποία υποσχέθηκε ότι θα τον επισκεφθεί και θα τον θεραπεύσει. Πράγματι, έτυχε μια μέρα να γίνεται λιτανεία και να περνά έξω από την οικία του μικρού άρρωστου παιδιού, η θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου. Τη στιγμή εκείνη έπιασε δυνατή βροχή. Η λιτανεία σταμάτησε και η εικόνα μεταφέρθηκε στην αυλή της οικίας του Προχόρου, μέχρι να περάσει η μπόρα. Τότε η μητέρα του Αγάθη, κατέβασε το άρρωστο παιδί της και το πέρασε κάτω από την εικόνα. Από την ημέρα εκείνη η υγεία του βελτιώθηκε μέχρι που αποκαταστάθηκε τελείως.

Νέος εγκαταλείπει το πατρικό του σπίτι, στην πόλη Κουρσκ, και έρχεται να μονάσει στη μονή του Σάρωφ. Η δοκιμασία του προκειμένου να γίνει Μοναχός διαρκεί οκτώ χρόνια. Στις 13 Αυγούστου του 1786 μ.Χ. κείρεται Μοναχός με το όνομα Σεραφείμ. Σε δύο μήνες χειροτονείται Διάκονος.

Περιφρουρούμενος με το ταπεινό φρόνημα ο Διάκονος Σεραφείμ, ανέρχεται στην Πνευματική ζωή «ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν». Ως Διάκονος παραμένει όλη την ημέρα στο Μοναστήρι, διακονεί στις Ακολουθίες, τηρεί με ακρίβεια τους μοναστηριακούς κανονισμούς και εκτελεί τα διακονήματά του. Το βράδυ όμως απομακρύνεται στο δάσος, στο ερημικό του κελί, όπου διέρχεται τις νυκτερινές ώρες με προσευχή, και πολύ πρωί επιστρέφει πάλι στο μοναστήρι.

Στις 2 Σεπτεμβρίου 1793 μ.Χ. χειροτονείται Ιερεύς και αποδύεται με μεγαλύτερο ζήλο και αγάπη στον Πνευματικό αγώνα. Τώρα πλέον δεν τον ικανοποιεί ο βαρύς για τους άλλους μόχθος της κοινοβιακής ζωής, δηλαδή η κοινή προσευχή, η νηστεία, η υπακοή, η ακτημοσύνη. Μέσα του φουντώνει η δίψα για πιο υψηλές Πνευματικές ασκήσεις. Εγκαταλείπει λοιπόν, με την ευλογία του Ηγουμένου, τη Μονή και αποσύρεται μέσα στο πυκνό δάσος του Σάρωφ. Περνά εκεί δεκαπέντε χρόνια σε τέλεια απομόνωση, με αυστηρή νηστεία, αδιάλειπτη προσευχή, μελέτη του Θείου Λόγου και σωματικούς κόπους. Για χίλιες ημέρες και χίλιες νύκτες μιμείται του παλιούς στυλίτες της Εκκλησίας. Ανεβασμένος σε μία πέτρα και με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, προσεύχεται: «Ὁ Θεὸς ἰλάσθητι μοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ».

Τελειώνοντας την αναχωρητική ζωή επανέρχεται στη Μονή του Σάρωφ και κλείνεται σαν σε μνήμα στην απομόνωση για άλλα δεκαπέντε χρόνια. Για τα πρώτα πέντε βάζει τον εαυτό του στον κανόνα της σιωπής. Με την αδιάλειπτη προσευχή φωτίζει ολόκληρος από την Θεία Χάρη και αξιώνεται να ζήσει Πνευματικές αναβάσεις και αν δει θεϊκά οράματα. Μετά τον εγκλεισμό, ώριμος πλέον στην Πνευματική ζωή και γέροντας στην ηλικία, αφιερώνεται στη διακονία του πλησίον, του ελάχιστου αδελφού. Με την αυστηρή ασκητική ζωή του και την φωτεινή μορφή του είχε προσελκύσει γύρω του πλήθος Χριστιανών, που τον αγαπούσαν και πίστευαν ακράδαντα στην θαυματουργική δύναμη των αγίων του προσευχών. Πλούσιοι και φτωχοί, διάσημοι και άσημοι συνέρρεαν καθημερινά στο κελί του, για να λάβουν την ευλογία του και την Πνευματική καθοδήγηση για τη ζωή τους. Τους δεχόταν όλους με αγάπη και όταν έβλεπε τα πρόσωπά τους αναφωνούσε: «Χαρά μου!».

Εξομολογούσε πολλούς, θεράπευε ασθενείς, ενώ σε άλλους έδιδε να ασπασθούν τον σταυρό που είχε κρεμασμένο στο στήθος του ή την εικόνα που είχε στο τραπέζι του κελιού του. Σε πολλούς πρόσφερε ως ευλογία αντίδωρο, αγίασμα ή παξιμάδια, άλλους τους σταύρωνε στο μέτωπο με λάδι από το καντήλι, ενώ μερικούς τους αγκάλιαζε και τους ασπαζόταν λέγοντας: «Χριστὸς Ἀνέστη!».

Την 1η Ιανουαρίου 1833 μ.Χ., ημέρα Κυριακή, ο Όσιος ήλθε για τελευταία φορά στο Ναό του νοσοκομείου των Αγίων Ζωσιμά και Σαββατίου. Άναψε κερί σε όλες τις εικόνες και τις ασπάσθηκε. Μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας ζήτησε συγχώρεση από όλους τους αδελφούς, τους ευλόγησε, τους ασπάσθηκε και παρηγορητικά τους είπε: «Σώζεσθε, μὴν ἀκηδιᾶτε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε. Στέφανοι μᾶς ἑτοιμάζονται». Ο Μοναχός Παύλος πρόσεξε ότι ο Όσιος εκείνη την ημέρα πήγε τρεις φορές στον τόπο που είχε υποδείξει για τον ενταφιασμό του. Καθόταν εκεί και κοίταζε αρκετή ώρα στη γη. Το βράδυ τον άκουσε να ψάλλει στο κελί του Πασχαλινούς ύμνους: «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι....», «Φωτίζου, φωτίζου ἡ νέα Ἱερουσαλήμ....», «Ὤ, Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ....».

Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 2 Ιανουαρίου 1833 μ.Χ. Οι μοναχοί τον είδαν με το λευκό ζωστικό, γονατιστό σε στάση προσευχής μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, ασκεπή, με το χάλκινο σταυρό στο λαιμό και με τα χέρια στο στήθος σε σχήμα σταυρού. Νόμιζαν ότι τον είχε πάρει ο ύπνος.

Τα ιερά λείψανά του εξαφανίστηκαν κατά την περίοδο της Οκτωβριανής επαναστάσεως και ξαναβρέθηκαν το 1990 μ.Χ., στην Αγία Πετρούπολη. Το 1991 μ.Χ. επέστρεψαν στην μονή Ντιβέγιεβο.

Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Χριστῷ ἐκ νεότητος ἀκολουθήσας θερμῶς, εὐχαῖς καὶ δεήσεσιν, ἐν τῇ ἐρήμῳ Σαρώφ, ὡς ἄσαρκος ἤσκησας· ὅθεν τοῦ Παρακλήτου, δεδεγμένος τὴν χάριν, ὤφθης τῆς Θεοτόκου, θεοφόρος θεράπων· διὸ σε μακαρίζομεν, Σεραφεὶμ Πάτερ Ὅσιε.

Κοντάκιον

Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἐν Σάρωφ ὡς ἄγγελος, βεβιωμένος, Σεραφεὶμ μακάριε, ὤφθης δοχεῖον ἐκλεκτόν, τῶν χαρισμάτων, τοῦ Πνεύματος, λόγῳ πλουσίῳ ἐκφαίνων τὰ κρείττονα.

Μεγαλυνάριον

Ὅλος ἀνακείμενος τῷ Χριστῷ, χαρίτων τῶν θείων, ἀναδέδειξαι θησαυρός, θαύμασι καὶ λόγοις, καὶ θείαις ὑποθήκαις ὦ Σεραφεὶμ παμμάκαρ, φωτίζων ἅπαντας.