Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΘΥΓΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ
(Η μνήμη τους εορτάζεται στις 17 Σεπτεμβρίου)
1. ΕΠΟΧΗ ΔΙΩΓΜΟΥ
Η Εκκλησία του Χριστού έζησε τον 2ον αιώνα μετά Χριστόν μια από τις πιο αιματοβαμμένες αλλά και πιο ηρωικές περιόδους της ιστορίας της.
Πλήθος Χριστιανοί γράφουν με το αίμα τους συγκινητικές σελίδες αγάπης στον Εσταυρωμένο Ιησού και το Ευαγγέλιο Του.
Φοβερά και φριχτά μαρτύρια επινοήθηκαν για να ξεριζώσουν από τις καρδιές των πιστών Χριστιανών την αγάπη που είχαν για τον Κύριο μας Ιησού Χριστό.
Η τόλμη και το θάρρος που έδειχναν μπροστά σ’ όλα αυτά τα μαρτύρια όλοι οι Χριστιανοί ήταν αξιοθαύμαστη.
Με υπομονή και γενναιότητα, μικροί και μεγάλοι, νέοι και γέροι, ακόμα και γυναίκες με τα μικρά παιδιά τους, υπέφεραν με ενθουσιασμό για χάρη της χριστιανικής τους πίστης όλα αυτά τα τρομερά βασανιστήρια.
Ανάμεσά τους είναι και μια μητέρα με τα τρία της παιδιά.
Είναι η αρχόντισσα Σοφία μαζί με τις τρεις μικρές κόρες της, την Πίστη, την Ελπίδα και την Αγάπη.
2. Η ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ ΣΟΦΙΑ
Βρισκόμαστε σε κάποια πόλη της Ιταλίας, όταν αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ένας μεγάλος διώκτης των Χριστιανών, ο Αδριανός (117 μ.Χ. – 138 μ.Χ.).
Εκεί, ζούσε η Σοφία, μια επιφανής, πλούσια, νεαρή και σεμνή χριστιανή γυναίκα, μαζί με τα τρία της πανέμορφα κορίτσια, την Πίστη, την Ελπίδα και την Αγάπη.
Από πολύ νωρίς είχε χάσει τον άνδρα της, γι’ αυτό τα τρία της κορίτσια ήταν τώρα η μοναδική χαρά και παρηγοριά της. Τις καμαρώνει όχι τόσο για τη σωματική τους ομορφιά, όσο για τα ψυχικά και πνευματικά τους χαρίσματα.
Σαν μητέρα η Σοφία είναι παράδειγμα προς μίμηση. Ευγενική, σεμνή, ταπεινή, με φλογερή αγάπη στο Χριστό μέσα στην καρδιά της αλλά και αφάνταστα πονόψυχη για τον κάθε φτωχό και ταλαιπωρημένο συνάνθρωπο της.
Προσπαθεί με το παράδειγμα της να διδάξει την ενάρετη ζωή στα παιδιά της. Να αγαπούν ότι είναι καλό και αρεστό στο Θεό και να στολίζουν την ψυχή τους με αρετές και θεϊκά χαρίσματα. Τους δίδασκε να αποφεύγουν σταθερά κάθε τι που θα μπορούσε να μολύνει το κατάλευκο ένδυμα της ψυχής τους, το οποίο φόρεσαν όταν βαπτίστηκαν Χριστιανές.
Το σπιτάκι τους ήταν ένα εργαστήριο αγάπης. Στον ελεύθερο τους χρόνο κεντούν, ράβουν και πλέκουν ζεστά ρούχα για τους φτωχούς της περιοχής τους.
Δεν υπήρχε περίπτωση να έρθει στο σπίτι τους κάποιος άπορος και να φύγει αβοήθητος.
Η καλή τους φήμη κυκλοφορεί παντού και όλοι τις επαινούν για τα πλούσια χαρίσματα τους αλλά και για την ηθική και άγια ζωή τους, που είναι μια τρομακτική παραφωνία μέσα στην αμαρτωλή και ειδωλολατρική ζωή της εποχής εκείνης.
Η σωματική τους ομορφιά, αντανάκλαση της εσωτερικής όμορφης και αγιασμένης τους ψυχής, προκαλούν το θαυμασμό όλων αλλά και το φόβο της σεμνής Σοφίας.
Πολλές φορές, όταν τα παιδιά της είχαν αποκοιμηθεί κάτω από το γλυκό μητρικό ήχο των διηγήσεων από τις ιστορίες της ζωής του Χριστού, η σεμνή Σοφία γονάτιζε εκεί δίπλα στο κρεβατάκι των μικρών της κοριτσιών και άφηνε τη πύρινη προσευχή της καρδιάς της να ανέβει στο θρόνο του βασιλιά Χριστού.
Τον παρακαλούσε να καθοδηγεί τα παιδιά της στο καλό και στην αρετή και να τα σκεπάζει από κάθε κακό.
3. ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΡΩΜΗ
Οι καιροί ήταν δύσκολοι, η μικρή τους πόλη είχε πολλούς ακόμη ειδωλολάτρες. Οι εξωτερικοί πειρασμοί ήταν αμέτρητοι. Μια γυναίκα μόνη και όμορφη ήταν μια ευκαιρία για εκμετάλλευση από τον κάθε πονηρό και ασυνείδητο. Και τέτοιοι υπήρχαν πολλοί εκείνη την εποχή, επειδή η ειδωλολατρία είχε αλλοιώσει τα καλά ένστικτα του ανθρώπου.
Για το λόγο αυτό η Σοφία έφυγε από τη μικρή πόλη που ζούσε και ήρθε να κατοικήσει μαζί με τις τρεις κόρες της στη ξακουστή πρωτεύουσα της Ιταλίας, την ένδοξη Ρώμη.
Εδώ η χριστιανική Εκκλησία ήταν μεγάλη και δυνατή και θα μπορούσε να βρει αυτή και τα κορίτσια της προστασία και βοήθεια σε κάθε περίσταση της ζωής τους.
Στην άκρη της πόλης βρήκε και αγόρασε ένα σπιτάκι ευρύχωρο. Το σπίτι αυτό επρόκειτο να γίνει σε λίγο ένας τόπος χαράς και παρηγοριάς για τους εκατοντάδες φτωχούς και ανήμπορους της Ρώμης.
Η Σοφία, παρά τα πλούτη και την αρχοντική της καταγωγή, ζούσε με μεγάλη απλότητα.
Τακτικά, προσκαλούσε στο σπίτι της ευσεβή πρόσωπα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, για να ζουν αυτή και τα αγγελούδια της μέσα σε μια ατμόσφαιρα χριστιανική.
Πόσοι και πόσοι φτωχοί και δυστυχισμένοι δεν βρήκαν ανακούφιση και γαλήνη από το ευεργετικό χέρι της Σοφίας! Πόσα φτωχά και ορφανά παιδιά δεν ντύθηκαν από τα ρούχα που τους έραβαν τα φιλάνθρωπα χέρια των ευλογημένων αυτών γυναικών! Πόσοι γέροι απροστάτευτοι δεν βρήκαν φαγητό και ζεστασιά στο σπίτι της Σοφίας! Πόσα δάκρυα πικραμένων ανθρώπων δεν στέγνωσαν τα ευλογημένα χέρια αυτής της αγίας μάνας! Όλοι μιλούσαν για τέσσερεις αγγέλους που ήρθαν στην πόλη τους.
4. ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΝΤΑΙ ΩΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΕΣ
Η φήμη της αρετής τους ξαπλωνόταν παντού, ώστε πολύς κόσμος να τις θαυμάζει και να επαινεί τα πλούσια χαρίσματα τους.
Πολλοί ειδωλολάτρες, οι οποίοι έβλεπαν την αρετή και την ανώτερη ηθική ζωή τους, σαγηνεύονταν από τη νέα πίστη στον αληθινό Θεό και γινόντουσαν και αυτοί Χριστιανοί.
Ο σατανάς όμως, τα έβλεπε όλα αυτά και έφριττε από το κακό του. Έψαχνε να βρει τρόπο για να εκδικηθεί τις άγιες αυτές γυναίκες, επειδή ελευθέρωναν πολλές ψυχές από τα δαιμονικά δίχτυα τους.
Την περίοδο αυτή η Εκκλησία ζει δύσκολες μέρες. Ένας σκληρός διωγμός εναντίον των χριστιανών είχε ξεσπάσει σ’ όλη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Καθημερινά η Εκκλησία λούζεται στο αίμα και θρηνεί εκατοντάδες μάρτυρες και ομολογητές της πίστης που πεθαίνουν για χάρη του Χριστού και του αγίου Ευαγγελίου Του.
Ο σατανάς χαίρεται. Τώρα είναι η ώρα να εκδικηθεί και την Σοφία με τις κόρες της. Χρησιμοποιεί τον ασεβή επιστάτη της πόλης Αντίοχο. Αυτός τις καταγγέλλει ως Χριστιανές στον ειδωλολάτρη αυτοκράτορα.
Οι καταγγελίες ήταν βαριές. Η αρχόντισσα Σοφία και οι κόρες της δεν ήταν απλώς χριστιανές αλλά ανυπότακτες στα βασιλικά προστάγματα και υβρίστριες των ειδωλολατρικών θεών τους.
5. ΟΔΗΓΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Ο αυτοκράτορας Αδριανός το μαθαίνει. Θυμός μεγάλος πλημμυρίζει την δαιμονική ψυχή του και διατάζει να τις οδηγήσουν αμέσως στο δικαστήριο.
Μια ομάδα της αυτοκρατορικής φρουράς πηγαίνει στη χριστιανική οικογένεια και λέει στην ενάρετη Σοφία να ετοιμαστεί αυτή και οι κόρες της για να απολογηθούν στο Ρωμαίο δικαστή.
Η Σοφία δεν ταράχτηκε. Σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό και ευχαρίστησε το Θεό που θα την αξίωνε να ομολογήσει και αυτή, μαζί με το αγιασμένο πλήθος των μαρτύρων, το πανάγιο όνομά Του.
Φώναξε τις κόρες της που ανέμελα έπαιζαν στην πίσω αυλή του σπιτιού και με χαρά τους ανήγγειλε ότι:
- Ήρθε αγαπημένα μου παιδιά η ευλογημένη ώρα να ομολογήσουμε με παρρησία ενώπιον όλων την αγάπη μας στον εσταυρωμένο Λυτρωτή μας. Μη φοβηθείτε καθόλου τον δικαστή. Μην τρομάξετε από τα βάσανα που θα μας δώσουν. Ο Χριστός μας θα είναι μαζί μας. Αυτός θα μας δίνει κουράγιο και δύναμη. Για μας ετοιμάζει τη Βασιλεία των Ουρανών.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια της και οι στρατιώτες έδεσαν τα χέρια των τεσσάρων γυναικών, λες και ήταν κακούργοι, για να τις οδηγήσουν στο δικαστήριο.
6. Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ
Θαύμασε ο δικαστής σαν είδε μπροστά του τις τέσσερεις γυναίκες. Το μεγαλείο του θάρρους, η γαλήνη του προσώπου, οι γλυκείς μορφές των γυναικών έδιναν ένα τόνο ουράνιο σ’ εκείνη την καταθλιπτική συγκέντρωση του δικαστηρίου.
Κατά βάθος, μέσα στην καρδιά του, λυπήθηκε που ήταν υποχρεωμένος να δικάσει και ενδεχομένως να καταδικάσει αυτές τις υπέροχες και πανέμορφες γυναικείες παρουσίες εάν δεν θυσίαζαν στα είδωλα.
Γι’ αυτό και δεν άρχισε αμέσως με σκληρό τρόπο τη δικαστική διαδικασία, με την ελπίδα πως θα μπορούσε να τις μεταστρέψει πάλι στην ειδωλολατρία.
Στρέφεται, λοιπόν, πρώτα στη Σοφία και με κολακευτικό τρόπο της λέγει:
- Με πληροφόρησαν, αρχόντισσα, πως είσαι μια γυναίκα έξυπνη, συνετή και μυαλωμένη. Θα γνωρίζεις ασφαλώς πως είναι μεγάλο λάθος και παράπτωμα εναντίον του κράτους να καταφρονείς τα βασιλικά διατάγματα και να στρέφεσαι εναντίον των μεγάλων θεών μας. Έμαθα ότι διχάζεις τον κόσμο με το να λες ότι οι θεοί μας είναι ψεύτικοι και πως μόνο ένας αληθινός Θεός υπάρχει. Δεν θέλω να το πιστέψω πως εσύ και οι τρεις ωραίες κόρες σου ανήκετε στις τάξεις των Χριστιανών και δεν σέβεστε τους μεγάλους θεούς μας.
- Να το πιστέψεις, αποκρίθηκε ήρεμα η Σοφία. Και εγώ και οι κόρες μου είμαστε χριστιανές, άρχοντα μου.
- Νομίζω πως τα λόγια σου είναι καρπός των πρώτων ενθουσιασμών. Να έχεις υπ’ όψη σου πως, τόσο εσύ, όσο και οι μικρές κόρες σου θα αντιμετωπίσετε φριχτά βασανιστήρια, ακόμα και σκληρό θάνατο, εάν δεν μετανοήσετε και δεν αρνηθείτε την ανόητη πίστη σας. Και καλά εσύ, μπορείς να αποφασίζεις για τον εαυτό σου και για τη μοίρα σου, για αυτά όμως τα τρία πανέμορφα κορίτσια, που τώρα γι’ αυτές αρχίζει η ζωή και οι χαρές του κόσμου, σαν μητέρα δεν τα λυπάσαι; Δεν άκουσες και δεν είδες τι φριχτά μαρτύρια κάνουμε σ’ αυτούς που περιφρονούν τους θεούς μας;
- Άρχοντα μου, σου ξαναλέω με θάρρος ότι είμαστε όλες χριστιανές. Πιστεύουμε μόνο στον έναν και μοναδικό αληθινό Θεό που δημιούργησε όλο τον κόσμο και πως οι θεοί σας είναι μόνο στο όνομα θεοί, γιατί είναι ψεύτικοι και ανύπαρκτοι. Δεν φοβόμαστε ούτε τα μαρτύρια, αλλά ούτε και το θάνατο. Είμαστε έτοιμες, εγώ και οι κόρες μου, να υποφέρουμε τα πάντα για τον αγαπημένο μας Κύριο, για να κερδίσουμε τη βασιλεία των Ουρανών. Οι χαρές του κόσμου έρχονται και παρέρχονται, ενώ οι χαρές του ουρανού είναι αναλλοίωτες εις τους αιώνες. Γι’ αυτό και τα παιδιά μου προτιμούν αντί του προσωρινού αυτού κόσμου, την αιώνια και παντοτινή χαρά.
- Αλήθεια, ποια είναι τα ονόματα των παιδιών σου και πόσο χρονών είναι;
- Η πρώτη ονομάζεται Πίστη και είναι δώδεκα χρονών. Η δεύτερη ονομάζεται Ελπίδα και είναι δέκα χρονών. Η τρίτη λέγεται Αγάπη και είναι μόλις εννέα ετών.
- Εσύ μπορεί να είσαι άκαρδη μάνα, ώστε να μη λυπάσαι τα παιδιά σου και να θέλεις να τα οδηγήσεις στο θάνατο. Εγώ όμως λυπάμαι να ρίξω αυτά τα μικρά παιδιά σε τόσα φριχτά μαρτύρια και τέλος στο θάνατο και να τους στερήσω έτσι τις ηδονές της ζωής. Θα σας δώσω λοιπόν διορία τρεις μέρες για να το ξανασκεφτείτε καλύτερα και μετά θα έρθετε να τα ξαναπούμε. Δεν θα σας ελευθερώσω, αλλά τις τρεις αυτές μέρες θα μείνετε περιορισμένες στο σπίτι μιας αρχόντισσας, της Συγκλητικής Παλλαδίας.
7. ΣΤΗ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΗ ΠΑΛΛΑΔΙΑ
Μια ομάδα στρατιωτών οδήγησε τότε τη Σοφία και τις τρεις κόρες της στην αρχόντισσα Παλλαδία.
Έλπιζε ο ασεβής δικαστής ότι η ειδωλολάτρισσα Παλλαδία θα μπορούσε με τη γυναικεία πονηριά της να μεταπείσει τη Σοφία και τα παιδιά της.
Οι τρεις μέρες στο σπίτι της Παλλαδίας ήταν μέρες τρομαχτικών πιέσεων και κατηχήσεως στην ασέβεια της ειδωλολατρικής θρησκείας.
- Πληροφορήθηκα, Σοφία, τι σου συμβαίνει, της είπε εκείνη μόλις τη δέχθηκε. Δεν έχεις άλλη επιλογή. Για το καλό των κοριτσιών σου πρέπει να αρνηθείς το Χριστό.
Χαμογέλασε γαλήνια η Σοφία και της είπε:
- Κατάλαβα, καλή μου Παλλαδία, πως με έστειλαν σε σένα για να με μεταπείσεις. Όμως μη κουράζεσαι άδικα. Το Χριστό δεν θα τον αρνηθώ, ούτε εγώ ούτε οι κόρες μου. Προτιμώ να πεθάνω παρά να τον αρνηθώ.
- Εσύ μπορεί να τα καταφέρεις και να μην υποκύψεις. Τα παιδιά σου όμως τα ρώτησες αν έχουν αυτή τη δύναμη. Εγώ πιστεύω πως με τα πρώτα μαρτύρια οι κόρες σου θα θυσιάσουν στους θεούς μας.
Η Σοφία τρόμαξε στη σκέψη αυτή, πως μπορούν τα παιδιά της να λιγοψυχήσουν και να αρνηθούν το Χριστό.
Κοίταξε με αγάπη και φόβο τις τρυφερές εκείνες υπάρξεις, τις μικρές της κόρες που με πόνους τις είχε φέρει στον κόσμο και με πολλούς κόπους και αγωνίες τις είχε αναθρέψει, ώστε να μοιάζουν τώρα με πανέμορφα άνθη.
Δυο δάκρυα κύλισαν στα μάγουλα της και μια πύρινη προσευχή ανέβηκε στον ουρανό από τα βάθη της καρδιάς της. Παρακάλεσε το Χριστό να δώσει δύναμη στα μικρά παιδιά της για να Τον ομολογήσουν θαρραλέα.
Τα λόγια αυτά που έλεγε η Παλλαδία στη μητέρα τους Σοφία, τα άκουσαν και οι τρεις κόρες. Κατάλαβαν αμέσως την αγωνία της μητέρας τους και μ’ ένα στόμα, όλες μαζί, την διαβεβαίωσαν ότι θα μείνουν πιστές στην αγάπη τους στο Χριστό.
- Φοβάμαι λίγο κόρες μου, γιατί είστε πολύ μικρές και τα μαρτύρια φοβερά και μεγάλα.
- Μη φοβάσαι μητέρα. Καμιά μας δεν θα αρνηθεί το Χριστό. Θα προτιμήσουμε να πεθάνουμε όλες παρά να θυσιάσουμε στα είδωλα.
- Μη φοβηθείτε, παιδιά μου, τους κινδύνους, ούτε τα βασανιστήρια. Να είστε σίγουρες πως όλους θα μας δυναμώσει ο Παντοδύναμος Θεός. Τώρα θα υποφέρουμε λίγο, μετά όμως μας περιμένει η ατέλειωτη χαρά του Παραδείσου. Εγώ στα χέρια του Χριστού σας έχω αφήσει. Εκείνος είναι ο Πατέρας και προστάτης σας. Έχετε θάρρος!
Μάταια προσπαθούσε η Παλλαδία να μεταπείσει πότε τη μάνα και πότε τις κόρες.
Μάταια τους έταζε διάφορα δώρα και εγκωμίαζε τις χαρές αυτής της ζωής.
- Αν δεν αρνηθείτε το Χριστό, τους έλεγε, αύριο τα ωραία πρόσωπα σας θα γεμίσουν πληγές και τα σώματα σας θα παραμορφωθούν. Λυπηθείτε τον εαυτό σας.
- Δεν θα αρνηθούμε το Χριστό μας, αποκρινόντουσαν εκείνες με πίστη βαθιά και θάρρος.
Ούτε οι υποσχέσεις για ένα ευτυχισμένο μέλλον, ούτε οι διάφορες κολακείες της Παλλαδίας, αλλά ούτε και τα φοβερά μαρτύρια που θα υπέφεραν εάν δεν αρνιόντουσαν το Χριστό, έδειχναν να απασχολούν τα τρία αυτά μικρά αγγελούδια.
Νύχτα - μέρα προσευχόντουσαν όλες μαζί στον αγαπημένο τους Ιησού για να τις σκεπάζει και να τις ευλογεί. Και Εκείνος, ψηλά από τον ουρανό, τους γέμιζε την καρδιά με μεγάλη δύναμη και απερίγραπτη χαρά.
8. ΣΤΟ ΡΩΜΑΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗ
Οι τρεις μέρες κύλισαν γρήγορα και οι τέσσερεις χριστιανές γυναίκες, η Σοφία με τις τρεις κόρες της, την Πίστη, την Ελπίδα και την Αγάπη, παρουσιάστηκαν ξανά στον τρομερό Ρωμαίο δικαστή.
Εκείνος τις υποδέχτηκε με προσποιητή καλοσύνη και ευγένεια. Πίστευε πως αν τις έπαιρνε με το καλό, κυρίως τα νεαρά κορίτσια της Σοφίας, θα τις κατάφερνε να θυσιάσουν στα είδωλα.
- Λοιπόν, τι λέτε μικρές όμορφες αρχοντοπούλες; Θα προτιμήσετε τα νιάτα, την ομορφιά σας, τις πολλές χαρές αυτού του κόσμου ή τον θάνατο; Πιστέψετε στους μεγάλους θεούς μας, οι οποίοι σας στόλισαν με τόσα πλούσια χαρίσματα και μη τους περιφρονείτε. Σας συμβουλεύω με πατρική αγάπη, μη παρακούσετε τη συμβουλή μου. Σας περιμένει ένδοξο και ευτυχισμένο μέλλον. Σκεφθείτε και τη βασανισμένη μητέρα σας, που, αν εσείς δεν αλλάξετε μυαλά, θα υποφέρει μαζί σας μαρτύρια φριχτά.
Τότε η Πίστη, η πρώτη κόρη της Σοφίας, φωτισμένη από το Άγιο Πνεύμα είπε:
- Εμείς, άρχοντά μου, πιστεύουμε και αγαπούμε με όλη μας την καρδιά τον Ιησού Χριστό. Είναι ο μόνος αληθινός Θεός. Αυτός είναι που μας στόλισε με όλα αυτά τα χαρίσματα που εσύ βλέπεις πάνω μας και όχι όλοι αυτοί οι ψεύτικοι θεοί που είναι γεμάτοι πάθη και ατιμίες. Αυτός μας δίδαξε και την ανώτερη ηθική ζωή, που είναι άγνωστη στους θεούς του Ολύμπου. Πως λοιπόν θα πιστέψουμε και θα λατρέψουμε θεούς που η ζωή και τα έργα τους δεν τιμούν την ανώτερη ηθική ζωή που εμείς πιστεύουμε και ζούμε;
- Κανείς δεν αρνείται το δικαίωμα σας να ζήσετε όπως θέλετε. Αλλά είναι μεγάλη βλακεία για μια ανόητη πίστη να μην υπολογίζετε την όμορφη και γλυκιά ζωή. Είστε πάνω στη μυροβόλα άνοιξη της νιότης. Είστε λουλούδια ανοιξιάτικα και πρέπει να ζήσετε και να χαρείτε τον όμορφο αυτό κόσμο. Μη δώσετε την λαμπερή ομορφιά σας, που όλοι μας θαυμάζουμε, δώρο στον Άδη.
Πήρε το λόγο τότε η μικρή Ελπίδα και είπε:
- Ζωή πραγματική δεν είναι να ζεις σ’ αυτό τον πρόσκαιρο κόσμο με ηδονές και άλλες ψεύτικες χαρές, που όλα έρχονται και φεύγουν με ταχύτητα, αλλά η αιώνια ζωή που χαρίζει ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός σ’ αυτούς που για χάρη Του ζουν στην προσωρινή αυτή ζωή με σεβασμό και αγάπη στο Θεό και στον συνάνθρωπο μας.
- Ποιος ανόητος σας φύτεψε στο μυαλό τέτοιες ηλίθιες ιδέες, ώστε να περιφρονείτε τις χαρές και ηδονές του κόσμου που μας χάρισαν οι μεγάλοι θεοί μας; Εγώ σας συμβουλεύω και πάλι στοργικά, αφήστε τις ανόητες διδασκαλίες της μητέρας σας και θυσιάστε στους μεγάλους θεούς μας. Τότε θα ανοιχτεί μπροστά σας ένας μεγάλος δρόμος χαράς, ευτυχίας και απολαύσεων. Πλούτος, δόξα, βασιλική εύνοια θα είναι με το μέρος σας. Αλίμονο όμως αν παρακούσετε τη συμβουλή μου. Φριχτά μαρτύρια σας περιμένουν και στο τέλος πικρός θάνατος. Αποφασίστε.
- Είμαστε όλες χριστιανές! Φώναξαν με ένα στόμα και μια καρδιά και οι τέσσερεις θαρραλέες γυναίκες.
- Και πως θα αντέξετε τα μαρτύρια; Κοιτάξτε εδώ! Αυτά τα εργαλεία ξεσχίζουν τα σώματα, εκείνα εκεί σπάζουν τα κόκαλα. Σκεφτείτε τι θα πάθετε.
- Εγώ δε θα φοβηθώ τα βασανιστήρια σου, γιατί ο Χριστός μας θα μου δώσει πολύ δύναμη, φώναξε τότε η πιο μικρή αδελφή, η εννιάχρονη Αγάπη.
Το δικαστήριο τα είχε χαμένα από το θάρρος των μικρών αυτών κοριτσιών. Ο δικαστής είχε χάσει την υπομονή του. Με τη σκέψη ότι τα κορίτσια έπαιρναν δύναμη και θάρρος εξαιτίας της παρουσίας της μητέρας τους, αποφάσισε να τις χωρίσει, ώστε να αντιμετωπίσει το δικαστήριο και τις απειλές η κάθε μια μόνη της.
- Θα σας τσακίσω! Έλεγε και ξαναέλεγε γεμάτος θυμό από μέσα του ο δικαστής.
Ένοιωθε ντροπή που δεν μπορούσε να νικήσει τρία κορίτσια και μια γυναίκα.
Δεν ήξερε πως οι τέσσερεις αυτές γυναίκες δεν ήταν μόνες τους, γιατί ολόκληρη στρατιά αγγέλων είχε κατέβει στη σκοτεινή εκείνη αίθουσα του δικαστηρίου και των βασανιστηρίων και είχε κάμει τις ψυχές των αγίων αυτών γυναικών δυνατές και ακλόνητες.
9. ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΧΡΟΝΗΣ ΠΙΣΤΗΣ
Αφού λοιπόν έβαλε τη κάθε μια χωριστά από τις υπόλοιπες, σε σκοτεινά και φριχτά κελιά της φυλακής, ώστε να φοβηθούν και να σπάσει το ηθικό τους, έστειλε να φωνάξουν πρώτα την πιο μεγάλη κόρη της Σοφίας, τη δωδεκάχρονη Πίστη.
Βλοσυρός και άγριος την περίμενε πάνω στο θρόνο του ο δικαστής, έχοντας μπροστά του πολλά από τα εργαλεία των βασανιστηρίων, που και μόνο που τα έβλεπες προκαλούσαν ρίγος στη ψυχή και τρόμο στην καρδιά. Γύρω του ήταν μαζεμένος πολύς κόσμος, ο οποίος ήθελε να δει τη δίκη της δωδεκάχρονης αρχοντοπούλας, της Πίστης.
Όταν έφεραν οι στρατιώτες μπροστά του το μικρό κορίτσι, προσπάθησε για τελευταία φορά να τη μεταπείσει και να θυσιάσει στα είδωλα.
- Πίστη, δες μπροστά σου το άγαλμα της θεάς Αρτέμιδος. Πάρε λίγο λιβάνι και θύμιασε τη μεγάλη θεά μας που σε έκανε όμορφη σαν τις θεές του Ολύμπου.
- Σκέφτομαι άρχοντα μου, πόσο φοβερά σας εξαπάτησε ο δαίμονας, ώστε να πιστεύετε και να λατρεύετε για θεούς ανύπαρκτα πρόσωπα, που και οι πράξεις της ζωής τους είναι αισχρό και να τις λες και να τις μιμείσαι.
- Ποια είσαι συ ανόητη κόρη που τολμάς να βρίζεις τους μεγάλους θεούς μας; είπε με θυμό και με οργή ο δικαστής.
- Εγώ σε ρωτώ, άρχοντα μου, συνέχισε με ευγένεια η Πίστη, ποιος λογικός άνθρωπος θα μπορούσε να αρνηθεί τον αληθινό Θεό, το Δημιουργό της γης και του Ουρανού, για να γίνει γελοίος προσκυνητής ψεύτικων θεών που έφτιαξαν οι άνθρωποι; Είναι μεγάλη πλάνη να αναγκάζετε τους ανθρώπους να προσκυνούν τα είδωλα, για να χαίρονται οι εχθροί του ανθρώπινου γένους, οι σκοτεινοί δαίμονες. Κάνε ότι νομίζεις δικαστή μου. Εγώ το Χριστό πιστεύω και Αυτόν μόνο λατρεύω και αγαπώ.
10. ΤΗΝ ΜΑΣΤΙΓΩΝΟΥΝ ΑΝΕΛΕΗΤΑ
Τα χέρια του δικαστή τρέμουν από θυμό. Το πρόσωπο του έχει ανάψει από το κακό του σαν φωτιά. Ο περισσότερος κόσμος που παρακολουθεί την απολογία της μικρής Πίστης, κοιτά με συμπάθεια τη πανέμορφη κόρη.
- Τώρα θα δεις πως ξεπληρώνεται η αυθάδεια και η προσβολή των θεών μας, ανόητη χριστιανή. Δέστε τα χέρια της σφιχτά και μαστιγώστε την ανελέητα, διατάζει έξαλλος από θυμό ο ασεβής δικαστής.
Οι βασανιστές έπιασαν αμέσως δουλειά.
Άρπαξαν την μικρή πανέμορφη Πίστη και άρχισαν να την ραβδίζουν με βάρβαρη ασπλαχνία.
Η νεαρή χριστιανή σήκωσε τα παιδικά της μάτια στον ουρανό και μια πύρινη προσευχή βγήκε από την καρδιά της.
Παρακάλεσε τον πολυαγαπημένο της Ιησού να της δώσει δύναμη και αντοχή για να αντέξει τα φοβερά μαρτύρια των ασεβών και να μη λιποψυχήσει.
Πράγματι, άκουσε ο Κύριος την προσευχή της μικρής Του αγαπημένης και σκέπασε με τη θεία Χάρη Του το σώμα της Πίστης.
Ο πόνος μετατρέπεται σε γλυκύτητα και οι ανελέητοι ραβδισμοί σε χάδι. Οι βασανιστές άλλαζαν ο ένας μετά τον άλλο από την κούραση, ενώ η μικρή μας αγία, παραδομένη στην προσευχή, ήταν ήρεμη, χωρίς να πονά.
Σαν τέρας που διψούσε αίμα ήταν ο δικαστής, που έδωσε αμέσως εντολή να αλλάξουν μαρτύριο:
- Πρέπει να δω πληγές, να τρέξει αίμα, να ακούσω κραυγές πόνου και απόγνωσης, φώναζε έξαλλος από θυμό στους βασανιστές. Κόψτε της τους μαστούς.
Οι βασανιστές πήραν τα κοφτερά μαχαίρια τους και ετοιμάστηκαν να κόψουν τα στήθη της μικρής κόρης, ενώ ο δικαστής κοίταζε σαν ανθρωπόμορφο θηρίο να δει το αίμα που θα πλημμύριζε τα στήθη της αγίας κόρης.
Η έκπληξη του όμως ήταν μεγάλη γιατί, όταν έκοψαν οι βασανιστές τους μαστούς της Πίστης, αντί να τρέξει αίμα, έτρεχε από τις ανοιχτές πληγές γάλα! Η δε νεαρή μάρτυρας δεν είχε το αίσθημα των βασάνων, γιατί ούτε βογκούσε από πόνο, ούτε έβγαζε κραυγές από το μαρτύριο.
11. ΤΗΝ ΨΗΝΟΥΝ ΣΤΗ ΣΧΑΡΑ
Σαν δαιμονισμένος διέταξε τότε να ετοιμάσουν καινούριο μαρτύριο. Ζήτησε ο άσπλαχνος να ετοιμάσουν μια μεγάλη φωτιά και να τεντώσουν το παιδικό σώμα της Πίστης πάνω σε μια φλογισμένη σχάρα, για να καεί μέσα σε φοβερούς πόνους.
Χωρίς φόβο πλησίασε η Πίστη τη φλογισμένη σχάρα και ξάπλωσε πάνω της. Η Σοφία και οι υπόλοιπες κόρες της είχαν παραδοθεί σε μια πύρινη προσευχή στο Χριστό για να σκεπάσει και να δυναμώσει τη μικρή μάρτυρα.
Η μυρουδιά της καμένης σάρκας απλώθηκε παντού αλλά η Πίστη δεν έβγαζε ούτε τον παραμικρό αναστεναγμό. Μόνο ύμνους και ψαλμωδίες στον αγαπημένο της Ιησού ψιθύριζαν τα ματωμένα χείλη της.
Το ίδιο ατάραχη θα αντιμετωπίσει και το επόμενο μαρτύριο.
Ξαπλώσανε το νεαρό κορίτσι σ’ ένα πελώριο πυρακτωμένο τηγάνι, που είχε μέσα λάδι καμένο και βραστή πίσσα για να τη ψήσουν.
Άγγελοι όμως, που από την αρχή των μαρτυρίων ήταν δίπλα στη μάρτυρα και την ενίσχυαν, μετέβαλαν και τώρα την καταλυτική δύναμη της φωτιάς σε ουράνια δροσιά.
Όλος ο κόσμος απορούσε αλλά και θαύμαζε τη δύναμη της χριστιανικής πίστης. Πολλοί που παρακολουθούσαν το μαρτύριο της αγίας μάρτυρος εγκατέλειπαν την ειδωλολατρική πίστη και γινόντουσαν Χριστιανοί. Μάλιστα, ήταν έτοιμοι και αυτοί να μαρτυρήσουν για την αγάπη του Χριστού.
Ο Ρωμαίος δικαστής τα είχε χαμένα. Ένα μικρό κορίτσι κατάφερε να ατιμάσει στο πρόσωπο του, μαζί με την ειδωλολατρική θρησκεία και όλη τη ρωμαϊκή δύναμη και εξουσία.
12. ΕΝΘΑΡΡΥΝΕΙ ΤΙΣ ΑΔΕΛΦΕΣ ΤΗΣ
Ο δικαστής βλέποντας με θυμό και οργή πως ο κόσμος είχε αρχίσει να συμπαθεί πολύ τη νεαρή μάρτυρα και μαζί της και τη νέα θρησκεία, ηττημένος από τη δύναμη του Χριστού, διέταξε αμέσως να την αποκεφαλίσουν.
Απερίγραπτη χαρά πλημμύρισε την καρδιά της αγίας μάρτυρας Πίστης, όταν άκουσε την απόφαση του δικαστή να την αποκεφαλίσουν.
Σε λίγο θα άνοιγαν γι’ αυτήν οι πύλες της Βασιλείας του Θεού. Λίγο ακόμα και θα βρίσκεται παντοτινά μ’ Εκείνον που λάτρεψε και αγάπησε τόσο, όσο τίποτε άλλο σ’ αυτή τη γη.
Παράγγειλε στη μητέρα της και στις μικρές της αδελφούλες να προσεύχονται γι’ αυτήν, ώστε μέχρι το τέλος του μαρτυρίου να είναι δυνατή και γενναία. Τους ζήτησε να υπομείνουν και αυτές με βαθιά πίστη και θάρρος όλα τα μαρτύρια για την αγάπη του Χριστού. Τους είπε να μη φοβούνται, γιατί ο ίδιος ο Κύριος μας θα τις δυνάμωνε και θα τις σκέπαζε, όπως έκανε και σ’ αυτήν.
Εκείνες, μόλις έμαθαν για το επικείμενο αγιασμένο τέλος της Πίστης, πήραν την άδεια από το δικαστή και έτρεξαν κοντά της. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν τρυφερά, μέσα σε μια συγκινητική ατμόσφαιρα χαράς και αγάπης. Μετά γονάτισαν και με δέος φίλησαν τις αγιασμένες πληγές της μικρής μάρτυρος. Ζήτησαν την ευλογία της για να αξιωθούν και αυτές του πολυπόθητου μαρτυρίου και την μακάρισαν που πρώτη θα έμπαινε στη Βασιλεία του Θεού.
- Παρακάλεσε και συ αγαπημένη μας αδελφή τον Δεσπότη μας Χριστό για να μας αξιώσει να περάσουμε νικήτριες το δύσκολο δρόμο του Μαρτυρίου και να ανταμωθούμε έπειτα όλες μαζί ευτυχισμένες στη ένδοξη Βασιλεία Του!
Η Σοφία, η ευλογημένη αυτή μάνα, δεν άφηνε από την αγκαλιά της τη μικρή της κόρη. Τη γέμιζε με τα μητρικά φιλιά και χάδια της. Ήταν τόσο ευτυχισμένη που την αξίωνε ο Θεός να είναι μητέρα μιας τέτοιας αγίας κόρης! Ευχαριστούσε γι’ αυτό το Θεό ολόθερμα και ευχόταν να δει σύντομα δαφνοστεφανωμένες με το αμαράντινο στεφάνι της θείας δόξας και τις άλλες δυο κόρες της.
13. Ο ΔΙΑ ΞΙΦΟΥΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ
Μεγαλειώδης και συγκινητική ήταν η στιγμή που ο δήμιος οδηγούσε την αγία Πίστη στο τόπο που θα την αποκεφάλιζε. Την πλησίασε στοργικά η μητέρα της και της είπε:
- Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου, γιατί ήσουνα γενναία και δεν αρνήθηκες τον αγαπημένο μας Ιησού. Με κάνεις την πιο περήφανη μητέρα του κόσμου. Καμιά κοπέλα δεν θα μπορούσε να ανταμείψει καλύτερα την μητέρα της για την καλή ανατροφή και τις διδαχές που της έδωσε, όσο εσύ! Σ’ ευχαριστώ που υπέμεινες με πίστη και υπομονή όλα αυτά τα φριχτά μαρτύρια για το Δεσπότη μας Χριστό. Πήγαινε τώρα, πολυαγαπημένο μου κορίτσι, λουσμένη στα καθαγιαστικά αίματα του μαρτυρίου, κοντά σ’ Εκείνον που σε περιμένει ολόλευκη, πεντακάθαρη και ευωδιαστή σαν κρίνο για να σε δοξάσει με την άφθαρτη και αιώνια δόξα του Ουρανού.
Η Πίστη έσκυψε με συγκίνηση και σεβασμό και πήρε για τελευταία φορά σ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή την μητρική ευχή και ευλογία.
Μετά σήκωσε τα παιδικά της ματάκια στον Ουρανό, εκεί που την περίμενε ο βασιλιάς Χριστός, και τον ευχαρίστησε θερμά που την αξίωσε τέτοιας μεγάλης χαράς και τιμής.
Μια λάμψη φωτεινή βγήκε από το πανέμορφο προσωπάκι της και με φωνή που έπαλλε από ενθουσιασμό είπε:
- Βλέπω τον Ουρανό ανοιχτό, γεμάτο αγγέλους να με περιμένουν. Θεέ μου σ’ αγαπώ!
Στη συνέχεια, με πρόσωπο γλυκό, όμορφο και ευτυχισμένο, που έλαμπε μέσα σε ένα υπερκόσμιο θεϊκό φως, έσκυψε το κεφάλι της για να δεχτεί με χαρά τον δια ξίφους θάνατο.
Η παιδική αγιασμένη ψυχή της πέταξε στην αιώνια χαρά και γαλήνη του Παραδείσου, στην αγκαλιά του επουράνιου Βασιλιά της Χριστού.
14. ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΗΣ ΔΕΚΑΧΡΟΝΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ
Μετά το θάνατο της Πίστης νόμιζε ο δικαστής ότι η Σοφία θα μετάνιωνε και δεν θα άφηνε κανένα άλλο παιδί της να υποφέρει τόσα βάσανα.
- Λοιπόν; ρώτησε με άγριο ύφος ο δικαστής. Τι λέτε τώρα, θα θυσιάσετε στους μεγάλους θεούς μας ή θα συνεχίσουμε τα μαρτύρια;
- Προχώρησε στο φριχτό σου έργο, είπε η Σοφία. Καμιά μας δεν πρόκειται να θυσιάσει στα είδωλα. Είμαστε Χριστιανές!
- Φέρτε μου γρήγορα τη δεύτερη κόρη! ούρλιαξε εκείνος έξαλλος από θυμό. Να δούμε θα τα καταφέρει να αντέξει ή θα θυσιάσει στη μεγάλη θεά Άρτεμη!
Η νεαρή Ελπίδα με θάρρος προχώρησε μπροστά και ήλθε κοντά στο δικαστή.
Αυτός είδε τη μικρούλα και σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει πρώτα διάφορες κολακείες και υποσχέσεις, μήπως και πετύχαινε πιο εύκολα το σκοπό του.
- Έλα, παιδί μου, άκουσε τουλάχιστο εσύ τις πατρικές μου συμβουλές και θυσίασε στη μεγάλη μας θεά Άρτεμη, που της μοιάζεις τόσο πολύ στην ομορφιά. Αρνήσου το Χριστό και μη καταστρέψεις και συ σαν την ανόητη αδελφή σου τα όμορφα νιάτα σου. Σε περιμένουν πλούτη, δόξες, τιμές και ότι άλλο θα επιθυμήσει η καρδιά σου. Λυπήσου τη ζωή σου και μη θελήσεις να την καταστρέψεις μ’ αυτή την ανόητη πίστη στο Χριστό.
Η μικρούλα, τέντωσε το κορμάκι της, λες και ήθελε να φτάσει στο ύψος του δικαστή, και σαν μεγάλη, με αποφασιστικότητα, του λέει:
- Γνωρίζεις, ασεβέστατε δικαστή, ότι αυτή που πριν από λίγο βασάνισες και σκότωσες ήταν η αδελφή μου. Μάθε λοιπόν, πως την ίδια απάντηση που πήρες από κείνη θα πάρεις και από μένα. Και εγώ αγαπώ και λατρεύω τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Δεν πρόκειται να Τον αρνηθώ, για καμιά πρόσκαιρη χαρά του κόσμου αυτού. Γι’ αυτό, προχώρησε στο απαίσιο έργο σου γρήγορα.
15. ΜΑΣΤΙΓΩΝΕΤΑΙ ΑΓΡΙΑ ΚΑΙ ΡΙΧΝΕΤΑΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ
Ο δικαστής τρέμει από θυμό και οργή. Βλέπει άλλο ένα μικρό κορίτσι, μόλις δέκα χρονών, να γελοιοποιεί τη θρησκεία των θεών του και μαζί με αυτή και όλη τη Ρωμαϊκή εξουσία.
Με ασυνήθιστη σκληρότητα διατάζει να γυμνώσουν την νεαρή Ελπίδα και με βούνευρα (ωμά νεύρα βοδιών) να την μαστιγώσουν αλύπητα. Το μαστίγωμα ήταν βάρβαρο. Θα περίμενε κανείς με τα πρώτα μαστιγώματα να δει τη μικρή Ελπίδα να ουρλιάζει από τον πόνο.
Ο Κύριος, όμως, ήταν εκεί, κοντά στο μικρό Του κοριτσάκι.
Δύναμη θεϊκή σκέπασε την μικρή Μάρτυρα, και έκανε τον πόνο χάδι.
Μάταια ίδρωναν από τα πολλά μαστιγώματα οι βασανιστές της.
Αυτή προσευχόταν και κοιτούσε ψηλά στον ουρανό, χωρίς να δείχνει ότι πονούσε από τα πολλά και σκληρά μαστιγώματα, λες και βρισκόταν σε άλλους κόσμους.
Το προσωπάκι της έλαμπε σαν τον ήλιο και στα χείλη της ήταν ζωγραφισμένο ένα γλυκό χαμόγελο.
Όταν οι βασανιστές δεν είχαν πλέον άλλο κουράγιο, σταμάτησαν.
Οργισμένος ο δικαστής διέταξε να την βάλουν πάνω στα αναμμένα κάρβουνα για να καεί.
Στη σχάρα λοιπόν, που είχαν ξαπλώσει πιο μπροστά την Πίστη για να καεί πάνω στα κάρβουνα, ξάπλωσαν τώρα και τη δεύτερη αδελφή της.
Το παιδικό όμως σώμα που δε σεβάστηκε ο άσπλαχνος δικαστής, τίμησε θαυματουργικά η φωτιά.
Παραμέρισε τις φλόγες της και τα κάρβουνα έσβησαν. Η Ελπίδα έμεινε ανέπαφη.
Ένα καμίνι που διέταξε ο δικαστής να το κάψουν υπερβολικά, ετοιμάστηκε γρήγορα. Σ’ αυτό έριξαν τώρα την Ελπίδα. Κανείς δεν έλπιζε ότι μέσα σ’ αυτή τη φοβερή φωτιά θα έμενε ίχνος από το σώμα της.
Ο δικαστής έτριβε από χαρά τα χέρια του, λες και είχε κάνει μέγα κατόρθωμα.
Το θαύμα όμως θα τους συγκλονίσει όλους. Όπως φύλαξε κάποτε στο παρελθόν ο Θεός τους τρεις παίδες στη φωτιά της καμίνου επί Ναβουχοδονόσορα, έτσι και τώρα διαφύλαξε τη μικρή Μάρτυρα από το βασανιστήριο της φωτιάς.
Η Ελπίδα στεκόταν στη μέση του καμινιού ψάλλοντας ύμνους αγάπης και δοξολογίας στο Χριστό, χωρίς να μπορεί καθόλου η φωτιά να την πειράξει.
16. ΛΑΜΠΕΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΣΑΝ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΚΑΙ ΒΓΑΙΝΕΙ ΜΥΡΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΛΗΓΕΣ
Το καινούριο αυτό θαύμα, αντί να συνετίσει τον ειδωλολάτρη δικαστή, τον δαιμονίζει ακόμα περισσότερο. Δεν μπορεί να αντέξει την ταπείνωση που του δίνει μια τόσο μικρή χριστιανή κόρη και δίνει καινούρια εντολή.
- Κρεμάστε την από τα μαλλιά και ξεσχίσετε το σώμα της με σιδερένια νύχια.
Το φρικιαστικό έργο άρχισε χωρίς χρονοτριβή.
Η Ελπίδα σήκωσε τα γλυκά της ματάκια στον ουρανό και μια πύρινη προσευχή ανέβηκε στο θρόνο του Θεού. Τον παρακαλούσε να την δυναμώνει για να αντέξει τα καινούρια μαρτύρια. Το στόμα της έψαλλε συνέχεια ύμνους αγάπης και δοξολογίας. Η καρδιά της έκαιγε από την αγάπη στο Χριστό.
Τι άραγε έβλεπε και ήταν το πρόσωπο της τόσο χαρούμενο; Ποιος από τον Ουρανό της μιλούσε, ώστε να φαίνεται ξεχασμένη απ’ αυτό τον κόσμο;
Ξαφνικά, ενώ οι βασανιστές της συνέχιζαν το απαίσιο έργο τους ξύνοντας τις σάρκες της αγίας, μια λάμψη, πιο λαμπερή και από τον ήλιο, φώτισε το πρόσωπο της αγίας Ελπίδας. Ταυτόχρονα, μια θαυμάσια ευωδία βγήκε μέσα από τις πληγές της και απλώθηκε σ’ όλη τη γύρω περιοχή.
Οι ειδωλολάτρες, που παρακολουθούσαν το μαρτύριό της, θαύμασαν. Πολλοί εγκατέλειψαν τα είδωλα και έγιναν Χριστιανοί.
Εντυπωσιασμένος ο δικαστής από την υπομονή της μικρούλας αλλά και από το νέο αυτό θαύμα, ήρθε πιο κοντά στην αγία μας για να βεβαιωθεί ότι πράγματι το μύρο έβγαινε από τις πληγές της Μάρτυρας.
Βρήκε τότε η Ελπίδα την ευκαιρία και του είπε:
- Μάταια προσπαθείς να με λυγίσεις με τα βασανιστή-ρια σου, σκληρέ δικαστή. Η υπομονή μου έχει την πηγή της στη δύναμη του Χριστού. Αυτή η δύναμη θα σε αποδείξει αδύναμο και νικημένο, ακόμα και από ένα μικρό κορίτσι. Κανένα βασανιστήριο που μου κάνεις δεν θα μπορέσει να αφαιρέσει μέσα από την καρδιά μου την γλυκιά αγάπη που έχω στο βασιλιά Χριστό.
17. ΣΤΟ ΧΑΛΚΙΝΟ ΔΟΧΕΙΟ
Όταν άκουσε τα λόγια αυτά ο δικαστής, θύμωσε ακόμα πιο πολύ και διέταξε να ετοιμάσουν ένα νέο μαρτύριο. Ζήτησε να του φέρουν ένα τεράστιο χάλκινο δοχείο, που να χωράει μέσα του ένας άνθρωπος. Είπε μετά να το βάλουν πάνω στη φωτιά για να πυρώσει καλά και να το γεμίσουν με καυτή πίσσα και ρητίνη. Όταν αυτό έγινε, διέταξε να βάλουν μέσα τη δεκάχρονη Ελπίδα.
Κόσμος πολύς μαζεύτηκε γύρω από το καινούριο τούτο σατανικό κατασκεύασμα, για να παρακολουθήσει το μαρτύριο της αγίας.
Ο Θεός όμως και πάλι γελοιοποίησε τον τυφλό εγωισμό και την ασέβεια του ειδωλολάτρη δικαστή.
Αλήθεια, τι συνέβη;
Όταν έριξαν μέσα στο χάλκινο δοχείο την αγία Μάρτυρα, εκείνο άρχισε να λιώνει και να διαλύεται. Τότε, η καυτή πίσσα και η ρητίνη που ήταν μέσα του, χύθηκε με δύναμη τριγύρω και πάνω στους ειδωλολάτρες που ήταν κοντά στο χάλκινο δοχείο. Άλλους τότε έκαψε και άλλους παραμόρφωσε.
Μόνο η αγία Ελπίδα στεκόταν στη μέση του δοχείου απείραχτη και αβλαβής.
18. ΤΟ ΜΑΚΑΡΙΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΛΠΙΔΑΣ
Το θαύμα αυτό έκανε τεράστια εντύπωση σε πολλούς ειδωλολάτρες, που πίστεψαν αμέσως στο Χριστό.
Ο δικαστής έτρεμε από το κακό του. Όχι μόνο δεν έπεισε τη μικρή Ελπίδα να θυσιάσει στα είδωλα, αλλά αντίθετα, η υπομονή και η γενναιοψυχία της Μάρτυρας μετέστρεψε στο χριστιανισμό πολλούς ειδωλολάτρες.
Αποφάσισε τότε, όπως και την αδελφή της, να την αποκεφαλίσει. Η Ελπίδα οδηγήθηκε στον τόπο της εκτέλεσης. Εκεί είδε το άταφο λείψανο της αγίας αδελφής της. Με τρυφερή αγάπη έσκυψε και το πήρε στην αγκαλιά της. Το έλουσε με τα δάκρυα της και το γέμισε με τα αδελφικά φιλιά της. Ένοιωθε ευτυχισμένη επειδή σε λίγο θα τη συναντούσε στην πόρτα του Ουρανού.
Όταν έφθασαν στον τόπο της εκτέλεσης σήκωσε το κεφάλι της στον ουρανό, για να προσευχηθεί για τελευταία φορά. Όπως και η αδελφή της, έτσι και αυτή είδε το πλήθος των αγίων αγγέλων που την περίμεναν με ύμνους για να την στεφανώσουν με το αμαράντινο στεφάνι της θείας δόξας. Πράγματι, σε λίγο το φονικό εργαλείο της σφαγής έπεσε με δύναμη πάνω στο κεφάλι της αγίας Ελπίδας και έστειλε την αγιασμένη της ψυχή στην αγκαλιά του πολυαγαπημένου της Ιησού.
Δυο λείψανα κείτονταν τώρα στο χώμα δίπλα - δίπλα, για να μαρτυρούν το άπειρο μεγαλείο της αγάπης που είχαν δυο μικρά παιδιά στον Δημιουργό του κόσμου, τον Κύριο Ιησού Χριστό.
19. ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΗΣ ΕΝΝΙΑΧΡΟΝΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Μπορεί να σκότωσε τις δυο αδελφές ο ασεβής δικαστής και να φάνηκε στα μάτια όλων ότι αυτός ήταν ο νικητής.
Στο βάθος όμως της ψυχής του, ένοιωθε ότι αυτός ήταν ο μεγάλος ηττημένος, αφού δεν μπόρεσε ούτε ένα μικρό κορίτσι να γυρίσει στη θρησκεία των ειδώλων.
Οι δυο μικρές χριστιανές τον είχαν ταπεινώσει, τον είχαν εξευτελίσει. Και όχι μόνο δεν έκαναν το θέλημα του, να θυσιάσουν δηλαδή στα είδωλα, αλλά παρέσυραν και αυτούς ακόμη τους ειδωλολάτρες να γίνουν Χριστιανοί.
Μια σατανική μελαγχολία και λύπη πλημμύρισε την αιμοχαρή καρδιά του. Έπεσε σε βαθύ συλλογισμό. Αν κατόρθωνε τουλάχιστον να μεταστρέψει τη μικρότερη κόρη της Σοφίας, την εννιάχρονη Αγάπη, θα μετριαζόταν η ήττα του από τις άλλες δυο. Αν όμως δεν κατάφερνε ούτε αυτή να μεταπείσει, τότε θα γελοιοποιόταν τελείως σε όλους.
Τέτοιο φόβο και ανησυχία είχε μέσα στη ψυχή του, όταν διέταξε να φέρουνε μπροστά του τη μικρούλα Αγάπη.
Την είδε τόσο μικρή και τόσο χαριτωμένη, που δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα μπορούσε ένα τόσο μικρό παιδάκι να του αρνηθεί οτιδήποτε.
Θεώρησε σωστό να μη το φοβίσει αλλά με κολακευτικά λόγια να το παρασύρει στη λατρεία των θεών του.
- Βλέπω, μικρούλα, πως οι μεγάλοι μας θεοί σε έκαναν πάρα πολύ όμορφη και χαριτωμένη! Γι’ αυτό και εσύ πρέπει τώρα να τους ευχαριστήσεις και να θυσιάσεις στα αγάλματα τους από ευγνωμοσύνη. - Μην προσπαθείς να με ξεγελάσεις επειδή είμαι πολύ μικρή. Τα λόγια σου χάνεις. Δεν θα ντροπιάσω ποτέ τη θυσία των αγαπημένων μου αδελφών, της Πίστης και της Ελπίδας που εσύ σκότωσες πριν από λίγο. Το παράδειγμα τους με παρακινεί να δείξω εγώ περισσότερη γενναιότητα, αν και είμαι μικρότερη τους.
20. ΤΗΝ ΜΑΣΤΙΓΩΝΟΥΝ ΑΛΥΠΗΤΑ
Τα θαρραλέα αυτά λόγια της Αγάπης θύμωσαν πολύ το δικαστή που στράφηκε στη μητέρα της μικρούλας, τη Σοφία και τη ρώτησε:
- Θα δεχθείς τώρα να απαρνηθείς και τη μικρότερη σου κόρη, ανόητη γυναίκα;
Η Σοφία δεν απάντησε. Μέσα στους τρομερούς πόνους της καρδιάς της, προσευχόταν θερμά για να στηρίξει ο Θεός και την τελευταία της κόρη, την Αγάπη, να μη δειλιάσει αλλά να βαδίσει το δρόμο των αδελφών της.
- Κρεμάστε γρήγορα αυτήν την ατίθαση σ’ ένα ψηλό ξύλο. Δέστε την εκεί με σφιχτά λουριά και χτυπάτε την ανελέητα με μαστίγια μέχρι να πεθάνει, ούρλιαζε έξαλλος από θυμό ο δικαστής.
Η τρομαχτική εκείνη μαστίγωση θα μπορούσε να διαλύσει το μικρό σωματάκι της μικρούλας Αγάπης. Ο Θεός όμως, δεν το επέτρεψε αυτό. Ενίσχυσε θαυματουργικά την μικρή μας αγία, ώστε, ούτε το σώμα της να πάθει τίποτε αλλά ούτε και αυτή να πονά.
Οι βασανιστές της είχαν κουραστεί και σταμάτησαν το απαίσιο έργο τους. Απορούσαν και θαύμαζαν ταυτόχρονα τη δύναμη και το κουράγιο που είχε αυτή η μικρή ώστε να αντέχει τόσα βασανιστήρια.
Είχαν προσέξει ότι, όση ώρα αυτοί την μαστίγωναν, τόσο αυτή, όσο και οι άλλες της αδελφές που μαρτύρησαν, έπαιρναν κουράγιο από τη μυστική προσευχή που έκαναν μέσα στα βάθη της καρδιάς τους.
Αν και ήταν από τη φύση τους όλοι αυτοί οι δήμιοι σκληροτράχηλοι, η υπομονή, το θάρρος και η βαθιά πίστη αυτών των κοριτσιών, τους είχε προβληματίσει. Στη δικιά τους ειδωλολατρική θρησκεία δεν υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι με τέτοια χαρίσματα.
21. ΜΠΑΙΝΕΙ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ
Σαν είδε ο δικαστής ότι ούτε ο άγριος ξυλοδαρμός έφερε αποτελέσματα, διέταξε να ανάψουν ένα καμίνι και να το πυρακτώσουν τόσο πολύ, ώστε να λιώνει και μέταλλο εκεί μέσα.
Όταν αυτό ετοιμάστηκε, που νόμιζες ότι έκαιγε η φωτιά της κόλασης εκεί μέσα, έφεραν την Αγάπη κοντά στο καμίνι για να το δει και να φοβηθεί.
- Το βλέπεις αυτό το φοβερό καμίνι; Για σένα ετοιμάστηκε. Εκεί και το σίδερο ακόμα διαλύεται. Αν δεν θυσιάσεις στους μεγάλους θεούς μας, θα σε ρίξουμε εκεί μέσα. Είναι κρίμα να καταστρέψεις τα νιάτα σου και να καείς μέσα σ’ αυτή τη φοβερή φωτιά. Αν δεν θέλεις πάλι να θυσιάσεις στους θεούς μας, πες μονάχα «μεγάλη είναι η θεά Άρτεμη» και αμέσως θα σε ελευθερώσω να πας όπου θέλεις και να ζήσεις όπως θέλεις.
Με το ύπουλο αυτό τέχνασμα ήθελε ο πονηρός δικαστής να ρίξει τη μικρούλα Αγάπη στην παγίδα της άρνησης του Χριστού.
Η αγία μας κατάλαβε την πλεκτάνη του σατανά και με θάρρος αλλά και σοφία είπε στο δικαστή:
- Δε θα αφήσω ποτέ τη γλώσσα μου, που λέει λόγια αγάπης στο βασιλιά μου Χριστό, να πει λόγια ασεβή και να αναφέρει ονόματα σατανικά.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια της αυτά, όταν ακούστηκε η αγριεμένη φωνή του δικαστή να λέει:
- Ρίξτε την στο καμίνι να καεί!
Η αγία μας δεν περίμενε τους στρατιώτες να την οδηγήσουν στο καμίνι.
Με τη χαρά ότι το καμίνι θα της άνοιγε τις πόρτες της Βασιλείας των Ουρανών, τρέχει μόνη της και, κάτω από τα έκπληκτα μάτια των ειδωλολατρών, πηδά μέσα στο καμίνι!
Η φωτιά όμως που έκαιγε μέσα στα στήθη αυτής της Μάρτυρος ήταν πιο δυνατή από τη φωτιά του καμινιού. Η καρδιά της αγίας μας ήταν σαν ένα φοβερό ηφαίστειο που έβγαζε συνέχεια σαν καυτή λάβα, την πύρινη αγάπη της στο Δεσπότη Χριστό.
Η ίδια έμεινε απείραχτη από τη φωτιά, αλλά… η φωτιά του καμινιού, μόλις έπεσε η αγία Αγάπη μέσα, διαχύθηκε τριγύρω και έκαψε πολλούς ειδωλολάτρες. Η φωτιά έφθασε μέχρι και το δικαστή και του προκάλεσε μεγάλο έγκαυμα.
Σαν λυσσασμένος, ουρλιάζοντας από τον πόνο, διέταξε τους στρατιώτες να φέρουν από το καμίνι την Αγάπη για να της δώσει άλλο πιο φοβερό μαρτύριο.
Όταν οι στρατιώτες ήρθαν κοντά στο καμίνι, είδαν με έκπληξη και θαυμασμό πολλούς λευκοφορεμένους νέους που άστραφταν από ωραιότητα, να περιβάλλουν και να σκεπάζουν την αγία Αγάπη.
Όσοι τόλμησαν να απλώσουν τα χέρια τους για να την πιάσουν, διαπίστωσαν ότι αυτά είχαν παραλύσει.
Αφού κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε κανένας άλλος τρόπος να την βγάλουν από κει μέσα, άρχισαν να την παρακαλούν λέγοντας:
- Βγες δούλη του Θεού από το καμίνι, ο δικαστής σε καλεί.
Βγήκε τότε η Αγάπη από το καμίνι, χωρίς η φωτιά να έχει πειράξει ούτε μια τρίχα της κεφαλής της.
Βλέποντας ο ασύνετος τύραννος τα θαυμάσια αυτά κατορθώματα της πίστης, αντί να θαυμάσει τη δύναμη του Χριστού, δαιμονίστηκε ακόμα πιο πολύ.
Δίνει νέα εντολή για ένα καινούριο μαρτύριο. Διατάσσει να μπήξουν στο σώμα της νεαρής χριστιανής μυτερά καρφιά.
Το έκαμαν και αυτό. Ο Θεός δεν σταμάτησε να προστατεύει και να σκεπάζει τη δούλη Του.
Έτσι και το καινούριο μαρτύριο δεν προξένησε κανένα κακό στην αγία Αγάπη.
22. Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ
Απογοητευμένος ο δικαστής από την αποτυχία του να μεταστρέψει έστω και μια αδελφή στη θρησκεία των ειδώλων, βλέποντας ότι και πολλοί άλλοι είχαν πιστέψει στο Χριστό από την υπομονή και το θάρρος αυτής της μικρής, έδωσε διαταγή να αποκεφαλίσουν και την τελευταία κόρη της Σοφίας, την εννιάχρονη Αγάπη.
Η Αγάπη μόλις έμαθε την απόφαση του δικαστή χάρηκε πάρα πολύ. Ανυπομονούσε πότε θ’ ανοίξουν και γ’ αυτή οι πύλες του Παραδείσου, για να πάει κοντά στο λατρευτό της Ιησού, μαζί με τις υπόλοιπες αδελφές της.
Η απόφαση του τυράννου ήταν γι’ αυτήν η πιο χαρούμενη είδηση της ζωής της. Με αισθήματα χαράς και ευγνωμοσύνης γονάτισε ευλαβικά στο μαρτυρικό αυτό τόπο και μια προσευχή θερμή μέσα από τα βάθη της πυρακτωμένης από την αγάπη του Θεού καρδιάς της ανέβηκε στον Ουρανό.
- Σε δοξάζω και σε ευχαριστώ Θεέ μου, που με αξίωσες να υποφέρω για Σένα και την αγάπη Σου αυτά τα βάσανα. Θα ήθελα τώρα, χίλια λόγια να σου πω, την ευτυχία της ταπεινής ψυχής μου να σου περιγράψω, μα η καρδιά μου, από την πολλή χαρά πάει να σπάσει και το μόνο που μπορώ απόψε να σου πω, είναι: <<Ιησού γλυκέ μου σ’ αγαπώ>>. Σ’ αγάπησα όσο τίποτε άλλο σ’ αυτή τη γη και σε πόθησα πάνω απ’ όλες τις χαρές αυτής της ζωής. Δέξου με τώρα στη ζεστή Σου αγκαλιά, όπως δέχτηκες πιο πριν και τις αγαπημένες μου αδελφές.
23. ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ
Οι δήμιοι πήραν με σεβασμό τη μικρή πανέμορφη Μάρτυρα και την οδήγησαν στον τόπο της σφαγής.
Η Σοφία είδε τους δήμιους να οδηγούν την κόρη της, σαν αρνί προς θυσία, στον τόπο εκείνο που πριν από λίγο και οι άλλες της κόρες θυσιάστηκαν και δάκρυσε από συγκίνηση.
Με θερμά μητρικά λόγια αποχαιρέτησε την κόρη της, λέγοντας:
- Πήγαινε, παιδί μου, κοντά στο Νυμφίο μας Χριστό. Πήγαινε ευτυχισμένη στην παντοτινή χαρά του Παραδείσου. Βλέπω τους αγίους αγγέλους που περιμένουν να σε υποδεχθούν και να σε στεφανώσουν με το αμαράντινο στεφάνι της θείας δόξας. Με κάνεις σήμερα την πιο ευτυχισμένη μάνα όλου του κόσμου. Τι λόγια να βρω να πω, τη χαρά μου παντού να διαλαλήσω; Σήμερα μ’ αξίωσε ο Θεός να του προσφέρω για πολύτιμα δώρα, τις τρεις μου θυγατέρες!
Τα λόγια αυτά της μάνας έδωσαν πολύ χαρά στη μικρούλα Μάρτυρα, που τώρα φθάνει στον τόπο της εκτέλεσης. Τα γλυκά της ματάκια τα έχει στραμμένα στον ουρανό, εκεί που σε λίγο θα πάει και αυτή. Ένα γλυκό μειδίαμα βλέπουν όλοι να ζωγραφίζεται στα αγνά της χείλια.
Βλέπει τους αγίους αγγέλους που την περιμένουν μαζί με τον αγαπημένο της Ιησού. Η καρδιά της από τη χαρά πάει να σπάσει. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει ή να μετρήσει την αμέτρητη ευτυχία της.
Χαμογελά στον Κύριο της και σκύβει το κεφάλι της μπροστά στο δήμιο.
Δυο τελευταία λόγια αγάπης ανεβαίνουν σαν μυρωδάτο θυμίαμα στον Ουρανό.
- Ιησού μου, λατρεμένε μου Σωτήρα, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ!!!
Ακούστηκε μετά το δυνατό κτύπημα του ξίφους, που έπεφτε πάνω στο αγιασμένο κεφάλι της Αγάπης.
Το αγνό αίμα της μικρής παρθενομάρτυρας κύλισε στο χώμα, πάνω στο νωπό ακόμα αίμα των αδελφών της.
Μια ευωδία από χίλια αρώματα πλημμύρισαν τον τόπο, για να μαρτυρούν σε όλους τη δύναμη της πίστης και της αγάπης του Χριστού.
Η Σοφία, σαν είδε το τρυφερό κεφαλάκι της κόρης της να πέφτει κάτω από το σπαθί του δήμιου, με δυνατή φωνή, φώναξε στο άσπλαχνο δικαστή:
- Τώρα σκληρέ και άπονε τύραννε, σκότωσε και μένα, για να πάω να βρω το γρηγορότερο τα κορίτσια μου.
Ο δικαστής όμως, εξαγριωμένος που τρία μικρά κοριτσάκια τον ντρόπιασαν, για να την κάνει να υποφέρει ακόμα πιο πολύ, της φώναξε με μανία:
- Πήγαινε στο σπίτι σου, ανόητη. Δε σε σκοτώνω. Θα σ’ αφήσω να ζήσεις έτσι, για να είσαι πιο δυστυχισμένη χωρίς τα παιδιά σου.
Τα είπε αυτά και έφυγε γρήγορα από κει, κάτω από τις αποδοκιμασίες του πλήθους, που ναι μεν ήταν ειδωλολάτρες αλλά δεν τους άρεσε να σκοτώνουν και τόσο μικρά παιδιά.
Η Σοφία πήρε τα ζεστά αγιασμένα λείψανα των ηρωικών παιδιών της, τα έσφιξε δυνατά μέσα στη ζεστή της αγκαλιά και τα έλουσε με τα μητρικά δάκρυα της.
Στη συνέχεια, αφού άλειψε μαζί με άλλους Χριστιανούς με μύρα και αρώματα τα αγιασμένα Λείψανα τους, τα έφερε και τα ενταφίασε με τις πρέπουσες τιμές σε μια μικρή Εκκλησία που γι’ αυτό το σκοπό είχε προετοιμαστεί.
24. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ
Για τρεις μέρες δεν έφυγε καθόλου η Σοφία πάνω από τον τάφο των αγαπημένων της κοριτσιών. Παρακαλούσε τον Κύριο με θερμά δάκρυα νύχτα μέρα να την πάρει κοντά Του και κοντά στα αγγελούδια της.
Ο Κύριος άκουσε την προσευχή της άγιας αυτής μάνας.
Την τρίτη μέρα, εκεί που προσευχόταν πάνω από τον τάφο των παιδιών της, την άκουσαν να λέγει:
- Ω τρυφερά μου βλαστάρια, δεχθείτε τη μητέρα σας εκεί που τώρα βρίσκεστε!
Αυτά είπε και άφησε την ψυχή της να πετάξει ψηλά στον ουρανό, κοντά σ’ Εκείνον που τόσο αυτή, όσο και τα τρία της παιδιά πίστεψαν, λάτρεψαν και αγάπησαν με άπειρο πόθο, όσο τίποτε άλλο σ’ αυτή τη γη.
Ευσεβείς χριστιανοί την έθαψαν στον ίδιο τάφο, μαζί με τα τρία αγγελούδια της.
Ήταν η επιθυμία της να είναι εδώ στη γη όπως και στον ουρανό, όλοι μαζί.
Αναρίθμητα είναι τα θαύματα που έκαναν οι αγίες μας σ’ όλους εκείνους, που κατέφευγαν με πίστη κοντά τους.
Τα άγια λείψανα τους ήταν ένας θησαυρός ανεκτίμητος και μια ανεξάντλητη πηγή ιαμάτων για σώματα και ψυχές.
Η Εκκλησία μας όρισε να εορτάζονται οι τρεις παρθενομάρτυρες, Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη, μαζί με την αγία τους μητέρα, τη Σοφία, κάθε χρόνο στις 17 Σεπτεμβρίου.
Είθε η ευλογία τους να σκεπάζει όλους εμάς που με πίστη και αγάπη τιμούμε ευλαβικά την αγία μνήμη τους.
______________________________________________________________________________
(Βίος υπό του π. Ελπιδίου Βαγιανάκη, Εκδόσεις Φως Χριστού)
______________________________________________________________________________
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἀνεβλάστησας ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Κυρίου, Σοφία μάρτυς σεμνὴ, καὶ προσήγαγες Χριστῷ καρπὸν ἡδύτατον τοὺς τῆς νηδύος σου βλαστούς, δι” ἀγώνων εὐαγῶν, Ἀγάπην τε καὶ Ἐλπίδα σὺν τῇ θεόφρονι Πίστει, μεθ” ὧν δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.