Προς όλες τις απελπισμένες συζύγους και μητέρες : Το λαμπρό παράδειγμα της Αγίας Μόνικας
(εορτάζει στις 4 Μαΐου)
Η Αγία Μόνικα ( 332-388 ) γεννήθηκε στην Ταγάστη της Νουμιδίας από χριστιανούς γονείς. Ήταν μητέρα του μεγάλου θεολόγου και φιλοσόφου αγίου Αυγουστίνου. Οι γονείς της την πάντρεψαν το 350 μʼ έναν ειδωλολάτρη , τον Πατρίκιο, άνθρωπο καλοπροαίρετο, αλλά πολύ οξύθυμο και άστατο. Η Μόνικα με την υποταγή και την υπομονή της αγωνίστηκε να τον οδηγήση στον Χριστό. Στις ώρες ηρεμίας έριχνε στην καρδία του συζύγου της τα σπέρματα του θείου λόγου, κι όταν εκείνος κοιμόταν, αυτή τα πότιζε με τα δάκρυά της προσευχής της.
Πολλές φίλες της έρχονταν στο σπίτι της με έκδηλα στο πρόσωπό τους τα χτυπήματα των συζύγων τους και απορούσαν πώς η Μόνικα , που είχε σκληρό άνδρα, κατάφερνε να ζη μαζί του ειρηνικά και χωρίς ξυλοδαρμούς. Η χαρά της αγίας ήταν απερίγραπτη όταν ο Πατρίκιος έγινε με τον καιρό ένας αληθινός χριστιανός. Με την ίδια υπομονή και μακροθυμία αντιμετώπιζε και την πεθερά της , η οποία ήταν ιδιότροπη και διαρκώς την έβριζε και την ταπείνωνε μπροστά στους ξένους. Τελικά με την αρετή της, της προσείλκυσε την συμπάθεια και την εκτίμησή της.
Όταν ο ιερός Αυγουστίνος ήταν μικρός, αρρώστησε και κινδύνεψε να πεθάνη. Σκέφθηκαν τότε να τον βαφτίσουν. Η μητέρα του όμως προέβλεπε τους δυνατούς πειρασμούς που θʼ αντιμετώπιζε στη νεότητά του και γιʼ αυτό ανέβαλε τη βάφτισή του. Μαζί με το γάλα της η ευσεβής μητέρα φρόντισε να μεταδώση στο παιδί της και την ευσέβεια. Διέκρινε όμως σʼ αυτό τον χαρακτήρα του πατέρα του και διαισθανόταν τον κίνδυνο που θα διέτρεχε η ψυχή του μέσα στη διεφθαρμένη κοινωνία εκείνης της εποχής.
Όσο μεγάλωνε ο γιος της , μεγάλωναν τα πάθη του και τα όργιά του. Η προσευχή της μητέρας ανέβαινε πύρινη στον θρόνο του Θεού, αλλά φαινόταν πως δεν εισακούεται. Ο Αυγουστίνος πηγαίνει στην Καρχηδόνα για να σπουδάση. Εκεί ψήνεται στο σεξουαλικό καμίνι της διεφθαρμένης πόλεως. Η μητέρα μαθαίνει ότι ο γιος της παραστράτησε , και τρέχει ταραγμένη νομίζοντας ότι η παρουσία της θα τον συγκρατήση. Δυστυχώς τα λόγια και τα δάκρυά της δεν συγκινούν πια την καρδιά του Αυγουστίνου. Δεν χάνει όμως το θάρρος της. Προσπαθεί υπομονετικά να διεγείρη στην ψυχή του την αποστροφή για την αμαρτία. Το αποτέλεσμα είναι πάλι αρνητικό, αλλά η πιστή μητέρα δεν απελπίζεται. « Προσεύχεται εκτενέστερον » και χύνει δάκρυα περισσότερα απʼ αυτά που χύνουν οι μητέρες για τον θάνατο των παιδιών τους. Πόση πικρία δοκιμάζει όταν μαθαίνη ότι ο γιος της έχει σε ηλικία δεκαοκτώ ετών εταίρα και εξώγαμο παιδί! Ελπίζει όμως στη μετάνοιά του. Η ελπίδα αυτή μαζί με τη δυνατή πίστη τη συγκρατούν.
- Μια μέρα παιδί μου, του λέει, θα έρθης εκεί που είμαι εγώ.
Νέα θλιβερή είδηση καταφθάνει από την Καρχηδόνα. Ο Αυγουστίνος έγινε αιρετικός – μανιχαίος ! Φίδι φαρμακερό δάγκωσε τη Μόνικα, η οποία αυτή τη φορά λυγίζει. Πηγαίνει ξανά μόνη της στην Καρχηδόνα , κλαίει, θρηνεί, ικετεύει. Όλα όμως πάνε χαμένα. Μοναδική παρηγοριά κι ελπίδα της είναι η προσευχή. Μέρα- νύχτα παλεύει με τον Θεό. Καταφεύγει σε κάποιον επίσκοπο, ο οποίος τη συμβουλεύει και την παρηγορεί. Τέλος της λέει:
- Πήγαινε στην ευχή του Θεού , παιδί μου. Ποτέ δεν θα χαθή ο γιός τόσων δακρύων!
Ο Θεός όμως θέλει να δοκιμάση περισσότερο την ιώβεια υπομονή της . Ο Αυγουστίνος της είπε ότι θα πάη στην Ιταλία. Η Μόνικα , αφού δεν μπορεί να τον μεταπείση, αποφασίζει να πάη μαζί του. Κατεβαίνουν στο λιμάνι, αλλά εκείνος την ξεγελά και εξαφανίζεται . Ταξιδεύει μόνος. Η μητέρα ξημερώνεται στην προσευχή , πνιγμένη στα δάκρυα. Με ραγισμένη καρδία , αλλά με γενναίο φρόνημα, υψώνει τα μάτια στον ουρανό , κι ύστερα αγναντεύει το πέλαγος.
- Κύριε ! φωνάζει. Αφήνω το παιδί μου στον ωκεανό της ευσπλαχνίας Σου. Τα κύματα της χάριτός Σου ας το οδηγήσουν στο λιμάνι Σου.
.
Γέρασε η Μόνικα στη σχολή της υπομονής και της ελπίδος. Αντί να επιμένη την επιστροφή του ασώτου υιού, βάλθηκε η ίδια να τον κυνηγά σε στεριές και θάλασσες. Εγκαταλείπει την Αφρική και έρχεται στα Μεδιόλανα ( Μιλάνο) για την τελική επίθεση. Στα Μεδιόλανα ζει το γλυκοχάραμα της επιστροφής του ασώτου. Η μία χαρά διαδέχεται την άλλη : ο Αυγουστίνος αηδίασε τους μανιχαίους και τους εγκατέλειψε. Με βαθιά συγκίνηση τον βλέπει να συχνάζη στα κηρύγματα του αγίου επισκόπου Αμβροσίου και να μιλά γιʼ αυτόν με σεβασμό και εκτίμηση. Ο Αυγουστίνος παλεύει. Τα δεσμά της αμαρτίας χαλάρωσαν , αλλά ακόμη δεν έσπασαν. Γιʼ αυτό τελικά μνηστεύεται.
.
Τέσσερις γυναίκες τον πολιορκούν εκείνη την εποχή. Δύο ερωμένες , η μνηστή και η μητέρα του. Παλεύουν κι οι τέσσερις να τον κατακτήσουν. Τέλος νικά η μητέρα του , ο άνθρωπος της προσευχής και των δακρύων, της υπομονής και της ελπίδος. Εκείνη που νίκησε τον ατίθασο σύζυγο και τη δύστροπη πεθερά, νίκησε τώρα τον γιό της ύστερα από τριάντα χρόνια αγώνος και προσευχής. Ο Αυγουστίνος παίρνει σταθερή απόφαση να επιστρέψη στον Χριστό και νʼ αφοσιωθή στο έργο της Εκκλησίας Του. Ποιος μπορεί να νιώση τη χαρά της Μόνικας την ώρα που βαπτιζόταν ο γιός της ; Εδώ τελείωσε η αποστολή της. Είδε πια το παιδί της στην αγκαλιά του Κυρίου.
- Νυν απολύεις την δούλην Σου, Δέσποτα, εν ειρήνη, ψελλίζει συγκινημένη. Μητέρα και γιός επιστρέφουν στην Αφρική. Στην Όστια, στις εκβολές σταθμεύουν σε μια φιλική έπαυλη για να ξεκουραστούν. Εκεί η Μόνικα αρρωσταίνει και σε λίγες μέρες, σε ηλικία 56 ετών, παραδίδει το πνεύμα της « εν ειρήνη » στον Δέσποτα Χριστό. Ο Κύριος είχε εκπληρώσει και την τελευταία επιθυμία της. ]
.
Από το βιβλίο « Χαρίσματα και χαρισματούχοι » Τόμος τρίτος Ιερά μονή Παρακλήτου Ωρωπός
.
Μία μητέρα που ήξερε να δακρύζει και να γονατίζει!
Γράφει για την στάση της μητέρας του Μόνικας ο ιερός Αυγουστίνος στις «Εξομολογήσεις» του: «Η μητέρα μου έχυνε για εμένα περισσότερα δάκρυα από όσα χύνουν οι μητέρες επάνω στα νεκρά τέκνα τους. Με την θέρμη της πίστης, η οποία της χάριζε η μεγάλη της ευσέβεια, με έβλεπε ηθικώς νεκρό. Και Συ Κύριε εισάκουσες την δέησή της και δεν περιφρόνησες τα δάκρυά της, με τα οποία πότισε το έδαφος, παντού όπου προσευχόταν. Οι πόνοι της να με αναγεννήσει διά του Πνεύματος ήταν σκληρότεροι από αυτούς τους οποίου υπέφερε να με γεννήσει διά της σαρκός».
«Παντρεύτηκε τον ειδωλολάτρη πατέρα μου, άνθρωπο οξύθυμο μα αγαθό, του αφοσιώθηκε σαν στο Χριστό… Αντιμετώπισε με σεβασμό την άλλη πίστη του, δεν επέτρεψε να γίνει το θέμα αυτό αφορμή φιλονικίας μεταξύ τους… Δεν αντιδρούσε με λόγια ή έργα σε ώρα οργής, αλλά την κατάλληλη στιγμή με αγάπη καί λεπτότητα εξηγούσε το λάθος… Δεν έλεγε ούτε μετέφερε λόγο κακό, δεν υποδαύλιζε διχόνοιες, υποβοηθούσε τη συμφιλίωση, την ειρήνη… Προσευχόταν νύχτα καί μέρα, εκκλησιαζόταν τακτικά, τιμούσε τους λειτουργούς της Εκκλησίας, πρόσεχε την ελεημοσύνη… Κέρδισε έτσι γρήγορα την αγάπη, την τρυφερότητα, το σεβασμό του πατέρα μου καί τον ίδιο στη χριστιανική πίστη»!«Αυτά συνέβησαν γιατί είχε Εσένα επιστήθιο φίλο καί διδάσκαλο στο σχολείο της ψυχής», εξηγεί ό Αυγουστίνος καί προσθέτει ότι ή επιστροφή του πατέρα του είναι «το πρώτο δώρο του Θεού στη μητέρα μου, ό αρραβώνας της δικής μου επιστροφής, πού όμως επρόκειτο να αργήσει»! Με το τελευ-ταίο ρίχνει τη γέφυρα πού μας περνά από τη Μόνικα αληθινή χριστιανή σύζυγο τή Μόνικα αληθινή χριστιανή μητέρα, στην περιπέτεια της δικής του αποστασίας καί επιστροφής.
Και είναι μια μεγάλη αποστασία ή πρώτη φάση της ζωής του. «Ή μητέρα μας ανάθρεψε γεννώντας μας με ώδίνες τοκετού κάθε φορά πού έβλεπε να ξεμακραίνουμε από Σένα…», γράφει για τη χριστιανική αγωγή της μητέρας του στα τρία παιδιά της. Για τον εαυτό του ειδικά προσθέτει: «Από την τρυφερή ηλικία είχα ακούσματα για την αιώνια ζωή. Η μητέρα με σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τη στιγμή που μ’ έβγαλε άπ’ την κοιλιά της. Με πότισε την Αλήθεια του Θεού με το μητρικό της γάλα… Μικρό παιδί κι εγώ, πρίν Σέ γνωρίσω, σε Σένα εύρισκα στήριγμα καί καταφυγή όταν με μάλωναν οι γονείς ή οϊ δάσκαλοι μου...Αρρώστησα βαριά καί ζήτησα με λαχτάρα να βαφτιστώ… Ή μητέρα με μύησε στο Μυστήριο της λυτρώσεως, μου έμαθε την ομολογία που έπρεπε να απαγγείλω… Καλυτέρεψε όμως ή υγεία μου κι ανέβαλα τη βάφτιση μου. Νικήθηκα από την ιδέα πώς θα ξαναπέσω στην αμαρτία… Ή μήπως καί πήρα αυτή την απόφαση για να είμαι ελεύθερος να την απολαύσω»! Καί με την εμπειρία της επιστροφής πια την ώρα αυτού του «εκ βαθέων» του παρατηρεί: «Ίσως το επέτρεψε ό Θεός για να δώσει στην αγνή καρδιά της μητέρας μου τη χαρά να κυοφορήσει μακροχρόνια κι επώδυνα τη σωτηρία μου»!