Σήμερα, αγαπητοί μου, γιορτάζουμε την αγία Πεντηκοστή. Η εορτή αυτή, όπως και το Πάσχα, προέρχεται από τον χώρο της Παλαιάς Διαθήκης. Ήταν η γιορτή που γιορταζόταν πενήντα ημέρες μετά το Πάσχα, και συνέπιπτε με την αρχή του θερισμού των σιτηρών, γι' αυτό και Λεγόταν «εορτή θερισμού πρωτογεννημάτων», όπως μας αναφέρει το βιβλίο της Εξόδου. Λεγόταν ακόμη και «εορτή εβδομάδων», διότι έπρεπε να τελείται επτά εβδομάδες μετά το Πάσχα. Επίσης λεγόταν και «ημέρα των νέων», όπως μας αναφέρει η Έξοδος αλλά και το Δευτερονόμιο και οι Αριθμοί, γιατί αυτή την ημέρα προσφέρονταν οι πρώτοι άρτοι από τη νέα συγκομιδή του σιταριού, τα πρωτόλια.
Η γιορτή της Πεντηκοστής επί πλέον υπενθύμιζε στους Εβραίους το μεγάλο γεγονός της παραδόσεως του νόμου. Ο Θεός είχε πει να καθαρθεί ο λαός, για να ανεβεί ο Μωυσής στο όρος Σινά να παραλάβει το νόμο. Ο χρόνος ο μεταξύ της διαβάσεως της Ερυθράς Θαλάσσης, δηλαδή του Πάσχα, που σημαίνει διάβαση, μέχρι την παραλαβή του νόμου από τον Μωυσή στο όρος, ήταν πενήντα ημέρες. Και συνεπώς η γιορτή αυτή υπενθύμιζε -κι αυτό ήταν πάρα πολύ σημαντικό- ότι παρέλαβαν από τον ίδιο τον Θεό τον νόμο, που έπρεπε να τον τηρούν. Τέλος, η γιορτή της Πεντηκοστής ερχόταν να υπενθυμίσει στους Εβραίους τις αναρίθμητες ευεργεσίες του Θεού προς τον λαό τον δικό Του, και συνεπώς ήταν η εορτή της αποδόσεως ευχαριστιών στον Θεό.
Βλέπουμε λοιπόν εδώ ότι η γιορτή αυτή της Παλαιάς Διαθήκης στέκεται ένας τύπος, ένα αντίτυπο, μιας άλλης γιορτής της Καινής Διαθήκης, και αποδεικνύεται τύπος μελλόντων αγαθών, διότι πενήντα ημέρες μετά την εορτή του χριστιανικού Πάσχα, δηλαδή την εορτή που ο Κύριος αναστήθηκε, έχουμε την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος. Άρα λοιπόν η παλαιά Πεντηκοστή ήταν τύπος της νέας Πεντηκοστής, της χριστιανικής Πεντηκοστής. Είναι δε οροθετικές αυτές οι δύο γιορτές: Πάσχα-Πεντηκοστή. Διάβαση των Εβραίων από την Ερυθρά Θάλασσα - παραλαβή του νόμου κι απόδοση ευχαριστιών στον Θεό. Πάσχα-Ανάσταση του Χριστού – Πεντηκοστή - Κάθοδος του Αγίου Πνεύματος και φανέρωση της Εκκλησίας στον κόσμο. Είναι λοιπόν πάρα πολύ εντυπωσιακό, μέχρι προκλήσεως, ότι αυτές οι δύο γιορτές του χώρου της Παλαιάς Διαθήκης είναι γιορτές αντίτυπα των πρωτοτύπων χριστιανικών εορτών, του Πάσχα και της Πεντηκοστής.
Αλλά εδώ βλέπουμε και κάτι ακό\μη. Η ημέρα αυτη της Πεντηκοστής, η «ημέρα των νέων» όπως λεγόταν παλιά, δηλαδή ημέρα των νέων καρπών, είναι τώρα η ημέρα της Πεντηκοστής στον χριστιανικό πια χώρο της νέας συγκομιδής της Εκκλησία· γιατί με το πρώτο κήρυγμα που έκανε ο απόστολος Παύλος ήδη έδρεψε τρεις χιλιάδες ψυχές από τον άγρό του λαού του Θεού, και την δεύτερη μέρα δύο χιλιάδες ψυχές, που πίστεψαν στο θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού. Έτσι αυτός ο νέος καρπός, αυτή η νέα συγκομιδή, αυτά τα πρωτόλεια, είναι ο νέος σίτος, που αποθηκεύεται στις αποθήκες της Βασιλείας του Θεού. Για όλα αυτά λοιπόν είναι πράγματι η ημέρα της αποδόσεως ευχαριστιών στον Θεό, για όσα εργάστηκε πάνω στη γη με το μυστήριο της ενανθρωπήσεως. Τύπος λοιπόν και σκιά ήταν η Πεντηκοστή στην Παλαιά Διαθήκη έναντι της χριστιανικής Πεντηκοστής.
Η χριστιανική Πεντηκοστή είναι το βαθύ μυστήριο της Εκκλησίας· και η αποκάλυψη αυτού του βαθιού μυστηρίου έγινε με την φανέρωση του Αγίου Πνεύματος κατά έναν καταπληκτικό τρόπο. Το Πνεύμα το Άγιο έδειξε ακριβώς αυτό το βαθύ μυστήριο με τις εξής δύο ενέργειες Του.
Πρώτα-πρώτα· επικύρωσε την ταυτότητα του Ιησού Χριστού, ποιος ήταν εκείνος που περπάτησε ανάμεσα τους. Θυμηθείτε τη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Όταν ο Κύριος μίλησε για την αποστολή Του, «έγινε σχίσμα ανάμεσα στον λαό». Ώστε ο Κύριος γίνεται αιτία σχίσματος; Ναι. Άλλοι έλεγαν «Αυτός είναι εκ Θεού!», άλλοι έλεγαν «Όχι, απατεώνας είναι!». Έλεγαν οι άρχοντες, οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι στους υπηρέτες που πήγαν να Τον συλλάβουν: «Κι εσείς πλανηθήκατε;! Ποιος από τους άρχοντες που γνωρίζει τον νόμο τον ακολούθησε αυτόν;». Έτσι, υποτιμητικά: «αυτόν»! «Αλλά ποιος; ο λαός, που δεν ξέρει τον νόμο, και είναι επικατάρατος!».
Θα τους έλεγε κανείς: «Ταλαίπωροι άρχοντες! Και γιατί ο λαός δεν ξέρει το νόμο; Διότι έσεις κάθεστε στις πολυθρόνες και απολαμβάνετε τα αγαθά της ευημερίας της εποχής σας, και αφήνετε τον λαό να μην μάθει τον νόμο!... Γιατί ακόμη δεν σας συμφέρει- γιατί τον κρατάτε σαν δούλο τον λαό, μέσα στη βαθειά του άγνοια. Αυτό που είπατε είναι κατηγορητήριο για σας, ταλαίπωροι άρχοντες!...» Αλλά εν πάση περιπτώσει, είδατε ότι έγινε σχίσμα στον λαό. «Ποιος είναι αυτός;»!
Ο Χριστός είπε στους μαθητές Του: «Όταν δε έλθη ο Παράκλητος», δηλαδή το Πνεύμα το Άγιο, «ον εγώ πέμψω υμίν πάρα τον Πατρός», που εγώ θα στείλω από τον Πάτερα, «το Πνεύμα της αληθείας», που είναι το Πνεύμα της αληθείας, «ο παρά του Πατρός εκπορεύεται», το Οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα, «εκείνος μαρτυρήσει περί εμού», Αυτός θα δώσει την μαρτυρία ποιος είμαι. Ποιος «εκείνος»; Ο Παράκλητος. Ποιος Παράκλητος; Ο δεύτερος Παράκλητος- γιατί ο πρώτος είναι ο Ιησούς Χριστός, είναι ο Υιός.
Αν εγώ ήμουν απατεώνας, ήμουν λαοπλάνος, ήμουν σφετεριστής θείων ιδιοτήτων, εγώ που είπα ότι εγώ και ο Πατήρ είμαστε ένα και πήρατε πέτρες να με λιθοβολήσετε, θα έπρεπε, εάν ήταν έτσι τα πράγματα, να ήμουν στον πυθμένα της Κολάσεως. Αλλά δεν είμαι, δεν πήγα στην Κόλαση- ανήλθα στον Ουρανό. Και αν δεν είδατε την ανάληψή μου, σίγουρα όμως θα δείτε τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, θα δείτε τα θαυμαστά του Αγίου Πνεύματος. Πώς το Πνεύμα το Αγιο θα κατέβαινε, εάν εγώ ήμουν στην Κόλαση; Εγώ όμως ανέβηκα, και Εκείνος κατέβηκε- συνεπώς δίνει την μαρτυρία για μένα, για το όνομά μου.
Και όταν λίγες μέρες μετά ο απόστολος Πέτρος πηγαίνει στον ναό και βλέπει εκείνον τον χωλό και του λέει «Κοίταξε με· στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού σήκω και περπάτα!», πώς θα ήταν δυνατόν εκείνος ο χωλός άνθρωπος να περπατήσει στο όνομα του Ιησού, εάν ο ίδιος ήταν στην Κόλαση και ήταν σφετεριστής θείων ιδιοτήτων; ... Άρα λοιπόν το Πνεύμα του Θεού την ημέρα της Πεντηκοστής ήρθε να δώσει την μαρτυρία περί της ταυτότητος του θεανθρώπινου προσώπου του Χριστού.
Και δεύτερον· το Πνεύμα το Άγιο φανέρωσε την επανίδρυση της Εκκλησίας πάνω στη γη. Και αύτη η φανέρωση έγινε με μία σωρεία εκδηλώσεων, όπως μας τις περιγράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων.
Αλλά τι είναι η Εκκλησία;
Η Εκκλησία είναι συναΐδιος με τον Θεό. Προσέξτε: αΐδιος θα πει αυτός που δεν έχει αρχή, αλλά δεν έχει και τέλος. Η διαφορά της λέξεως αΐδιος από το αιώνιος είναι ότι ο αιώνιος έχει αρχή, αλλά δεν έχει τέλος. Εμείς οι άνθρωποι, θέλουμε, δεν θέλουμε, είμαστε αιώνιοι. Γιατί; Γιατί δεν έχουμε τέλος. Αλλά είχαμε αρχή. Ο Θεός όμως δεν είναι απλώς αιώνιος· καταχρηστικώς λέμε τον Θεό αιώνιο· ο Θεός εΐναι αΐδιος, δηλαδή χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. Ε, λοιπόν η Εκκλησία είναι αΐδιος, μαζί με τον Θεό, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος.
Το λέω αυτό, και μάλιστα πρέπει να εξηγήσουμε με την ευκαιρία της σημερινής ημέρας, για να μάθουμε ποια είναι η Εκκλησία. Ακούμε επί παραδείγματι να λένε: «Στρέφονται εναντίον της Εκκλησίας! Κινούνται έτσι κι έτσι! Θα καταλύσουν την Εκκλησία!». Ποια «Εκκλησία θα καταλύσουν»;... Τι θα πει «στρέφονται εναντίον της»;... Πρέπει να μάθουμε ποια είναι η Εκκλησία και ποιοι είναι οι διώκτες της. Ή μάλλον δεν είναι ανάγκη να μάθουμε ποιοι είναι οι διώκτες· άνθρωποι είναι, κτίσματα είναι, σημέρα είναι, αύριο δεν είναι· αλλά πρέπει να μάθουμε ποια είναι η Εκκλησία. Λοιπόν, το ακούσατε; Είναι συναΐδιος με τον Άγιο Τριαδικό Θεό! Και δεν είναι τι άλλο παρά η αγαπητική σχέση των τριών Προσώπων της Τριαδικής Θεότητος. Διότι τα τρία Πρόσωπα αποτελούν Εκκλησία· είναι μια σχέση αγάπης, αγαπητική σχέση. Αλλά ο Άγιος Τριαδικός Θεός πάντοτε υπήρχε. Και η σχέση αυτή δεν ξεκίνησε από κάποια χρονική στιγμή· πάντα υπήρχε. Να γιατί η Εκκλησία είναι συναΐδιος και συνάναρχος με τον Άγιο Τριαδικό Θεό. Αυτό μας καταπλήσσει.
Είναι ιδιαίτερη τιμή για μας το ότι ανήκουμε στην Εκκλησία. Κάποτε ανακοινώνουμε πως ανήκουμε σε κάποιο Σωματείο, και μάλιστα καυχόμαστε πολλές φορές και προβαλλόμαστε, όταν αυτό έχει κάποια παλαιότητα. Αλλά όση παλαιότητα και να έχει, αγαπητοί μου, -έναν αιώνα; δύο αιώνες; πέντε αιώνες; δέκα αιώνες;- τι είναι αύτη μπροστά στην παλαιότητα που έχει η Εκκλησία, η οποία είναι συναΐδιος και συνάναρχος με τον Θεό;...
Αλλά ο Θεός ήθελε να εκφράσει αύτη την αγαπητική Του σχέση και έξω από τον εαυτό Του· γι' αυτό δημιουργεί τον αγγελικό κόσμο. Ήθελε και άλλα όντα να χαρούν αύτη την αγαπητική σχέση. Έτσι λοιπόν ο Θεός επεκτείνει την Εκκλησία Του, την απλώνει, την μεγαλώνει σ' αυτά τα όντα που λέγονται άγγελοι, κι εκεί πλέον έχουμε τον κόσμο των αγγέλων, την Εκκλησία των αγγέλων. Γι' αυτό η Εκκλησία ονομάζεται «Εκκλησία πρωτοτόκων εν ουρανοίς». Κοιτάξτε αυτό το «πρωτοτόκων»! ... Είναι γνωστό ότι ο πρωτότοκος είναι πάντα ένας· ο δεύτερος είναι δευτερότοκος, ο τρίτος είναι τριτότοκος· πώς λοιπόν είναι όλη η Εκκλησία «Εκκλησία πρωτοτόκων»; Μ' αυτό θέλει να πει ότι όλοι μέσα στον χώρο της Βασιλείας του Θεού έχουν τα ίδια προνόμια. Αυτό θα πει «Εκκλησία πρωτοτόκων».
Η Εκκλησία λέγεται και «πόλις Θεού ζώντος», αλλά και «Ιερουσαλήμ επουράνιος», που θεμελιώθηκε «προ καταβολής κόσμου». Θυμηθείτε τον Κύριο, που είπε: «Ελάτε να κληρονομήσετε την Βασιλεία μου, που έχει ετοιμαστεί, πριν γίνει ο κόσμος, πριν τεθεί το θεμέλιο του κόσμου, προ καταβολής κόσμου». Ώστε η Εκκλησία είναι «προ καταβολής κόσμου», πριν γίνει ο κόσμος.
Αυτή την επουράνια Εκκλησία ο απόστολος Παύλος την ονομάζει, όπως σας είπα, «άνω Ιερουσαλήμ», «ήτις εστί μήτηρ πάντων ημών», όπως λέει στην Προς Γαλάτας, είναι η μάνα μας η Εκκλησία, και ότι «ημών το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει», εκεί θα φθάσουμε· το πολίτευμά μας, η πολιτεία μας, ο τρόπος της ζωής μας, η θέση μας, η πατρίδα μας είναι εκεί! Και ακόμη λέει στην Προς Εβραίους: «προσεληλύθατε Σιών όρει και πόλει Θεού ζώντος, Ιερουσαλήμ επουρανίω, και μυριάσιν αγγέλων, πανηγύρει και εκκλησία πρωτοτόκων εν ουρανοίς απογεγραμμένων». Δεν προσεγγίσατε στο όρος Σινά, αλλά στο όρος Σιών και στην πόλη του ζωντανού Θεού, την επουράνια Ιερουσαλήμ, και σε μυριάδες αγγέλους, σε πανηγύρι και εκκλησία πρωτοτόκων, που είναι γραμμένοι στον Ουρανό. Βλέπετε ότι και οι άγγελοι, εκτός από τον Θεό, είναι μέτοχοι αυτής της Εκκλησίας;... Αλλά δεν μένει χρόνος να αναλύσει κανείς αυτά λέξη-λέξη.
Έτσι, αγαπητοί μου, η Εκκλησία, όπως είδαμε, είναι μία αγαπητική σχέση του Θεού προς τα λογικά Του κτίσματα. Αλλά και προς όλα τα κτίσματά Του· γιατί αυτή την στιγμή δεν ονομαζόμαστε μόνον εμείς Εκκλησία, οι πιστοί, αλλά κατ' επέκτασιν και ο ναός, που τον λέμε και εκκλησία. Συνεπώς όλα τα δημιουργήματα, όχι μόνο τα έλλογα, αλλά και τα άλογα γίνονται Εκκλησία. Και αυτή η σχέση είναι άκτιστη, δηλαδή δεν είναι χειροποίητη, δεν είναι υλική, παρ' ότι συμμετέχουν κτιστά όντα. Και οι άγγελοι κτιστοί, και εμείς κτιστοί, και το σύμπαν κτιστό. Η Προς Εβραίους επιστολή αναφέρεται στη φύση αυτής της Εκκλησίας, «της μείζονος και τελειοτέρας σκηνής, ου χειροποιήτου, τούτ' έστιν ου ταύτης της κτίσεως», που δεν είναι σαν εκείνη που έκτισαν οι Εβραίοι, σαν τον ναό που έκτισε ο Σολομών τον ομώνυμό του, δεν είναι χειροποίητη.
Η δεύτερη επιστολή του Κλήμεντος Ρώμης γράφει τα εξής: «Άνωθεν πρώτη», από πάνω πρώτη, η Εκκλησία δηλαδή, «προ ηλίου και σελήνης», πριν γίνει ο έναστρος ουρανός, πριν γίνει το σύμπαν, «εκτισμένη πνευματική· πνευματική δε ούσα, εφανερώθη εν τη σαρκί του Χριστού», και υπάρχουσα πνευματική, φανερώνεται τώρα στην σάρκα του Χριστού. Γιατί ξέρετε τι είναι η Εκκλησία; Είναι το Σώμα του Χριστού. Αυτό φαίνεται ακόμη και σχηματικώς στην Προσκομιδή, όπου ο ιερέας προετοιμάζει τα τίμια Δώρα, που μαζί με τον Αμνό βγάζει, και τις μερίδες των μελών της Εκκλησίας, των αγίων Αγγέλων, των Αγίων και λοιπά.
Όταν, αγαπητοί μου, ο Θεός έφτιαξε τον υλικό κόσμο, ως προέκταση της αγάπης Του, θέλησε να συμπεριλάβει όσο το δυνατόν περισσότερες λογικές υπάρξεις σ' αυτή την δική Του τη μακαριότητα. Έτσι, πέρα από την δημιουργία των αγγέλων, που κι αυτοί βεβαίως είναι κτιστοί, θέλησε να επεκταθεί και στον υλικό κόσμο, και επεκτάθηκε ως τους πρωτοπλάστους· διότι, μην ξεχνάμε, η κορυφή του κτιστού ορατού κόσμου ήταν οι πρωτόπλαστοι. Έτσι ο Παράδεισος, εκείνον που κατά κάποιο τρόπο ο Θεός μάντρωσε, δηλαδή τον τοποθέτησε στη γη με κάποια όρια, ήταν ο τόπος αυτής της Εκκλησίας, δηλαδή της κοινωνίας του Θεού με τους πρωτοπλάστους, με τους ανθρώπους.
Εύκολα δεν μπορούμε, αγαπητοί μου, να κατανοήσουμε αυτή την κοινωνία του Θεού με τους πρωτοπλάστους· όμως την διαισθανόμαστε, καθώς μελετάμε τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου της Γενέσεως· είναι μια παραδείσια κατάσταση, κάτι ανέκφραστο, πώς ο Θεός μπορούσε να επικοινωνεί με τους ανθρώπους! ... Ω, εκείνο το χαριτωμένο που λέει η Γένεση, «κατά το δειλινό περπατούσε ο Θεός στον Παράδεισο, για να συναντήσει τον Αδάμ και την Εύα»! Ω, εκείνα τα πόδια, όπως λέει το ωραίο τροπάριο της Κασσιανής, που περπάτησαν και ο θόρυβος τους θορύβησε τους πρωτοπλάστους, διότι έσπευσαν οι ταλαίπωροι να διακόψουν αυτή την κοινωνία με το γνωστό τους αμάρτημα, το αμάρτημα της αυτονομίας τους! ... Eίναι φοβερό! Γιατί, είναι γνωστό, Εκκλησία και αυτονομία είναι δυο πράγματα αντιφατικά. Εκκλησία θα πει ενότητα· αυτονομία θα πει σπάσιμο, διαίρεση· και συνεπώς δεν έχουν καμία σχέση το ένα με το άλλο.
Έπρεπε λοιπόν να αρθεί η Βασιλεία του Θεού από τη γη, δηλαδή η Εκκλησία. Παρ’ όλα αυτά η αγάπη του Θεού, κι αν ακόμη η Εκκλησία ήρθη από τη γη, έκανε να συνεχισθεί πάνω στη γη έστω και κατά σκιώδη τρόπο· όχι πια με τον φανερό εκείνο τρόπο του Παραδείσου, αλλά με την παρουσία των Δικαίων με τον Άβελ, τον Ενώς, τον Ενώχ, τον Νώε, τον Αβραάμ, τους Προφήτες, με τους Δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, μεμονωμένα, σε πρόσωπα μόνο. Αυτοί είχαν την κοινωνία αυτή με τον Θεό, δηλαδή αποτελούσαν Εκκλησία. Έτσι έχουμε την Εκκλησία των εθνών γιατί ο Νώε, ο Ενώς, ο Ενώχ, αλλά και ο Αβραάμ προέρχονται από τα έθνη. Και είναι μια Εκκλησία άσαρκη. Προσέξτε: άσαρκη. Λέω άσαρκη γιατί κατόπιν, με την παρουσία του Χριστού, με την σάρκωση του Χριστού, έχουμε την ένσαρκη Εκκλησία. Έτσι όλοι αυτοί οι Δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης θα σώζονταν με την κοινωνία που έχουν με τον Θεό, την προσδοκία του Μεσσίου, κατά το «και αυτός προσδοκία εθνών», αλλά και με την τήρηση του πνευματικού ήθους που υπαγόρευε η συνείδηση. Όχι κανένας άλλος νόμος, αλλά η συνείδηση. Πάντως το γεγονός είναι ότι η Εκκλησία αποσύρεται στον Ουρανό, γιατί η γη είχε αστοχήσει να την αποδεχθεί.
Η αγάπη όμως του Θεού επιμένει· επιμένει να συμπεριληφθεί και η γη στην ολότητα της· και αυτό έγινε με την ενανθρώπηση. Έτσι η Εκκλησία αναγεννήθηκε και αναπλάσθηκε και τελειώθηκε εν Χριστώ Ιησού και εν Πνεύματι Αγίω. Και ως προς την ενανθρώπηση του Υιού η Εκκλησία παίρνει την χριστολογική της διάσταση με το ξεπήδημά της από την λογχισθείσα πλευρά του Χριστού, από την οποία βγήκε αίμα και νερό· «και ο εωρακώς μεμαρτύρηκε, και αληθινή αυτού εστιν η μαρτυρία». Είναι το Βάπτισμα και το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας· με αυτά τα δυο Μυστήρια συνίσταται η Εκκλησία, συγκροτείται. Από που βγήκε η Εκκλησία; Από την λογχισθείσα πλευρά του Χριστού, ενώ είχε υπνωθεί πάνω στον Σταυρό· όπως είχε υπνωθεί και ο Αδάμ, από την πλευρά του οποίου εξήλθε η Εύα· που ο Αδάμ είναι τύπος Χριστού, και η Εύα τύπος της Εκκλησίας.
Έτσι ο Θεός Πατήρ, όπως μας λέει ο Απόστολος στην Προς Έφεσίους, «αυτόν έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη εκκλησία, ήτις εστί το σώμα αυτού, το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου». Και όπως χαρακτηριστικά λέει ο ιερός Χρυσόστομος, «Εκκλησίας σάρκα ανέλαβε», δηλαδή ο Χριστός πήρε σάρκα Εκκλησίας, «και ελθών εις το καταφύγιον αυτής» -καταφύγιον είναι ο χώρος της προ του Χριστού σαρκώσεως, η σκιώδης Εκκλησία- «και ευρών» -ποιον; Αυτή την Εκκλησία την σκιώδη- «ρυπώσαν», βρώμικη, «αυχμώσαν», κακοτράχηλη, «γυμνήν, πεφυρμένην αίματι, έλουσεν, ήλειψεν, έθρεψεν, ενέδυσεν ιμάτιον», την έντυσε με ιμάτιο. «Αυτός αυτή γενόμενος περιβολή», ο ίδιος έγινε ιμάτιο γι’ αυτή, «και λαβών αυτήν, ούτως ανάγει», και αφού την παρέλαβε, έτσι την μεταφέρει στον Ουρανό.
Και αλλού γράφει ο ιερός Χρυσόστομος: «το πλήρωμα του Χριστού η Εκκλησία». Το «πλήρωμα», το συμπλήρωμα του Χριστού, γιατί το «συμπλήρωμα» του Λόγου είναι η σάρκα Του. Αλλά η σάρκα του Χριστού είναι η Εκκλησία· συνεπώς το «συμπλήρωμα» του Χριστού είναι η Εκκλησία. «Και γαρ πλήρωμα κεφαλής σώμα, και πλήρωμα σώματος κεφαλή», διότι το συμπλήρωμα της κεφαλής είναι το σώμα, και το συμπλήρωμα του σώματος είναι η κεφαλή. Για να δει κανείς τι στενή σχέση υπάρχει!
Όμως, αγαπητοί μου, στην επέκταση της Εκκλησίας στη γη έχει τον λόγο και το Άγιο Πνεύμα. Είναι η πνευματολογική διάσταση της Εκκλησίας, που εκφράζεται με την Πεντηκοστή. Συντελεστές είναι οι δύο Παράκλητοι: ο πρώτος Παράκλητος, ο ενανθρωπήσας Υιός, και ο άλλος Παράκλητος, ο δεύτερος, το Πνεύμα το Άγιο. Το Πνεύμα το Άγιο ήλθε στη γη, όταν ο Υιός ανέβηκε στον Ουρανό. Και έκτοτε μένει σ' αυτή το Πνεύμα το Άγιο, και μένει, για να την αγιάζει.
Χωρίς το Πνεύμα το Άγιο δεν υπάρχει η γνώση και η αποδοχή της ταυτότητος του Ιησού Χριστού. Χωρίς το Πνεύμα το Άγιο είναι ακατανόητη η πνευματική ζωή, όπως την θέλει ο Πατήρ και την δίδαξε ο Υιός. «Εν σώμα και εν Πνεύμα, καθώς εκλήθητε εν μια ελπίδι της κλήσεως υμών», ένα σώμα: του Χριστού- ένα Πνεύμα: το Άγιο Πνεύμα. Αυτό είναι η Εκκλησία, εκεί είναι θεμελιωμένη. Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, που διατηρείται ζωντανό και αυξανόμενο και τελειούμενο από το Άγιο Πνεύμα.
Το Πνεύμα το Άγιο, μαζί με τον Υιό, προικίζει την Εκκλησία· την προικίζει με τα δώρα τα πολλά που φέρνει από τον Ουρανό. Και η Εκκλησία είναι η Νύμφη του Χριστού.
Αγαπητοί, σήμερα η Εκκλησία φανερώθηκε ένδοξη και τέλεια μέσα στην Ιστορία και μέσα στον κόσμο. Η Εκκλησία έχει έναν μεγάλο σκοπό: πρέπει να εκκλησιαστικοποιήσει τον κόσμο· οι πιστοί πρέπει να τελειωθούν «στο μέτρο της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού».
Η Εκκλησία πρέπει να ζει έντονα την προσδοκία της Δευτέρας του Χριστού Παρουσίας, που εκεί θα είναι η ολοκλήρωσή της. Και σε τούτο παίρνει την μαρτυρία και την προτροπή και την ενίσχυση του Αγίου Πνεύματος, που μένει στην Εκκλησία. «Και το Πνεύμα και η νύμφη λέγουσιν» -σε ποιον; Προς τον Χριστό- «έρχου», έλα! ... Ποιος; Και το «Πνεύμα» και η «Νύμφη», και η Εκκλησία και το Άγιο Πνεύμα.
Αν κάποτε μάθουμε, αγαπητοί, τι είναι η Εκκλησία, θα συγκλονιστούμε! Θα δοξάσουμε τον Άγιο Τριαδικό Θεό, που μας συμπεριέλαβε στην κοινωνία Του, στην Εκκλησία Του! Θα αισθανόμαστε ότι η Εκκλησία δεν είναι κάτι που δεν έχει και τόση αξία. Ο,τιδήποτε που δεν είναι Εκκλησία θα μένει πάντα ξένο, πάντα κάτι δεύτερο, πάντα κάτι κουτό, πάντα κάτι που δεν θα σωθεί. Ό,τι δεν είναι Εκκλησία! «Εκκλησίας ουδέν ίσον» λέει ο ιερός Χρυσόστομος. Όσοι πολεμούν την Εκκλησία, ανοηταίνουν και χάνονται· όσοι την αγαπούν παίρνουν τη δόξα τη δική της. Και όλα αυτά τα εργάστηκε η δύναμη, η σοφία και η αγάπη του Αγίου Τριαδικού Θεού, στον Οποίο ανήκει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, και τώρα και πάντοτε και αιωνίως. Αμήν!».
Πεντηκοστή, 29 Μαΐου 1988
† Γέροντος π. Αθανασίου Μυτιληναίου