Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Μακεδονίτισσας

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Μακεδονίτισσας
Άγιοι του Θεού πρεσβεύετε υπέρ ημών !
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παραβολές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παραβολές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Ο πλούσιος και ο φτωχός Λάζαρος



Λάζαρος ἐβέβλητο πρός τόν πυλῶνα τοῦ πλουσίου ἡλκωμένος καί ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπό τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου (Λουκ. 16, 20)
Ο Λάζαρος ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου.
Τι κάνει έναν άνθρωπο να βλέπει και να μην βλέπει; Να περνούν από τα μάτια του εικόνες, κυρίως, δυστυχίας, και ο εσωτερικός του κόσμος να μην συγκινείται; Να μοιάζει ότι απωθεί τις εικόνες αυτές στο περιθώριο της ψυχής του; Πόσο περιθώριο ανθρωπιάς και αγάπης μοιάζει να υπάεχει στην ψτχή ενός τέτοιου ανθρώπου; Από την άλλη, πώς μπορεί να νιώθει ένας άνθρωπος που μοιάζει με σκουπίδι στην πόρτα αυτού που αδιαφορεί παντελώς για την ύπαρξή του, μολονότι τον γνωρίζει ποιος είναι και ξέρει και το όνομά του, όπως αποδεικνύει η κραυγή του πλουσίου στον Άδη να στείλει ο Αβραάμ τονΛάζαρο στ᾽ αδέρφια του;
Ο Χριστός μας καλεί μέσα από τις παραβολές Του να πάρουμε θέση. Στην κατάσταση ποιου από τους ήρωες ανήκουμε; Ποτέ το μήνυμα δεν ολοκληρώνεται. Αφήνει το περιθώριο στον καθέναν μας να δώσει στην ιστορία το τέλος που τον εκφράζει. Τηη ελπίδα, την μετάνοια, την αγάπη, την αλλαγή ή την συνέχεια στο ίδιο μοτίβο. Αληθινά Θεός ελευθερίας!
Γιατί δεν βλέπει ο πλούσιος;
Έχει παχυνθεί η καρδιά του από τα υλικά αγαθά. Μόνος στόχος το “φάγωμεν,πίωμεν”. Η παρέα του τον έχει πείσει ότι έτσι είναι ωραία η ζωή, αλλά και ο ίδιος δεν έχει συναισθήματα. Η ηδονή της διασκέδασης τον έχει καθυποτάξει. Οι μόνοι άνθρωποι για τους οποίους ενδιαφέρεται είναι όσοι εξουσιάζονται από αυτόν και του φέρνουν τα πλούσια αγαθά που γεμίζουν την τράπεζά του, αλλά και όσοι διασκεδάζουν τον ίδιο και τους φίλους του στα συμπόσια. Το ενδιαφέρον του γι᾽ αυτούς είναι του αφεντικού προς τους δούλους. Να κάνουν την δουλειά τους. Να τον κρατάνε ευχαριστημένο. Ακόμη και οι φίλοι του δεν τον ενδιαφέρουν αληθινά. Μόνο να μπορεί να διασκεδάζει μαζί τους. Ο Λάζαρος είναι σαν να μην υπάρχει, ένα ανθρώπινο νούμερο σε όλα του κόσμου.
Ο πλούσιος είναι μηδενιστής. Δεν πιστεύει ότι υπάρχει Θεός. Δεν έχει διαβάσει τον Μωυσή και τους προφήτες. Έχει αγνοήσει όλη την διδασκαλία της παράδοσής του. Έτσι, ακόμη και για τους μοναδικούς ανθρώπους που φαίνεται ότι νοιάζεται, τα αδέρφια του, μόνο ένα θαύμα θα μπορέσει να τους σώσει: όχι αυτό της παρουσίας του Θεού, αλλά της ανάστασης του φτωχού Λαζάρου, δηλαδή του μηνύματος από την αιωνιότητα το οποίο θα κομίσει ο έσχατος των ανθρώπων. Όμως ο Αβραάμ είναι σαφής. Όποιος είναι μηδενιστής, δεν θα δει ούτε θα ακούσει μήτε και με θαύματα. Διότι ο μηδενιστής δεν αγαπά παρά μόνο τον εαυτό του. Και όταν δπιαστώνει ότι στην αιωνιότητα υποφέρει στην μοναξιά, δεν θυμάται τι τον οδήγησε εκεί, αλλά πώς θα υποφέρει λιγότερο πάλι σε ατομοκεντρικό επίπεδο.
Είναι μηδενιστής ο πλούσιος. Αναίσθητος στον πόνο του άλλου. Αναίσθητοι και οι αδερφοί του. Αναίσθητοι και οι φίλοι του. Αναίσθητοι και οι υπηρέτες του, οι οποίοι, όντας της ίδιας κοινωνικής τάξης με τον Λάζαρο, θα μπορούσαν να τον ντύσουν, να του δώσουν ένα πιάτο φαγητό, να τουςπεριποιηθούν τις πληγές του. Ο ένας παρασύρει τον άλλον στον μηδενισμό, δημιουργώντας έναν κόσμο για τους έξω αξιοζήλευτο, μα τόσο ψυχρό, εγωπαθή, κλεισμένο στον εαυτό του. Ο μηδενιστής κάθε εποχής μόνη έγνοια έχει τα αγαθά του, την θέστη του, την δόξα του. Η προειδοποίηση του Χριστού είναι σαφέστατη. Ο μηδενιστής είναι στην πραγματικότητα μόνος του. Χωρίς αγάπη, χωρίς νοιάξιμο, χωρίς ευσπλαχνία, χωρίς τους άλλους, τίποτε δεν θα κρατήσει για πάντα, εκτός από την μοναξιά. Την αυθεντική δηλαδή κόλαση.
Και ο Λάζαρος;
Κανένα ίχνος αγανάκτησης. Μία πράα σιωπή και μία υπομονή που εντυπωσιάζει. Ο Λάζαρος μοιάζει να περιμένει το τέλος της ζωής χωρίς αγανάκτηση. Δεν φωνάζει στον πλούσιο και στο περιβάλλον του με τον λόγο του. Κοιτά με σιωπή το τίποτα που του παρέχεται, αποδέχεται το θέλημα του Θεού και ζει την θαλπωρή στην αιωνιότητα. Απολαμβάνει την κοινωνία με τν Αβραάμ, τους προγόνους, τον Θεό του Αβραάμ. Και η χαρά της αγάπης σβήνει από την μνήμη του κάθε τι του παρόντος χρόνου.
Ο Λάζαρος δεν μιλά ούτε στην αιωνιότητα. Είναι βέβαιο ότι εάν ο Θεός το επέτρεπε, θα έκανε υπακοή στο θέλημά Του και θα μιλούσε στα αδέρφια του πλουσίου. Δεν είναι όμως αυτό το κλειδί στην στάση του. Είναι ότι δεν επαναστατεί, διότι έχει φτάσει από τον κόσμο αυτό στην αγιότητα του βίου, στην αγιότητα της φτώχειας και της απλότητας που αυτή φέρνει, στην αγιότητα της συμφιλίωσης με την κτίση, όπως αποτυπώνεται με τα σκυλιά που του γλείφουν τις πληγές, στην αγιότητα του μη γογγυσμού για την κακία του κόσμου, στην αγιότητα της άρσης του σταυρού με εμπιστοσύνη στον Θεό, στην αγιότητα της ανάστασης και της αγάπης.
Εμείς πιθανόν να επαναστατούσαμε αν ήμασταν στην θέση του Λαζάρου. Άλλοι μπορεί να επεδίωκαν διά της επαιτείας μία ζωή χωρίς κόπο, καθυβρίζοντας Θεό κι ανθρώπους αν δεν έδιναν αυτό που ζητούνε. Οι πλούσιοι όμως των καιρών μας και όχι μόνο σε χρήματα, αλλά σε μηδενισμό, θα έμεναν ασυγκίνητοι μπροστά στην φτώχεια του κάθε Λαζάρου και ανυποψίαστοι ή περιφρονητές για το ότι το μηδέν δεν είναι επιλογή για τον Θεό και τον κόσμο. Ο Λάζαρος, πάντως, όσο κι αν είναι δύσκολο να το αποδεχτούμε, μας διδάσκει και μας παροτρύνει να εμπιστευθούμε τον Θεό περισσότερο, να πάψουμε να είμαστε περιχαρακωμένοι στον δικό μας τρόπο, να αφήσουμε ίχνη μηδενισμού πίσω μας και να εμπιστευθούμε τονλόγο του Ευαγγελίου, του Μωυσή και των προφητών, ότι η ζωή με τον Θεό στην κοινότητα της Εκκλησίας είναι η μόνη που νοηματοδοτεί τον χρόνο μας και τον ανοίγει στην αιωνιότητα.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 4 Νοεμβρίου 2018



Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Η παραβολή του άφρονος πλουσίου


«Είπε δε ο Θεός: Άφρων…»
α. Αν η προηγουμένη Κυριακή πρόβαλε ως πρότυπο ζωής προς ένταξη στη Βασιλεία του Θεού τον εύσπλαχνο Σαμαρείτη, τον ανιδιοτελή άνθρωπο της έμπρακτης αγάπης, η σημερινή Κυριακή προβάλλει το αρνητικό κακέκτυπο: τον άφρονα πλούσιο, τον άνθρωπο που η μόνη έγνοια του ήταν πώς να έχει και να κατέχει τα υλικά του αγαθά, πώς να αυξάνει τα γεννήματά του, σε βαθμό τέτοιο, που τελικώς να δυστυχεί μέσα στην υποτιθέμενη «ευτυχία» του: η καρποφορία των χωραφιών του τον κάνει να γεμίζει από άγχος και στενοχώρια. Μέχρις ότου εμφανίζεται από το «πουθενά» ο παράγων Θεός, για να βάλει τέλος στους προβληματισμούς και τις λύσεις του: «σήμερα θα πεθάνεις! Ζητάνε την ψυχή σου!» Κι ο  θάνατος έρχεται ως το όριο που φωτίζει την ποιότητα της όλης προγενέστερης ζωής του, που του ανοίγει τα μάτια για να δει ότι τελικώς όλα τα χρόνια που πέρασαν ήταν ενώπιον του Θεού μία ανοησία. «Είπε δε ο Θεός: Άφρων
β. 1. Δεν πρόκειται για εκτίμηση και αξιολόγηση ενός ανθρώπου, που θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει το περιεχόμενό της. Ποιος άνθρωπος μπορεί να κατέχει το αλάθητο; «Ο νόμος του ανθρωπίνου μυαλού είναι η πλάνη» σημειώνουν οι άγιοι Πατέρες μας. Ούτε πρόκειται για μία κρίση,  που μπορεί να κινείται στο επίπεδο της κατάκρισης, καρπού ζηλοφθονίας και εμπάθειας. Μία τέτοια εμπαθής κρίση δεν επιτρέπεται από τον ίδιο τον νόμο του Θεού, διότι υφαρπάζει δικαίωμα που ανήκει μόνον σ’  Εκείνον. Ο ίδιος ο Κύριος το επισημαίνει: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε». «Εάν δε κάποιος χαρακτηρίσει τον αδελφό του «ανόητο» είναι ένοχος ενώπιον της κρίσεως του Θεού».
Εδώ, στο περιστατικό που περιγράφει ο Κύριος για τον πλούσιο, έχουμε την κρίση του ίδιου του Θεού, δηλαδή Εκείνου  που η κρίση Του είναι απολύτως δίκαιη, διότι «γυμνά και τετραχηλισμένα τα πάντα ενώπιόν Του»,  συνεπώς ανοίγει τα μάτια του ανθρώπου, ώστε να δει κι αυτός το αποτέλεσμα των επιλογών και των συμπεριφορών της ζωής του. Κι είναι η μόνη αληθινή κρίση, διότι πηγάζει από Εκείνον που η αγάπη Του προς τα πλάσματά Του είναι άπειρη και συνεπώς έχει πάντοτε γνήσιο ενδιαφέρον γι’ αυτά. Μόνον εκείνος που αγαπά μπορεί και να κρίνει ορθά, πέρα από στρεβλώσεις των εμπαθών κινημάτων της καρδιάς  του. Όπως το λέει και πάλι ο Κύριος: «Μη κρίνετε κατ’  όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε». Και δικαία κρίση είναι αυτή που πηγάζει από καρδιά που αγαπά. Η άπειρη αγάπη λοιπόν του Θεού αποδεικνύει και την αληθινότητα της κρίσεώς Του.
2. Κι ακόμη περισσότερο: η κρίση αυτή του Θεού, όπως φαίνεται στο περιστατικό της παραβολής, ηχεί πολύ πένθιμα, σαν καμπάνα που σημαίνει τον θάνατο κάποιου, διότι όχι μόνον είναι αληθινή, αλλά και τελεσίδικη και αμετάκλητη: λέγεται την ώρα του θανάτου, που ο άνθρωπος δεν έχει άλλο περιθώριο αλλαγής του. Ο θάνατος συνιστά το απόλυτο όριο, μετά το οποίο ο άνθρωπος απλώς κρίνεται για όλο το περιεχόμενο της ζωής του, για ό,τι έπραξε, για ό,τι είπε, για ό,τι σκέφτηκε ακόμη. «Απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, και μετά τούτο κρίσις» κατά τον απόστολο. Ό,τι διάφορες φιλοσοφίες και θρησκείες έχουν διδάξει περί μεταλλαγής του ανθρώπου, περί μετενσάρκωσης ή μετεμψύχωσής του σε άλλες καταστάσεις, μέσα στον κόσμο τούτο, αποτελούν φληναφήματα και ανοησίες, που προέρχονται από τον σκοτισμένο λόγω της αμαρτίας και των παθών νου του ανθρώπου. Η αλήθεια που απεκάλυψε ο Κύριος είναι κρυστάλλινη: ο άνθρωπος με τον θάνατό του κρίνεται από τον Θεό, κατά μερικό πρώτα τρόπο, λόγω της συνέχειας μόνο της ψυχής του, κι έπειτα, κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, θα κριθεί και γενικά, διότι τότε με την Παρουσία αυτή του Κυρίου θα αναστηθεί και το σώμα του, ώστε ενωμένο με την ψυχή να σταθεί ενώπιον του φοβερού βήματός Του. Η γενική αυτή όμως κρίση δεν θα είναι διαφορετική από την πρώτη. Απλώς θα είναι επιτεταμένη, διότι θα συνυπάρχει μαζί με την ψυχή και το σώμα. Και βεβαίως η κρίση αυτή οδηγεί  είτε στην αιώνια ζωή είτε στην αιώνια κόλαση, με την έννοια του πώς «εισπράττει» ο άνθρωπος τη μία και ενιαία αγάπη του Θεού προς όλους: είτε θετικά, αν φεύγει από τη ζωή αυτή εν μετανοία είτε αρνητικά, αν φεύγει εναντιωμένος προς τον Θεό ή με αδιαφορία προς Αυτόν.
3. Ποια ήταν τα γνωρίσματα της ζωής του άφρονος πλουσίου, που οδήγησαν στον χαρακτηρισμό του ως άφρονος και ανοήτου; Πότε συνεπώς κάποιος ζει ανόητα, κατά την κρίση του ίδιου του Θεού;
(α) Όχι ασφαλώς επειδή «ευφόρησεν η χώρα του». Η ευφορία αυτή των χωραφιών του υπήρξε μία ευλογία που του δόθηκε από τον Θεό – δεν φαίνεται να κοπίασε γι’ αυτήν ο πλούσιος∙ ο Θεός απλώς επέτρεψε να συμβεί, προφανώς για να του δώσει ευκαιρία να ανοιχτεί στον συνάνθρωπο.  Αλλά εκείνος πώς την αντιμετώπισε; Μ’ έναν απόλυτα εγωιστικό τρόπο. Πέντε «μου» της προσωπικής αντωνυμίας μετράμε στον προβληματισμό του: «πού συνάξω τους καρπούς μου;..Καθελώ μου τας αποθήκας…και συνάξω εκεί πάντα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου, και ερώ τη ψυχή μου». Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό του. Δεν υπάρχει ίχνος προβληματισμού για τον οποιονδήποτε συνάνθρωπό του, έστω και συγγενή του. Έτσι η αφροσύνη του ήταν ο εγωιστικός τρόπος σκέψεως και ζωής του.
 (β) Αυτός ο εγωισμός του, ως νοσηρή στροφή μόνον στον εαυτό του, δεν περιέχει ίχνος αναφοράς και προς τον Θεό. Συνήθως, ακόμη και σε ασχέτους προς την πίστη του Θεού ανθρώπους, σε στιγμές ευτυχίας τους ακούμε και ένα «δόξα τω Θεώ». Εδώ, δεν υπάρχει τίποτε τέτοιο: καμία δοξολογική ενατένιση του Θεού, για κάτι που εξώφθαλμα σχετιζόταν μ’  Εκείνον: είπαμε ότι η ευφορία της γης του  δεν είχε να κάνει με καμία από τις δικές του προσπάθειες. Ήταν μία δωρεά του Θεού. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η αφροσύνη του δεν έχει αποκλείσει μόνον τον συνάνθρωπο, αλλά και τον ίδιο τον Θεό, τον χορηγό του πλούτου του. Κι είναι τούτο πράγματι που επισημαίνει ο λόγος του Θεού: «είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού∙ ουκ έστιν Θεός». Μπορεί θεωρητικά να μην ακούγεται στην παραβολή η αθεΐα του πλουσίου, διαπρυσίως όμως καταγγέλλεται αυτή στο επίπεδο της ζωής του. Κι αυτό είναι το πιο καθοριστικό.
(γ) Η διαγραφή του Θεού και του ανθρώπου όμως φέρνει άγχος. Αντί ο πλουτισμός να του δίνει χαρά – ως ευκαιρία, είπαμε, προσφοράς χαράς σε άλλους – του προσθέτει θλίψη και στενοχώρια. Αλλά πάντοτε αυτό είναι το τίμημα του επιλέγοντος τον εγωιστικό, δηλαδή τον αμαρτωλό,  τρόπο ζωής. Το σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «θλίψις και στενοχωρία παντί τω εργαζομένω το κακόν». Ο άφρων πλούσιος, δηλαδή, ήδη από τη ζωή αυτή ζούσε με στοιχεία κόλασης. Η πορεία του ήταν προδιαγεγραμμένη, εφόσον δεν έδειχνε σημεία μετάνοιας. Κι επιπλέον: το άγχος του για το «έχει» του, σαν να  του «έκλεβε» και το μυαλό του:  τον έκανε να αδυνατεί να σκεφτεί το αυτονόητο, ότι δηλαδή τα γεννήματά του, κλεισμένα σε αποθήκες, θα σάπιζαν. Συνήθως ο εγωιστής άνθρωπος χάνει και την όποια «εξυπνάδα» του.
(δ) Η αφροσύνη του όμως έγκειται και στην ψευδαίσθηση της αληθινής ζωής. Ο πλούσιος δεν ελάμβανε υπόψη του το πιο βέβαιο γεγονός της ζωής: την ύπαρξη του θανάτου. Ο προβληματισμός του, βλέπουμε, κινείται σε επίπεδο σχεδόν «αιωνιότητας» γι’ αυτόν της παρούσας ζωής. «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά, κείμενα εις έτη πολλά». Πράγματι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κυριολεκτικά «πετάει στα σύννεφα». Το φαντασιακό επίπεδο είναι ο χώρος της ζωής του. Γι’  αυτό και η «προσγείωση» έρχεται τόσο απότομα και «ανώμαλα» γι’ αυτόν.
4. Τα κύρια αυτά στοιχεία της αφροσύνης του πλουσίου, που οδηγούν, όπως είπαμε, σ’ ένα τέλος τραγικό – όχι μόνον έρχεται ο θάνατος, αλλά έρχεται με μία συνοδεία «δυνάμεων» ξένων προς τον Θεό: «την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου», άρα δείχνουν και την αιώνια συνέχεια εκτός Θεού – μας οδηγούν εκ του αντιθέτου στην επισήμανση των στοιχείων που επαινούνται από τον Θεό και μπορούν να χαρακτηριστούν ως εμφροσύνη και σωφροσύνη. Πρόκειται για τον «πλουτισμόν κατά Θεόν», που λέει ο Κύριος στην κατακλείδα της παραβολής, που κάνει τον άνθρωπο που τον έχει να βρίσκεται με τον Θεό και να χαίρεται αενάως τη χαρά της παρουσίας Του. Πώς λοιπόν πρέπει να ζει ο άνθρωπος, ώστε στο τέλος του να ακούσει με χαρά ότι ευαρέστησε τον Θεό; Μα, ασφαλώς, πρώτον, να στέκεται καλά έναντι του συνανθρώπου του, δηλαδή με ανιδιοτελή αγάπη και ειλικρινές ενδιαφέρον, έστω κι αν τούτο μπορεί να σημαίνει και θυσία γι’ αυτόν. Το παράδειγμα του καλού Σαμαρείτη, όπως είπαμε, συνιστά καθοδηγητικό στοιχείο επ’ αυτού. Δεύτερον, να πιστεύει και να αγαπά τον Θεό. Για τον σώφρονα άνθρωπο, ο Θεός δεν είναι αμελητέα ή ανύπαρκτη κατάσταση, αλλά το κέντρο της ζωής του. Προτεραιότητά του συνεπώς είναι το πώς θα θεμελιώνει αδιάκοπα τη ζωή του, τις σκέψεις του, τα λόγια του, τη συμπεριφορά του, στο θέλημα Εκείνου. Με αποτέλεσμα να νιώθει ως το παιδί στην αγκαλιά του Πατέρα του. Ο σώφρων άνθρωπος, έτσι, τρίτον,  δεν ζει με άγχη και ανασφάλειες, αλλά η πάντα νουν υπερέχουσα ειρήνη του Χριστού βραβεύει τον νου και την καρδιά του. Και βεβαίως, τέλος, ο σώφρων, στον οποίο ευαρεστείται ο Θεός, έχει συναίσθηση της προσωρινότητας και της φθαρτότητάς του. «Καθ’  ημέραν αποθνήσκει», όπως λέει και ο απόστολος, με την έννοια ότι δεν τρέμει τον θάνατο, αλλά τον προσδοκά με χαρά, γνωρίζοντας ότι ο ίδιος ο Θεός θα παραλάβει την ψυχή του και όχι κάποιοι που το μόνο που επιζητούν είναι η δυστυχία του.
γ. Τι άραγε επιθυμούμε να ακούσουμε και εμείς στο τέλος της ζωής μας ως κριτική γι’ αυτήν από τον Θεό; «Άφρων» ή «σώφρων και έμφρων;» Το ερώτημα μεταφράζεται: θησαυρίζουμε για τον εαυτό μας ή πλουτίζουμε κατά Θεόν; Κι είναι τούτο η καθημερινή και αδιάκοπη πρόκληση επιλογής μας σε κάθε κίνηση της ύπαρξής μας. Στη μία περίπτωση, το κέντρο βάρους είναι ο κόσμος με τη φθαρτότητά του και τη διαρκή ταραχή του, υπό την κυριαρχία του διαβόλου, του άρχοντος του κόσμου τούτου. Στην άλλη, το κέντρο βάρους είναι ο Θεός και το άγιο θέλημά Του, με όλες τις χαρές και τη δόξα που συνοδεύουν την παρουσία Του. Ο Χριστιανός βεβαίως δεν προβληματίζεται: επιλέγει πάντοτε το θέλημα του Θεού. Επιλέγει δηλαδή όχι μόνον το αιώνιο, αλλά και του κόσμου τούτου αληθινό συμφέρον του.
***

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου !

...
Είχε πέσει στ’ αλήθεια πολύ χαμηλά. Είχε αμαρτήσει βαριά. Είχε προδώσει την εμπιστοσύνη και την αγάπη του Πατέρα. Είχε ξεστρατίσει σε άτακτη ζωή. Να ο γκρεμός, η τελική καταστροφή έχασκε μπροστά του.
Αλλά πώς να γυρίσει πίσω;
Αυτός με τόση αυτοπεποίθηση, όσο και αυθάδεια, είχε απαιτήσει: «πάτερ, δός μοι τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας »! Πατέρα, δος μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει! Κι όταν ο φιλόστοργος πατέρας του «διεῖλε», μοίρασε σ’ αυτόν και τον αδελφό του «τόν βίον», την περιουσία, αυτός άρπαξε το μερίδιο του και αμέσως «ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν». Ταξίδεψε σε μακρινή χώρα. Με τι πρόσωπο ν’ αντικρίσει τώρα το πατρικό βλέμμα;
Αλλά ήταν και οι φίλοι του, με τους οποίους «διεσκόρπισε τήν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως». Διασκόρπισε την περιουσία του ζώντας βίο άσωτο. Δε θα τον ειρωνεύονταν, αν τον έβλεπαν ν’ αλλάζει γνώμη;
Ήταν κι εκείνος ο μεγάλος του αδελφός, ο οποίος είχε μείνει στο σπίτι, άψογος, τυπικός απέναντι στον Πατέρα. Τι θα έλεγε, όταν τον έβλεπε να επιστρέφει;
Ποια δικαιολογία άραγε θα μπορούσε να επιστρατεύσει, τι πρόσχημα να βρει, για να γυρίσει πίσω, να ξεφύγει επιτέλους από την αθλιότητα εκείνη, όπου είχε καταντήσει;
Αλλά όχι. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να επιστρέψει. Χωρίς δικαιολογίες και προσχήματα. Τώρα, που ήρθε στα συγκαλά του, πήρε αμετάκλητα και την απόφασή του. Θα επιστρέψει έτσι όπως είναι. Αποτυχημένος, άθλιος, αξιοθρήνητος και ταπεινωμένος. Θα προβάλλει ένα και μόνο επιχείρημα. Τη μετάνοιά του. Θα πει:
«Πάτερ, ἥμαρτον»! Έκανα σφάλμα μεγάλο, που αποστάτησα από σένα! Αμάρτησα βαριά! «Ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν», λύπησα τον ουράνιο κόσμο, που μπροστά του διέπραξα κακό. «Ἥμαρτον… καί ἐνώπιόν σου»! Σε πότισα φαρμάκι, σε πρόσβαλα, σπίλωσα το όνομά σου! «Πάτερ, ἥμαρτον»!
«Οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου», δεν το αξίζω πια να ονομασθώ γιος σου!
Ούτε ζητώ κάτι τέτοιο. Απλώς, σε παρακαλώ να ευδοκήσεις και να με δεχθείς «ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου», σαν έναν από τους μισθωτούς σου. Να βρίσκομαι στη δούλεψή σου και να εξασφαλίζω ένα κομμάτι ψωμί μόνο. Και πάνω απ’ όλα τη γαλήνη, την εμπιστοσύνη, την αγάπη που βασιλεύουν εδώ μέσα…
Το είπε και το έκανε. «Ἀναστάς ἤλθε πρός τόν πατέρα αὐτοῦ». Σηκώθηκε και ήλθε στον πατέρα του.
Ασφαλώς στο δρόμο η καρδιά του γοργοκτυπούσε από αγωνία. Ήταν τόσο δύσκολο το εγχείρημά του. Ταπεινωμένος, συντετριμμένος, εξουθενωμένος, βάδιζε βυθισμένος στις σκέψεις του, κρατώντας γερά ως οδηγό του και σωσίβιο τον εξομολογητικό λόγο: «Πάτερ, ἥμαρτον».
Αλλά τι βλέπει; Όνειρο μήπως; Ο πατέρας του τον διέκρινε από μακριά και τρέχει προς το μέρος του για να τον συναντήσει, να τον υποδεχθεί θερμά. Έρχεται, πέφτει γεμάτος πόνο και πόθο και ευσπλαχνία «ἐπί τόν τράχηλον αυτοῦ» και τον «καταφιλεῖ», τον πνίγει με ασπασμούς πατρικής αγάπης!
Ο άσωτος γιος όμως δε χάνει τα λόγια του, ούτε ξεθαρρεύει. Με το κεφάλι σκυμμένο από ντροπή, με δάκρυα καυτά στα μάτια, κράζει σπαραχτικά και ομολογεί: «Πάτερ ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου»! Είμαι ένοχος, άσωτος, αποστάτης! Είμαι ανάξιος, να λέγομαι γιος σου! Πατέρα μου, συγχώρεσέ με!…
Ο πατέρας δε δίνει απόκριση άλλη από εκείνη, που ήδη έμπρακτα είχε δώσει. Γυρίζει μόνο «πρός τούς δούλους αὐτοῦ» και με φωνή που τη ραγίζει λυγμός χαράς τους παραγγέλνει:
— Φέρετε γρήγορα «τήν στολήν τήν πρώτην καί ἐνδύσατε αὐτόν»! θέλω να πάρει καινούργια όψη το παιδί μου! Ακόμη, «δότε δακτύλιον εἰς τήν χεῖρα αὐτοῦ», να φαίνεται ότι είναι άρχοντας εδώ μέσα! Και «ὑποδήματα εἰς τούς πόδας» να του βάλετε! Και «τόν μόσχον τόν σιτευτόν», το θρεφτάρι μας, που το φυλάγουμε για τις μεγάλες γιορτές, τώρα να το σφάξετε και να στρώσετε τραπέζι, για να «εὐφρανθῶμεν»!
Ποια άλλη μέρα θα βρεθεί πιο γιορτινή απ’ αυτή; Ο γιος μου, «νεκρός ἦν καί ἀνέζησε»! «Ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη»! Ήταν πεθαμένος και ξαναζωντάνεψε και χαμένος και βρέθηκε.
Θα μπορούσε ο άσωτος να βρει πολλές δικαιολογίες, να προσκομίσει πολλά ελαφρυντικά. Θα μπορούσε να πει: «Πατέρα, λάθος έγινε. Ήταν η κακιά ώρα, οι φίλοι που με παρέσυραν, η δύσκολη ηλικία… ήρθαν και αλλεπάλληλες οι αναποδιές… ποιος μπορεί να προβλέψει ένα λιμό; Ατύχησα…»
Αλλά όχι. Ο άσωτος είχε το θάρρος και την τιμιότητα να αναλάβει τις ευθύνες του, να ομολογήσει ξεκάθαρα την ενοχή του, να αντιμετωπίσει κατάματα την πραγματικότητα και τις όποιες συνέπειες των πράξεων του. Είχε τον ηρωισμό να κλάψει, να μετανοήσει, να ταπεινωθεί, να πει το «ήμαρτον».
Κι έτσι σώθηκε. Γιατί είχε διαλέξει το σωστό δρόμο. Το μονό δρόμο του λυτρωμού.
Πολλοί νέοι σήμερα μπροστά σε κάποιες πτώσεις τους τα χάνουν. Ή απελπίζονται ή προσπαθούν να ξεφύγουν και να ξεχάσουν ή επιστρατεύουν δικαιολογίες και επεξηγήσεις, για να κατοχυρωθούν. Όμως, όλοι αυτοί οι τρόποι — διέξοδοι φυγής — ψευτοβολεύουν και μπαλώνουν τις καταστάσεις. Δε γιατρεύουν, δεν εξιλεώνουν την ψυχή.
Μία είναι η σωστή αντιμετώπιση της ενοχής. Η τίμια αποδοχή της. Και στη συνέχεια η κατανυκτική μετάνοια, η συντριβή, η Εξομολόγηση, η επανόρθωση, η επιστροφή.
«Πάτερ, ήμαρτον»! Έφταιξα, Θεέ μου! Πέφτω στα γόνατα και Σου ζητώ συγγνώμη! Επικαλούμαι ταπεινά το άπειρο έλεός Σου! «Ήμαρτον»!
Όλη η ευθύνη είναι δική μου. Κανείς άλλος δε φταίει. Εγώ προκάλεσα το τραύμα που με βασανίζει, εγώ δημιούργησα την πληγή. Δική μου η ενοχή.
Δε μου φταίξανε οι συνάνθρωποί μου, οι καταστάσεις, ο διάβολος… Εγώ θέλησα και διέπραξα την αμαρτία. Εγώ φταίω. Και δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία. «Πάτερ, ήμαρτον»!…
Ω! Μόλις αρθρώσουμε την ευλογημένη αυτή φράση, όλα μεταμορφώνονται, επανορθώνονται, τακτοποιούνται. Θεία χάρη και έλεος φωτίζει την ψυχή. Μας ανακουφίζει. Ενθουσιασμός ιερός μας συνεπαίρνει, να επανορθώσουμε κάθε παλιά εκτροπή, ζημιά, αδικία… να κερδίσουμε το χαμένο δρόμο, το χαμένο χρόνο…
Κι ο στοργικός Πατέρας μας ακούγεται ν’ απαντά:

«Ἐνδύσατε αὐτόν τήν στολήν τήν πρώτην»!
«Ὁ υἱός μου οὗτος… ἀνέζησε»!
Ξαναβρήκε τη ζωή!
.
Αναδημοσίευση από :
Χριστιανική Φοιτητική Δράση
.

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Η παραβολή του ασώτου υιού

.
Η Παραβολή
( Λουκ. ιε’ 11-32 )
.
11 Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. 12 καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. 13 καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. 14 δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. 15 καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. 16 καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. 17 εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! 18 ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. 19 οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. 20 καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. 21 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. 22 εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, 23 καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, 24 ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. 25 Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, 26 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 27 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. 28 ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. 29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· 30 ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. 31 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· 32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.

«Πατέρα, συγχώρεσέ με»!

Είχε πέσει στ’ αλήθεια πολύ χαμηλά. Είχε αμαρτήσει βαριά. Είχε προδώσει την εμπιστοσύνη και την αγάπη του Πατέρα. Είχε ξεστρατίσει σε άτακτη ζωή. Να ο γκρεμός, η τελική καταστροφή έχασκε μπροστά του.
Αλλά πώς να γυρίσει πίσω;
Αυτός με τόση αυτοπεποίθηση, όσο και αυθάδεια, είχε απαιτήσει: «πάτερ, δός μοι τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας »! Πατέρα, δος μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει! Κι όταν ο φιλόστοργος πατέρας του «διεῖλε», μοίρασε σ’ αυτόν και τον αδελφό του «τόν βίον», την περιουσία, αυτός άρπαξε το μερίδιο του και αμέσως «ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν». Ταξίδεψε σε μακρινή χώρα. Με τι πρόσωπο ν’ αντικρίσει τώρα το πατρικό βλέμμα;
Αλλά ήταν και οι φίλοι του, με τους οποίους «διεσκόρπισε τήν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως». Διασκόρπισε την περιουσία του ζώντας βίο άσωτο. Δε θα τον ειρωνεύονταν, αν τον έβλεπαν ν’ αλλάζει γνώμη;
Ήταν κι εκείνος ο μεγάλος του αδελφός, ο οποίος είχε μείνει στο σπίτι, άψογος, τυπικός απέναντι στον Πατέρα. Τι θα έλεγε, όταν τον έβλεπε να επιστρέφει;
Ποια δικαιολογία άραγε θα μπορούσε να επιστρατεύσει, τι πρόσχημα να βρει, για να γυρίσει πίσω, να ξεφύγει επιτέλους από την αθλιότητα εκείνη, όπου είχε καταντήσει;
Αλλά όχι. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να επιστρέψει. Χωρίς δικαιολογίες και προσχήματα. Τώρα, που ήρθε στα συγκαλά του, πήρε αμετάκλητα και την απόφασή του. Θα επιστρέψει έτσι όπως είναι. Αποτυχημένος, άθλιος, αξιοθρήνητος και ταπεινωμένος. Θα προβάλλει ένα και μόνο επιχείρημα. Τη μετάνοιά του. Θα πει:
«Πάτερ, ἥμαρτον»! Έκανα σφάλμα μεγάλο, που αποστάτησα από σένα! Αμάρτησα βαριά! «Ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν», λύπησα τον ουράνιο κόσμο, που μπροστά του διέπραξα κακό. «Ἥμαρτον… καί ἐνώπιόν σου»! Σε πότισα φαρμάκι, σε πρόσβαλα, σπίλωσα το όνομά σου! «Πάτερ, ἥμαρτον»!
«Οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου», δεν το αξίζω πια να ονομασθώ γιος σου!
Ούτε ζητώ κάτι τέτοιο. Απλώς, σε παρακαλώ να ευδοκήσεις και να με δεχθείς «ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου», σαν έναν από τους μισθωτούς σου. Να βρίσκομαι στη δούλεψή σου και να εξασφαλίζω ένα κομμάτι ψωμί μόνο. Και πάνω απ’ όλα τη γαλήνη, την εμπιστοσύνη, την αγάπη που βασιλεύουν εδώ μέσα…
Το είπε και το έκανε. «Ἀναστάς ἤλθε πρός τόν πατέρα αὐτοῦ». Σηκώθηκε και ήλθε στον πατέρα του.
Ασφαλώς στο δρόμο η καρδιά του γοργοκτυπούσε από αγωνία. Ήταν τόσο δύσκολο το εγχείρημά του. Ταπεινωμένος, συντετριμμένος, εξουθενωμένος, βάδιζε βυθισμένος στις σκέψεις του, κρατώντας γερά ως οδηγό του και σωσίβιο τον εξομολογητικό λόγο: «Πάτερ, ἥμαρτον».
Αλλά τι βλέπει; Όνειρο μήπως; Ο πατέρας του τον διέκρινε από μακριά και τρέχει προς το μέρος του για να τον συναντήσει, να τον υποδεχθεί θερμά. Έρχεται, πέφτει γεμάτος πόνο και πόθο και ευσπλαχνία «ἐπί τόν τράχηλον αυτοῦ» και τον «καταφιλεῖ», τον πνίγει με ασπασμούς πατρικής αγάπης!
Ο άσωτος γιος όμως δε χάνει τα λόγια του, ούτε ξεθαρρεύει. Με το κεφάλι σκυμμένο από ντροπή, με δάκρυα καυτά στα μάτια, κράζει σπαραχτικά και ομολογεί: «Πάτερ ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου»! Είμαι ένοχος, άσωτος, αποστάτης! Είμαι ανάξιος, να λέγομαι γιος σου! Πατέρα μου, συγχώρεσέ με!…
Ο πατέρας δε δίνει απόκριση άλλη από εκείνη, που ήδη έμπρακτα είχε δώσει. Γυρίζει μόνο «πρός τούς δούλους αὐτοῦ» και με φωνή που τη ραγίζει λυγμός χαράς τους παραγγέλνει:
— Φέρετε γρήγορα «τήν στολήν τήν πρώτην καί ἐνδύσατε αὐτόν»! θέλω να πάρει καινούργια όψη το παιδί μου! Ακόμη, «δότε δακτύλιον εἰς τήν χεῖρα αὐτοῦ», να φαίνεται ότι είναι άρχοντας εδώ μέσα! Και «ὑποδήματα εἰς τούς πόδας» να του βάλετε! Και «τόν μόσχον τόν σιτευτόν», το θρεφτάρι μας, που το φυλάγουμε για τις μεγάλες γιορτές, τώρα να το σφάξετε και να στρώσετε τραπέζι, για να «εὐφρανθῶμεν»!
Ποια άλλη μέρα θα βρεθεί πιο γιορτινή απ’ αυτή; Ο γιος μου, «νεκρός ἦν καί ἀνέζησε»! «Ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη»! Ήταν πεθαμένος και ξαναζωντάνεψε και χαμένος και βρέθηκε.
Θα μπορούσε ο άσωτος να βρει πολλές δικαιολογίες, να προσκομίσει πολλά ελαφρυντικά. Θα μπορούσε να πει: «Πατέρα, λάθος έγινε. Ήταν η κακιά ώρα, οι φίλοι που με παρέσυραν, η δύσκολη ηλικία… ήρθαν και αλλεπάλληλες οι αναποδιές… ποιος μπορεί να προβλέψει ένα λιμό; Ατύχησα…»
Αλλά όχι. Ο άσωτος είχε το θάρρος και την τιμιότητα να αναλάβει τις ευθύνες του, να ομολογήσει ξεκάθαρα την ενοχή του, να αντιμετωπίσει κατάματα την πραγματικότητα και τις όποιες συνέπειες των πράξεων του. Είχε τον ηρωισμό να κλάψει, να μετανοήσει, να ταπεινωθεί, να πει το «ήμαρτον».
Κι έτσι σώθηκε. Γιατί είχε διαλέξει το σωστό δρόμο. Το μονό δρόμο του λυτρωμού.
Πολλοί νέοι σήμερα μπροστά σε κάποιες πτώσεις τους τα χάνουν. Ή απελπίζονται ή προσπαθούν να ξεφύγουν και να ξεχάσουν ή επιστρατεύουν δικαιολογίες και επεξηγήσεις, για να κατοχυρωθούν. Όμως, όλοι αυτοί οι τρόποι — διέξοδοι φυγής — ψευτοβολεύουν και μπαλώνουν τις καταστάσεις. Δε γιατρεύουν, δεν εξιλεώνουν την ψυχή.
Μία είναι η σωστή αντιμετώπιση της ενοχής. Η τίμια αποδοχή της. Και στη συνέχεια η κατανυκτική μετάνοια, η συντριβή, η Εξομολόγηση, η επανόρθωση, η επιστροφή.
«Πάτερ, ήμαρτον»! Έφταιξα, Θεέ μου! Πέφτω στα γόνατα και Σου ζητώ συγγνώμη! Επικαλούμαι ταπεινά το άπειρο έλεός Σου! «Ήμαρτον»!
Όλη η ευθύνη είναι δική μου. Κανείς άλλος δε φταίει. Εγώ προκάλεσα το τραύμα που με βασανίζει, εγώ δημιούργησα την πληγή. Δική μου η ενοχή.
Δε μου φταίξανε οι συνάνθρωποί μου, οι καταστάσεις, ο διάβολος… Εγώ θέλησα και διέπραξα την αμαρτία. Εγώ φταίω. Και δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία. «Πάτερ, ήμαρτον»!…
Ω! Μόλις αρθρώσουμε την ευλογημένη αυτή φράση, όλα μεταμορφώνονται, επανορθώνονται, τακτοποιούνται. Θεία χάρη και έλεος φωτίζει την ψυχή. Μας ανακουφίζει. Ενθουσιασμός ιερός μας συνεπαίρνει, να επανορθώσουμε κάθε παλιά εκτροπή, ζημιά, αδικία… να κερδίσουμε το χαμένο δρόμο, το χαμένο χρόνο…
Κι ο στοργικός Πατέρας μας ακούγεται ν’ απαντά: «Ἐνδύσατε αὐτόν τήν στολήν τήν πρώτην»! «Ὁ υἱός μου οὗτος… ἀνέζησε»! Ξαναβρήκε τη ζωή!
.
Πηγή : Χριστιανική Φοιτητική Δράση

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Σαν Τελώνης ή σαν Φαρισαίος;

.
Η Παραβολή του Τελώνη και του Φαρισσαίου
.
10 ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. 11 ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· 12 νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. 13 καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. 14 λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.


.
Ποια ιδέα έχουμε για τον εαυτό μας; Και πώς την έχουμε σχηματίσει; Τον συγκρίνουμε με γνωστούς μας, φίλους μας, συμφοιτητές μας, …και νομίζουμε ότι υπερέχουμε από όλους αυτούς και τους ξεπερνάμε σε γνώση, σε ικανότητες, σε αρετή;…
Είναι άραγε σωστό να σκεφτόμαστε έτσι επιπόλαια και να καταλήγουμε σε αυθορμητισμό;
Σε κάποιους που είχαν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, που πίστευαν ότι αυτοί μόνο είναι καλοί και ενάρετοι και περιφρονούσαν όλους τους άλλους, είπε ο Κύριος την παραβολή του «Τελώνου και του Φαρισαίου». Θα πρέπει να σου είναι γνωστή.
Οι δυο αυτοί άνθρωποι που προσδιορίστηκαν από το έργο τους και όχι από το όνομα τους, ανέβηκαν στο «ἱερό» (δηλαδή στο ναό του Σολομώντος) να προσευχηθούν.
Οι τελώνες χαρακτηρίζονταν γενικά άνθρωποι άδικοι, ενώ οι Φαρισαίοι, ως διδάσκαλοι του Μωσαϊκού Νόμου, είχαν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και εκτίμηση από τους ανθρώπους.
Ο Φαρισαίος προχώρησε μπροστά, προς το θυσιαστήριο. Στάθηκε όρθιος, για να φαίνεται καλά, κι άρχισε να προσεύχεται υπερβολικά ευχαριστημένος:
— Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου, γιατί δεν είμαι εγώ σαν τους άλλους ανθρώπους, που είναι γεμάτοι κακία: κλέφτες, άδικοι, ανήθικοι…., ούτε σαν αυτόν τον τελώνη· και γύρισε με περιφρόνηση να τον δείξει. Όλοι είναι ένοχοι, άξιοι να καταδικαστούν. Εγώ ξεχωρίζω από όλους, είμαι γεμάτος από αρετές. Νηστεύω… κάνω προσφορές στο ναό παραπάνω από εκείνο που ορίζει ο Νόμος…

Και ο Τελώνης;
Ω! Αυτός δεν αισθανόταν τον εαυτό του άξιο να προχωρήσει. Έμεινε μακριά από το θυσιαστήριο. Με το κεφάλι σκυμμένο. Δεν τολμούσε ούτε τα χέρια του, αλλά ούτε και το βλέμμα του να υψώσει προς τον ουρανό. Μόνο χτυπούσε το στήθος του, γιατί αισθανόταν πόσο αμαρτωλή ήταν η καρδιά του απέναντι στο Θεό.
Μόνο τα χείλη του ψιθύριζαν συνέχεια τούτα τα λόγια: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Ω Κύριε και Θεέ, σπλαχνίσου με και συγχώρησέ με τον αμαρτωλό!
Τούτο τον ταπεινωμένο τελώνη, που πίστευε πως ήταν άξιος να τιμωρηθεί, ο Θεός τον συγχώρησε. Το βεβαίωσε ο Κύριος:
Ο περιφρονημένος Τελώνης γύρισε στο σπίτι του αθωωμένος και δίκαιος ενώπιον του Θεού! Και όχι ο Φαρισαίος.
Γιατί καθένας που υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί. Ενώ εκείνος που ταπεινώνει τον εαυτό του, θα υψωθεί και θα τιμηθεί από το Θεό.
«Πᾶς ὁ υψῶν ἐαυτόν ταπεινωθήσεται…»

Μεγάλη ιδέα είχε στηθεί μέσα στο Φαρισαίο από τη σύγκριση του εαυτού του με τους «λοιπούς», με όλους τους άλλους ανθρώπους.
«Οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων…»
Έτσι «χονδρικά» που βλέπει όλους τους άλλους — «μαζικά» λένε σήμερα — θέλει να πιστεύει πως όλοι, χωρίς εξαίρεση, έχουν όλες τις κακίες του κόσμου. Ενώ αυτός δεν έχει καμία!
Τον δυστυχισμένο! Και τα λέει αυτά την ιερή ώρα της προσευχής! Αυτολιβανίζεται και καυχιέται για τις πολλές και φανταστικές… αρετές του, ενώ προβάλλει τρανό δείγμα της κακίας του την περιφρόνηση που αισθάνεται η ψυχή του προς τον «πλησίον» του Τελώνη, την ώρα που εκείνος ομολογεί την ενοχή του και ζητάει συγχώρεση από το Θεό.

Ο αυτοθαυμασμός που αισθανόταν ο Φαρισαίος, συγκρίνοντας τον εαυτό του με κάποιους που φανερά παρέβαιναν μερικές εντολές του Θεού, τον καταδίκασε… Ήξερε βαθύτερα το Νόμο του Θεού και μπορούσε να κρίνει σωστά. Έπρεπε να δείξει ευσπλαχνία προς τον Τελώνη, αφού κι αυτός αμαρτωλός ήταν. Αλλά είχε την ψεύτικη ιδέα πως ξεχώριζε απ’ όλους.
Ταλάνισε ο Κύριος με τα «ουαί» Του και σε άλλη περίσταση τους Φαρισαίους. Γιατί;
Αλίμονο στην κοινωνία, όταν τα μέλη της, ευχαριστημένα για το οποιοδήποτε σημείο βρίσκεται η πνευματική και η ψυχική τους ανάπτυξη, σταματήσουν τον αγώνα για πρόοδο. Σταματήσουν την προσπάθεια να ανεβαίνουν σε πιο ψηλό και πνευματικό επίπεδο. Τα ιδανικά θα νεκρωθούν και οι άνθρωποι θα έρπουν, θα σέρνονται χαμηλά, πολύ χαμηλά!
Ας φανταστούμε στ’ αλήθεια, σε ποιο κατάντημα θα φτάσει η κοινωνία, αν όλοι οι νέοι συγκρίνουν σήμερα τον εαυτό τους με τα αντικοινωνικά άτομα (με τους αναρχικούς, τους διαρρήκτες, τους ναρκομανείς, τους χούλιγκαν, τους καταστροφείς της ξένης περιουσίας…) και μένουν ευχαριστημένοι, γιατί δεν είναι τέτοιοι! Αδιάφορο, αν λερώνουν την ψυχή τους με χίλια δυο άλλα…
Αλλά κι αν κάνουμε κάτι καλό και το διαφημίζουμε, πάλι δεν έχει αξία. Δεν ευαρεστείτε ο Θεός, όταν το κίνητρο είναι η δημοσιοποίηση των έργων μας.
Ο Χριστός θέλει να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τον άγιο νόμο Του, τη θεία Διδασκαλία Του. Να αισθανόμαστε τι δεν κάναμε σωστό, τί λάθος. Τι πρέπει να κάνουμε και δεν το κάναμε. Κι όμοια με τον Τελώνη, με ταπεινωμένο το κεφάλι, να ζητάμε το έλεος του Θεού. Τότε θα αγωνιζόμαστε να γινόμαστε συνεχώς καλύτεροι. Ν’ ανεβαίνουμε όλο και πιο ψηλά στα ύψη της αρετής.
Έφηβος είσαι; Νέος είσαι; Σ’ οποιαδήποτε ηλικία είσαι, κατέβασε πιο κάτω την ιδέα που έχεις για τον εαυτό σου, την καύχησή σου…
Κι ικανότητες αν έχεις, και χαρίσματα πολλά — κι ασφαλώς θα έχεις — δούλεψέ τα ταπεινά. Αύξησέ τα. Πολλαπλασίασέ τα όχι για να υπερηφανεύεσαι και να τα διατυμπανίζεις, αλλά για να ‘σαι χρήσιμος κι ωφέλιμος στους ανθρώπους γύρω σου.
Ταπεινά παραδέξου τα σφάλματά σου…
Με ταπείνωση και λύπη ζήτα καθημερινά συγχώρεση από το Θεό στην προσευχή σου.
Και να ‘σαι βέβαιος πως θα γίνεσαι όλο και πιο καλός και πιο ευχαριστημένος.
Το βεβαίωσε το αληθινό στόμα του Κυρίου. Στους ταπεινούς δίνει πλούσια τη χάρη Του. Και τους υψώνει και τους τιμά:
«Ὁ ταπεινῶν ἐαυτόν ὑψωθήσεται»!


.

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Η Παραβολή του Πλούσιου και του Φτωχού Λαζάρου

.

.

Το Ευαγγέλιο
Λουκ. ις’ 19-31
Εἶπεν ὁ Κύριος· 19 ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. 20 πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος 21 καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. 22 ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. 23 καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. 24 καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. 25 εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· 26 καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. 27 εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· 28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. 29 λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. 30 ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. 31 εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.


ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΛΑΖΑΡΟΥ
Ο πλούτος καταστρέφει

.
Ο πλούσιος της Παραβολής του σημερινού Ευαγγελίου φορούσε πανάκριβα αρχοντικά ενδύματα και διασκέδαζε κάθε τόσο με πλούσια συμπόσια. Ούτε που νοιαζόταν καθώς έβλεπε στην εξώπορτά του εκείνον τον φτωχό Λάζαρο παραπεταμένο και γεμάτο πληγές. Πόσο υπέφερε ο δύστυχος! Ήθελε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Αλλά σαν να μην έφτανε αυτό, καθώς ήταν σχεδόν γυμνός, έρχονταν οι σκύλοι κι έγλυφαν τις πληγές του. Όμως ο Λάζαρος δεν έβγαζε από το στόμα του παράπονο εναντίον του πλουσίου ή του Θεού.
Πόσο μεγάλες οι αντιθέσεις των δύο αυτών ανθρώπων που βρίσκονταν τόσο κοντά μεταξύ τους! Ο πλούσιος ήταν ντυμένος με πολυτέλεια, κι ο Λάζαρος με τα έλκη του και τα κουρέλια του, ο πλούσιος καθόταν σε πολυτελή ανάκλιντρα, κι ο πτωχός πεταμένος στη γη. Ο πλούσιος περιβαλλόταν από επίσημους συνδαιτυμόνες, κι ο πτωχολάζαρος από σκυλιά.
Πόσο ανάλγητος αλήθεια ήταν ο πλούσιος! Πόσο κακό του έκανε ο πλούτος! Τον έκανε δούλο στη σάρκα, αδιάφορο για κάθε φτωχό γύρω του. Η πολυτέλεια τον οδήγησε στην αλαζονεία, την κοιλιοδουλία, την ασπλαχνία. Βέβαια η αμαρτία του πλουσίου δεν ήταν τόσο στα ενδύματά του ή στις τροφές του, όσο στο ότι φρόντιζε μόνο για τον εαυτό του. Η παρουσία του Λαζάρου έξω από το σπίτι του ήταν γι’ αυτόν μια διαρκής υπόμνηση και ευκαιρία αγάπης. Πώς μπορούσε ο πλούσιος να βλέπει τον άλλον να λιμοκτονεί και να μένει τόσο ανάλγητος; Αλλά ο πλούσιος της Παραβολής ενδιαφερόταν μόνο για τα πλούτη του. Δεν είχε ανώτερα ιδανικά και αξίες. Από έξω η εμφάνισή του μεγαλόπρεπη, από μέσα όμως η ψυχή του αραχνιασμένη. Από έξω αρώματα, και μέσα δυσωδία. Το σώμα του καλοπερνούσε στις ανέσεις, η ψυχή του όμως αργοπέθαινε μέσα στη φθορά.
Το ίδιο παθαίνουμε οι άνθρωποι, όχι μόνο οι πλούσιοι αλλά όσοι προσκολλώμαστε στα υλικά αγαθά μας, λίγα ή πολλά. Και νομίζουμε πως μ’ αυτά θα ευτυχήσουμε αδιαφορώντας για τους γύρω μας, τους ενδεείς, τους πεινασμένους. Και χωρίς να το καταλαβαίνουμε σκληραίνει η καρδιά μας, αγριεύει η ψυχή μας. Η προσκόλληση στα υλικά αγαθά είναι μεγάλος πειρασμός για τη ζωή μας. Κινδυνεύουμε όλοι μας.
Δρομολογούμε το μέλλον μας
Η πρώτη σκηνή τελείωσε. Ήταν η σκηνή πάνω στη γη. Στη συνέχεια όμως έχουμε τη δεύτερη σκηνή, επάνω στον ουρανό. Πρώτος πέθανε ο φτωχός. Κανείς ίσως να μην έδωσε σημασία στο θάνατό του. Άγγελοι του Θεού όμως κατήλθαν αμέσως από τα ύψη του ουρανού για να μεταφέρουν την υπομονετική ψυχή του στους κόλπους του Αβραάμ, για να βρει ανάπαυση στον παράδεισο. Πέθανε κάποτε και ο πλούσιος και τάφηκε με μεγαλοπρέπεια. Όμως την ψυχή του δεν την παρέλαβαν άγγελοι του Θεού, αλλά την άρπαξαν με μανία δαίμονες φοβεροί και την οδήγησαν στα ζοφερά σκοτάδια του Άδη. Εκεί τώρα ο πλούσιος υπέφερε φρικτά και άρχισε να κραυγάζει και να παρακαλεί: —Πάτερ Αβραάμ, λυπήσου με. Στείλε τον Λάζαρο να βουτήξει την άκρη του δακτύλου του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, διότι τυραννιέμαι μέσα σ’ αυτή την ανυπόφορη φωτιά. —Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου στη γη, κι ο Λάζαρος τα κακά της δυστυχίας του, απάντησε ο Αβραάμ· τώρα όμως εδώ αντιστρέφονται οι ρόλοι, ο Λάζαρος παρηγορείται γι’ αυτά που υπέφερε, εσύ όμως βασανίζεσαι διαρκώς. Και έπειτα ανάμεσά σας υπάρχει μεγάλο χάσμα αδιαπέραστο. Αλλά ο πλούσιος επιμένει: —Στείλε τουλάχιστον τον Λάζαρο στο σπίτι του πατέρα μου να πει στα πέντε αδέλφια μου τι γίνεται εδώ στον άλλον κόσμο, για να προλάβουν να μετανοήσουν και να μην έλθουν κι αυτοί εδώ στην κόλαση. Κι ο Αβραάμ του απάντησε: Έχουν στη γη τα βιβλία του Νόμου και των προφητών που μιλούν γι’ αυτά. —Όχι, πάτερ, συνεχίζει ο πλούσιος, δεν θα υπακούσουν στους προφήτες. Εάν όμως πάει σ’ αυτούς κάποιος από τους πεθαμένους ανθρώπους, θα μετανοήσουν. Ο Αβραάμ όμως έκλεισε το διάλογο λέγοντας: Εάν δεν έχουν καλή διάθεση να υπακούσουν στον Νόμο και τους προφήτες, δεν θα πεισθούν, ακόμη και αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς.
Από την Παραβολή αυτή παίρνουμε όλοι μας ένα μεγάλο δίδαγμα, ότι ο τόπος της αιώνιας κατοικίας μας προσδιορίζεται από τις επίγειες επιλογές μας. Ό,τι κάναμε θα το βρούμε μπροστά μας. Διότι ο καθένας μας προετοιμάζει την ψυχή του για τον αντίστοιχο τόπο. Κι αυτό που έχει μεγάλη σημασία για όλους μας είναι ότι όταν οι άνθρωποι αμαυρώνουμε καθημερινά την ψυχή μας με τις απολαύσεις των αισθήσεων, την καθιστούμε ακατάλληλη για τις ανώτερες πνευματικές απολαύσεις του πνευματικού κόσμου. Πώς να χωρέσει στον Παράδεισο η ψυχή μας, εάν εδώ στη γη ήταν απορροφημένη στην ύλη; Πώς να δοκιμάσει τις απερίγραπτες πνευματικές ηδονές του Παραδείσου μία ψυχή που ξέρει μόνο τις απολαύσεις της σαρκός και έχει περιορίσει την ευτυχία της στα φαγητά, στα γλέντια, στα ρούχα; Πώς να γευθεί τον Παράδεισο μία ψυχή σκληρόκαρδη και άπονη ανάμεσα στις εξαγιασμένες ψυχές τόσων ανθρώπων δοκιμασμένων από τον πόνο και τις θλίψεις της ζωής; Η αιώνια λοιπόν ευτυχία μας ή η ατελεύτητη δυστυχία μας μετά τον θάνατο καθορίζονται από τη διαγωγή που δείχνουμε πριν από τον θάνατό μας. Σήμερα δρομολογούμε το αιώνιο μέλλον μας. Τις επιλογές τις ξέρουμε. Οι προορισμοί ξεκάθαροι. Ας ετοιμαζόμαστε για το αιώνιο ταξίδι μας.

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Η Παραβολή του Σπορέως

.
Το Ευαγγέλιο

Λουκ. η΄ 4-15
.
Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· 5 ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· 6 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· 7 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. 8 καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. 9 Ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη; 10 ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. 11 ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· 12 οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν. 13 οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται. 14 τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι. 15 τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ.

Ο Λόγος του Θεού
.
Αγωγός θείας χάριτος

Στην Παραβολή του σπορέως, καθώς ο γεωργός έσπερνε σπόρους στο χωράφι του, άλλοι σπόροι έπεσαν κοντά στο δρόμο του χωραφιού, καταπατήθηκαν από τους διαβάτες και τους κατέφαγαν τα πουλιά του ουρανού. Άλλοι έπεσαν σε πετρώδες έδαφος, και αφού φύτρωσαν, ξεραθήκαν, επειδή δεν είχαν υγρασία. Άλλοι πάλι σπόροι έπεσαν σε έδαφος γεμάτο από σπόρους αγκαθιών, και όταν βλάστησαν, τους έπνιξαν τα αγκάθια τελείως. Και άλλοι σπόροι έπεσαν στην εύφορη γη και έκαναν καρπό εκατό φορές περισσότερο.
Οι μαθητές μόλις ακούσαν την παραβολή αυτή, παρακάλεσαν τον Κύριο να τους την εξηγήσει. Και ο Κύριος είπε: Ο σπόρος συμβολίζει το λόγο του Θεού.
Γιατί όμως ο Κύριος παρομοιάζει τον λόγο του με σπόρο; Διότι, όπως ο σπόρος κρύβει μέσα του πολλές μυστικές δυνάμεις και μέσα στο χώμα φέρνει ζωή, έτσι και ο λόγος του Θεού, όταν πέσει στις καρδιές μας, έχει τη δύναμη να επιτελεί μέσα μας μία εσωτερική μεταμόρφωση και να μας μεταγγίζει ζωή. Διότι ο λόγος του Θεού είναι φορτισμένος με ζωή, με θεία χάρη. Είναι αγωγός θείας χάριτος. Σε κάθε λόγο του Θεού υπάρχει χάρη αγιότητας, η οποία πέφτει σιγά-σιγά, σταγόνα-σταγόνα, στην ψυχή μας. Δημιουργεί μέσα μας μια εσωτερική μεταρσίωση. Αθόρυβη και αθέατη στην αρχή. Πολύ γρήγορα όμως αρχίζει και γίνεται φανερή. Κάθε λόγος του Χριστού καθώς εισέρχεται στην ψυχή μας, χύνει άπλετο φως στο σκοτάδι. Και σιγά-σιγά καθαρίζει κάθε ρύπο και αμαρτία. Δημιουργεί μέσα μας νέα ζωή. Νέα φρονήματα τώρα, νέοι πόθοι, νέα ενδιαφέροντα. Από αλλά ελκύεται πλέον η καρδιά μας και αλλιώς βλέπουμε και κρίνουμε τα πάντα γύρω μας. Αποκτά ανώτερη ποιότητα ο εσωτερικός μας κόσμος, και σιγά-σιγά συντελείται ο αγιασμός μας.

Καρδιές άκαρπες
Ο Κύριος στη συνέχεια ερμηνεύει τα διάφορα μέρη του χωραφιού της παραβολής. Το έδαφος κοντά στο δρόμο, λέει, συμβολίζει εκείνους τους ανθρώπους που ακούν απλώς και μόνο το λόγο, αλλά έπειτα αφήνουν τον διάβολο να έλθει μέσα τους και να αφαίρεση το θειο λόγο από τις καρδιές τους. Το πετρώδες έδαφος συμβολίζει εκείνους οι οποίοι δέχονται με χαρά και ενθουσιασμό το θειο λόγο· δεν έχουν όμως βαθιές ρίζες, και γι’ αυτό όταν έλθει καιρός πειρασμού ή διωγμού, απομακρύνονται από την πίστη. Και η γη με τα αγκάθια δηλώνει εκείνους που ακούσαν το λόγο του Θεού και αρχίζουν με κάποια προθυμία να βαδίζουν στο δρόμο της πίστεως. Πνίγονται όμως από τις αγωνιώδεις φροντίδες για να αποκτήσουν πλούτη, και από τις απολαύσεις της σαρκικής ζωής, και έτσι δεν δίνουν καρπό. Υπάρχουν όμως και οι καρδιές που μοιάζουν με γη αγαθή και εύφορη. Είναι οι άνθρωποι εκείνοι που με καλοπροαίρετη καρδιά ακούσαν και κατανόησαν το θείο λόγο και τον κρατούν σφικτά μέσα τους, και καρποφορούν τις αρετές δείχνοντας υπομονή στους πειρασμούς που συναντούν στην άσκηση της πνευματικής ζωής.
Από την εξήγηση αυτή της παραβολής βλέπει κανείς τρεις κατηγορίες ανθρώπων που δεν έχουν γόνιμο έδαφος στις ψυχές τους. Και οι τρεις αυτές κατηγορίες ανθρώπων κυριαρχούν ιδιαιτέρως σήμερα. Ενώ τόσο πλούσια ακούγεται στις μέρες μας στην πατρίδα μας ο λόγος του Θεού, τόσα κηρύγματα και ομιλίες και βιβλία και εκπομπές, πολλοί δεν έχουν διάθεση να τον ακούσουν. Οι περισσότεροι αδιαφορούν, πνίγονται στα προβλήματα της καθημερινότητας, έχουν άλλα ενδιαφέροντα, τι θα δείξει η τηλεόραση, τι θα γράψουν οι εφημερίδες, τι θα αγοράσουν, πώς θα διασκεδάσουν… Και δυστυχώς μεγαλώνουν πολλές γενιές στη χώρα μας ακατήχητες, αλειτούργητες, αδιάφορες. Άλλοι πάλι Χριστιανοί επαναπαύονται σ’ έναν θρησκευτικό τουρισμό. Αλλά δεν φθάνουν μόνον οι εκδρομές στα ιερά Προσκυνήματα. Εάν η καρδιά μας μείνει ακαλλιέργητη, θα χερσώσει, θα πετρώσει, θα γεμίσει αγκάθια, δεν θα καρποφορήσει.
Η μελέτη του θείου λόγου δεν είναι πάρεργο, ούτε είναι μόνο για τους θεολόγους και τους ιερείς. Είναι για όλους μας. Η Εκκλησία μας πάνω στην αγία Τράπεζα μας καλεί να γευτούμε δύο τροφές, την πνευματική τροφή του ιερού Ευαγγελίου και το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Και κάποιος ερμηνευτής ρωτά σχετικά: Εάν θεωρείτε αμάρτημα την περιφρόνηση του Μυστηρίου της θείας Μεταλήψεως, πώς θεωρείτε μικρότερο αμάρτημα την παραμέληση του λόγου του Θεού;
Πάμε στην Εκκλησία, ακούμε το ιερό Ευαγγέλιο και κάποιο κήρυγμα. Να το ακούμε με χαρά και όχι να δυσανασχετούμε επειδή θα αργήσει η θεία Λειτουργία. Μας μιλάει ο ίδιος ο Χριστός, σπείρει στις καρδιές μας το λόγο του. «Πρόσχωμεν»! λέει ο ιερέας. Αλλά και σε άλλες πνευματικές ευκαιρίες να μετέχουμε όπου σπείρεται ο λόγος του Θεού: σε ομιλίες, σε κύκλους μελέτης Αγίας Γραφής. Και στο σπίτι μας να μελετούμε καθημερινά την Καινή Διαθήκη. Να ποθούμε να ξεδιψούμε τις ψυχές μας στα δροσερά νάματα του θείου λόγου. Θα βρούμε χρόνο, εάν έχουμε διάθεση. Έτσι θα καλλιεργείται η καρδιά μας, θα παρηγορείται η ψυχή μας, θα αλλάζει η ζωή μας. Έτσι θα γεμίζουμε με ζωή και χάρη, με τη Χάρη του Θεού.

( Πηγή : Χριστιανική Φοιτητική Δράση )

.

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2009

Κυριακή του Άσωτου Υιού




«Πατέρα, συγχώρεσέ με»!

Είχε πέσει στ’ αλήθεια πολύ χαμηλά. Είχε αμαρτήσει βαριά. Είχε προδώσει την εμπιστοσύνη και την αγάπη του Πατέρα. Είχε ξεστρατίσει σε άτακτη ζωή. Να ο γκρεμός, η τελική καταστροφή έχασκε μπροστά του.
Αλλά πώς να γυρίσει πίσω;
Αυτός με τόση αυτοπεποίθηση, όσο και αυθάδεια, είχε απαιτήσει: «πάτερ, δός μοι τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας »! Πατέρα, δος μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει! Κι όταν ο φιλόστοργος πατέρας του «διεῖλε», μοίρασε σ’ αυτόν και τον αδελφό του «τόν βίον», την περιουσία, αυτός άρπαξε το μερίδιο του και αμέσως «ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν». Ταξίδεψε σε μακρινή χώρα. Με τι πρόσωπο ν’ αντικρίσει τώρα το πατρικό βλέμμα;
Αλλά ήταν και οι φίλοι του, με τους οποίους «διεσκόρπισε τήν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως». Διασκόρπισε την περιουσία του ζώντας βίο άσωτο. Δε θα τον ειρωνεύονταν, αν τον έβλεπαν ν’ αλλάζει γνώμη;
Ήταν κι εκείνος ο μεγάλος του αδελφός, ο οποίος είχε μείνει στο σπίτι, άψογος, τυπικός απέναντι στον Πατέρα. Τι θα έλεγε, όταν τον έβλεπε να επιστρέφει;
Ποια δικαιολογία άραγε θα μπορούσε να επιστρατεύσει, τι πρόσχημα να βρει, για να γυρίσει πίσω, να ξεφύγει επιτέλους από την αθλιότητα εκείνη, όπου είχε καταντήσει;
Αλλά όχι. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να επιστρέψει. Χωρίς δικαιολογίες και προσχήματα. Τώρα, που ήρθε στα συγκαλά του, πήρε αμετάκλητα και την απόφασή του. Θα επιστρέψει έτσι όπως είναι. Αποτυχημένος, άθλιος, αξιοθρήνητος και ταπεινωμένος. Θα προβάλλει ένα και μόνο επιχείρημα. Τη μετάνοιά του. Θα πει:
«Πάτερ, ἥμαρτον»! Έκανα σφάλμα μεγάλο, που αποστάτησα από σένα! Αμάρτησα βαριά! «Ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν», λύπησα τον ουράνιο κόσμο, που μπροστά του διέπραξα κακό. «Ἥμαρτον… καί ἐνώπιόν σου»! Σε πότισα φαρμάκι, σε πρόσβαλα, σπίλωσα το όνομά σου! «Πάτερ, ἥμαρτον»!
«Οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου», δεν το αξίζω πια να ονομασθώ γιος σου!
Ούτε ζητώ κάτι τέτοιο. Απλώς, σε παρακαλώ να ευδοκήσεις και να με δεχθείς «ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου», σαν έναν από τους μισθωτούς σου. Να βρίσκομαι στη δούλεψή σου και να εξασφαλίζω ένα κομμάτι ψωμί μόνο. Και πάνω απ’ όλα τη γαλήνη, την εμπιστοσύνη, την αγάπη που βασιλεύουν εδώ μέσα…
Το είπε και το έκανε. «Ἀναστάς ἤλθε πρός τόν πατέρα αὐτοῦ». Σηκώθηκε και ήλθε στον πατέρα του.
Ασφαλώς στο δρόμο η καρδιά του γοργοκτυπούσε από αγωνία. Ήταν τόσο δύσκολο το εγχείρημά του. Ταπεινωμένος, συντετριμμένος, εξουθενωμένος, βάδιζε βυθισμένος στις σκέψεις του, κρατώντας γερά ως οδηγό του και σωσίβιο τον εξομολογητικό λόγο: «Πάτερ, ἥμαρτον».
Αλλά τι βλέπει; Όνειρο μήπως; Ο πατέρας του τον διέκρινε από μακριά και τρέχει προς το μέρος του για να τον συναντήσει, να τον υποδεχθεί θερμά. Έρχεται, πέφτει γεμάτος πόνο και πόθο και ευσπλαχνία «ἐπί τόν τράχηλον αυτοῦ» και τον «καταφιλεῖ», τον πνίγει με ασπασμούς πατρικής αγάπης!
Ο άσωτος γιος όμως δε χάνει τα λόγια του, ούτε ξεθαρρεύει. Με το κεφάλι σκυμμένο από ντροπή, με δάκρυα καυτά στα μάτια, κράζει σπαραχτικά και ομολογεί: «Πάτερ ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου»! Είμαι ένοχος, άσωτος, αποστάτης! Είμαι ανάξιος, να λέγομαι γιος σου! Πατέρα μου, συγχώρεσέ με!…
Ο πατέρας δε δίνει απόκριση άλλη από εκείνη, που ήδη έμπρακτα είχε δώσει. Γυρίζει μόνο «πρός τούς δούλους αὐτοῦ» και με φωνή που τη ραγίζει λυγμός χαράς τους παραγγέλνει:
— Φέρετε γρήγορα «τήν στολήν τήν πρώτην καί ἐνδύσατε αὐτόν»! θέλω να πάρει καινούργια όψη το παιδί μου! Ακόμη, «δότε δακτύλιον εἰς τήν χεῖρα αὐτοῦ», να φαίνεται ότι είναι άρχοντας εδώ μέσα! Και «ὑποδήματα εἰς τούς πόδας» να του βάλετε! Και «τόν μόσχον τόν σιτευτόν», το θρεφτάρι μας, που το φυλάγουμε για τις μεγάλες γιορτές, τώρα να το σφάξετε και να στρώσετε τραπέζι, για να «εὐφρανθῶμεν»!
Ποια άλλη μέρα θα βρεθεί πιο γιορτινή απ’ αυτή; Ο γιος μου, «νεκρός ἦν καί ἀνέζησε»! «Ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη»! Ήταν πεθαμένος και ξαναζωντάνεψε και χαμένος και βρέθηκε.

Θα μπορούσε ο άσωτος να βρει πολλές δικαιολογίες, να προσκομίσει πολλά ελαφρυντικά. Θα μπορούσε να πει: «Πατέρα, λάθος έγινε. Ήταν η κακιά ώρα, οι φίλοι που με παρέσυραν, η δύσκολη ηλικία… ήρθαν και αλλεπάλληλες οι αναποδιές… ποιος μπορεί να προβλέψει ένα λιμό; Ατύχησα…»
Αλλά όχι. Ο άσωτος είχε το θάρρος και την τιμιότητα να αναλάβει τις ευθύνες του, να ομολογήσει ξεκάθαρα την ενοχή του, να αντιμετωπίσει κατάματα την πραγματικότητα και τις όποιες συνέπειες των πράξεων του. Είχε τον ηρωισμό να κλάψει, να μετανοήσει, να ταπεινωθεί, να πει το «ήμαρτον».
Κι έτσι σώθηκε. Γιατί είχε διαλέξει το σωστό δρόμο. Το μονό δρόμο του λυτρωμού.
Πολλοί νέοι σήμερα μπροστά σε κάποιες πτώσεις τους τα χάνουν. Ή απελπίζονται ή προσπαθούν να ξεφύγουν και να ξεχάσουν ή επιστρατεύουν δικαιολογίες και επεξηγήσεις, για να κατοχυρωθούν. Όμως, όλοι αυτοί οι τρόποι — διέξοδοι φυγής — ψευτοβολεύουν και μπαλώνουν τις καταστάσεις. Δε γιατρεύουν, δεν εξιλεώνουν την ψυχή.
Μία είναι η σωστή αντιμετώπιση της ενοχής. Η τίμια αποδοχή της. Και στη συνέχεια η κατανυκτική μετάνοια, η συντριβή, η Εξομολόγηση, η επανόρθωση, η επιστροφή.
«Πάτερ, ήμαρτον»! Έφταιξα, Θεέ μου! Πέφτω στα γόνατα και Σου ζητώ συγγνώμη! Επικαλούμαι ταπεινά το άπειρο έλεός Σου! «Ήμαρτον»!
Όλη η ευθύνη είναι δική μου. Κανείς άλλος δε φταίει. Εγώ προκάλεσα το τραύμα που με βασανίζει, εγώ δημιούργησα την πληγή. Δική μου η ενοχή.
Δε μου φταίξανε οι συνάνθρωποί μου, οι καταστάσεις, ο διάβολος… Εγώ θέλησα και διέπραξα την αμαρτία. Εγώ φταίω. Και δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία. «Πάτερ, ήμαρτον»!…
Ω! Μόλις αρθρώσουμε την ευλογημένη αυτή φράση, όλα μεταμορφώνονται, επανορθώνονται, τακτοποιούνται. Θεία χάρη και έλεος φωτίζει την ψυχή. Μας ανακουφίζει. Ενθουσιασμός ιερός μας συνεπαίρνει, να επανορθώσουμε κάθε παλιά εκτροπή, ζημιά, αδικία… να κερδίσουμε το χαμένο δρόμο, το χαμένο χρόνο…
Κι ο στοργικός Πατέρας μας ακούγεται ν’ απαντά: «Ἐνδύσατε αὐτόν τήν στολήν τήν πρώτην»!

«Ὁ υἱός μου οὗτος… ἀνέζησε»! Ξαναβρήκε τη ζωή!

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

Σαν Τελώνης ή σαν Φαρισαίος;


10 ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. 11 ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· 12 νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. 13 καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. 14 λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.

Ποια ιδέα έχουμε για τον εαυτό μας; Και πώς την έχουμε σχηματίσει; Τον συγκρίνουμε με γνωστούς μας, φίλους μας, συμφοιτητές μας, …και νομίζουμε ότι υπερέχουμε από όλους αυτούς και τους ξεπερνάμε σε γνώση, σε ικανότητες, σε αρετή;…
Είναι άραγε σωστό να σκεφτόμαστε έτσι επιπόλαια και να καταλήγουμε σε αυθορμητισμό;
Σε κάποιους που είχαν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, που πίστευαν ότι αυτοί μόνο είναι καλοί και ενάρετοι και περιφρονούσαν όλους τους άλλους, είπε ο Κύριος την παραβολή του «Τελώνου και του Φαρισαίου». Θα πρέπει να σου είναι γνωστή.
Οι δυο αυτοί άνθρωποι που προσδιορίστηκαν από το έργο τους και όχι από το όνομα τους, ανέβηκαν στο «ἱερό» (δηλαδή στο ναό του Σολομώντος) να προσευχηθούν.
Οι τελώνες χαρακτηρίζονταν γενικά άνθρωποι άδικοι, ενώ οι Φαρισαίοι, ως διδάσκαλοι του Μωσαϊκού Νόμου, είχαν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και εκτίμηση από τους ανθρώπους.
Ο Φαρισαίος προχώρησε μπροστά, προς το θυσιαστήριο. Στάθηκε όρθιος, για να φαίνεται καλά, κι άρχισε να προσεύχεται υπερβολικά ευχαριστημένος:
— Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου, γιατί δεν είμαι εγώ σαν τους άλλους ανθρώπους, που είναι γεμάτοι κακία: κλέφτες, άδικοι, ανήθικοι…., ούτε σαν αυτόν τον τελώνη· και γύρισε με περιφρόνηση να τον δείξει. Όλοι είναι ένοχοι, άξιοι να καταδικαστούν. Εγώ ξεχωρίζω από όλους, είμαι γεμάτος από αρετές. Νηστεύω… κάνω προσφορές στο ναό παραπάνω από εκείνο που ορίζει ο Νόμος…

Και ο Τελώνης;
Ω! Αυτός δεν αισθανόταν τον εαυτό του άξιο να προχωρήσει. Έμεινε μακριά από το θυσιαστήριο. Με το κεφάλι σκυμμένο. Δεν τολμούσε ούτε τα χέρια του, αλλά ούτε και το βλέμμα του να υψώσει προς τον ουρανό. Μόνο χτυπούσε το στήθος του, γιατί αισθανόταν πόσο αμαρτωλή ήταν η καρδιά του απέναντι στο Θεό.
Μόνο τα χείλη του ψιθύριζαν συνέχεια τούτα τα λόγια: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Ω Κύριε και Θεέ, σπλαχνίσου με και συγχώρησέ με τον αμαρτωλό!
Τούτο τον ταπεινωμένο τελώνη, που πίστευε πως ήταν άξιος να τιμωρηθεί, ο Θεός τον συγχώρησε. Το βεβαίωσε ο Κύριος:
Ο περιφρονημένος Τελώνης γύρισε στο σπίτι του αθωωμένος και δίκαιος ενώπιον του Θεού! Και όχι ο Φαρισαίος.
Γιατί καθένας που υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί. Ενώ εκείνος που ταπεινώνει τον εαυτό του, θα υψωθεί και θα τιμηθεί από το Θεό.
«Πᾶς ὁ υψῶν ἐαυτόν ταπεινωθήσεται…»

Μεγάλη ιδέα είχε στηθεί μέσα στο Φαρισαίο από τη σύγκριση του εαυτού του με τους «λοιπούς», με όλους τους άλλους ανθρώπους.
«Οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων…»
Έτσι «χονδρικά» που βλέπει όλους τους άλλους — «μαζικά» λένε σήμερα — θέλει να πιστεύει πως όλοι, χωρίς εξαίρεση, έχουν όλες τις κακίες του κόσμου. Ενώ αυτός δεν έχει καμία!
Τον δυστυχισμένο! Και τα λέει αυτά την ιερή ώρα της προσευχής! Αυτολιβανίζεται και καυχιέται για τις πολλές και φανταστικές… αρετές του, ενώ προβάλλει τρανό δείγμα της κακίας του την περιφρόνηση που αισθάνεται η ψυχή του προς τον «πλησίον» του Τελώνη, την ώρα που εκείνος ομολογεί την ενοχή του και ζητάει συγχώρεση από το Θεό.

Ο αυτοθαυμασμός που αισθανόταν ο Φαρισαίος, συγκρίνοντας τον εαυτό του με κάποιους που φανερά παρέβαιναν μερικές εντολές του Θεού, τον καταδίκασε… Ήξερε βαθύτερα το Νόμο του Θεού και μπορούσε να κρίνει σωστά. Έπρεπε να δείξει ευσπλαχνία προς τον Τελώνη, αφού κι αυτός αμαρτωλός ήταν. Αλλά είχε την ψεύτικη ιδέα πως ξεχώριζε απ’ όλους.
Ταλάνισε ο Κύριος με τα «ουαί» Του και σε άλλη περίσταση τους Φαρισαίους. Γιατί;
Αλίμονο στην κοινωνία, όταν τα μέλη της, ευχαριστημένα για το οποιοδήποτε σημείο βρίσκεται η πνευματική και η ψυχική τους ανάπτυξη, σταματήσουν τον αγώνα για πρόοδο. Σταματήσουν την προσπάθεια να ανεβαίνουν σε πιο ψηλό και πνευματικό επίπεδο. Τα ιδανικά θα νεκρωθούν και οι άνθρωποι θα έρπουν, θα σέρνονται χαμηλά, πολύ χαμηλά!
Ας φανταστούμε στ’ αλήθεια, σε ποιο κατάντημα θα φτάσει η κοινωνία, αν όλοι οι νέοι συγκρίνουν σήμερα τον εαυτό τους με τα αντικοινωνικά άτομα (με τους αναρχικούς, τους διαρρήκτες, τους ναρκομανείς, τους χούλιγκαν, τους καταστροφείς της ξένης περιουσίας…) και μένουν ευχαριστημένοι, γιατί δεν είναι τέτοιοι! Αδιάφορο, αν λερώνουν την ψυχή τους με χίλια δυο άλλα…
Αλλά κι αν κάνουμε κάτι καλό και το διαφημίζουμε, πάλι δεν έχει αξία. Δεν ευαρεστείτε ο Θεός, όταν το κίνητρο είναι η δημοσιοποίηση των έργων μας.
Ο Χριστός θέλει να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τον άγιο νόμο Του, τη θεία Διδασκαλία Του. Να αισθανόμαστε τι δεν κάναμε σωστό, τί λάθος. Τι πρέπει να κάνουμε και δεν το κάναμε. Κι όμοια με τον Τελώνη, με ταπεινωμένο το κεφάλι, να ζητάμε το έλεος του Θεού. Τότε θα αγωνιζόμαστε να γινόμαστε συνεχώς καλύτεροι. Ν’ ανεβαίνουμε όλο και πιο ψηλά στα ύψη της αρετής.
Έφηβος είσαι; Νέος είσαι; Σ’ οποιαδήποτε ηλικία είσαι, κατέβασε πιο κάτω την ιδέα που έχεις για τον εαυτό σου, την καύχησή σου…
Κι ικανότητες αν έχεις, και χαρίσματα πολλά — κι ασφαλώς θα έχεις — δούλεψέ τα ταπεινά. Αύξησέ τα. Πολλαπλασίασέ τα όχι για να υπερηφανεύεσαι και να τα διατυμπανίζεις, αλλά για να ‘σαι χρήσιμος κι ωφέλιμος στους ανθρώπους γύρω σου.
Ταπεινά παραδέξου τα σφάλματά σου…
Με ταπείνωση και λύπη ζήτα καθημερινά συγχώρεση από το Θεό στην προσευχή σου.
Και να ‘σαι βέβαιος πως θα γίνεσαι όλο και πιο καλός και πιο ευχαριστημένος.
Το βεβαίωσε το αληθινό στόμα του Κυρίου. Στους ταπεινούς δίνει πλούσια τη χάρη Του. Και τους υψώνει και τους τιμά:

«Ὁ ταπεινῶν ἐαυτόν ὑψωθήσεται»!