Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Μακεδονίτισσας

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Μακεδονίτισσας
Άγιοι του Θεού πρεσβεύετε υπέρ ημών !

Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Η Κοίμηση της Θεοτόκου ! Η Μητέρα όλων των Μητέρων !




 
Του Πρωτοπρεσβύτερου Αλεξάνδρου Schmemann

Τον Αύγουστο η Εκκλησία τιμά το τέλος της επίγειας ζωής της Παρθένου Μαρίας, το θάνατό της, την κοίμησή της όπως είναι πια γνωστή και σε αυτή τη λέξη περικλείονται το όνειρο, η ευλογία, η ειρήνη, η ηρεμία και η χαρά.

Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για τις συνθήκες της κοίμησης της Παναγίας, της Μητέρας του Κυρίου. Διάφορες ιστορίες και διηγήσεις, γεμάτες αγάπη και τρυφερότητα διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας από την εποχή της πρώτης Εκκλησίας, ακριβώς όμως λόγω της ποικιλότητάς τους, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να υποστηρίξουμε την «ιστορικότητα» καμιάς από αυτές.

Με τη γιορτή της Κοιμήσεως η μνήμη και η αγάπη της Εκκλησίας επικεντρώνονται όχι στην ιστορικότητα και πραγματικότητα του γεγονότος, την ήμερα και τον τόπο όπου αυτή η μοναδική γυναίκα, η Μητέρα όλων των μητέρων συμπλήρωσε την επίγεια ζωή της.
Όπου και όποτε και αν συνέβη, η Εκκλησία αντίθετα τονίζει την ουσία και το νόημα του θανάτου της, μνημονεύοντας τον θάνατο αυτής της οποίας ο Υιός, σύμφωνα με τη χριστιανική μας πίστη, νίκησε το θάνατο, αναστήθηκε εκ των νεκρών και υποσχέθηκε σε μας την τελική ανάσταση και τη νίκη της αιώνιας ζωής.

Ο θάνατός της ερμηνεύεται με τον καλύτερο τρόπο μέσα από την εικόνα της Κοιμήσεως που τοποθετείται στα προσκυνητάρια των εκκλησιών μας εκείνη την ημέρα, ως το κέντρο της όλης γιορτής. Η Μητέρα του Θεού έχει πεθάνει και βρίσκεται ξαπλωμένη στο νεκροκρέβατο. Οι απόστολοι του Χριστού είναι συγκεντρωμένοι γύρω της και πάνω ψηλά, στο κέντρο, βρίσκεται ο Χριστός, ο οποίος κρατά στα χέρια του τη Μητέρα του, ζωντανή και αιώνια ενωμένη μαζί του. Εδώ βλέπουμε μαζί το θάνατο και αυτό που ξεπεράστηκε με τον συγκεκριμένο θάνατο της Θεοτόκου: όχι το διχασμό αλλά την ένωση· όχι τη λύπη αλλά τη χαρά και κυρίως όχι το θάνατο αλλά τη ζωή. «Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε…»., ψάλλει η Εκκλησία ατενίζοντας αυτή την εικόνα.

Μου έρχονται στο μυαλό τα λόγια του βαθύτερου και πιο ωραίου ύμνου που απευθύνεται στην Θεοτόκο: «Χαίρε, αυγή μυστικής ημέρας!» (Ακάθιστος Ύμνος). Το φως που εκχύνεται από την Κοίμηση προέρχεται ακριβώς από αυτή την ατελεύτητη, μυστική ημέρα. Μελετώντας αυτό το θάνατο και βλέποντας αυτό το νεκροκρέβατο καταλαβαίνουμε ότι πλέον δεν υπάρχει θάνατος, ότι το γεγονός του θανάτου ενός προσώπου έγινε γεγονός ζωής, είσοδος εκεί όπου βασιλεύει η ζωή. Αυτή που έδωσε τον εαυτό της ολοκληρωτικά στο Χριστό, που τον αγάπησε μέχρι τέλους, συναντιέται μαζί του μπροστά στις λαμπρές πύλες του θανάτου και τότε ο θάνατος μετατρέπεται σε ευφρόσυνο συναπάντημα, η ζωή θριαμβεύει, η χαρά και η αγάπη κυριαρχούν πάνω σε όλα.

Για αιώνες η Εκκλησία ατενίζει και εμπνέεται από το θάνατο εκείνης που στάθηκε η μητέρα του Ιησού, που έδωσε ζωή στο Σωτήρα και Λυτρωτή μας, που έδωσε τον εαυτό της ολοκληρωτικά σ’ εκείνον μέχρι το τέλος, μένοντας μόνη κάτω από το σταυρό. Μελετώντας την Κοίμησή της η Εκκλησία ανακαλύπτει και βιώνει το θάνατο όχι πλέον ως φόβο και τρόμο και τέλος, αλλά λαμπρή και αυθεντική αναστάσιμη χαρά «Εν τη γεννήσει σου σύλληψις άσπορος, εν τη κοιμήσει σου νέκρωσις άφθορος…». Εδώ, σ’ ένα από τους πρώτους ύμνους του όρθρου της γιορτής, βλέπουμε να εκφράζεται η ουσία αυτής της χαράς: «νέκρωσις άφθορος». Ποιό είναι όμως το νόημα αυτής της αντίθεσης των λέξεων; Κατά την Κοίμηση της Θεοτόκου, αποκαλύπτεται σε μας και γίνεται δική μας χαρά όλο το ευφρόσυνο μυστήριο αυτού του θανάτου, διότι η Παναγία, η Παρθένος Μαρία είναι μια από μας.

Αν θάνατος είναι ο φόβος και η θλίψη του χωρισμού, η κάθοδος στην απαίσια μοναξιά και το σκοτάδι, τότε τίποτα από όλα αυτά δεν τα συναντούμε στο θάνατο της Παναγίας, αφού η Κοίμησή της, όπως και ολόκληρη η ζωή της ήταν συνάντηση, αγάπη, κίνηση προς το αμάραντο και άδυτο φως της αιωνιότητας και είσοδος μέσα σ’ αυτό. Η τελεία αγάπη «έξω βάλλει τον φόβον», γράφει ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο ευαγγελιστής της αγάπης (Α’ Ιωάν. δ’ 18). Συνεπώς δεν υπάρχει φόβος στην άφθορο και αθάνατο κοίμηση της Παρθένου Μαρίας. Εδώ, ο θάνατος κατέρρευσε εκ των ένδον, απαλλάχτηκε από όλα αυτά που τον γεμίζουν με τρόμο και απελπισία. Ο ίδιος ο θάνατος μετατρέπεται σε θρίαμβο ζωής. Ο θάνατος γίνεται «αυγή μυστικής ημέρας». Γι’ αυτό η γιορτή δεν έχει καθόλου πόνο, νεκρώσιμους θρήνους και θλίψη, αλλά μόνο φως και χαρά. Είναι σαν να πλησιάζουμε τις θύρες του δικού μας αναπόφευκτου θανάτου και ξαφνικά τις βρίσκουμε ορθάνοικτες, γεμάτες φως από τη νίκη που πλησιάζει, από την ανατολή της βασιλείας του Θεού που είναι εγγύς.

Στη λάμψη αυτού του ασύγκριτου εόρτιου φωτός, σ’ αυτές τις αυγουστιάτικες μέρες που ο φυσικός κόσμος φτάνει στο αποκορύφωμα της ομορφιάς του και γίνεται ύμνος δοξολογίας και ελπίδας, σημείο του ερχομού ενός άλλου κόσμου, αντηχούν τα λόγια από τους ύμνους της Κοίμησης. «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοι, παρθένε άχραντε· παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Η μετά τόκον παρθένος και μετά θάνατον ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομίαν σου» (Ωδή θ’).

Ο θάνατος δεν είναι πια θάνατος. Ο θάνατος καταυγάζεται από την αιωνιότητα και την αθανασία. Ο θάνατος δεν είναι πια διχασμός αλλά ένωση, όχι λύπη αλλά χαρά, όχι ήττα αλλά νίκη. Αυτό λοιπόν γιορτάζουμε την ημέρα της Κοίμησης της πανάχραντης Μητέρας, αληθινή προτύπωση και πρόγευση και σκίρτημα χαράς για την ανατολή της μυστικής και ατελεύτητης ημέρας.
 
Αναδημοσίευση από :
 
 
 

Σκέπη του κόσμου , Παναγιά !

 
 
« Η σκέπη και του ανθρώπου εσύ, τ’ αγγέλου εσύ και η δόξα,

με τη χαρά σου χαίρεται, χαριτωμένη η κτίση!

Μητέρα των ανέλπιδων κι όλου του κόσμου σκέπη,...

κάτω από σε και οι ανέλπιδοι κι όλος ο κόσμος ίσοι!

Μπρος στην εικόνα σου γυρτός ο κόσμος με το στόμα

τρεμουλιαστό, κρεμάμενο μόνο απ’ τ' όνομά σου

κι από τη σκέψη σου, Κυρά, κι από τ’ανάβλεμμά σου,

μ’ ένα τροπάρι μυστικό, με μια πνιχτή μουρμούρα

δυό απέραντα μονόλογα: Χαίρε Χαριτωμένη!…»

Τι πονο ειδαν και βλεπουν τα Αγια σου ματια..τι πικρα..τι βασανα..τι καημους..σκεπε ολο τον κοσμο γλυκια Μανουλα μας.


 

 

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Όταν η Παναγία συνάντησε τη Μάνα του Ιούδα

 
 
Με αργό το βήμα η Παναγιά, με αμέτρητο τον πόνο, την νύχτα από τον Γολγοθά κατέβαινε με μόνο, τον Ιωάννη πλάι της μες στο σκοτάδι εκείνο και οι πέτρες ανατρίχιαζαν στον μυστικό της θρήνο.
Γύρω, τριγύρω σιγαλιά, βουβός είναι ο δρόμος, θαρρείς τον κόσμο νέκρωσε κάποιος μεγάλος τρόμος.
Και όσο βαδίζουν σαν σκιές στα άχαρα εκείνα μέρη, και μοιρολόγια η Παναγιά τα πιο όμορφα που ξέρει τα λέει και ο αντίλαλος από όπου και αν διαβαίνει κάθε λουλούδι τρυφερό που βρίσκεται μαραίνει.
Πώς να μην κλάψει που ‘γινε για αυτήν σκοτάδι η μέρα;
 
 Κ’αν είναι Αυτός θεάνθρωπος, εκείνη είναι μητέρα. Και να που ακόμη μια φωνή την ερημιά ταράζει. Αχ,τι φωνή λυπητερή. Ποιος και γιατί στενάζει;
Ποιος σαν Αυτή άλλος πονεί και μοιρολόγια λέγει, μη του παιδιού της το χαμό και άλλη μανούλα κλαίει;
Ναι, κάποια μάνα είναι αυτή, που μονάχη στην άκρη απαρηγόρητα θρηνεί και χύνει μαύρο δάκρυ
Και τούτη σαν τη Μαριάμ, τον γιό της έχει χάσει και δεν μπορεί τέτοιο κακό ποτέ να το ξεχάσει. Η Μαριάμ τον Ιησού τον είδε σταυρωμένο και τούτη είδε τον γιόκα της στο δέντρο κρεμασμένο Και κλαίει, μα το κλάμα της δεν συγκινεί κανέναν, νιώθει όμως τον πόνο της η Παναγιά η Παρθένα, που την ακούει τραβά και πάει να την γνωρίσει λόγια αγάπης να της πεί, να την παρηγορήσει.
Με ένα γλυκό χαμόγελο συμπόνοια γεμάτο μάνα της κράζει, δύστυχη μη σέρνεται εδώ κάτω.
Δεν είσαι μόνη που έχασες το φώς των ματιών σου, είμαι κ’εγώ, μην δέρνεσαι ποιος ήταν πες μου ο γιός σου;
Και αυτή δειλά, σαν ένοχος της απαντά:
αδελφή μου, Ιούδας ονομάζεται το σπλάχνο το παιδί μου. Μόνο μια μανα μόνο αυτή, σε όλο τον κόσμο ξέρει ποιο κοφτερό νιώθει βαθιά στα σπλάχνα της μαχαίρι, Στους πέντε δρόμους ρίχτηκα, παιδί μου σαν ζητιάνα, Αχ κάλλιο να μην έσωνα Θεέ να γίνω μάνα
Η Παναγιά κατάλαβε, τον γιό της τον γνωρίζει μα σαν μητέρα του Χριστού, δεν φεύγει, δεν γογγύζει.
Τον δικό της τον καϋμό ξεχνά την ώρα εκείνη και για τη μάνα τώρα αυτή τα δάκρυά της χύνει
Σκύβει και την ασπάζεται, χαιδεύει τα μαλλιά της, και την κρατάει με στοργή πιστά στην αγκαλιά της
Της λέει λόγια της καρδιάς και την γλυκομερώνει, της δίνει θάρρος, δύναμη και απάνω την σηκώνει.
Έλα και μείνε σπίτι μου την νύχτα να περάσεις, εκεί και οι δυό τον πόνο μας, τον μητρικό να πούμε, το δάκρυ μας να σμίξουμε και να προσευχηθούμε. Η μια στης άλλης το πλευρό σκυφτές συλλογισμένες, οι δυό μανάδες περπατούν αδελφαγκαλιασμένες.
Ο Ιησούς που στον Γολγοθά κρεμάται έδωσε τέτοια εντολή:
Αλλήλους ν’ Αγαπάτε!
 
 

Νηστεία της Παναγίας ή του Δεκαπενταύγουστου

 


Στη νηστεία της Παναγίας νηστεύουμε κρέας, γαλακτερά, ψάρι, λάδι, κρασί. Ας δούμε περισσότερες λεπτομέρειες από διάφορες πηγές.
.Από την 1η Αυγούστου μέχρι και την 14η Αυγούστου νηστεύουμε προς τιμήν της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της μεγαλύτερης Θεομητορικής εορτής του ορθοδόξου εορτολογίου. Η νηστεία αυτή είναι αυστηρή. Νηστεύουμε από λάδι όλες τις ημέρες. Κατάλυση οίνου και ελαίου έχουμε μόνο τα Σάββατα και τις Κυριακές που παρεμβάλλονται.
Ψάρι καταλύουμε μόνο στην εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος μας 6 Αυγούστου .

Εάν η ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου 15 Αυγούστου συμπέσει ημέρα Τετάρτη ή Παρασκευή, τρώμε μόνο ψάρι και όχι κρέας.
 
***

 

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

12 Ιουλίου 1994

 
 
 
Ας έχουμε όλοι την ευχούλα του !
 
***
 
 

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Πολλή προσευχή και λίγα λόγια στα παιδιά

 

 Όλα απ’ την προσευχή, τη σιωπή και την αγάπη γίνονται. Καταλάβατε τα αποτελέσματα της προσευχής; Αγάπη εν προσευχή, εν Χριστώ αγάπη. Αυτή ωφελεί πραγματικά. Όσο θ’ αγαπάτε τα παιδιά με την ανθρώπινη αγάπη – που είναι συχνά παθολογική – τόσο θα μπερδεύονται, τόσο η συμπεριφορά τους θα είναι αρνητική. Όταν, όμως, η αγάπη σας θα είναι μετα...ξύ σας και προς τα παιδιά χριστιανική και αγία, τότε δεν θα έχετε κανένα πρόβλημα. Η αγιότητα των γονέων σώζει τα παιδιά. Για να γίνει αυτό, πρέπει να επιδράσει η θεία Χάρις στις ψυχές των γονέων. Κανείς δεν αγιάζεται μόνος του. Η ίδια η θεία Χάρις μετά θα φωτίσει, θα θερμάνει και θα ζωογονήσει τις ψυχές των παιδιών.

Πολλές φορές μου τηλεφωνούν κι από το εξωτερικό και με ρωτούν για τα παιδιά τους και γι’ άλλα θέματα. Με πήρε, λοιπόν, σήμερα απ’ το Μιλάνο μια μητέρα και με ρώτησε πως να φέρεται στα παιδιά της. Της είπα τα εξής:

«Να προσεύχεσαι και, όταν πρέπει, να μιλάεις στα παιδιά με αγάπη. Πιο πολύ να κάνεις προσευχή και λίγα λόγια να τους λέεις. Πολλή προσευχή και λίγα λόγια σε όλους. Να μη γινόμαστε ενοχλητικοί, αλλά να προσευχόμαστε μυστικά και μετά να μιλάμε κι ο Θεός θα μας βεβαιώνει μέσα μας αν η ομιλία μας είναι δεκτή στους άλλους. Αν δεν είναι πάλι, δεν θα μιλάμε. Θα προσευχόμαστε μυστικά μόνο. Διότι και με το να μιλάμε, γινόμαστε ενοχλητικοί και κάνομε τους άλλους ν’ αντιδρούν και καμιά φορά ν’ αγανακτούν. Γι’ αυτό πιο καλά είναι να τα λέει κανείς μυστικά στην καρδιά των άλλων παρά στ’ αυτί τους, μέσω της μυστικής προσευχής.

Άκου να σου πω: να προσεύχεσαι και μετά να μιλάεις. Έτσι να κάνεις στα παιδιά σου. άμα διαρκώς τους δίδεις συμβουλές, θα γίνεις βαρετή κι όταν μεγαλώσουν, θα αισθάνονται ένα είδος καταπιέσεως. Να προτιμάς, λοιπόν, την προσευχή. Να τους μιλάεις με την προσευχή. Να τα λέεις στον Θεό κι ο Θεός θα τα λέει μέσα τους. Δηλαδή, δεν πρέπει να συμβουλεύεις τα παιδιά σου έτσι, με φωνή που να την ακούνε τ’ αυτιά τους. Μπορείς να το κάνεις κι αυτό, αλλά προπάντων πρέπει να μιλάεις για τα παιδιά σου στον Θεό. Να λέεις: ‘’Κύριε Ιησού Χριστέ, φώτισε τα παιδάκια μου. Εγώ σ’ Εσένανε τα αναθέτω. Εσύ μου τα έδωσες, μα κι εγώ είμαι αδύναμη, δεν μπορώ να τα κατατοπίσω· γι’ αυτό, Σε παρακαλώ, φώτισέ τα’’. Κι ο Θεός θα τους μιλάει και θα λένε: ‘’Ωχ, δεν έπρεπε να στενοχωρήσω τη μαμά μ’ αυτό που έκανα!’’. Κι αυτό θα βγαίνει από μέσα τους με την Χάρη του Θεού».

Αυτό είναι το τέλειο. Να μιλάει η μητέρα στον Θεό κι ο Θεός να μιλάει στο παιδί. Αν δεν γίνει έτσι, πες, πες, πες.... όλο «απ’ τ’ αυτί», στο τέλος γίνεται ένα είδος καταπιέσεως. Κι όταν το παιδί μεγαλώσει, αρχίζει πλέον να αντιδράει, δηλαδή να εκδικείται, τρόπον τινά, τον πατέρα του, την μητέρα του, που το καταπίεσαν. Ενώ ένα είναι το τέλειο· να μιλάει η εν Χριστώ αγάπη και η αγιοσύνη του πατέρα και της μητέρας. Η ακτινοβολία της αγιοσύνης και όχι της ανθρώπινης προσπάθειας κάνει τα παιδιά καλά.

Όταν τα παιδιά είναι τραυματισμένα και πληγωμένα από κάποιο σοβαρό ζήτημα, να μην επηρεάζεσθε που αντιδρούν και μιλούν άσχημα. Στην πραγματικότητα δεν το θέλουν, αλλά δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς στις δύσκολες στιγμές. Μετά μετανιώνουν. Αν, όμως, εσείς εκνευρισθείτε και θυμώσετε, γίνεσθε ένα με τον πονηρό και σας παίζει όλους.

Γεροντας Πορφύριος

 

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Η αγιότητα: χθες και σήμερα.

 

Με αφορμή την Κυριακή των αγίων Πάντων

π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

«Πολλές φορές οι Χριστιανοί έχουν τον απόλυτα φυσικό πόθο να δουν ορατές αποδείξεις της πίστεώς μας. Αλλιώς η ελπίδα τους εξασθενεί και οι διηγήσεις για θαύματα παλαιότερων εποχών καταντούν μύθος στη συνείδησή τους. Να γιατί είναι ωφέλιμη η επανάληψη παρόμοιων μαρτυριών, να γιατί είναι ανεκτίμητος για μας αυτός ο καινούργιος μάρτυρας, στον οποίο θα μπορούσε να δει κανείς σωτηριώδεις εκδηλώσεις της πίστεώς μας. Ξέρουμε πως κι αυτόν λίγοι θα τον πιστέψουν, όπως λίγοι πίστεψαν τη μαρτυρία των προγενεστέρων πατέρων. Κι αυτό όχι γιατί δεν είναι αληθινή η μαρτυρία, μα γιατί η πίστη απαιτεί αυταπάρνηση και αγώνα.»

Αυτά σημειώνει ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος, αρχίζοντας την πνευματική βιογραφία του Γέροντα Σιλουανού του Άθω, του Γέροντά του. Η κατάθεση της προσωπικής του μαρτυρίας στο πλήρωμα της Εκκλησίας και όχι μόνο, ήταν το ξεχείλισμα της αγάπης του προς τον κόσμο που ζητούσε εν γνώσει ή εν άγνοια του, το πλήρωμα της ζωής.



Το άλλο, το επίσης σημαντικό, είναι ότι καταθέτοντας την προσωπική του μαρτυρία για τον Άγιο Σιλουανό, βεβαίωνε αυθόρμητα τη συνέχεια της παραδόσεώς μας. Το Άγιο Πνέυμα, που αγιάζει πάσαν την κτίσιν και «πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον», φανερώνεται δυναμικά σε κάθε εποχή, μέσω των αγίων.

Κι αυτό, γιατί συνεχίζει την ίδια πίστη που παράλαβε από το Χριστό, τους Αποστόλους, τους Πατέρες. Μια πίστη-δόγμα που γίνεται τρόπος ζωής για τους ανθρώπους που θέλουν να ζήσουν τη ζωή του Θεού και όχι απλά να γίνουν καλοί, ηθικοί ή ενάρετοι.

Η αντίληψη ότι η αγιότητα είναι πολύ δύσκολο επίτευγμα, κατορθωτή μόνο για ορισμένους προορισμένους από το Θεό, ή ότι αγιότητα ίσον θαυματουργία, ασφαλώς δεν αγγίζει την πραγματικότητα της Εκκλησίας. «Όποιος είχε την αγαθή τύχη να συναντήσει ένα Άγιο – όχι σαν οπτασία, αλλά σαν άνθρωπο και καθημερινό – δεν μπορεί να πιστέψει ότι υπάρχει «φυσικότερο» χαρακτηριστικό για τον άνθρωπο από την αγιότητα. Κι ένα παρήγορο μήνυμα θέλει να το πει κανείς σ’ όλους τους ανθρώπους» (Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός).



Η συνάντηση μου με το Γέροντα Παναή από τη Λύση και η μαθητεία μου κοντά του τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του, ήταν ευλογία ιδιαίτερη. Αυτή η εμπειρία δεν ήταν βέβαια μόνο προσωπική. Ήταν κοινή, του καθενός που τον γνώριζε είτε στην Εκκλησία – που «ήταν το σπίτι του» κατά τον Ηγούμενο του Σταυροβουνιού Γέροντα Αθανάσιο – είτε στο δρόμο, είτε στο προσφυγικό διαμέρισμά του στη Λάρνακα.

Όσοι τον έζησαν στην κωμόπολη της Λύσης, πριν την προσφυγιά, βεβαίωναν ότι ήταν «άνθρωπος του Θεού», αγιασμένος και προικισμένος με την άνωθεν σοφία. Χάνοντας της ζωή της Λύσης με τις ομορφιές και τις πολιτιστικές ποικίλες εκδηλώσεις, έχασαν και τη λειτουργική ζωή στην Εκκλησία της Παναγίας, που ο Γέρο-Παναής ως νεωκόρος και «κοσμικός μοναχός» έκανε τις καθημερινές ακολουθίες.

Ανάμεσα σε ανθρώπους που αδιαφορούν για το Θεό, που ζουν ανυποψίαστοι την εκκοσμικευμένη χριστιανική ζωή, που ταυτίζουν την αγιότητα με την ηθικότητα, η παρουσία ενός ανθρώπου ερωτευμένου με το Θεό, γίνεται σημείο που δείχνει το «ετέρως ζειν» το διαφορετικό από το συνηθισμένο, το ένα «ον έστι χρεία». Δεν είναι άραγε ευλογία αυτό το «σημείο» για να μην πεθάνουμε από την πεζότητα και την πνευματική μιζέρια;

Αν η ανακήρυξη ενός αγίου, από την Ιερά Σύνοδο μιας τοπικής Εκκλησίας, επιβεβαιώνει το πνευματικό αισθητήριο του λαού της, η σιωπή για αιώνες δείχνει να υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Γιατί δεν είναι δυνατό στην Εκκλησία της Κύπρου να μην γίνονται άγιοι, εφόσον ανήκει στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού.

Ωστόσο πίσω από τις όποιες αποφάσεις, τα προγράμματα, τα έργα και τα φαινόμενα, ο μυστικός κόσμος της Κύπρου δεν αποκαλύπτεται εύκολα. Κρύβεται στη θυσία, στον πόνο, στην προσευχή των δακρύων, στη σιωπή και υπομονή των ανθρώπων της που δέχονται τα γεγονότα που δεν μπορούν ν’αλλάξουν, πιστεύοντας στην ανατροπή τους από το νικητή του θανάτου. Κρύβεται στη Λειτουργία, στην αγρυπνία και τη δέηση των αγιασμένων μορφών. Κρύβεται, τέλος, στην αέναη, αιώνια προσευχή των γνωστών και αγνώστων, ανδρών και γυναικών, μαρτύρων και οσίων, που έφυγαν από μας και τελειοποιήθηκαν μέσα στην αγάπη του Χριστού, εν Πνεύματι Αγίω, ενωμένοι με τον ουράνιο Πατέρα, όπως και τον όσιο πατέρα ημών Παναή τον εκ Λύσης.
 
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
 
 

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

«Ο λόγος που καθιέρωσε η Εκκλησία τα ψυχοσάββατα» Ο μακαριστός π.Παΐσιος έλεγε για τα μνημόσυνα.


 
Ο λόγος που καθιέρωσε η Εκκλησία τα ψυχοσάββατα. Αέναη επΑνάσταση
 

Το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής, λέγεται «Σάββατο των Ψυχών» ή Ψυχοσάββατο. Είναι το δεύτερο από τα δύο Ψυχοσάββατα του έτους (το πρώτο επιτελείται το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκριας). Ο λόγος που το καθιέρωσε η Εκκλησία μας, παρ' ότι κάθε Σάββατο είναι αφιερωμένο στους κεκοιμημένους, είναι ο εξής:


Επειδή πολλοί κατά καιρούς πέθαναν μικροί ή στην ξενιτιά ή στη θάλασσα ή στα όρη και τους κρημνούς ή και μερικοί, λόγω φτώχειας, δεν μπόρεσαν να έχουν τα καθιερωμένα μνημόσυνα, οι Πατέρες της Εκκλησίας μας θέσπισαν το μνημόσυνο αυτό και έχουν καθορίσει ξεχωριστή ημέρα της εβδομάδος γι’ αυτούς.

Όπως η Κυριακή είναι η ημέρα της αναστάσεως του Κυρίου, ένα εβδομαδιαίο Πάσχα, έτσι το Σάββατο είναι η ημέρα των κεκοιμημένων, για να τους μνημονεύουμε και να έχουμε κοινωνία μαζί τους. Σε κάθε προσευχή και ιδιαίτερα στις προσευχές του Σαββάτου ο πιστός μνημονεύει τους οικείους, συγγενείς και προσφιλείς, ακόμη και τούς εχθρούς του που έφυγαν από τον κόσμο αυτό.
Την ημέρα αυτή φτιάχνουμε κόλλυβα και φέρνουμε πρόσφορο για τη θεία Λειτουργία, που αναγράφονται τα ονόματα των ζώντων και των κεκοιμημένων, τα οποία μνημονεύονται.


Ο λόγος που καθιέρωσε η Εκκλησία τα ψυχοσάββατα. Αέναη επΑνάστασηΤο Ψυχοσάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω έχει το εξής νόημα:Η επόμενη ημέρα είναι αφιερωμένη στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, εκείνη τη φοβερή ημέρα κατά την οποία όλοι θα σταθούμε μπροστά στο θρόνο του μεγάλου Κριτή. Για το λόγο αυτό με το Μνημόσυνο των κεκοιμημένων ζητούμε από τον Κύριο να δείξει τη συμπάθεια και τη μακροθυμία του, όχι μόνο σε μας αλλά και στους κεκοιμημένους αδελφούς μας, και όλους μαζί να μας κατατάξει στη Βασιλεία Του.

Κατά τα δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα η Εκκλησιά μας μνημονεύει:
* Όλους εκείνους που πέθαναν σε ξένη γη και χώρα, σε στεριά και σε θάλασσα.
* Εκείνους που πέθαναν από λοιμική ασθένεια, σε πολέμους, σε παγετούς, σε σεισμούς και θεομηνίες.
* Όσους κάηκαν ή χάθηκαν.
* Εκείνους που ήταν φτωχοί και άποροι και δεν φρόντισε κανείς να τούς τιμήσει με τις ανάλογες Ακόλουθες και τα Μνημόσυνα.

Με αυτήν την πίστη αναθέτουμε στην αγάπη και στην αγαθότητα του Θεού «εαυτούς και αλλήλους», τους ζωντανούς αλλά και τους κεκοιμημένους μας και τα μνημόσυνα θεωρούνται ΥΨΙΣΤΗ ΜΟΡΦΗ ΑΓΑΠΗΣ προς τους αδελφούς
που δεν είναι πια μαζί μας.

Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής.
Εορτάζει 48 ημέρες μετά το Άγιο Πάσχα.

Ο μακαριστός π.Παΐσιος έλεγε για τα μνημόσυνα...


Ο λόγος που καθιέρωσε η Εκκλησία τα ψυχοσάββατα. Αέναη επΑνάσταση

- Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί (πλην των Αγίων) μπορούν να προσεύχονται;

-Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνο ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας,ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από εμάς βοήθεια. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.

Μου λέει ο λογισμός ότι μόνο το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση, και εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια! Γιατί, τι να τους κάνει ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει και τον πατέρα του. Ε, τι να το κάνει αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως οι υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται ΘΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ.

Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μία ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνει η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σε αυτή τη ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσοαλαβήσει και να βοηθήσει έναν υπόδικο, έτσι κι αν είναι κανείς φίλος με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήσει στο Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρει τους υπόδικους από την μία φυλακή σε άλλη καλύτερη, από το ένα κρατητήριο σε ένα άλλο καλύτερο. Ή ακόμα μπορεί να τους μεταφέρει και σε ένα δωμάτιο ή σε διαμέρισμα.

Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κλπ που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΕΣ που κάνουμε για τη ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνει η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχει δυνατότητα να βοηθηθούν….

Ο Θεός θέλει να βοηθήσει τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για τη σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώσει δικαίωμα στο διάβολο να πει: Πως τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε; Όταν εμείς προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνει. Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός όταν προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.

Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν τη δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν τη ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβα για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι: Σπείρετε εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία δηλαδή συμβολίζει το θάνατο και την ανάσταση του ανθρώπου, λέει η Γραφή…

- Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;

- Εμ, όταν μπαίνει κάποιος στη φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνει κάτι και γι’ αυτούς ο Θεός. Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός, γιατί μπορεί να ΝΟΜΙΖΟΥΜΕ ΟΤΙ ΗΤΑΝ ΣΚΛΗΡΟΣ, αλλά στη πραγματικότητα να μην ήταν- και είχε αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε ΠΟΛΛΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ, Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για τη ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη σε φτωχούς για τη σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί “να αγιάσουν τα κόκκαλά του”, ώστε να καμθεί ο Θεός και να τον ελεήσει.Έ τσι ότι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι’ αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλοσύνη ακόμα και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.

Έχω υπόψη μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε με κλάματα: Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιο γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιάστηκε στον ύπνο μου. Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις να με βοηθήσεις, με ξέχασες και υποφέρω! Πράγματι, μου λέει (ο προσκηνυτής) εδώ και 20 μέρες είχα ξεχαστεί με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον εαυτό μου δεν προσευχόμουν

- Όταν, Γέροντα, πεθάνει κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι’ αυτόν,είναι καλό να κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;

- Άμα κάνεις κομποσχοίνι γι’αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάει η αμαξοστοιχία στον προορισμό της με έναν μόνο επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια και ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΝΕΝΑΝ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗΘΕΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ! Μερικοί, κάθε τόσο, κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους. Με αυτό το τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στο Θεό. Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι’ αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.

-Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχονται γι’αυτούς βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους;

- Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχομαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους… Αν καμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου. Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθεί στο πόλεμο, τον είδα μπροστά μου μετά τη Θεία Λειτουργία, την ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν τον είχα γραμμένο με τα ονόματα των κεκοιμημένων, επειδή μνημονεύονταν στη Προσκομιδή με τους ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνο ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι!

Ο άνθρωπος μετά το θάνατο συνεχίζει να διατηρεί τις δυνάμεις της συνειδητότητάς του, και μπορεί να συνεχίσει να επικοινωνεί με τον Θεό. Δεν εννοώ ότι η ψυχή θα προσεύχεται στον Θεό ζητώντας αυτό ή εκείνο το αντικείμενο, ή αυτή ή εκείνη τη χάρη. Όταν λέω προσευχή, εννοώ την ενέργεια που ενώνει τους ανθρώπους με τον Θεό. Με αυτό το είδος προσευχής, οι νεκροί μπορούν να επικοινωνούν με ολόκληρη την ανθρώπινη φυλή, με τον ίδιο τρόπο που επικοινωνούμε και προσευχόμαστε για τις ψυχές των νεκρών. Γι’ αυτό έχουμε τα μνημόσυνα. Είναι ο τρόπος που χρησιμοποιούμε για να επικοινωνούμε, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, με εκείνους που έχουν φύγει ήδη για το μεγάλο ταξίδι». (ierapostoli.wordpress)

Ο θάνατος δεν μας χωρίζει!


 
Αιωνία η μνήμη σε όλες τις ψυχές που βρίσκονται στον Ουρανό !
 
 

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Τα κοιμητήρια

 
 
Ένας χώρος ιερός και σεβάσμιος είναι εκείνος του κοιμητηρίου, όπου αναπαύονται τα σώματα των προσφιλών μας προσώπων μέχρι τη μέρα της κοινής αναστάσεως.
Άλλοτε τα κοιμητήρια βρισκόντουσαν στο κέντρο των κοινοτήτων, στον περίβολο των ναών. Έτσι, κατά τις λειτουργικές συνάξεις, θριαμβεύουσα και στρατευόμενη Εκκλησία βρισκόταν στον ίδιο χώρο, δοξολογούσα και προσευχομένη στον Κύριο. Σήμερα τα κοιμητήρια μεταφέρθησαν έξω από τις πόλεις, δεν έχασαν όμως ούτε την Ιερότητα ούτε τη σημασία τους. Και επειδή είναι ένας χώρος που όλοι οι χριστιανοί τον επισκεπτόμαστε, γι' αυτό και σημειούνται τα πιο κάτω.
Πρώτα - πρώτα πρέπει το κοιμητήριο να το αναφέρουμε με το όνομά του: Κοιμητήριο. Ο θάνατος για μας τους χριστιανούς λογίζεται σαν ύπνος, οι νεκροί κοιμούνται. Κοιμητήριο, λοιπόν, όχι νεκροταφείο.
Με αφετηρία τη χριστιανική θεώρηση ότι το ανθρώπινο σώμα είναι ιερό -αφού βαπτίσθηκε, χρίσθηκε, αγιάσθηκε, τράφηκε με το σώμα και το αίμα του Χριστού- ακόμη και η σκόνη του κοιμητηρίου είναι ιερή. Γιατί στο χώμα του κοιμητηρίου «διαλύονται εις τα εξ ων συνετέθησαν» τα σώματα των νεκρών. Γι' αυτό με προσοχή, ευλάβεια και σεβασμό εισερχόμαστε και βαδίζουμε σ' αυτό... Να πλησιάζουμε τους τάφους με συστολή και ευλάβεια.
Παρ' όλο ότι γνωρίζουμε πως στον τάφο βρίσκε¬ται μονάχα το σώμα, ο δερμάτινος χιτώνας του ανθρώπου, ενώ η ψυχή βρίσκεται στους ουρανούς, στους κόλπους του Αβραάμ, όμως στο κοιμητήριο θα γίνει κάτι πολύ σημαντικό, ανεπανάληπτο: Εδώ θα πραγματοποιηθεί η ανάσταση των νεκρών. Όταν θα ηχήσει η αρχαγγελική σάλπιγγα, τα σώματα, που τώ¬ρα βρίσκονται σε αναμονή, κοιτάζοντας προς ανατολάς για να δουν ερχόμενο τον Κύριο της δόξας, θα αναστηθούν για την τελική Κρίση.
Αυτά τα «εν αναμονή» βρισκόμενα σώματα θυμιατίζουμε με λιβάνι, όπως ακριβώς θυμιατίζουμε τα εικονίσματα του Χριστού και των Αγίων. Αφού λοιπόν μέσα στο κοιμητήριο προσφέρουμε θυμίαμα είναι πολύ λυπηρό να βλέπεις ανθρώπους στον ίδιο χώρο να προσφέρουν λιβάνι στο διάβολο (όπως έχει χαρακτηριστεί το τσιγάρο). Σίγουρα οι άνθρωποι, που συχνάζουν στο κοιμητήριο, είναι άνθρωποι πονεμένοι. Το τσιγάρο, όμως, δεν απαλύνει τον πόνο. Φθορά στην υγεία προκαλεί, ζημιά στο σώμα, που όπως προαναφέρθηκε είναι ιερό, άγιο, ανήκει στο Θεό.
Όσο ιερός και σεβάσμιος κι αν είναι ο χώρος του κοιμητηρίου, δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίζει από την αλήθεια: Ότι, ο τάφος είναι μία σκάλα που ανεβάζει στον ουρανό. Μετά που θα προσκυνήσουμε τον σταυρό του προσφιλούς μας προσώπου (το σύμβολο της Αναστάσεως), να υψώνουμε στον ουρανό τα μάτια και να προσευχόμαστε στο Θεό για ανάπαυση της ψυχής του νεκρού μας.
Ένα λιτό μνημείο, απαραίτητα ένας απέριττος σταυρός, λίγα λουλούδια, ένα καντήλι, ένα κερί και θυμιάτισμα είναι αρκετά για τη γη. Η προσοχή μας και η ένταση να προχωρούν πάρα πέρα, να ανεβαίνουν πιο ψηλά. Να μετουσιώνονται σε προσευχή και ικεσία «υπέρ μακάριας μνήμης και αιωνίου αναπαύσεως της ψυχής του κεκοιμημένου δούλου του Θεού».


π. Ευέλθωντος Χαραλάμπους
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
 

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Η Πνευματική Διαθήκη του Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας

 

 "...Είμαι πλέον 79 χρονών. Η καρδιά μου εξασθενεί και οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν και είναι ολοφάνερο ότι πλησιάζει η ώρα της αναχώρησής μου από τούτη τη γη.
Ο Απ. Παύλος άφησε διαθήκη σε όλους τους Χριστιανούς. «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού».
Δεν τολμώ βέβαια να πω προς όλους τους Χριστιανούς, αλλά σε σας, τα παιδιά μου, μπορώ να πω: Μιμηθείτε εμένα, όπως και εγώ τον Απ. Παύλο.
Ήταν σκληρή και δύσκολη η ζωή μου, αλλά ουδέποτε προσευχήθηκα στον Θεό να γίνει εύκολη.

Διότι είναι «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν και ολίγοι εισιν οι ευρίσκοντες αυτήν» (Ματθ. 7, 14).

Και ακόμη, «διά πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Πράξ. 14, 22).
Διαβάστε ακόμη την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. «Τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου και Λάζαρος ομοίως τα κακά· νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι» (Λουκ. 16,25).

Για περισσότερα από 25 χρόνια η ζωή μου ήταν συνυφασμένη με την εργασία του αγροτικού χειρουργού και καθηγητή της χειρουργικής και μετά ένδεκα χρόνια διώξεων για το όνομα του Χριστού μέσα στις φυλακές και στις σκληρές εξορίες.

Από το 1944 συνδύαζα την επίπονη διακονία του Επισκόπου με την θεραπεία των τραυματιών στο Ταμπώφ και μόλις το 1946 ολοκληρώθηκε η χειρουργική μου δραστηριότητα και παρέμεινε μόνον η Αρχιερατική.

Στον πολύ κόσμο ήταν ακατανόητο πώς μπορούσε ένας μεγάλος χειρουργός, που τιμήθηκε με το Α' βραβείο Στάλιν, να αφήσει τη χειρουργική και να γίνει Επίσκοπος. Όμως δεν υπάρχει τίποτα το περίεργο σ' αυτό, γιατί από τα νεανικά μου κι' όλας χρόνια, ο Κύριος με προόρισε για την υπέρτατη μορφή διακονίας σ 'Αυτόν και τους ανθρώπους.

Όταν τελείωσα το Γυμνάσιο, στην τελετή αποφοίτησης, έλαβα από τον Διευθυντή του σχολείου το απολυτήριο Γυμνασίου, το οποίο το είχε βάλει στο Ιερό βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Το είχα διαβάσει και πριν, αλλά τώρα, όταν διάβασα εκ νέου τα λόγια του Χριστού απευθυνόμενα στους Αποστόλους: «ο μεν θερισμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι» (Ματθ. 9, 37-38), η καρδιά μου σκίρτησε και αναφώνησα σιωπηλά: «Ω, Κύριε! Σού λείπουν οι εργάτες;».

Πέρασαν χρόνια. Έγινα διδάκτωρ της Ιατρικής και σκέφθηκα να γράφω το βιβλίο «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων».

Όταν πήρα την απόφαση αυτή, μου ήρθε στο μυαλό η εξής περίεργη σκέψη: «Όταν θα ολοκληρωθή το βιβλίο αυτό, θα το υπογράφει το όνομα ενός επισκόπου». Δεν μπορούσα να καταλάβω από πού προερχόταν αυτή η σκέψη. Λίγα χρόνια αργότερα, όμως, κατάλαβα ότι ήταν μία σκέψη που μου είχε υποβληθεί από τον Θεό, διότι μετά την πρώτη μου σύλληψη, στο γραφείο του διοικητή των φυλακών, ολοκλήρωσα την πρώτη έκδοση του βιβλίου μου και στο εξώφυλλο έγραφα:« Επίσκοπος Λουκάς, Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων».

Πέρασαν ακόμη δύο χρόνια. Ήμουν στην πρώτη εξορία στη Σιβηρία, στην πόλη Γενισέισκ. Ήρθε τότε εντελώς ξαφνικά να με συναντήσει ένας μοναχός απ' το Κρασνογιάρσκ. Στην πόλη αυτή όλοι οι ιερείς είχαν προσχωρήσει στους «νεωτεριστές» και ο πιστός στην κανονική Εκκλησία λαός, έστειλε αυτό το μοναχό να χειροτονηθεί ιερέας, όχι σε μένα στο Γενισέισκ, αλλά στο Μινουσίνσκ σε έναν άλλο ορθόδοξο επίσκοπο.

Μία ανεξήγητη όμως δύναμη τον καθοδήγησε σε μένα στο Γενισέισκ. Όταν με αντίκρυσε, ξαφνιάστηκε, πάγωσε και βουβάθηκε. Αποδείχθηκε πως, όταν με είδε, αναγνώρισε ξεκάθαρα εκείνον τον αρχιερέα που είχε δει σε ένα αξέχαστο όνειρο, να τον χειροτονεί ιερέα δέκα χρόνια πριν, ενώ εγώ εκείνον τον καιρό ήμουν δημογιατρός στην πόλη Περεζλάβλ, Ζαλέσκι.

Ο Κύριος ο Θεός με προίκισε με διάφορα ταλέντα. Ταυτόχρονα με το Γυμνάσιο, τελείωσα και τη Σχολή Καλών Τεχνών του Κιέβου. Είχα μεγάλο ταλέντο στη ζωγραφική και αποφάσισα να δώσω στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στην Αγία Πετρούπολη.

Στα μισά των εξετάσεων όμως τις εγκατέλειψα, γιατί θεώρησα πως πρέπει να υπηρετήσω τον Θεό και τους ανθρώπους με έργο πιο ωφέλιμο απ' ό,τι η ζωγραφική. Αν και κείνο το διάστημα είχε ξεκαθαρίσει μέσα μου η κατεύθυνση της ζωγραφικής δραστηριότητας την οποία θα ακολουθούσα, εάν δεν εγκατέλειπα τη ζωγραφική: θα ήταν καθαρά θρησκευτική κατεύθυνση, ή θα ακολουθούσα τα ίχνη των Β. Βασνετσώφ και Νέστερωφ.

Από τότε με απασχολούσαν πολύ και επίμονα τα δύσκολα ζητήματα της θεολογίας. Το βασικό στοιχείο του χαρακτήρα μου ήταν η έντονα έκδηλη επιθυμία να υπηρετώ τον Θεό και τους ανθρώπους, και μόνο χάρη σ' αυτό, παρά την μεγάλη αντιπάθειά μου προς τις φυσικές επιστήμες, έδωσα εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κιέβου και τελείωσα με άριστα.

Από το Πανεπιστήμιο κιόλας εκδηλώθηκε το μεγάλο μου ταλέντο του ανατόμου και χειρουργού και οι συμφοιτητές μου δεν ήθελαν καν να ακούσουν πως προτίθεμαι να γίνω δημογιατρός. Είχαν αποφασίσει ομόφωνα πως θα γίνω καθηγητής ανατομίας ή χειρουργικής. Απ' ό,τι γνωρίζετε, είχαν μαντέψει σωστά το μέλλον μου.

Ως δημογιατρός εργάστηκα για δεκατρία χρόνια από 12 έως 14 ώρες την ήμερα. Σκεφτόμουν σοβαρά να εγκαταλείψω το δημοτικό νοσοκομείο και να πάω σε απομακρυσμένα χωριά όπου οι δύστυχοι άνθρωποι πεθαίνουν δίχως νάχουν καμμιά ιατρική βοήθεια. Ο Κύριος, όμως, είχε αποφασίσει διαφορετικά για μένα. Με έστειλε στην Τασκένδη, όπου ήμουν ένας από τους διοργανωτές του Πανεπιστημίου Μέσης Ασίας και καθηγητής της τοπογραφικής ανατομίας και άμεσης χειρουργικής. Ήταν οι αρχές της δεκαετίας του 1920.

Στα χρόνια της πλήρους ασυδοσίας των αντιθρησκευτικών διαδηλώσεων και καρνάβαλων, όπου χλεύαζαν τον Κύριο Ιησού Χριστό, η καρδιά μου φώναξε: «Δεν μπορώ να σιωπώ».

Στην Τασκένδη γινόταν τότε κληρικολαϊκό συνέδριο. Ήμουν παρών και για κάποιο σημαντικό πρόβλημα είχα κάνει μια ενθουσιώδη ομιλία. Αυτή η ομιλία είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στον Επίσκοπο Τασκένδης Ιννοκέντιο και στο τέλος του συνεδρίου μού είπε ξαφνικά. «Γιατρέ πρέπει να γίνετε ιερέας».

Ήταν εντελώς απροσδόκητο για μένα, αλλά τα λόγια του Αρχιερέα τα εξέλαβα ως κλήση του Θεού διά των χειλέων του και χωρίς να ταλαντευτώ ούτε ένα λεπτό, απάντησα. «Εντάξει, Σεβασμιότατε, αν είναι θέλημα Θεού, να γίνω ιερέας».

Και την επόμενη Κυριακή, εγώ, ο καθηγητής της ιατρικής, με ξένο δανεικό ράσο, παρουσιάστηκα στον Επίσκοπο που στεκόταν στον θρόνο και χειροτονήθηκα υποδιάκονος και κατά την διάρκεια της θ. Λειτουργίας διάκονος. Μετά από δύο εβδομάδες ήμουν ήδη ιερέας -εφημέριος στον καθεδρικό ναό.

Ένα χρόνο και δυο μήνες πριν από αυτό το μεγάλο γεγονός στη ζωή μου, πέθανε η σύζυγος μου και μητέρα σας. Ο μικρότερος από σας, ο Βαλεντίνος, ήταν τότε έξι χρονών και ο μεγαλύτερος, ο Μιχαήλ, δεκατεσσάρων.

Μετά από δύο χρόνια και τέσσερεις μήνες, ο Κύριος με αξίωσε του μεγάλου αξιώματος του επισκόπου. Η μεγάλη θεία πρόνοια για μένα και σας τα παιδιά μου φάνηκε, στο ότι ο Κύριος κάλεσε στην αιωνία ζωή τη μητέρα σας, επιτρέποντας ν' ασθενήσει από καλπάζουσα φυματίωση, κι έτσι μου άνοιξε το δρόμο για τον μοναχισμό και την αρχιερατική διακονία.

Όλες τις φροντίδες για σας, τα παιδάκια μου, τις ανέθεσα στον Κύριο και βέβαια, δεν διαψεύστηκα, ελπίζοντας σ’ Αυτόν. Για την μέριμνα και ανατροφή σας μου έστειλε μια σχεδόν άγνωστη έως τότε γυναίκα, τη Σοφία Σεργκέεβνα Βελέτσκαγια, η οποία, στη διάρκεια των φυλακίσεών μου και των τριών εξοριών, με μεγάλη αυταπάρνηση και αγάπη σήκωσε το βαρύ σταυρό των φροντίδων για σας στα χρόνια του λιμού, σας ανέθρεψε εξαιρετικά και σας έδωσε σχολική μόρφωση.

Αργότερα όλοι σας, οι τρεις γιοί και η κόρη μου, με τις φροντίδες και την βοήθεια των αγγέλων προστατών σας, ολοκληρώσατε τις ανώτατες σπουδές σας. Ο Μιχαήλ εδώ και καιρό έχει γίνει καθηγητής, ενώ ο Αλιόσα και ο Βάλια είναι διδάκτορες των ιατρικών και βιολογικών επιστημών και σε λίγο θα γίνουν επίσης καθηγητές.

Ο Κύριος δέχθηκε όλες τις θυσίες που του πρόσφερα, και όχι μόνο δέχθηκε, αλλά πολλά άλλαξε και διόρθωσε.

Εγκατέλειψα τη χειρουργική, χάρη του κηρύγματος για τον Ιησού Χριστό. Δεν σκεφτόμουν καν τη δόξα του χειρουργού, που σίγουρα μου ανήκε. Ενώ στον Θεό η δόξα αυτή ήταν χρήσιμη, σε μεγάλο βαθμό αύξανε την δύναμη και τη σημασία του κηρύγματος μου.

Το αναγνωρισμένο και φημισμένο βιβλίο μου «Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» το ολοκλήρωσα στην εξορία, όταν ήμουν πια αρχιεπίσκοπος. Για την αποφασιστικότητά μου να θυσιάσω τα πάντα προς δόξαν Του, ο Κύριος μού έδωσε ένα άλλο μεγάλο τάλαντο, του εκκλησιαστικού κηρύγματος, και οι εννιά τόμοι των κηρυγμάτων έχουν αναγνωριστεί από την πνευματική ακαδημία της Μόσχας ως «εξαιρετικό φαινόμενο στην σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία» και «θησαυρός ερμηνείας της Αγίας Γραφής».

Κι εγώ, ο αυτοδίδακτος στη θεολογία εξελέγην μέλος της πνευματικής Ακαδημίας της Μόσχας. Για την Εκκλησία, τα κηρύγματά μου θα έχουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία απ' ό,τι τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων».

Εκτός απ’ αυτά τα θαυμαστά γεγονότα, για τα οποία μίλησα παραπάνω και διά των οποίων ο Κύριος χωρίς να γνωρίζω πώς, μυστικά, με οδηγούσε στην Αρχιερατική διακονία, βίωσα πολλές φορές ακόμη την παρουσία του Θεού. Αισθάνθηκα αρκετά και αισθητά την παρουσία κι επικοινωνία με τον Θεό στην πνευματική ζωή και στις προσευχές μου.

Όμως, εάν για κάποιον από σας, όλα όσα είπα παραπάνω δεν είναι αρκετά (για να πεισθεί), νομίζω πως η ενασχόλησή του με τις φυσικές επιστήμες τόσο τον έχουν μαγέψει, που δεν θέλει να ακούει αυτά που έχω ζήσει, στα όσα έχω βιώσει αρκετά αισθητά και αδιαμφισβήτητα.

Άλλωστε, θα σας πω, όπως και νάχει, πόσο εκπληκτικά και ξεκάθαρα αποκαλύπτει ο Κύριος ο Θεός το θέλημά Του σε όσους Τον φοβούνται και Τον αγαπούν.

Όταν ήμουν στο Λένινγκραντ για εγχείρηση, κατά την τέλεση της παννυχίδας, ο Κύριος με θαυματουργικό τρόπο και συγκλονιστική δύναμη που μου προκάλεσε ρίγη τρόμου, μου έδωσε την εντολή: «Ποίμαινε τα πρόβατα μου, βόσκε τα αρνία μου».

Πέρασαν τα χρόνια κι εγώ από ύπουλο διαβολικό πειρασμό, ξέχασα την εντολή αυτή του Θεού. Και ο σατανάς έβαλε και πάλι στην ψυχή μου την ασυγκράτητη ορμή για τη χειρουργική. Γι’ αυτό και ο Κύριος με τιμώρησε με αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς. Δύο φορές χειρούργησε το μάτι μου ο καθηγητής Οντιντσώφ, αλλά ανεπιτυχώς, γιατί η τιμωρία έπρεπε να μείνει πάνω μου.

Τη μέρα μετά τη δεύτερη εγχείρηση, όταν ήμουν ξαπλωμένος με τα μάτια δεμένα, με κυρίευσε και πάλι το πάθος για τη χειρουργική, ενώ ο Κύριος μού έστειλε ένα εκπληκτικό όνειρο:

Ήμουν σε μία εκκλησία χωρίς φώτα. Το μόνο φωτισμένο σημείο ήταν το ιερό. Λίγο πιο πέρα απ’ το ιερό υπήρχε η λάρνακα ενός αγίου.

Πάνω στην Αγία Τράπεζα είχαν βάλει μια σανίδα και είχαν ακουμπήσει πάνω ένα γυμνό ανθρώπινο πτώμα. Πίσω και δίπλα στο ιερό, είδα τους φοιτητές και τους γιατρούς να καπνίζουν τσιγάρα κι εγώ να τους κάνω μάθημα ανατομίας πάνω στο πτώμα...

Ξαφνιάστηκα από ένα κρότο και, όταν γύρισα το κεφάλι μου, είδα ότι είχε πέσει το σκέπασμα από τη λάρνακα του αγίου. Ο άγιος ανακάθισε μέσα στη λάρνακα, γύρισε και με κοίταξε μ ' ένα βλέμμα γεμάτο παράπονο και επίπληξη. Με τρόμο κατανόησα, τελικά, το τεράστιο βάρος της αμαρτίας μου, την παρακοή μου στην εντολή του Κυρίου Ιησού Χριστού, «ποίμαινε τα πρόβατα μου, ποίμαινε τα αρνία μου».

Εδώ και δεκαπέντε χρόνια εκλιπαρώ τον Κύριο Ιησού Χριστό να με συγχωρήσει, επαναφέροντας στην μνήμη μου με σαφήνεια το τρομακτικό μου όνειρο και το σώμα του νεκρού που κείτονταν στην Αγία Τράπεζα. Πρόσφατα πληροφορήθηκα από τον Θεό πως η αμαρτία μου συγχωρήθηκε. Από μέρα σε μέρα, όλο και λιγότερο ξεκάθαρα έβλεπα το πτώμα στην Αγία Τράπεζα, ώσπου τελικά εξαφανίστηκε εντελώς.

Και τώρα, παιδιά μου, ας περάσω στα τελευταία λόγια των εντολών και διαθηκών μου προς εσάς.

Πιστεύω βαθειά στον Θεό και όλη την ζωή μου την έκτισα πάνω στις εντολές Του. Και σε σας κληροδοτώ όλη τη ζωή σας να την αφιερώσετε στον Θεό και να χτίζετε όλα και πάντα πάνω στις εντολές του Χριστού.

Για πολύ καιρό και με μεγάλη επιμονή έπλεα κόντρα στο ρεύμα, και σε σας τα παιδιά μου κληροδοτώ να πλέετε κόντρα στο ρεύμα, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό.

Να αποστρέφετε το βλέμμα σας και την καρδιά σας από εκείνη τη μεγάλη πλειοψηφία της ανθρωπότητας, που επιδιώκει όχι τους υψηλούς στόχους, αλλά εκείνους που είναι πιο εύκολο να επιτευχθούν. Να μην προσχωρήσετε σ' αυτή τη μεγάλη πλειοψηφία που ζει όχι με το δικό της νου, αλλά με το νου των ηγετών και χτίζει τη ζωή της, όχι με τις ιερές εντολές του Χριστού, αλλά με τις υποδείξεις εκείνων που έχουν την εξουσία να καθοδηγούν τους ανθρώπους μόνον εκεί, όπου κατά τη γνώμη τους πρέπει να πηγαίνουν, όχι χάρη της βασιλείας των ουρανών, αλλά για χάρη της επίτευξης των αγαθών της επίγειας βασιλείας.

Σκοπό της ζωής να θέσετε την επιδίωξη της ύψιστης αλήθειας και να μην παρεκκλίνετε απ’ αυτό το δρόμο, αν σας αναγκάσουν να υπηρετήσετε τους σκοπούς της κατώτερης αλήθειας, καταπατώντας την ύψιστη αλήθεια του Χριστού.

Να είσαστε έτοιμοι ακόμη και για το μαρτύριο, εφ' όσον πλέετε κόντρα στο ρεύμα, να τηρείτε πλήρη πίστη ακόμη και στις σκέψεις, στους άντρες και τις γυναίκες σας, όπως τήρησα κι εγώ.

Στις επιστημονικές ενασχολήσεις και στο έργο σας πάνω στη μελέτη των μυστηρίων της φύσης, μην επιδιώκετε τη δόξα για τον εαυτό σας, αλλά μόνο το να ελαφρύνετε τον πόνο των ασθενών και αβοήθητων συνανθρώπων σας.

Να θυμάστε ότι σ' αυτό το έργο εγώ, ο πατέρας σας, αφιέρωσα όλη μου τη ζωή. Μιμηταί μου γίνεσθε, όπως κι εγώ του Απ. Παύλου και να μην εργάζεστε για την κοιλιά σας, αλλά πρώτ' απ’ όλα και πάνω απ’ όλα να φροντίζετε εκείνους που δίχως την βοήθειά σας δεν μπορούν να απελευθερωθούν από τη μέγγενη της ανέχειας και του ψέματος.

Εάν εκπληρώσετε όλα, όσα κληροδοτώ σε σας, θα κατέβη σε σας η ευλογία του Θεού, σύμφωνα με τα αδιάψευστα λόγια του προφητάνακτα Δαβίδ. «Το δε έλεος του Κυρίου από του αιώνος και έως του αιώνος επί τους φοβούμενους αυτόν, και η δικαιοσύνη αυτού επί υιοίς υιών τοις φυλάσσουσι την διαθήκην αυτού και μεμνημένοις των εντολών αυτού του ποιήσαι αυτάς» (Ψαλμ. 102).

Γι' αυτή την ευλογία και τη χάρη του Θεού πάντα προσευχόμουν στη ζωή μου για σας τα παιδιά μου, τα εγγόνια και δισέγγονά μου και, βέβαια, πάντα θα προσεύχομαι στην αιώνια ζωή, όταν θα σταθώ εμπρός στο βήμα του Θεού μου και Θεού σας, Δημιουργού μου και Δημιουργού σας.

Και ο καιρός αυτός προφανώς είναι κοντά, γιατί εξασθένησαν η καρδιά μου και οι δυνάμεις μου.

Ο πατέρας σας


 Αλούστα 22 Ιουλίου 1956


 

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Προς την Αιωνιότητα !

 

Η σκέψη του θανάτου είναι ικανή να παρακινήσει τον αμαρτωλό σε μετάνοια. Μας είναι και γνωστός και άγνωστος ο θάνατος. Γνωστός, γιατί ξέρουμε ότι όλοι θα πεθάνουμε. Άγνωστος, γιατί δεν ξέρουμε πότε, πού και πώς θα πεθάνουμε. Όσο περισσότερο ζούμε, τόσο περισσότερο μικραίνει η ζωή μας, τόσο λιγοστεύουν οι μέρες μας και πλησιάζουμε στο θάνατο. Είμαστε πιο κοντά του σήμερα απ΄ό,τι χθές, αυτή την ώρα απ΄ό,τι την προηγούμενη. Ο θάνατος βαδίζει αόρατος πίσω απ΄τον καθένα και τον αρπάζει τότε που δεν το υποπτεύεται. Εντούτοις, σχεδόν όλοι οι άνθρωποι - και μάλιστα οι υγιείς και οι δυνατοί - κάνουν τις ακόλουθες σκέψεις για τον ευατό τους:

- Εγώ θα ζήσω ακόμη αρκετά. Είναι πολύ μακριά το τέλος μου. Θα μαζέψω πλούτη και θα ευφραίνομαι. Μα ορμάει ξαφνικά εναντίον τους ο θάνατος και σβήνουν τα όνειρα και οι επιθυμίες. Και πεθαίνει γρήγορα εκείνος που έταξε στον εαυτό του μακροζωία. Και αφήνει τ΄αγαθά του και το σώμα του στον κόσμο εκείνος που ήθελε να συγκεντρώνει πλούτη. Άγνωστο λοιπόν μας είναι το τέλος, χριστιανοί.

Ο φιλάνθρωπος Θεός, που φροντίζει για το καλό μας, τα καθόρισε έτσι, ώστε να είμαστε πάντα έτοιμοι και να καταφεύγουμε στην ειλικρινή μετάνοια. Με ό,τι θα φύγει ο άνθρωπος από δω, μ΄αυτό και θα παρουσιαστεί μπροστά στο κριτήριο του Χριστού.


Αδελφοί, ας συλλογιστούμε προσεκτικά αυτά τα λόγια κι ας μετανοήσουμε, για να μην ταξιδέψουμε προς την αιωνιότητα με τις αμαρτίες μας και εμφανιστούμε μ΄αυτές σ΄εκείνο το δικαστήριο. Ο φιλεύσπλαχνος Θεός μας υποσχέθηκε το έλεός Του, δεν μας υποσχέθηκε όμως ότι θα ζούμε το επόμενο πρωί. Και τούτο, για να είμαστε προσεκτικοί, και όταν ξυπνάμε, να θυμόμαστε το θάνατό μας, να διορθώνουμε τον εαυτό μας, να ετοιμαζόμαστε για την έξοδό μας, ώστε να έχουμε μακάριο τέλος. Είναι φοβερή η ώρα του θανάτου.

Όλοι οι άγιοι τη σκέφτονταν κι έκλαιγαν, ικετεύοντας τον φιλάνθρωπο Θεό να τους ελεήσει εκείνη την ώρα. Εκπληκτικό! Να κλαίνε οι άγιοι στη σκέψη του θανάτου, και οι αμαρτωλοί ωστόσο να μη συγκινούνται, αν και καθημερινά κάποιον βλέπουν να πεθαίνει. Φτωχοί αμαρτωλοί! Γιατί κοιμόμαστε, ενώ ο διάβολος σαν κλέφτης αρπάζει τη σωτηρία μας; Ας γράψουμε στη μνήμη μας την ώρα του θανάτου και ας είμαστε έτοιμοι. Απ΄αυτήν θα εξαρτηθεί, αν ο άνθρωπος θα είναι αιώνια ευτυχισμένος ή αιώνια δυστυχισμένος.

Από το θάνατο ανοίγουν για τον καθένα οι πύλες της αιωνιότητας, ο δρόμος για την αιώνια μακαριότητα ή την αιώνια δυστυχία. Απ΄αυτόν τον σταθμό αρχίζει ο άνθρωπος να ζει ή να πεθαίνει αιώνια. Πού βρίσκονται τώρα όσοι έζησαν πρίν από μας και πέρασαν τη ζωή τους αμετανόητα, με κραιπάλες και ηδονές; Έφυγαν απ΄αυτόν τον κόσμο, αφήνοντας εδώ όλες τους τις χαρές. Οδηγήθηκαν καθένας στον τόπο του, περιμένοντας την τελευταία Κρίση, οπότε θα λάβουν την αμοιβή των έργων τους.


Γι΄αυτό εφόσον δεν ήρθε ακόμα για μας εκείνη η ώρα, ας στραφούμε ολόψυχα προς το Θεό μας με την πίστη και τη μετάνοια, ώστε να κερδίσουμε την αιωνιότητα. Αγαπητέ χριστιανέ! Ο θάνατος μας ακολουθεί βήμα προς βήμα χωρίς να τον βλέπουμε, και το τέλος φτάνει τότε που δεν το περιμένουμε. Γι΄αυτό να βρίσκεσαι συνέχεια σε κατάσταση μετάνοιας, έτοιμος παντού και πάντοτε για την αναχώρησή σου. Ο συνετός δούλος είναι πάντα άγρυπνος και περιμένει πότε θα τον καλέσει ο Κύριός του.

Αγρύπνα κι εσύ και περίμενε πότε θα σε καλέσει ο Κύριός σου, ο Χριστός. Να ζεις όπως θα ήθελες να σε βρει ο θάνατος. Να ζεις με ευσέβεια και να εργάζεσαι με φόβο και τρόμο για τη σωτηρία σου. Έτσι δεν θα στερηθείς την αιώνια σωτηρία, που μας δώρισε ο Κύριός μας με το αίμα Του και το θάνατό Του. Έτσι θα τελειώσεις τη ζωή σου χριστιανικά. Και είναι πραγματικά μακάριοι οι νεκροί εκείνοι πού πεθαίνουν πιστοί στον Κύριο και ενωμένοι μαζί Του".

(Από το βιβλίο “ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ”, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ)
 
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ: Ο θάνατος (Αγ. Τύχων, αρχιεπ. Βορονέζ και Ζαντόνσκ)
 
 

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Δέησις Αμαρτωλού !

 
 
Ἰησοῦ Χριστέ, τὸ καλὸ ὄνομα, ὁ γλυκασμός μου, ἡ ἐπιθυμία μου καὶ ἡ ἐλπίδα μου, σὺ ποὺ ἔγινες ἄνθρωπος γιὰ μᾶς καὶ τακτοποίησες τὰ πάντα μὲ σοφία γιὰ τὴ σωτηρία μας!

 Σὲ δοξάζω, Κύριε Θεέ μου, μὲ ὅλη τὴν καρδιά μου. Γονατίζω μπροστά Σου μὲ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή μου καὶ ἐξομολογοῦμαι τὶς ἁμαρτίες μου. Σκῦψε καὶ σὺ καὶ ἄκουσε τὴ δέησή μου καὶ συγχώρησε τὴν ἀσέβειά μου.

 Ἁμάρτησα, ἀνόμησα, ἐπλημμέλησα, παρώξυνα καὶ παραπίκρανα Ἐσένα τὸν ἀγαθό μου Κύριο καὶ τροφέα καὶ προστάτη. Δὲν ὑπάρχει εἶδος κακίας ποὺ δὲν ἔκανα μὲ ἔργο καὶ μὲ λόγο, ἐν γνώσει καὶ ἐν ἀγνοίᾳ καὶ μὲ ἐνθυμήσεις καὶ σκέψεις πονηρὲς πολὺ ἁμάρτησα.

 Καὶ ὅσες φορὲς ὑποσχέθηκα νὰ μετανοήσω ἄλλες τόσες ξανάκανα τὰ ἴδια.

Εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ μετρηθοῦν οἱ σταγόνες τῆς βροχῆς παρὰ οἱ ἁμαρτίες μου. Ἔφτασαν καὶ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου ἀκόμα!

 Γιατὶ ἀπὸ τὰ νιάτα μου καὶ μέχρι σήμερα ἄνοιξα τὶς πόρτες τῆς ψυχῆς μου στὶς ἄτοπες ἐπιθυμίες, δούλεψα στὶς ἄτακτες καὶ ἀχαλίνωτες ὁρμές, λέρωσα τὸν λευκὸ χιτῶνα τοῦ βαπτίσματος, μόλυνα τὸν ναὸ τοῦ σώματός μου, καὶ βρώμισα τὴν ψυχή μου μὲ τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας ποὺ διέπραξα.

 Σὺ τὰ ξέρεις ὅλα – τί νὰ τὰ λέω;
 
Ἡ καρδιά μου συντρίβεται καὶ ἡ ψυχή μου βουλιάζει μέσα στὴν ἀπορία, γιατὶ ἂν καὶ τόσα ἁμαρτήματα ἔκανα, οὔτε ἕνα μικρὸ ἔργο μετάνοιας δὲν παρουσίαση. Γι’ αὐτὸ εἶναι ταραγμένη ἡ ψυχή μου, γεμάτη ὀδύνη καὶ κατήφεια.

 Παρὰ ταῦτα δὲν μπορῶ παρὰ νὰ ἐλπίζω στὴ σωτηρία μου ἐλπίζοντας στὴν ἀγάπη σου.

Ἐλέησέ με, Θεέ μου, μὲ τὸ μέγα ἔλεός σου, γιατὶ σὲ Σένα πιστεύω. Συγχώρησέ με τὸν ἀχρεῖο καὶ ταπεινό. Ἄκουσε τὴν προσευχὴ τοῦ ταπεινοῦ δούλου σου. Σὰν ἄνθρωπος ἁμάρτησα. Ὡς Θεὸς συγχώρεσέ με γιὰ τὴν πολλή σου ἀγαθότητα καὶ τὴν ἀνέκφραστη εὐσπλαχνία καὶ φιλανθρωπία, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς πανενδόξου, πανυμνήτου, ὑπερευλογημένης καὶ κεχαριτωμένης, ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας. Ἀμήν.


Του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου
 
 

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Ερωτική Σχέση με Τον Αναστάντα Ιησού Χριστό !

 

 
Η περίπτωση του Ιωσήφ τού από Αριμαθαίας και των Μυροφόρων γυναικών χαρακτηρίζεται από μια «κίνηση καρδιάς». Γιατί, ο μεν πρώτος «τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού», οι δε Μυροφόρες «λίαν πρωί της μιάς των Σαββάτων, έρχονται επί το μνημείο», γνωρίζοντας ότι θα δυσκολευτούν να «αποκυλίσουν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου».

Ενώ οι ένδεκα μαθητές, στηριγμένοι στη λογική που έλεγε ότι μετά το διδάσκαλό τους ακολουθεί η δική τους σύλληψη και θανάτωση, έμειναν κλεισμένοι στο υπερώον της Ιερουσαλήμ, ο Ιωσήφ και οι Μυροφόρες, στηριγμένοι στη «λογική της αγάπης», συμπορεύονται με τον Κύριό τους και πέραν του τάφου. Γι’ αυτό και Τον συναντούν και Τον βλέπουν Αναστημένο και δοξασμένο «εν ετέρα μορφή».

Φαίνεται πως η συνάντηση με τον Αναστάντα Χριστό δεν μπορεί να γίνει όσο η ιδιοτέλεια και η λογική καθορίζουν τη χριστιανική ζωή. Υπάρχουν στιγμές στην πορεία της ζωής που θα κληθούμε ν’ αποφασίσουμε, ευρισκόμενοι σε σταυροδρόμι, ποιο δρόμο θέλουμε να ακολουθήσουμε.

Συνήθως θεωρείται πως με το να προσπαθεί κάποιος να τηρήσει τους κανόνες της Εκκλησίας και με το να προσπαθεί ακόμα να είναι ένας ηθικός άνθρωπος, έχει γνώση Θεού. Αλλά οι κανόνες και η ηθική χωρίς το Χριστό δεν μπορούν να δώσουν Ζωή αιώνια. Ο Χριστός, ως νικητής του θανάτου, ζωοποιεί και χαροποιεί τη ζωή μας. Κι αυτό γίνεται, όταν ενωθούμε υπαρξιακά μαζί Του, με το θείο έρωτα που υπερβαίνει τα πρέπει, το καθήκον και την ηθική.

Οι άγιοι, ως εραστές του Θεού, τηρούν τις εντολές Του κινούμενοι από αγάπη. Γι’ αυτό και δεν έχουν απλά ικανοποίηση και ευχαρίστηση, αλλά χαρά που γεμίζει την ύπαρξή τους και τη μεταδίδουν και στους γύρω τους.

Το ζητούμενο είναι να δημιουργήσουμε σχέση με το Χριστό ως πρόσωπο που ερωτεύεται και Τον ερωτεύονται, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, πράγμα που θα μεταμορφώσει τη ζωή μας. Στην πραγματικότητα ο αγώνας μας βρίσκεται στο να αναπτύξουμε την αγάπη αυτή με την προσευχή ως συνομιλία και συνουσία μαζί Του, κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, να τηρούμε τις εντολές Του ως έκφραση αγάπης και να ποθούμε να ζήσουμε αιώνια μαζί Του, αρχίζοντας από αυτή τη ζωή.

Αυτά μπορεί να φαντάζουν αδύνατα και ακατόρθωτα. Όμως, όταν υπάρχει ειλικρίνεια στις προθέσεις μας και θέλουμε να γευτούμε την παρουσία Του, τότε ο Αναστάς Κύριος, που πρώτος μας αγάπησε μέχρι Σταυρού και θανάτου, θα μας συναντήσει στην καρδία, μυστικά και αληθινά, και θα αρχίσουμε να νιώθουμε τη γλυκύτητά Του. Αυτή η εμπειρία θα ενεργοποιήσει την προσπάθειά μας για να τη νιώθουμε συνεχώς.

Η Κυριακή των Μυροφόρων, η τρίτη μετά το Πάσχα, μας θυμίζει τον ξεχασμένο έρωτά μας, τη χαρά της ζωής, που οι μέριμνες, η οκνηρία και η επιπολαιότητά μας μάς στερούν.

Ευλογημένοι όσοι ζουν τη χριστιανική ζωή ως ερωτική σχέση με τον Αναστάντα Χριστό, ότι «αυτών εστίν η Βασιλεία των ουρανών».
 
π. Ανδρέας Αγαθοκλέους
 
 

Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Πασχάλια Πίστη !

 


Τις μέρες μετά το Πάσχα, επιστρέφω συνεχώς και ασυνείδητα στο ίδιο ερώτημα: αν η πρωτάκουστη διαβεβαίωση «Χριστός ανέστη» περιέχει ολόκληρη την ουσία, το βάθος και το νόημα της χριστιανικής πίστης, αν κατά τα λόγια του αποστόλου Παύλου «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ... κενή δε και η πίστις υμων» (Α'; Κορ. 15,14), τι να σημαίνει τότε άραγε αυτό το γεγονός για τη ζωή μου;
 
Άλλο ένα Πάσχα ήρθε και έφυγε. Για άλλη μια φορά ζήσαμε αυτή την εκπληκτική νύχτα, τη θάλασσα των αναμμένων κεριών, τη μεγάλη συγκίνηση, εκεί ήμασταν ξανά, στο μέσο μιας ακολουθίας ακτινοβόλας χαράς, που ολόκληρο το περιεχόμενό της ήταν σαν ένας ύμνος αγαλλιάσεως: «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια, εορταζέτω γουν πασα κτίσις την έγερσιν Χριστου, εν ω εστερέωται».

Τι χαρούμενα νικητήρια λόγια! Τα πάντα ενώνονται: ουρανός, γη και το υποχθόνιο βασίλειο του θανάτου. Ολόκληρος ο κόσμος συμμετέχει σ' αυτή τη νίκη και στην ανάσταση του Χριστού ανακαλύπτει το δικό του νόημα και τη δική του αυτοπεποίθηση.
Όμως πέρασε, η νύχτα τέλειωσε, η γιορτή ολοκληρώθηκε, αφήνουμε το φως και επιστρέφουμε στον κόσμο, κατεβαίνουμε στη γη και εισερχόμεθα πάλι στην ομαλότητα, στην καθημερινότητα, στην πραγματικότητα της ζωής μας. Και τι βρίσκουμε; Όλα είναι ίδια, τίποτε δεν άλλαξε, και φαίνεται πώς τίποτε, απολύτως τίποτε δεν έχει κάτι το κοινό με τον ύμνο που ακούσαμε στην εκκλησία, «εορταζέτω γουν πασα κτίσις την έγερσιν Χριστου, εν ω εστερέωται
».
Και τώρα αμφιβολίες αρχίζουν να εισβάλλουν στην ψυχή μας. Αυτά τα τόσο όμορφα και υπέροχα λόγια -πιο όμορφα και υπέροχα από κάθε άλλο λόγο πάνω στη γη- μπορούν να είναι απλώς μια ψευδαίσθηση, ένα όνειρο; Η ψυχή και η καρδιά πίνουν παθιασμένα απ'; αυτά τα λόγια, αλλά ηψυχρή λογική αποφαίνεται: όνειρα, αυταπάτη! Δυο χιλιάδες χρόνια πέρασαν και τι μπόρεσαν να κάνουν αυτά τα λόγια; Θεέ μου, πόσο συχνά οι χριστιανοί δε χαμηλώνουν το κεφάλι τους βλέποντας το, και ούτε καν προσπαθούν να συναρμολογήσουν τα κομμάτια του παζλ. Άφησέ μας μόνους, μοιάζει να λένε στον κόσμο, άφησέ μας το τελευταίο πράγμα που μας απόμεινε, την άνεση και τη χαρά! Μην ανακατεύεσαι τη στιγμή που διακηρύσσουμε στις εκκλησιές, πίσω από κλειστές πόρτες, πώς ολόκληρος ο κόσμος αγάλλεται. Αν δεν ανακατευτείς, δε θα ανακατευτούμε κι εμείς στον τρόπο με τον οποίο ευχαριστείσαι να κτίζεις, να κατευθύνεις και να ζεις σ'; αυτόν τον κόσμο ...;
Στη βαθύτερη όμως γωνιά της συνείδησής μας, γνωρίζουμε πώς αυτή η ατολμία και αυτός ο μινιμαλισμός, αυτή η εσωτερική φυγή σ' ένα μυστικό εορτασμό είναι ασυμβίβαστη με το αυθεντικό νόημα και τη χαρά του Πάσχα. Ο Χριστός ή ανέστη ή δεν ανέστη. Ή το ένα ή το άλλο! Αν ανέστη (γιατί άλλωστε θα είχαμε την πασχαλινή αγαλλίαση να γεμίζει ολόκληρη τη νύχτα με φως, θρίαμβο και νίκη, αν σε μια αποφασιστική και μοναδική στιγμή στην ανθρώπινη και παγκόσμια ιστορία, αυτή η ανήκουστη νίκη πάνω στο θάνατο συνέβη πραγματικά, τότε όλα τα πράγματα του κόσμου έχουν γίνει όντως διαφορετικά και νέα, είτε οι άνθρωποι το γνωρίζουν είτε όχι. Τότε όμως εμείς, ως πιστοί, ως αυτοί που χαρήκαμε και γιορτάσαμε, έχουμε την ευθύνη να γνωρίσουν και να πιστέψουν και άλλοι, να δουν, να ακούσουν και να εισέλθουν σ' αυτή τη νίκη και σ' αυτή τη χαρά.
Οι πρώτοι χριστιανοί δεν αποκαλούσαν την πίστη τους θρησκεία, αλλά Καλά Νέα («Ευαγγέλιον»), και είχαν σκοπό να το διαδώσουν και να το διακηρύξουν στον κόσμο. Γνώριζαν και πίστευαν πώς η ανάσταση του Χριστού δεν ήταν απλώς ευκαιρία για μία ετήσια γιορτή, αλλά πηγή μιας ενεργητικής και μεταμορφωμένης ζωής. Αυτό που άκουγαν να ψιθυρίζεται, το φώναζαν «από των δωμάτων» (Ματθ. 10, 27) ...;
«Και τι μπορώ να κάνω;» απαντά η σώφρων και ρεαλιστική λογική. «Πώς μπορώ να διακηρύξω ή να φωνάξω ή να μαρτυρήσω; Εγώ, ένας αδύνατος μικρός κόκος άμμου, χαμένος ανάμεσα στις μάζες;» Η ένσταση όμως αυτή της λογικής και του «υγιούς μυαλού» είναι ένα ψέμα, ίσως το τρομερότερο και δαιμονικότερο ψέμα του σημερινού κόσμου. Ο κόσμος μας έχει κατά κάποιο τρόπο πείσει πώς η δύναμη και η σπουδαιότητα προέρχεται μόνο από τους μεγάλους αριθμούς, τα πλήθη, τις μάζες. Τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος ενάντια σε όλους τους άλλους; Είναι όμως σωστό πως, παρά το ψέμα, η θεμελιώδης βεβαιότητα του Χριστιανισμού πρέπει να κηρυχθεί με όλη τη δύναμη και την απαράμιλλη λογική της. Ο Χριστιανισμός ισχυρίζεται πως ένας άνθρωπος μπορεί να είναι δυνατότερος από κάθε άλλον, και πως αυτός ο ισχυρισμός είναι ακριβώς τα καλά νέα του Χριστού. Σκεφτείτε αυτούς τους αξιόλογους στίχους από το έργο του Μπόρις Πάστερνακ, «ο κήπος της Γεσθημανή»:


Παραιτήθηκε χωρίς έχθρα,
σαν να γύριζε δανεισμένα πράγματα,
τα θαύματά Του και τη δύναμή Του.
Και τώρα, ήταν θνητός σαν εμάς.


Αυτή είναι η αληθινή ιστορία του Χριστού: άνθρωπος δίχως εξουσία, έχθρα, οποιαδήποτε επίγεια δύναμη. Ένας άνθρωπος! Εγκαταλελειμένος, προδομένος, απορριμμένος από όλους! Όμως νικητής.



Ο Πάστερνακ συνεχίζει:


Βλέπεις την προέλαση των αιώνων,
σαν την πορεία προς Εμμαούς.
Μπορεί ν' ανάψει τις καρδιές στο δρόμο.
Λόγω της φοβερής μεγαλοσύνης
που υπάρχει στο εθελούσιο μαρτύριο,
κατεβαίνω μέχρι τον τάφο.
Κατεβαίνω στον τάφο
και στην Τρίτη μέρα «αναστήσομαι»,
Και σαν τις σχεδίες που πλέουν στο ποτάμι,
έτσι σε μένα για την κρίση,
όπως οι μαούνες στη σειρά,
οι αιώνες, από το σκοτάδι, θα έρχονται παρασυρμένοι ...;
«Μπορεί ν' ανάψει τις καρδιές στο δρόμο ...;». Στη φράση «μπορεί ν' ανάψει» βρίσκουμε το κλειδί της απάντησης στις αμφιβολίες της «σώφρονος» λογικής. Τι θα συνέβαινε αν ο καθένας που έχει ζήσει τη χαρά της ανάστασης, που έχει ακούσει για τη νίκη της, που πίστεψε σ'; αυτό που επιτελέστηκε, άγνωστο στον κόσμο, αλλά μέσα στον κόσμο και χάριν αυτού, αν ο καθένας μας, ξεχνώντας τους μεγάλους αριθμούς, τα πλήθη και τις μάζες, μετέδιδε αυτή τη χαρά και αυτή την πίστη μόνο σε έναν άλλον άνθρωπο, άγγιζε μόνο μια άλλη ανθρώπινη ψυχή; Αν αυτή η πίστη και η χαρά μπορούσε να είναι μυστικά παρούσα σε κάθε συζήτηση, ακόμη και στην πιο ασήμαντη, στις κοινές πραγματικότητες της καθημερινής μας ζωής, θα άρχιζε αμέσως, εδώ και τώρα, σήμερα να μεταμορφώνεται ο κόσμος και η ζωή. Ο Χριστός είπε, «ουκ έρχεται η βασιλεία του Θεού μετά παρατηρήσεως» (Λουκ.17,20). Η Βασιλεία του Θεού έρχεται με δύναμη, φως και νίκη κάθε φορά που οι πιστοί τη μεταφέρουν μαζί τους από την εκκλησία στον κόσμο, και αρχίζουν να τη ζουν στη ζωή τους. Τότε τα πάντα, πάντοτε και κάθε στιγμή «μπορούν ν' ανάψουν τις καρδιές στο δρόμο ...;».


Αλέξανδρος Σμέμαν

 

Τετάρτη 17 Απριλίου 2013