Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Μακεδονίτισσας

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Μακεδονίτισσας
Άγιοι του Θεού πρεσβεύετε υπέρ ημών !

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Ανακοίνωση

 
Σας ενημερώνουμε ότι από σήμερα το απόγευμα στις 4.00 μμ
θα έχουμε την ευλογία να έχουμε στον Ναό των Αγίων Παντων
στην Μακεδονίτισσα για προσκύνηση Τα Ιερά Λείψανα
Του Αγίου Εφραίμ , τα οποία θα παραμείνουν στον Ναό μας
μέχρι την Κυριακή 17/2/2013 .
 
***
 

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

Προσευχὴ ὑπὲρ τῆς ἐσωτερικῆς γαλήνης

 
 
Θεέ μου, κᾶνε με νὰ ἔχω εὐγένεια.

Ὅταν οἱ πόρτες δίπλα μου βροντοῦν, βοήθησέ με νὰ μιλῶ ἤρεμα.

Ὅταν οἱ ἀπαιτήσεις τῶν ἄλλων ξεπερνοῦν τὴν ἀντοχή μου, δῶσε γλυκύτητα στὴ φωνή μου.

...
Ὅταν ἔχω νὰ κάνω μὲ τοὺς ἄλλους ποὺ μὲ πληγώνουν, δῶσε μου τὴ σιωπὴ τῆς ταπεινοφροσύνης.

Νἆναι ἡ φωνή μου ἁπαλὴ ὅταν ὑπογραμμίζει, νἆναι τρυφερὴ ὅταν ὑποδεικνύει, ἔτσι ποὺ νὰ ἐγγίζει χωρὶς νὰ ξεσκίζει. Νὰ εἰσχωρεῖ στὴν καρδιὰ χωρὶς νὰ ματώνει.

Ἂς ἔχω θεέ μου, ἰσορροπία στὶς μικρὲς ἀναποδιὲς καὶ στὰ μεγάλα προβλήματα. Ἂς συνειδητοποιήσω πῶς ἡ εὐγένεια εἶναι ἡ δύναμη καὶ ὄχι ὁ πόλεμος ποὺ καταρρακώνει τὴν ἀξιοπρέπεια τῶν ἄλλων καὶ θάβει τὴν δική μου ὑπόληψη.

Ἂς μὴν καταναλίσκω πολύτιμη ἐνέργεια μὲ τὴν διαπεραστική, ἄγρια φωνή μου, ποὺ μόνο θύελλες ξεσηκώνει καὶ καμία λύση δὲν δίνει.

Μαλάκωσε, Σὲ παρακαλῶ, τὶς τραχιὲς ἄκρες τοῦ χαρακτῆρα μου, ποὺ ἀπομακρύνουν τοὺς δικούς μου ἀπὸ τὴ φωλιά τους.

Προτοῦ σερβίρω τὴν συνταγὴ τοῦ σωστοῦ, ἂς ἔρθω στὴ θέση τοῦ ἄλλου γιὰ νὰ προλάβω τὸν ἑαυτό μου νὰ μὴ χειρονομεῖ ἀνεξέλεγκτα, ἀλλὰ νὰ κατανοεῖ γιὰ νὰ βοηθήσει.

Οἱ εὐγενικοί μου τρόποι, ἂς δημιουργοῦν κλίμα εὔκρατο στὸ σπιτικό μου γιὰ νὰ εὐδοκιμοῦν οἱ καρποὶ τοῦ Παναγίου Σου Πνεύματος.

Σὲ παρακαλῶ, Θεέ μου, γέμισε τὸ εἶναι μου μὲ τὴν Παρουσία Σου, γιὰ νὰ μπορῶ ἀληθινὰ νὰ χαμογελῶ καὶ οἱ ἄλλοι νὰ ἐκτονώνονται ἀπὸ τὴν ἔνταση ποὺ τοὺς δημιουργεῖ ἡ καθημερινὴ ζωή.

Βοήθησέ με νὰ ἔχω τὴν δύναμη, εἰλικρινὰ νὰ ἐπαινῶ τὰ σωστὰ τῶν ἄλλων, γιὰ ν᾿ ἀρχίσουν ν᾿ ἀγαποῦν τὸ τέλειο, τὸ σεμνό, τὸ ὡραῖο.

Ἂς μποροῦσα νἄχω ἔντονη πνευματικότητα ἀλλὰ διακριτικὴ παρουσία γιὰ νὰ διψάσουν τὸ Ἅγιο καὶ νὰ ἀναζητήσουν Ἐσένα!

Ἂς μὴν ἐξάπτωμαι ὅταν δὲν συμφωνοῦν μαζί μου, ἀλλὰ νὰ χαίρωμαι τὴν ὀντότητα ποὺ ἀποκτοῦν.

Ἂς μὴν ἀπομακρύνωμαι ἀπὸ ἀγαπημένα μου πρόσωπα, ὅταν ζοῦν τὴν ἀνεξαρτησία ποὺ δικαιοῦνται, ἀλλὰ μέσα στὸν δρόμο Σου.

Ἂς μὴν ὑπενθυμίζω, Κύριε, λάθη παλιά, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ξαναρχίζουν τὸν ὡραῖο τους ἀγῶνα.

Ἂς ἔχω τὴν σοφία νὰ μὴν κάνω συγκρίσεις, γιὰ νὰ μὴν μειώνω τὴν αὐτοπεποίθησή τους.

Καὶ ὅταν τὸ πρόγραμμα τῆς ἡμέρας μου παραβιάζεται, ἂς ἔχω τὴν εὐελιξία νὰ προσαρμόζωμαι χωρὶς νὰ στενοχωρῶ. Μοῦ εἶπες, Κύριε, πὼς ἡ εὐγένεια εἶναι συνώνυμη τῆς ἀγάπης. Δὲν μοῦ μένει, λοιπόν, παρὰ μέτρο ἀναφορᾶς μου νἆναι ὁ Ὕμνος τῆς ἀγάπης τοῦ Ἀποστόλου Σου, κι ἔτσι μὲ τὴν ψυχὴ γεμάτη ἀπὸ τὴ δική Σου ἀγάπη, νὰ φέρωμαι εὐγενικά.
Βοήθησε, Κύριε!



( Η πιο πάνω προσευχὴ ποὺ βοηθᾷ στὸν αὐτοέλεγχο, τὴν ἠρεμία καὶ τὴν γαλήνη της ψυχής )

(Από το περιοδικὸ Διακονία καὶ Μαρτυρία, ἔκδ. Ἱ.Μ. Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας.)

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

Η προετοιμασία μας για Τη Θεία Κοινωνία


 


Το θέμα της προετοιμασίας για να κοινωνήσουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, ως μέλη της εκκλησίας, νομίζω ότι κινδυνεύει από δύο ακρότητες. Η μία είναι η μη προετοιμασία. Δηλαδή, επιπόλαια, χωρίς εσωτερική λαχτάρα και επιθυμία για συμμετοχή στο Ποτήριο της Ζωής, χωρίς μετάνοια και «τυχαία». Η άλλη είναι το αποτέλεσμα της έντονης συναίσθησης για το Μεγάλο Μυστήριο, σε τέτοιο σημείο που να προκαλεί φόβο. Τόσο πολύ, στην προκειμένη περίπτωση, εξετάζει τον εαυτό του ο Χριστιανός που πάντα τον βρίσκει απροετοίμαστο, γι’ αυτό και σπάνια ή ποτέ δεν κοινωνά.

Η ποιμαντική της Εκκλησίας για συμμετοχή των πιστών στη Θεία Κοινωνία, βρίσκεται βασικά στις ευχές «προ της Θείας Μεταλήψεως». Εκεί βλέπει κανείς ότι τονίζεται η ανθρώπινη αμαρτωλότητα αφενός και το έλεος του Θεού αφετέρου. Αυτά τα δύο σημεία είναι που οδηγούν στην πραγματική αλλαγή της ζωής μας, δηλαδή στη μετάνοια. Επομένως, εκείνο που μας κάνει «ικανούς» να μπορούμε να κοινωνούμε είναι η μετάνοια ως ανανέωση του βαπτίσματός μας.

Είναι αυτονόητο ότι μόνο όσοι έχουν βαπτιστεί και ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ως την Εκκλησία του Χριστού, μπορούν να συμμετέχουν στη Θεία Κοινωνία. Οι αβάπτιστοι, οι αλλόθρησκοι, οι αιρετικοί δεν μπορούν να κοινωνούν, όσες αρετές και να έχουν. Η λειτουργία γίνεται για τους Χριστιανούς, οι οποίοι, βέβαια, προσεύχονται «υπέρ του σύμπαντος κόσμου». Η συμμετοχή όμως δεν εξασφαλίζει και τη σωτηρία, αν δεν γίνεται με κάποιες προϋποθέσεις.

Η μετάνοια, για τον Χριστιανό, είναι η βασική προϋπόθεση. Αλλιώς γίνεται «εις κρίμα και κατάκριμα», αν προσέρχεται στη Θεία Κοινωνία με την αίσθηση ότι «αξίζει», έχοντας την αυτάρκεια του Φαρισσαίου. Τόσο οι «ευχές προ της Θείας Κοινωνίας», όσο και η ίδια η Θεία Λειτουργία τονίζουν ότι ο Θεός μας χαρίζει ως δώρο τον εαυτό του «προς βρώσιν και πόσιν τοις πιστοίς» και όχι ως αμοιβή ή βραβείο.

Η νηστεία των φαγητών δεν υπάρχει στους κανόνες της Εκκλησίας ως προϋπόθεση. Μένει προαιρετική ως κάτι που ευκολύνει την προετοιμασία. Η νηστεία όμως στις αισθήσεις, στις πράξεις και στους λογισμούς γίνεται αναγκαία.

Η εξομολόγηση χρειάζεται ως κοινοποίηση της προσωπικής μετάνοιας στην Εκκλησία, που αντιπροσωπεύεται από τον ιερέα – πατέρα της κοινότητας. Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνεται καθημερινά ούτε εβδομαδιαία, αλλά όποτε νιώσει ο Χριστιανός ότι απομακρύνθηκε από το Θεό και τους ανθρώπους με τις αμαρτίες του κι ότι για να επιστρέψει θέλει ενίσχυση. Η χάρις του μυστηρίου ενεργοποιεί το νου και την καρδιά και βοηθά για νέα αρχή.

Όπως καμία ανθρώπινη σχέση δεν μπορεί να έχει ζωή , χαρά και πληρότητα, αν γίνεται ως καθήκον και πιεστικά, έτσι και η σχέση μας με το Θεό. Στην αγάπη, που εκφράζεται με επιθυμία για ένωση, βρίσκεται ο τρόπος της προετοιμασίας μας για τη Θεία Κοινωνία. Όσοι αγαπούν το Χριστό δεν μένουν σε ξηρή – τυπική προετοιμασία, αλλά βασίζονται στην καρδιακή λαχτάρα για να γίνουν «σύσσωμοι και σύναιμοι» Χριστού. Αυτή η λαχτάρα θα καθορίσει και την προσωπική προετοιμασία.

Τότε η Θεία Κοινωνία θα γίνεται μέσο που θα οδηγεί στην άλλη λαχτάρα: να ζήσουμε αιώνια με τον Χριστό το Θεό μας « συν πάσι τοις Αγίοις».

π. Ανδρέας Αγαθοκλέους
Ιερό Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδας
Λυθροδόντας




 

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

«Δεν έχω χρόνο για Προσευχή»

 
Απάντηση στο: «Δεν έχω χρόνο για Προσευχή»

Το ακούμε συχνά το παράπονο, που φαίνεται δικαιολογημένο για πολλούς.

Είναι φορτωμένοι με αρκετές ευθύνες και όλη τη μέρα τρέχουν να προλάβουν τις δουλειές τους. Δυσανασχετούν για την κατάσταση αυτή, που κάποτε την αισθάνονται αφόρητη και διαμαρτύρονται: Δεν μου μένει λίγος χρόνος για τον εαυτό μου, δεν προλαβαίνω να κοιτάξω λίγο την ψυχή μου, δεν έχω καθόλου χρόνο για προσευχή.

Ποια είναι η ορθή αντιμετώπιση του προβλήματος, που παρουσιάζεται ιδιαίτερα έντονο σ’ αυτούς που δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ, σ’ αυτούς που χάνουν πολλές ώρες στις χρονοβόρες μετακινήσεις μέσα στις μεγαλουπόλεις, στις πολύτεκνες μητέρες, όταν μάλιστα είναι αναγκασμένες να εργάζονται, στους νέους που σπουδάζουν και τρέχουν στις σχολές, στα φροντιστήρια, στις ξένες γλώσσες κλπ.;

Είναι αλήθεια ότι, για να παλέψει κανείς σωστά στη ζωή του και για να αντιμετωπίσει με επιτυχία τα προβλήματά της, πρέπει να εργασθεί συστηματικά και με επιμέλεια, πρέπει να δώσει χρόνο. Γι΄ αυτό και αισθάνεται συχνά να τον σφίγγουν από παντού οι ανάγκες και χρόνος να μην του μένει.

Είναι όμως απόλυτα σωστή η δικαιολογία; Διότι διαπιστώνουμε ότι συχνά όλα τελικά μπορεί κανείς να τα προλαβαίνει, και μόνο για την ψυχή του να μην του μένει χρόνος. Λίγη προσευχή δεν ευκαιρεί να κάνει. Μέσα όμως στη δίνη των ποικίλων απασχολήσεων βρίσκουμε χρόνο να ξεκουρασθούμε, να ψυχαγωγηθούμε, να ακούσουμε τις ειδήσεις, να εκτονωθούμε κάποτε με πολλές, ίσως άχρηστες, συζητήσεις. Να προσευχηθούμε δεν προλαβαίνουμε! Αφήσαμε ποτέ, έστω για μία μόνο μέρα, λόγω των πολλών απασχολήσεών μας, το φαγητό; Κανείς δεν το κάνει αυτό. Όσες και αν είναι οι δουλειές μας, έστω και βιαστικά, θα φάμε κάτι. Το φαγητό, που στηρίζει το σώμα, δεν το παραλείπουμε. Την προσευχή, που τρέφει και στηρίζει την ψυχή, πώς τόσο εύκολα την αμελούμε; Δεν έχει η ψυχή πολύ μεγαλύτερη αξία από το σώμα, που με κάθε θυσία το φροντίζουμε;

Χρειάζεται επομένως μια πιο σωστή ιεράρχηση των απασχολήσεών μας. Η ψυχή αξίζει πιο πολύ από το σώμα, η αιωνιότητα από την πρόσκαιρη ζωή. Μην αμελούμε την ψυχή μας. Μην αφήνουμε την προσευχή. Όσες και αν είναι οι δουλειές μας, να βρίσκουμε λίγο χρόνο και για προσευχή: μάλιστα μ’ αυτήν ν’ αρχίζουμε τη μέρα μας, με προσευχή και να την τελειώνουμε. Και ενδιάμεσα σε κάθε ευκαιρία, να στρέφουμε το νου και την καρδιά μας στον Θεό. Ο Ψαλμωδός, που ασφαλώς είχε κι αυτός τις υποθέσεις του και τα έργα του, «επτάκις τής ημέρας ήνεσά σε», έλεγε. «Εσπέρας και πρωΐ και μεσημβρίας» προσευχόταν, δοξολογούσε τον Θεό.

«Εξεγερθήσομαι όρθρου» πρόσθετε: θα σηκωθώ πολύ πρωί για να ψάλω ύμνους στον Θεό. Αλλά και τα μεσάνυχτα ακόμη ξυπνούσε για να προσευχηθεί. «Μεσονύκτιον εξεγειρόμην» (Ψαλ. ριη΄ [118] 164, 62: νδ΄ [54] 18: νς΄ [56] 9).
Όταν η ψυχή αγαπά τον Θεό, βρίσκει ευκαιρίες συχνά να επικοινωνεί. Όταν καταλαβαίνει τι είναι η προσευχή.

Πράγματι! Έχουμε καταλάβει τι είναι να απευθύνεται ο μικρός και αμαρτωλός και αδύναμος άνθρωπος στον άπειρο και παντοδύναμο και Τρισάγιο Κύριο του ουρανού και της γης; Τι είναι να μιλάς στον Θεό και Εκείνος να σου απαντά; Να Του λες τα προβλήματα, τους πόνους και τα βάσανά σου και Εκείνος να σε ειρηνεύει, να παρηγορεί την ψυχή σου και να δίνει λύσεις λυτρωτικές και σωτήριες;

Αν ζητήσεις ακρόαση από έναν υπουργό για να του εκθέσεις τα προβλήματά σου και εκείνος σου ορίσει κάποια ώρα για να σε ακούσει, μπορείς να μην παρουσιασθείς στη συνάντηση αυτή, με την πρόφαση ότι έχεις πολλές δουλειές και δεν ευκαιρείς; Μα για τη δική σου εξυπηρέτηση σε καλεί και συ δεν πηγαίνεις; Εσύ έχεις ανάγκη από τη βοήθειά του και εσύ αρνείσαι την επικοινωνία;

Με την προσευχή δεν πηγαίνουμε σε κάποιον μεγάλο υπουργό, που τις περισσότερες φορές δεν μπορεί ουσιαστικά να μας βοηθήσει, και που, αν κάτι μπορεί να κάνει, αυτό αφορά τα πρόσκαιρα προβλήματα της επίγειας ζωής μας. Ούτε πηγαίνουμε σε κάποια αυστηρά καθορισμένη ώρα, που με πολλή δυσκολία κι αυτήν μπορέσαμε να εξασφαλίσουμε.

Με την προσευχή καταφεύγουμε στον Θεό όποια ώρα εμείς θέλουμε και για όση ώρα θέλουμε και όσες φορές θέλουμε, μέρα και νύχτα. Και καταφεύγουμε σ’ Αυτόν που πάντοτε πρόθυμα και με απέραντη αγάπη μας περιμένει και μας ακούει, θέλει να μας βοηθήσει και όλα τα μπορεί, και τα προσωρινά με πολλή ευκολία τακτοποιεί και τα αιώνια με μοναδική φιλανθρωπία εξασφαλίζει. Και εμείς λέμε: «Δεν έχω χρόνο για προσευχή»!

Μα γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να κάνεις, αδελφέ μου, προσευχή και αυτό πρώτο να ζητήσεις: Να σου δώσει χρόνο ο Θεός, που συνέχεια τρέχεις χωρίς να προλαβαίνεις, που αγχώνεσαι και αδημονείς και τίποτε μόνος σου δεν καταφέρνεις.

Αν δώσουμε λίγη ώρα στην προσευχή, θα διαπιστώσουμε ότι πολλαπλασιάζεται ο χρόνος μας. Διότι στη ζωή μας δεν παλεύουμε πια μόνοι μας. Αλλά με την προσευχή έχουμε σύμμαχο τον Θεό. Και βέβαια το να παλεύουμε με βοηθό και συμπαραστάτη τον Θεό, Αυτόν που ειρηνεύει τις ψυχές μας, φωτίζει το νου, ενισχύει τις δυνάμεις, ευλογεί και πλουτίζει τη ζωή μας και μας χαρίζει την ατελεύτητη αιωνιότητα, είναι ασύγκριτα καλύτερο.

Ούτε οι πολλές ασχολίες μας να μας απορροφούν ούτε η ραθυμία του κατώτερου εαυτού μας να μας παρασύρει, ώστε να παραιτούμεθα εύκολα από τον αγώνα της προσευχής. Ας μην ακούμε τον μισάνθρωπο διάβολο, που γνωρίζει καλύτερα από μας τη δύναμη της προσευχής και γι’ αυτό βρίσκει διαρκώς δικαιολογίες και παρακινεί σε αναβολές. Αλλά να κάνουμε αυτό που και ο νους μας καταλαβαίνει ως χρήσιμο και αναγκαίο και η ψυχή μας βαθύτερα ζητεί. Να καταφεύγουμε στον ελεήμονα και παντοδύναμο Θεό για να βρίσκουμε έλεος, χάρη, φως και ζωή, αιώνια και αληθινή.

xfd.gr
 
 
 

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Δέξου Κύριε Ιησού Γλυκύτατε ...

 
ΔΕΞΟΥ Κύριε Ιησού γλυκύτατε, Αρχιποίμην Ιησού, Υιέ Θεού Μονογενές, Αγάπη της Αγάπης-του Πατρός, πού είναι ή ρίζα κάθε αγάπης, δέξου, ΚΥΡΙΕ μου, την ταπεινή μου προσφορά. Δέξου την και επειδή οπωσδήποτε είναι μολυσμένη και βεβορβορωμένη από την άμετρη αμαρτωλότητά μου, εξάγνισε -την ΕΣΥ καθάρισε την Εσύ, συμμόρφωσε την Εσύ σύμφωνα με τη δική Σου σοφία και καθαρότητα.

Δέξου τους χτύπους της καρδιάς μου, όσο κι αν είναι πήλινη.

Δέξου τα δάκρυα μου, όσο κι αν είναι γήινα.

Δέξου την ταπεινή μου ικεσία, όσο κι αν είναι φτωχή και ισχνή.

Σε ικετεύω, φτωχό Σου πρόβατο κι εγώ, για τα πρόβατα Σου, πού είναι αδέρφια μου, πού είναι παιδιά Σου, που είναι παιδία του «Πατρός ημών του εν τοις ουρανοίς», Πρωτότοκε και Πρεσβύτερε Αδελφέ, Κύριε και Δέσποτα Ιησού Χριστέ, Σωτήρ μου.

ΟΣΟΝ καιρό μετάνοιας, συντριβής, προσευχής, αφιερώσεως και ησυχίας πνευματικής θα μου χαρίζει ή ευσπλαχνία Σου -μια μέρα; μια εβδομάδα; ένα μήνα; ένα χρόνο;- όσον καιρό θα μου χαρίζει ή άμετρη αγαθότητα Σου και ανοχή Σου, θα τον αφιερώσω σε αυτό το έργο: θα ικετεύω για τα πρόβατα Σου. Ώ, μην απορρίψεις την ταπεινή μου ικεσία, Κύριε! Το ξέρεις πως η μεγάλη μου ευτυχία κλείνοντας τα μάτια στον μάταιον αυτόν κόσμο, ή πιο μεγάλη μου χαρά, θα είναι να έχω κρατήσει μια και μόνο εικόνα:

"ένα κοπάδι λογικών προβάτων, των προβάτων, που μου είχες Εσύ εμπιστευθεί, μα δεν αξιώθηκα να πεθάνω ανάμεσα τους, να βόσκουν ενωμένα, αγαπημένα, ειρηνικά, πνευματικά καταρτισμένα σε κάποιους λειμώνες της Χάριτος Σου, κάτω από τα στοργικά βλέμματα ενός ίσως και περισσότερων- αγίων ιερέων και πνευματικών ποιμένων, πού θα τους έχεις στο μεταξύ Εσύ στείλει, γιατί και γι' αυτό Σε έχω ενοχλήσει πολύ, όπως το ξέρεις καλά.

Ίσως αύτη ή εικόνα, πού θα έχω κλείσει στα μάτια μου, νάναι ή μόνη μου απολογία μπρος στο φοβερό Κριτήριο και το αδέκαστο Βήμα Σου.

Όταν μου πεις: τι έκανες λοιπόν, φτωχή ψυχή, εκεί κάτω στη γη; Θα μπορώ ίσως τότε με όλη την απλότητα και το θάρρος, πού μου εμπνέει ή αγάπη Σου, να Σου αποκριθώ ταπεινά:

Σου δάνειζα τα δάκρυα μου,

για να κάνης τις συνθέσεις

των χρωμάτων αυτής της εικόνας,

που έφερα μαζί μου Κύριε!

ΑΜΗΝ, ΑΜΗΝ, ΑΜΗΝ, ΚΥΡΙΕ ΜΟΥ, ΙΗΣΟΥ ΜΟΥ!
 
π. Ευσεβίου Βίττη
 
 

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

Είναι μία χαρά κάθε νέα αρχή

 

Πρόκειται για ένα καινούργιο ξεκίνημα. Έναν φωτεινό ήλιο που ανατέλλει με νόημα και ελπίδα. Κάθε νέο ξεκίνημα είναι ένα ευχάριστο άθλημα.

Γράφει ο μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης

Ο νέος χρόνος δημιουργεί απολογισμούς, σκέψεις, σχέδια, προγράμματα, συγκινητικούς ενθουσιασμούς. Χρειάζεται οπωσδήποτε για όλα αυτά υπεύθυνος αγώνας. Η κάθε αρχή μάς ανανεώνει σημαντικά. Λησμονούμε τα παλαιά κι επεκτεινόμαστε στα νέα.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος διδάσκει ωραία πως ο χρόνος θα περάσει ευτυχισμένα αν ποιείς ευχάριστα το θείο θέλημα. Αν εργάζεσαι τη δικαιοσύνη, η ημέρα σου θα είναι καλή. Αν αμαρτάνεις, η ημέρα σου θα είναι πονηρή, ταραγμένη και σκοτεινή. Αν πιστεύεις στην αρετή και την εφαρμόζεις, όλος ο χρόνος σου θα πηγαίνει καλά. Αν όμως παραμελείς την αρετή κι εξαρτάσαι από τους αριθμούς των ημερών, θα μείνεις έρημος και φτωχός από όλα τα αγαθά.
Το πρόσφατο παρελθόν που έφυγε πήρε μαζί του πολλά στοιχεία ιερότητος, ωραιότητος, ειρήνης, ησυχίας και χαράς. Εορτάζουμε τι; Την απώλεια της σοφίας, της αρετής και του πραγματικού πλούτου; Εορτάζουμε την είσοδο του νέου χρόνου για να επαναλάβουμε πρόσφατα κακά και να ολοκληρώσουμε καταστροφές; Ο χρόνος που πέρασε είχε θυμό, μίσος, κακία, οίηση και μεγάλη ταραχή. Δυστυχώς η ίδια κατάσταση συνεχίζεται. Επικρατεί το συμφέρον, ο ατομισμός, η κερδοσκοπία και μόνο η προσωπική καλοπέραση.
Οι χριστιανοί έμειναν θεατές απλοί των πικρών γεγονότων, κάποιοι επηρεάστηκαν κιόλας και άλλοι παρασύρθηκαν. Δεν χαμογελάμε πια, δεν λέμε ζεστά καλημέρα, δεν συμπαραστεκόμαστε ειλικρινά. Δεν αφήσαμε την πονηριά, την παραξενιά, την γκρίνια, το κουτσομπολιό, την κατάκριση και την αχόρταγη εγωκεντρικότητά μας. Παρασυρθήκαμε από τη νοσηρή απληστία, τη δαιμονοκίνητη χαιρεκακία και το κλείσιμο στο καβούκι του εγώ μας.
Αν συνεχιστεί ο τρόπος σκέψεως και ζωής του παλιού χρόνου και στον νέο, τότε τι νόημα έχει κάθε είδος εορτής; Αν ο νέος χρόνος είναι ολόιδιος, για να μην πω χειρότερος, τι διαφορά υπάρχει; Τι νέα αρχή θα τεθεί; Μήπως τα γέλια θα πρέπει να μας οδηγήσουν σε δάκρυα; Μήπως θα πρέπει να ξαναμιλήσουμε σοβαρά για ειλικρινή μετάνοια; Αξίζει να κάνουμε αυτό το πολύτιμο δώρο στον εαυτό μας. Ας αναχωρήσει ο παλιός χρόνος με τις κακίες του ανεπίστρεπτα. Ας είναι ο νέος χρόνος αρχή ουσιαστικής αλλαγής. Ας αποτελέσει σταθμό της πνευματικής μας πορείας. Να αναγεννηθεί ένας νέος εαυτός και να παραμείνει νέος στο πέρασμα των χρόνων.
Δεν γνωρίζουμε καθόλου τι μας κρύβει το νέο έτος. Γνωρίζουμε ότι ο Χριστός ευλογεί χρόνους και καιρούς. Είναι Αυτός που γεννήθηκε και βαπτίσθηκε ως άνθρωπος. Πειράχθηκε ως άνθρωπος, αλλά νίκησε ως Θεός και μας παρακινεί σε αντίσταση. Πείνασε, δίψασε, κουράστηκε, αποκοιμήθηκε, πλήρωσε φόρους, για να πλησιάσει πιο πολύ το πλάσμα του. Τον ονομάζουν Σαμαρείτη, τον θεωρούν δαιμονισμένο, τον πετροβολούν και υπομένει αγέρωχα. Τον πετροβολούν, τον πουλούν, τον τραυματίζουν, τον κακοποιούν, τον ποτίζουν ξίδι, τον σταυρώνουν, τον λογχίζουν και τον θάβουν. Προσεύχεται, δακρύζει, κατεβαίνει στον Άδη, ανίσταται, αναλαμβάνεται στους ουρανούς. Αποτελεί το αιώνιο πρότυπο και για τον καινούργιο χρόνο και για μια νέα αρχή.
 

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Τι δώρο να σου προσφέρουμε, Χριστέ μου;

 

Τι δώρο να σου προσφέρουμε, Χριστέ μου; Το καθένα από τα όσα Εσύ δημιούργησες σου προσφέρει το αντίδωρο του ευχαριστώ του για το ότι έγινες άνθρωπος για μας και φανερώθηκες στον κόσμο μας. Οι Άγγελοι τον Ύμνο «Δόξα εν Υψίστοις». Οι ουρανοί το Αστέρι. Οι Μάγοι τα Δώρα τους. Οι βοσκοί τον θαυμασμό και την απορία τους. Η Γη το σπήλαιο. Η έρημος την φάτνη. Εμείς λοιπόν; Εμείς σου προσφέρουμε την Μητέρα Σου, την Παναγία Παρθένο. Θέλουμε όμως κι από σένα, τον Προαιώνιο Θεό, ένα δώρο ακόμη: το έλεός Σου για τον καθένα μας.

                Χριστού τα Γενέθλια. Σ’ έναν κόσμο που οι λίγοι θα εξακολουθούν να πορεύονται όπως πορεύονταν. Με τα ρεβεγιόν τους. Με τα δώρα και τις διακοπές τους. Με τα πολλά στολίδια και τη χλιδή. Και οι πολλοί θα συμπιέζονται, στο όνομα ενός αβέβαιου μέλλοντος. Θα σκέπτονται και το ελάχιστο δώρο στα παιδιά τους. Θα στολίζουν το δέντρο με ό,τι υπάρχει από το παρελθόν και θα αναπολούν το πώς ήταν. Δεν θα κάνουν όνειρα, γιατί όταν το μόνο που σου μένει είναι η επιβίωση, τότε τι να ονειρευτείς; Βήμα-βήμα. Να αντέξουμε. Να συμμαζέψουμε εκεί που ανοιχτήκαμε. Να έχουμε την υγειά μας και να μη μας βρει τίποτε χειρότερο. 

                Χριστού τα Γενέθλια. Και τα παιδιά; Ίντερνετ και ξερό ψωμί. Facebook. Κινητό. Παρέα. Βόλτα. Κι από την άλλη, κλείσιμο στον εαυτό. Σκέψεις. Η χαρά περιορισμένη. Μόνο οι διακοπές από το σχολείο η παρηγοριά. Η αλλαγή στο ρυθμό της καθημερινότητας. Και η σκέψη ότι πάντα κάποιοι φταίνε που δεν είμαστε όπως ήμασταν. Κάποιοι πρέπει να πληρώσουν. Και κατόπιν, η επιστροφή στην μελαγχολία.

                Χριστού τα Γενέθλια. Ναι, είναι δύσκολη η πορεία μας. Όμως, επιτέλους, ο Χριστός ήρθε. Ο Θεός δεν μας εγκατέλειψε. Μας έδωσε δώρο τον εαυτό Του που έγινε άνθρωπος. Μας έδωσε την χαρά να ξέρουμε ότι όλα αυτά που μοιάζουν με θάνατο, δεν μπορούν να μας αγγίξουν γιατί Εκείνος μας αγαπά και μας στηρίζει όντας Ζωή και δίνοντας ζωή. Μας έδωσε την ομορφιά της συγχώρεσης για ό,τι κι αν έχουμε κάνει, μας πήρε την δύναμη του κακού και της αμαρτίας. Μπορεί αυτό να είναι απλωμένο παντού. Δεν νικά όμως τις καρδιές μας, όσο κι αν διαφημίζεται και δείχνει ακατανίκητο. Είμαστε νέοι άνθρωποι. Ο νέος, όταν το λέει η καρδιά του, θα παλέψει. Και με την πίστη για όπλο, θα εξέλθει νικών και ίνα νικήσει.

                Χριστού τα Γενέθλια. Δεν θα αφήσουμε τα δώρα, γιατί υπάρχει κρίση. Μόνο που θα αλλάξουμε το περιεχόμενό τους. Στο Χριστό θα προσφέρουμε την απόγνωσή μας. Την αγωνία μας. Το φόβο μας για το αύριο. Την αίσθηση της ήττας. Την μοναξιά μας. Κι Εκείνος θα μας αντιπροσφέρει την Ελπίδα. Στο συνάνθρωπό μας θα προσφέρουμε το χαμόγελό μας. Την αλληλεγγύη της καρδιάς μας. Την αίσθηση ότι την κρίση μόνο όλοι μαζί μπορούμε να την ξεπεράσουμε. Χωρίς διακρίσεις και ρατσισμό. Χωρίς ξενοφοβία. Χωρίς κλείσιμο στον εαυτό μας. Χωρίς μίσος. Κι ας μην μπορούν όλοι να το καταλάβουν. Στον εαυτό μας θα προσφέρουμε την χαμένη παιδικότητά μας. Την χαρά και τον αυθορμητισμό. Την αίσθηση ότι δεν τελείωσε ο κόσμος αν δεν υπάρχουν λεφτά. Με αλήθεια, αγάπη και ανάσταση έχει νόημα η ζωή. Όχι με ψέμα. Όχι με ταξίματα και υποσχέσεις. Όχι με καταναλωτισμό. Και ο καθένας μας θα παλέψει να δημιουργήσει. Με αγάπη αυτό που μπορεί και ανάλογα με τα χαρίσματά του. Τα οποία ξεχάσαμε ότι τα έχουμε. Δεν είναι ο πολιτισμός και η ύλη που μας κάνουν ζωντανούς ανθρώπους, αλλά η αγάπη και η ελευθερία που ο Θεός φύτεψε μέσα μας και πότισε με τη Γέννα του Χριστού. 

                   « Εγώ είμαι πατέρας για σένα, εγώ αδελφός για σένα, εγώ ο αγαπημένος για σένα, εγώ το σπίτι σου, εγώ η τροφή σου, εγώ το ρούχο σου, εγώ η ρίζα για να αυξηθείς, εγώ θεμέλιο για να χτίσεις, κάθε τι το οποίο θέλεις εγώ· να μην έχεις ανάγκη από τίποτε. Εγώ θα σε υπηρετήσω· διότι ήλθα να υπηρετήσω, όχι να υπηρετηθώ. Εγώ είμαι και φίλος, και μέλος του σώματος και κεφαλή και αδελφός, και αδελφή και μητέρα, όλα εγώ· αρκεί να διάκεισαι φιλικά προς εμένα. Εγώ έγινα πτωχός για σένα· έγινα και ζητιάνος για σένα· ανέβηκα επάνω στον Σταυρό για σένα· μπήκα στον τάφο για σένα · στον ουρανό για σένα παρακαλώ τον Πατέρα μου · κάτω στη γη με έστειλε ο Πατέρας για να φροντίσω για σένα και να μεταφέρω ό,τι σε απασχολεί στον Πατέρα. Όλα για μένα είσαι εσύ · και αδελφός και κληρονόμος μαζί μου της Βασιλείας του Πατρός και φίλος και μέλος του σώματος. Τι παραπάνω θέλεις ; »          ( Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος).

Ας ρωτήσουμε λοιπόν τις καρδιές μας: Αλήθεια, τι παραπάνω να θέλουμε;

π . Θεμιστοκλής Μουρζανός , Κέρκυρα Δεκέμβριος 2012
αναδημοσίευση από : http://themistoklismourtzanos.blogspot.com/2012/12/blog-post_19.html



 

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Η Ουσία των Χριστουγέννων

 
 
Στη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου, στα απλά και δύσκολα προβλήματά του, στη γενική προσπάθεια για το περιβάλλον και την επιβίωση του, τα Χριστούγεννα φαντάζουν ως η μερική έξοδος από το άγχος και η είσοδος της χαράς στη ζωή μας.

Ωστόσο η Ορθόδοξη Εκκλησία, η Εκκλησία των Πατέρων μας, αιώνες τώρα, μιλά για την ενανθρώπιση του Θεού, για να δώσει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να γίνει Θεός. Μας λέει ότι ο Θεός μας δεν είναι απρόσιτος, άγνωστος και μια «ανώτερη δύναμη», αλλά ένας Θεός - πρόσωπο που έρχεται κοντά μας και γίνεται «ως εις εξ ημών», διαλέγεται, μας αγαπά, νοιάζεται για μας. Μας αποκαλύπτει μια νέα ζωή, τη ζωή των αγίων, που, ενώ δεν αρνείται ότι έχει σχέση με τα ανθρώπινα και την ύλη, – πώς άλλωστε θα γινόταν αυτό, αφού ο Θεός μας δεν την αρνήθηκε αλλά τη προσέλαβε κι άρα την αγίασε; - όμως δεν απολυτοποιεί τη ζωή αυτή και την ύλη ως να είναι αιώνια.

Όλα όσα μας περιτριγυρίζουν εδώ και αρκετές μέρες πριν τα Χριστούγεννα μας σπρώχνουν να χαρούμε με εξωτερικά μέσα τη γιορτή, όπως π.χ. δώρα, φαγητά, διασκέδαση, ντύσιμο κλπ. Γι αυτό και μετά τη γιορτή κυριαρχεί την καρδιά μας κάτι σαν μελαγχολία...... Απολαμβάνουμε αλλά δεν χαιρόμαστε, ευχαριστιόμαστε αλλά δεν αναπαυόμαστε. Γιατί η καρδιά ζητά κάτι βαθύτερο. Ζητά τη συνάντηση με το Θεάνθρωπο Κύριο καθώς ο Κύριος με τη γέννηση Του ζητά τη συνάντηση μαζί μας. Ζητά μια ζωή ειλικρίνειας, αλήθειας, ουσιαστική. Το ψεύτικο, το τυπικό, το επιφανειακό, δεν μπορεί να ικανοποιήσει το βάθος της ύπαρξης μας.

Η Εκκλησία, με τη θεολογία της που γίνεται βίωμα, μας καλεί σε κάθε γιορτή της να αφουγκραστούμε το βαθύτερο νόημα και μήνυμα της γιορτής. Έτσι και στη «Μητρόπολη των εορτών», τα Χριστούγεννα, μας καλεί να μην μείνουμε στην επιφάνεια, στα εξωτερικά, στους τύπους – αναγκαία κι αυτά ως έκφραση της ουσίας – αλλά να αφήσουμε την καρδιά μας να ζήσει τον ερχομό του Χριστού. Τότε η γέννηση Του δεν θα είναι απλά ένα ιστορικό γεγονός αλλά συγχρόνως θα γίνει και προσωπικό γεγονός.

Ως Χριστιανοί ας αντισταθούμε στο κοσμικό πνεύμα των ημερών που θεωρεί τα Χριστούγεννα μέσο χαλάρωσης και κατανάλωσης. Ας αφήσουμε χώρο καρδιακό και χρόνο να συλλογιστούμε το δώρο της ζωής μας που έχει ημερομηνία λήξης κι άρα να τη ζήσουμε ουσιαστικά. Ας αρχίσουμε να ευχαριστούμε τον Κύριο της Ζωής, ζώντας τη Ζωή Του ως ζωή μας, για να νικήσουμε το φόβο του θανάτου. Ας γιορτάσουμε Χριστούγεννα με Χριστό, καλλιεργώντας μέσα μας τη μετάνοια ως επιθυμία για αλλαγή, την ταπείνωση ως γνώση του Χριστού του «ταπεινού τη καρδία» και την αγάπη ως άνοιγμα προς τους ανθρώπους, τις ωραίες εικόνες του ενανθρωπήσαντος Θεού μας.


π. Ανδρέας Αγαθοκλέους
 
 

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Η πιο εύκολη αμαρτία , η κατάκριση !

 

Ξέρεις πόσο μεγάλη αμαρτία είναι να κρίνεις τον πλησίον; Παραγματικά, τι μπορεί να είναι βαρύτερο απ’ αυτό; Τι άλλο μισεί τόσο πολύ και αποστρέφεται ο Θεός σαν την κατάκριση; Όπως ακριβώς είπαν οι Πατέρες, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απ’ αυτήν.

Και όμως λένε ότι από αυτά τα μικροπράγματα φτάνει κανείς σ’ αυτό το τόσο μεγάλο κακό. Από το να δεχτεί μια μικρή υποψία για τον πλησίον, από το να λέει: «Τί σημασία έχει αν ακούσω τι λέει αυτός ο αδελφός; Τί σημασία έχει αν πω και εγώ αυτόν τον λόγο; Τί σημασία έχει αν δω που πάει αυτός ο αδελφός ή τι πάει να κάνει αυτός ο ξένος»; Αρχίζει ο νους να αφήνει τις δικές του αμαρτίες και ν’ απασχολείται με τη ζωή του πλησίον.

Από εκεί φτάνει κανείς στην κατάκριση, στην καταλαλιά, στην εξουθένωση. Από εκεί πέφτει σ’ όσα κατακρίνει. Επειδή δεν φροντίζει για τις δικές του κακίες, επειδή δεν κλαίει, όπως είπαν οι Πατέρες, τον πεθαμένο εαυτόν του, δεν μπορεί σε τίποτα απολύτως να διορθώσει τον εαυτόν του, αλλά πάντοτε απασχολείται με τον πλησίον. Και τίποτα δεν παροργίζει τόσο το Θεό, τίποτα δεν ξεγυμνώνει τόσο τον άνθρωπο και δεν τον οδηγεί στην εγκατάλειψη, όσο η καταλαλιά, η κατάκριση και η εξουθένωση του πλησίον.

Γιατί άλλο πράγμα είναι η καταλαλιά και άλλο η κατάκριση και άλλο η εξουθένωση.

Καταλαλιά είναι το να διαδίδεις με λόγια τις αμαρτίες και τα σφάλματα του πλησίον π.χ. ο τάδε είπε ψέματα, οργίστηκε ή πόρνευσε ή κάτι τέτοιο έκαμε. Λέγοντας όλα αυτά, ήδη κανείς «καταλαλεί», δηλαδή, μιλάει με εμπάθεια εναντίον κάποιου, συζητάει με εμπάθεια για το αμάρτημά του.

Κατάκριση είναι το να κατηγορήσει κανείς τον ίδιο τον άνθρωπο, λέγοντας ότι αυτός είναι ψεύτης, είναι οργίλος, είναι πόρνος. Γιατί έτσι κατέκρινε την ίδια τη διάθεση της ψυχής του και έβγαλε συμπέρασμα για όλη τη ζωή του, λέγοντας ότι είναι τέτοια η ζωή του, τέτοιος είναι αυτός και σαν τέτοιο τον κατέκρινε. Και αυτό είναι πολύ μεγάλη αμαρτία. Γιατί είναι άλλο να πει κανείς ότι κάποιος οργίστηκε και άλλο να πει ότι κάποιος είναι οργίλος και να βγάλει συμπέρασμα, όπως είπα, για όλη του τη ζωή. Και τόσο πιο βαριά από κάθε άλλη αμαρτία είναι η κατάκριση, ώστε και ο ίδιος ο Χριστός να φτάσει να πει: « Υποκριτή, βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι, και τότε κοίταξε να βγάλεις την αγκίδα από το μάτι του αδελφού σου» (Λουκ. 6, 42). Και παρομοίασε τη μεν αμαρτία του πλησίον με αγκίδα, τη δε κατάκριση με δοκάρι. Τόσο πολύ βαριά είναι η κατάκριση που ξεπερνάει σχεδόν κάθε άλλη αμαρτία.

Γιατί να μην κατακρίνουμε καλύτερα τους εαυτούς μας και τα ελαττώματά μας, που τα ξέρουμε πολύ καλά και που γι’ αυτά θα δώσουμε λόγο στο Θεό; Γιατί αρπάζουμε την κρίση από το Θεό; Τί ζητάμε από το πλάσμα Του; Γιατί θέλουμε να πάρουμε επάνω μας τα βάρη των άλλων; Εμείς έχουμε τι να φροντίσουμε, αδελφοί μου. Καθένας ας έχει το νου του στον εαυτόν του και στις αμαρτίες του. Μόνο ο Θεός μπορεί είτε να δικαιώσει είτε να κατακρίνει τον καθένα, γιατί Αυτός μόνο ξέρει του καθενός την κατάσταση και τη δύναμη και το περιβάλλον και τα χαρίσματα και την ιδιοσυγκρασία και τις ιδιαίτερες ικανότητές του και κρίνει σύμφωνα μ’ όλα αυτά, όπως Αυτός μόνον γνωρίζει. Διαφορετικά, βέβαια, κρίνει ο Θεός τα έργα του επισκόπου και διαφορετικά του άρχοντα, αλλιώς του ηγουμένου και αλλιώς του υποτακτικού, αλλιώς του νέου και αλλιώς του γέρου, αλλιώς του αρρώστου και αλλιώς του γερού. Και ποιός μπορεί να κρίνει σύμφωνα μ’ αυτές τις προϋποθέσεις παρά μόνον Αυτός που δημιούργησε τα πάντα, Αυτός που έπλασε τα πάντα και γνωρίζει τα πάντα;

Τίποτα απολύτως δεν μπορεί να ξέρει ο άνθρωπος από τις βουλές του Θεού. Μόνον Αυτός είναι Εκείνος που καταλαβαίνει τα πάντα και είναι σε θέση να κρίνει τον καθένα, όπως μόνος αυτός γνωρίζει.

Πραγματικά, συμβαίνει να κάνει κάποιος αδελφός μερικά πράγματα με απλότητα. Αυτή όμως η απλότητα ευαρεστεί στο Θεό περισσότερο από ολόκληρη τη δική σου ζωή. Και συ κάθεσαι και τον κατακρίνεις και κολάζεις τη ψυχή σου; Και αν κάποτε υποκύψει στην αμαρτία, πώς μπορείς να ξέρεις πόσο αγωνίστηκε και πόσο αίμα έσταξε, πριν κάνει το κακό, ώστε να φτάνει να μοιάζει η αμαρτία του σχεδόν σαν αρετή στα μάτια του Θεού; Γιατί ο Θεός βλέπει τον κόπο του και τη θλίψη που δοκίμασε, όπως είπα, πριν να κάνει το κακό, και τον ελεεί και τον συγχωρεί. Και ο μεν Θεός τον ελεεί, εσύ δε τον κατακρίνεις, και χάνεις τη ψυχή σου; Πού ξέρεις ακόμα και πόσα δάκρυα έχυσε γι’ αυτό, ενώπιον του Θεού; Και συ μεν έμαθες την αμαρτία, δεν ξέρεις όμως τη μετάνοια. Μερικές φορές μάλιστα δεν κατακρίνουμε μόνο, αλλά και εξουθενώνουμε.

Εξουθένωση είναι όταν, όχι μόνον κατακρίνει κανείς κάποιον, αλλά και τον εκμηδενίζει, σαν να τον αποστρέφεται και τον σιχαίνεται σαν κάτι αηδιαστικό. Αυτό είναι ακόμα χειρότερο και πολύ πιο καταστρεπτικό από την κατάκριση.

Όσοι όμως θέλουν να σωθούν δεν προσέχουν καθόλου τα ελαττώματα του πλησίον, αλλά προσέχουν πάντοτε τις δικές τους αδυναμίες και έτσι προκόβουν. Σαν εκείνον που είδε τον αδελφό του να αμαρτάνει και στενάζοντας βαθιά είπε: «Αλλοίμονό μου, γιατί σήμερα πέφτει αυτός, οπωσδήποτε αύριο θα πέσω εγώ». Βλέπεις με ποιό τρόπο επιδιώκει τη σωτηρία του, πως προετοιμάζει τη ψυχή του; Πως κατάφερε να ξεφύγει αμέσως από την κατάκριση του αδελφού του; Γιατί λέγοντας ότι: «Οπωσδήποτε θα αμαρτήσω και εγώ αύριο» έδωσε την ευκαιρία στον εαυτόν του ν’ ανησυχήσει και να φροντίσει για τις αμαρτίες που επρόκειτο δήθεν να κάνει. Και μ’ αυτό τον τρόπο ξέφυγε την κατάκριση του πλησίον. Και δεν αρκέστηκε μέχρις εδώ, αλλά κατέβασε τον εαυτόν του χαμηλότερα απ’ αυτόν που αμάρτησε λέγοντας: «Και αυτός μεν μετανοεί για την αμαρτία του, εγώ όμως δεν είναι σίγουρο ότι θα μετανοήσω, δεν είναι σίγουρο ότι θα τα καταφέρω, δεν είναι σίγουρο ότι θα έχω τη δύναμη να μετανοήσω».

Βλέπεις το φωτισμό της θείας αυτής ψυχής; Γιατί όχι μόνον κατάφερε να ξεφύγει από την κατάκριση του πλησίον, αλλά έβαλε τον εαυτό της πιο κάτω απ’ αυτόν.

Και εμείς οι άθλιοι, εντελώς αδιάκριτα, κατακρίνουμε, αποστρεφόμαστε, εξευτελίζουμε, αν δούμε ή αν ακούσουμε ή αν υποψιαστούμε κάτι. Και το χειρότερο είναι ότι δεν σταματάμε μέχρι τη ζημιά που κάνουμε στον εαυτό μας, αλλά συναντάμε και άλλον αδελφό και αμέσως του λέμε: «Αυτό και αυτό έγινε». Και του κάνουμε κακό βάζοντας στην καρδιά του αμαρτίες. Αλλά ενώ κάνουμε διαβολικό έργο δεν ανησυχούμε κιόλας. Γιατί, τί άλλο έχει να κάνει ο διάβολος από το να ταράζει και να βλάπτει; Και γινόμαστε συνεργάτες των δαιμόνων και για τη δική μας καταστροφή και για του πλησίον.

Από ποιον άλλο λόγο τα παθαίνουμε αυτά, παρά από το ότι δεν έχουμε αγάπη; Γιατί αν είχαμε αγάπη και συμπαθούσαμε και πονούσαμε τον πλησίον μας, δεν θα είχαμε το νου μας στα ελαττώματα του πλησίον. Αν είχαμε αγάπη, η ίδια η αγάπη θα σκέπαζε κάθε σφάλμα, όπως ακριβώς έκαναν οι άγιοι, όταν έβλεπαν τα ελαττώματα των ανθρώπων. Γιατί μήπως είναι τυφλοί οι άγιοι και δεν βλέπουν τα αμαρτήματα; Και ποιός μισεί τόσο πολύ την αμαρτία όσο οι άγιοι; Και όμως δεν μισούν εκείνον που αμαρτάνει, ούτε τον κατακρίνουν, ούτε τον αποστρέφονται, αλλά υποφέρουν μαζί του, τον συμβουλεύουν, τον παρηγορούν, τον γιατρεύουν σαν άρρωστο μέλος του σώματός τους. Κάνουν τα πάντα για να τον σώσουν. Με την μακροθυμία και την αγάπη τραβούν τον αδελφό και δεν τον απωθούν, ούτε τον σιχαίνονται.

Ας αποκτήσουμε λοιπόν και εμείς αγάπη, ας αποκτήσουμε ευσπλαχνία για τον πλησίον. Και έτσι θ’ αποφεύγουμε να καταλαλούμε, να κατακρίνουμε, να εξουδενώνουμε τους άλλους. Ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον σαν να είμαστε μέλη του ίδιου σώματος.

Ο Θεός ας μας αξιώσει να προσέχουμε όσα μας συμφέρουν πνευματικά και να τα εφαρμόζουμε. Γιατί όσο φροντίζουμε και ενδιαφερόμαστε να εφαρμόζουμε όσα ακούμε, τόσο περισσότερο μας φωτίζει ο Θεός πάντοτε και μας διδάσκει το θέλημά Του.

(Αββά Δωροθέου, Έργα Ασκητικά, Εκδόσεις «Ετοιμασία», Ι. Μ. Αγίου Ιωάννου Προδρόμου )
 
 
 

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

O Άγιος Σάββας

 

1. Παιδική Ηλικία του Αγίου Σάββα, και αποταγή του κόσμου. Ασκητικοί αγώνες εις την Μονήν των Φλαβιανών (439-456)

Ο Όσιος Πατήρ ημών Σάββας ο Ηγιασμένος εγεννήθη κατά το έτος 439 από της Χριστού Γεννήσεως υπό γονέων ευσεβών και πλουσίων, του Ιωάννου και της Σοφίας, εις την κώμην Μουταλάσκην της Καππαδοκίας. Ο πατήρ του, στρατιωτικός ων και αναγκασθείς να μεταβή μετά της συζύγου του Σοφίας εις την Αλεξάνδρειαν δια υπηρεσιακούς λόγους, ανέθεσε την ανατροφήν του μικρού Σάββα εις τον εκ μητρός θείον του Ερμίαν, ότε ο Άγιος ήτο πέντε μόλις ετών.

Μετ' ολίγον καιρόν, δυσαρεστηθείς ο Σάββας από την συμπεριφορά της συζύγου του θείου του και από την επακολουθήσαν διαμάχην μεταξύ των θείων του Ερμίου και Γρηγορίου δια την ανατροφήν του και την διαχείρισιν της περιουσίας των γονέων του περιφρόνησε τον κόσμον και ενετάγη εις μοναστήριον πλησιόχωρον της γενέτειράς του ονομαζόμενον «Φλαβιαναί». Εκεί επεδόθη αφ' ενός εις την εκμάθησιν του ψαλτηρίου και των μοναχικών υποχρεώσεων, αφ' ετέρου εις την άσκησιν των θεοειδών αρετών και διέπρεψεν εις την εγκράτειαν, την σωματικήν κακοπάθειαν, την ταπεινοφροσύνην και την υπακοήν, δια των οποίων εφάνη υπέρτερος πάντων των συμοναστών του, εξήκοντα ή και εβδομήκοντα τον αριθμόν. Θέλων δε ο Θεός να προμηνύση την αγιότητα, εις την οποίαν θα έφθανεν ο Σάββας, τον εχαρίτωσε με ακράδαντον και θαυματουργόν πίστην: κάποτε εισήλθεν εις ανημμένον φούρνον, αφού καθωπλίσθη δια του σημείου Σταυρού, και σώος και αβλαβής εξήγαγε αβλαβή τα ενδύματα, τα οποία ο αρτοποιός είχεν λησμονήσει.


2. Μετάβασις εις Παλαιστίνην. Άσκησις εις το κοινόβιον του Αγ. Θεοκτίστου και πλησίον του Μ. Ευθυμίου (456-473)

Έχων συμπληρώσει εν ταις Φλαβιαναίς δέκα έτη αγώνων, εζήτησε από τον Ηγούμενον ευλογίαν, δια να απέλθη οριστικώς εις την Αγίαν Πόλιν Ιερουσαλήμ, καθόσον επεθύμει να αναβαίνη διαρκώς από δόξης εις δόξαν, ησυχάζων εις την έρημον. Ο Ηγούμενος του παρέσχε την άδειαν έπειτα από θεϊκήν οπτασίαν, και ούτως ο Σάββας, εις ηλικίαν δεκαοχτώ ετών, αφίχθη εις Ιεροσόλυμα και εφιλοξενήθη εις την Μονήν του Αγίου Πασσαρίωνος, όπου και διήλθε τον χειμώνα του έτους 456 προς 457 μ.Χ. Παρά τας προτροπάς του Αρχιμανδρίτου Ελπιδίου και ετέρων αδελφών να μείνη πλησίον των, ο Σάββας είχε διαρκώς κατά νουν να συναριθμηθή με τους αναχωρητάς, οι οποίοι ησκούντο υπό την εποπτείαν του θαυματουργού και λάμποντος φωστήρος Ευθυμίου του Μεγάλου, δια τούτου δε έλαβε την ευλογία από τον Ελπίδιον και μετέβη προς συνάντησιν του Μ. Ευθυμίου.

Ο Ευθύμιος αρνήθη να κρατήση τον Σάββαν εις την Λαύραν του, αντιθέτως απέστειλεν αυτόν εις την Μονήν του Αββά Θεοκτίστου, μηνύων εις εκείνον να φροντίση τον Σάββαν, διότι ούτος θα εγίνετο διαπρεπής εις την μοναστικήν ζωήν, αυτό το έπραξεν ο Μ. Ευθύμιος, δια να δώση και εν υπόδειγμα εις τον Σάββαν να μη δέχηται νέους αγενείους, όταν θα ίδρυε την ιδικήν του περιφανή Λαύραν και θα καθίστατο νομοθέτης και αρχηγός πάντων των κατά Παλαιστίνην αναχωρητών. Ο νεαρός Σάββας εδέχθη την οδηγίαν του Μ. Ευθυμίου ως θέλημα θεού και εισελθών εις την υπακοήν του Αββά Θεοκτίστου ενέτεινε τους προτέρους του αγώνας, εις την νηστείαν, αγρυπνίαν, ταπεινοφροσύνην και υπακοήν προσέθεσε την αγάπην και επιτηδειότητα εις τας εκκλησιαστικάς ακολουθίας, την αποδοτικωτάτην διακονίαν και εξυπηρέτησιν των λοιπών μοναχών, εν γένει δε διαγωγήν παντελώς άψογον.

Με τοιάυτην θαυμαστήν πολιτείαν διήνυσεν ο Άγιος Σάββας δέκα έτη, μέχρι θανάτου του αγίου Θεοκτίστου, και ακόμη δύο, μέχρι της κοιμήσεως του διαδόχου του θεοκτίστου, Μάριδος. Από τον νέον Ηγούμενον Λογγίνον ο Άγιος εζήτησε να του επιτρέψη την ησυχαστικήν ζωήν, έχων ο Λογγίνος κατά νούν την υψηλοτάτην αρετήν του Σάββα, λαβών δε και την σύμφωνον γνώμην του Μ. Ευθυμίου του την επέτρεψεν, έκτοτε και επί πέντε έτη ο Άγιος Σάββας διέμενε κατά τας πέντε ημέρας της εβδομάδας νήστις εις εν σπήλαιον νοτίως της Μονής, εις το οποίον προσηύχετο και ειργάζετο, μόνον δε κατά τα Σάββατα και τας Κυριακάς επέστρεφεν εις την Μονήν, δια να μεταφέρη το προϊόν του εργοχείρου του και να λάβη μέρος εις τας κοινάς προσευχάς. Καθ' όλην την Τεσσαρακοστήν, ο Άγιος Σάββας διέμενε μετά του Μ. Ευθυμίου και του μακαρίου Δομετιανού, μαθητού εκείνου, εις την πανέρημον του Ρουβά, μεταξύ του χειμάρρου των Κέδρων και της Νεκράς θάλασσας, εν νηστεία, ολιγοποσία, προσευχή και αγρυπνία. Την συμήθειαν αυτήν διετήρησεν ο Άγιος και εις τα μετέπειτα έτη. Εις τας 20 Ιανουαρίου του 473 ο μέγας πατήρ ημών Ευθύμιος εκοιμήθη εν ειρήνη.


3. Απομόνωσις του Αγίου Σάββα εις την έρημον. Ίδρυσις της Ιεράς Λαύρας και ανάδειξις του Αγίου εις αρχηγών των αναχωρητών (473-493)

Τότε ο Άγιος Σάββας, κατά το τριακοστόν πέμπτον έτος της ηλικίας του, δεν ηθέλησε να επιστρέψη εις το κοινόβιον, άλλ' απήλθε προς την ανατολικήν έρημον του Ρουβά και Κουτυλά, την ιδίαν περίοδον κατά την οποίαν ο Άγιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης έλαμπεν εν τη ερήμω του Ιορδάνου. Εις την έρημον ταύτην, όπου συνεδέθη πνευματικώς και με τον Άγιον Θεοδόσιον τον Κοινοβιάρχην μέσω του μοναχού Άνθου, διέμεινεν ο Άγιος Σάββας τέσσερα έτη. Τότε εκέρδισε την κατά των δαιμόνων και των θηρίων πλήρη αφοβίαν, άλλα και το σέβας των βαρβάρων, χάρις εις την εις Θεόν πίστην του και την αρετήν του. Μετά ταύτα, προσταχθείς υπό αγγέλου επάνω εις το όρος της Ευδοκίας, μετώκησεν εις την ανατολικήν πλευράν του Χειμάρρου των Κεδρών, εις σπήλαιον, το οποίον εως σήμερον δείκνυται ως το Σπήλαιον του Άγίου Σάββα, έναντι της Λαύρας. Μετά πέντε έτη, ήρχισαν να συναθροίζονται πλησίον του οι ερημίται και αναχωρηταί, ως εβδομήκοντα τον αριθμόν, άνδρες ουράνιοι και χαριτοφόροι, οι οποίοι απετέλεσαν και την πρώτην συνοδείαν της Λαύρας, εν έτει 483. Μετά την πρώτην οργάνωσιν της Λαύρας και την ανάβλυσιν αγιάσματος θαυματουργικώς, διά της προσευχής του Αγίου, ο άγιος Σάββας είδεν εις την δυτικήν όχθην, απέναντι του σπηλαίου του, να υψώνεται εώς τον ουρανόν στύλος πυρός. Ερευνήσας τον τόπον του θαύματος αυτού την επόμενη ημέραν, ανεύρε το θεόκτιστον σπήλαιον, το οποίον είχε κατάλληλον μορφήν δια να γίνη ναός. Αυτόν κατέστησε κέντρον της Λαύρας ο Αγ. Σάββας, οργανώσας και τας υπολοίπους υπηρεσίας. Η συνοδεία του έφθανε τότε τους εκατόν πενήντα μοναχούς.

Θα ήτο όμως αδύνατον να μη ενταθώσιν οι πειρασμοί και τα σκάνδαλα του διαβόλου, εναντίον ενός τόσον Θεϊκού έργου. Ο Άγιος Σάββας υπέστη την περιφρόνησιν και συκοφαντίαν εκ μέρους ιδικών του μοναχών, οι οποίοι εζήτησαν από τον πατριάρχην Σαλλούστιον την αντικατάστασιν του εις την ηγουμενίαν. Ο πατριάρχης Σαλλούστιος αντ' αυτού, γνωρίζων την αγιότητα του Σάββα, τον εχειροτόνησε πρεσβύτερον, και ενεκαινίασε την Θεόκτιστον Εκκλησία την 12ην Δεκεμβρίου του 491.

Η επί γής ουράνιος πολιτεία του Αγ. Σάββα εσυνεχίζετο: η προσέλευσις μοναχών, και δή Αρμενίων, ελκόμενων από το παράδειγμα του Αγίου, ηύξανε, το ίδιον και η άσκησις και τα θαύματα του Αγίου, ο οποίος κατά τας Μ. Τεσσαρακοστάς διήνυε εις την πανέρημον ζωήν υπεράνθρωπον. Εις την Λαύραν προσήλθεν ο οσιώτατος Ιωάννης, επίσκοπος Κολωνίας, ως απλούς μοναχός, ο οποίος αργότερον κατέστη περιβόητος δια την αρετήν του. Το 492 ο Άγιος Σάββας ήλθεν εις το φρούριον του Καστελλίου, εν τη ερήμω βορειοανατολικώς της Λαύρας και αφού εξεδίωξε τους δαίμονας, οι οποίοι ενεφώλευον εκεί, ωκοδόμησε κοινόβιον και ετοποθέτησε μοναστικήν αδελφότητα. Μετ' ολίγον καιρόν ο πατριάρχης Σαλλούστιος ανέδειξε τον μέν Σάββαν άρχοντα και νομοθέτην πάντων των αναχωρητών και κελλιωτών, των υπαγομένων εις την Αγίαν Πόλιν, τον δε Θεοδόσιον τον Κοινοβιάρχην αρχηγόν και αρχιμανδρίτην πάντων των κοινοβίων. Δια τούτο ο Άγιος Σάββας έλεγε χαριέντως προς τον Θεοδόσιον ότι ο ίδιος ήτο «ηγούμενος ηγουμένων», ενώ ο Θεοδόσιος «ηγούμενος παιδίων», δηλαδή αρχαρίων.


4. Οικοδόμησις του Ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Αποχώρησις του Αγίου εκ της Λαύρας (494-508)


Το έτος 494 μ.Χ. ήρχισαν και αι εργασίαι ανοικοδομήσεως της Μεγάλης Εκκλησίας της Θεοτόκου, της οποίας τα εγκαίνια εγένεντο αρκετά έτη αργότερον, την 1ην Ιουλίου του ε΄τους 502 μ. Χ., διότι ο Θεόκτιστος Ναός και ο μικρός ευκτήριος οίκος δεν επήρκουν δια τας λατρευτικάς αν'αγκας της Λαύρας.

Ωστόσο οι μαθηταί, που είχον προ ολίγων ετών κατηγορήσει τον Άγιον, εστασίασαν και πάλιν εις τοιούτον βαθμόν, ώστε ηναγκλασθη ο Άγ. Σάββας, διά να μη τους παροξύνη επί πλέον, να αποχωρήση από την Λαύραν. Η απουσία του διήρκησε πέντε έτη (503-508 μ.Χ.), κατά τα οποία συνέστησε δύο νέα κοινόβια εις τα Γάδαρα και Νικόπολιν, εις τόπους όπου προσήρχοντο προς αυτόν πιστοί, δια να μονάσουν κοντά του. Τελικώς η αποκατάστασις του εις την θέσιν του Ηγουμένου είχεν ως αποτέλεσμα την φυγήν των στασιαστών από την Μεγίστην και την εγκαταβίωσιν των εις την Νέαν Λαύραν. Και όμως ο ανεξίκακος Άγιος και εκεί τους βοήθησε να κτίσουν και διοργανώσουν την Λαύραν των, εγκατέστησε δε εις αυτούς και Ηγούμενον αγιώτατον, τον Ιωάννην.

5. Ίδρυσις νέων Μονών, πρώτη μετάβασις εις Κωνσταντινούπολιν και αγών κατά του Μονοφυσιτισμού (509-516)


Τα επόμενα έτη ο Άγιος επεδόθη εις την καλλιέργειαν των πνευματικών του τέκνων. Συνέστησε μέχρι θανάτου του άλλας δύο λαύρας, την του Επταστόμου (512 μ.Χ.) και την του Ιερεμίου (531μ.Χ.), και άλλα δύο κοινόβια, το του Σπηλαίου (509μ.Χ.) και το του Σχολαρίου (512μ.Χ.), πλήν των ως άνω αναφρθέντων. Την τελευταίαν εικοσαετίαν της ζωής του ελάμπρυναν όμως και άλλαι θαυμασταί πράξεις, αι οποίαι έσχον τεράστιαν σημασίαν δια την εκκλησιαστικήν άλλα και παγκόσμιαν ιστορίαν. Υπό την πίεσιν των μεθοδεύσεων του μονοφυσίτου αυτοκράτορος Αναστασίου (491-518) και των πρωτοστατών του Μονοφυσιτισμού «Ακεφάλων» Σευήρου, Φιλοξένου και Σωτήρχου αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι της Ανατολής περιήρχοντο σταδιακώς εις τας χείρας μονοφυσιτών επισκόπων. Ο Άγιος Σάββας, μετά από παρακίνησιν του Ορθοδόξου πατριάρχου Ιεροσολύμων Ηλία (494-516), μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν το 512, όπου κατώρθωσε διά της φήμης του άλλα και της αγιότητός του να πείσει τον αυτοκράτορα να αναστείλει την εξορίαν του Ηλία. Τότε το επόμενον έτος η εκτόπισης του Ορθόδοξου πατριάρχου ετέθη υπό του αυτοκράτορος εις εφαρμογήν, ο Άγιος Σάββας συνεκέντρωσεν εις Ιεροσόλυμα όλους τους μοναχούς της ερήμου, δια να προφυλάξη τον Ηλίαν, και αναθεμάτισε τους αιρετικούς απεσταλμένους του αυτοκράτορος. Παρόμοιαν κινητοποίησιν των ερημιτών εφήρμοσε τρία έτη αργότερον, το 516 μ. Χ., προκειμένου να στηρίξει εις την Ορθοδοξίαν τον νέον Πατριάρχην Ιεροσολύμων, Ιωάννην Γ' (516-524), βοηθούμενος υπό του Αγ. Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου. Η κινητοποίησις αυτή διεφύλαξε την Εκκλησίαν Ιεροσολύμων εν ορθή πίστη. Καθ' ήν στιγμήν αι Εκκλησίαι Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρίας και αντιοχείας είχον περιέλθει υπό μονοφυσίτας πατριάρχας. Μετ΄ολίγον η Ορθοδοξία αποκατεστάθη πανταχού.

6. Συνέχισης της οσιακής του Αγίου Σάββα ζωής. Συνάντησις μετά του Ιουστινιανού εν Κωνσταντινούπολει. Κοίμησις του Αγίου (516-532)


Η Δευτέρα μετάβασις του Αγίου Σάββα εις την Βασιλεύουσαν έλαβε χώραν περίπου είκοσιν έτη μετά την πρώτην, το 530 μ. Χ., όταν ο Άγιος ήτο ενενήκοντα ετών. Ο Άγιος επέτυχεν εκεί την απαλλαγήν της Παλαιστίνης από τα σκληρά μέτρα, τα οποία ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός ήθελε να επιβάλλει συνέπεια των ταραχών, τας οποίας είχε προκαλέσει η εξέγερσις Σαμαρειτών και Ιουδαίων (529). Ο Άγιος παρώτρυνε ακόμη τον ευσεβή βασιλέα, ο οποίος είχεν αντιληφθεί ο ίδιος δι' οπτασίας την αγιότητα του Σάββα, να προβεί εις δίωξιν των αιρέσεων Αρείου, Νεστορίου και Ωριγένους και εις κοινωφελή έργα εις την Παλαιστίνην, έναντι των οποίων θα απεκόμιζεν επέκτασιν της αυτοκρατορίας εις την Αφρικήν και Ιταλίαν. Πράγματι η προφητεία και ευλογία αυτή του Αγ. Σάββα εξεπληρώθη . Αι νίκαι των στρατηγών Βελισσαρίου και Ναρσή έφεραν και πάλιν τα δυτικά τμήματα της Αυτοκρατορίας υπό τον αυτοκράτορα της Πόλεως. Τοσαύτη ήτο η προφητική χάρις του Αγίου Σάββα.

Πόσα εκ των θαυμάτων του Αγίου δύναται κάποιος να διηγηθή και ποιόν να θαυμάσει πρώτον. Η χάρις του έφθασε και εώς του να λύση με την προσευχή του πενταετή ανοβρίαν εις Ιεροσόλυμα, την οποίαν είχε προκαλέσει η άδικος εκτόπισις του πατριάρχου Ηλία και η δι' αυτήν οργή του Θεού (520 μ.Χ.). Όμως η επιστροφή του εκ της Βασιλευούσης εσήμανε και την αρχήν του τέλους της επιγείου πολιτείας του. Ο Όσιος Πατήρ ημών Σάββας ο Ηγιασμένος ανεπαύθη εκ των κόπων του εν Κυρίω την 5ην Δεκεμβρίου του 532 μ. Χ. Είχε ζήσει εις το κοινόβιον των Φλαβιανών δέκα έτη, ως του 18ου έτους της ηλικίας του, δεκαεπτά έτη εις το κοινόβιον του Αγίου Θεοκτίστου εις την Παλαιστίνην, και πεντήκοντα εννέα έτη εις τας ερήμους και εις την Μεγίστην Λαύραν. Κατά το έτος 547 το τίμιον λείψανόν του ευρέθη εντός του μνήματος σώον και αδιάλυτον, μετεφέρθη δε εις Κωνσταντινούπολιν πολλούς αιώνας αργότερον και εκείθεν υπό τους Σταυροφόρους εις Ενετίαν το 1204. Το 1965 επεστράφη οριστικώς εις την Μεγίστην αυτού Λαύραν. Η πρωτοφανής απήχησις της ζωής του εις τους πιστούς έσχεν ως αποτέλεσμα την συγγραφήν του Βίου του υπό Κυρίλλου του Σκυθοπολίτου ήδη κατά το 557 μ. Χ.

Εφ΄όσον κατά τους αψευδείς λόγους του Κυρίου Ιησού Χριστού το ποιόν των ανθρώπων γνωρίζεται από τους καρπούς των, η περαιτέρω πορεία της Ιεράς και Μεγίστης του Οσίου Σάββα Λαύρας αποτελεί καρπόν της θεϊκής αρετής του Αγίου και απόδειξιν της δόξης και παρρησίας, ας εύρε πλησίον του Θεού, διά των οποίων σώζει άχρι τούδε το κυριότερον μοναστικόν καθίδρυμα της κατά Ιουδαίαν ερήμου. Αληθώς προκαλούν τον θαυμασμόν, όχι μόνο τα απειράριθμα θαύματα του Οσίου άλλα και η απήχησις της μοναστοκής ζωής της Λαύρας του, η οποία απετέλεσε πρότυπον και καθοριστικόν παράγοντα εις την διαμόρφωσιν της μοναχικής ζωής και της λατρευτικής τάξεως της ανά την Οικουμένην Εκκλησίας, εκτός του ότι πρόσφερε πληθύν αγίων ανδρών, γνωστών και αγνώστων, ανάμεσον των οποίων διαλάμπει ιδιαιτέρως ο μέγιστος θεολόγος του 8ου αι. Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Η τιμή του Αγίου Σάββα διεδόθη τάχιστα από την Ρώμην ως και τον Καύκασον Γεωργίαν. Οι διάδοχοί του εις την Ηγουμενίαν ανέδειξαν την Λαύραν προπύργιον της Ορθοδοξίας εις την Παλαιστίνην κατά του Ωριγενισμού, Μονοθελητισμού, Εικονομαχίας και Παπισμού με πανορθόδοξον εμβέλειαν. Μετά τους μέσους χρόνους η Λαύρα ανεδείχθη ακόμη και παιδευτήριον της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος, τα μέλη της οποίας ελάμβανον εν τη Λαύρα προπαιδείαν της μοναχικής πολιτείας και πείραν των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Πάντα ταύτα οφείλονται εις την πρεσβείαν και το παράδειγμα του Αγίου Σάββα: « Λαμπρά του πεφωτισμένου πατρός ημών Σάββα τα θεία χαρίσματα, η μέν πολιτεία ένδοξος, ο δε βίος ενάρετος και η πίστις ορθόδοξος. Και τούτο μέν εκ μέρους ήδη διά των ειρημένων απεδείχθη».



Ιερά Λάυρα Σάββα του Ηγιασμένου
Θεόκτιστος Έπαλξις Ορθοδοξίας
1500 έτη
Έκδοσις Ιεράς Λαύρας Σάββα του Ηγιασμένου

 

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Ποιός ὁ σκοπός τῆς νηστείας καί τής μετανοίας; Ἐκ τοῦ βιβλίου: «Ἡ ἐν Χριστῷ Ζωὴ» τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, πρωθιερέως τῆς Κρονστάνδης

Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης

Ἀπὸ τὴν 15ην Νοεμβρίου εἰσήλθομεν εἰς τὴν νηστείαν διὰ τὰ Χριστούγεννα. Κατὰ τὴν περίοδον τῆς νηστείας οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ἐπιδίδονται εἰς πολλαπλασίως μεγαλυτέραν πνευματικὴν ἄσκησιν ἀπὸ τὴν συνηθισμένην, ἐνῶ καταφεύγουν εἰς τὸ ἱερὸν μυστήριον τῆς Ἐξομολογήσεως – Μετανοίας.

Ἡ Ἐξομολόγησις ὅμως πρέπει νὰ εἶναι εἰλικρινής, βαθεῖα καὶ πλήρης. Ὡς γράφει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, Πρωθιερεὺς τὴς Κρονστάνδης, εἰς τὸ βιβλίον του «ἡ ἐν Χρι στῷ Ζωῇ». «Ο Σαρκικός ἄνθρωπος νομίζει ὅτι εἶναι δουλεία ἡ ἐλευθερία τοῦ χριστιανοῦ π.χ διὰ τὴν φοίτησιν εἰς τὰς ἱερὰς ἀκολουθίας, τὴν νηστείαν, τὴν προετοιμασίαν διὰ τὸ μυστήριον, τὴν ἐξομολόγησιν, τὴν Κοινωνίαν, ὅλα τὰ μυστήρια, καὶ δὲν γνωρίζει ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀπαίτησις τῆς φύσεώς του, ἀνάγκη διὰ τὸ πνεῦμα του.
Ὅστις ἔχει συνηθίσῃ νὰ κάμνῃ ἀπολογισμὸν τῆς ζωῆς του κατὰ τὴν ἐξομολόγησιν ἐδῶ, δὲν θὰ φοβηθῇ νὰ ἀπαντήσῃ εἰς τὸ φοβερὸν κριτήριον τοῦ Χριστοῦ.
Πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον ἱδρύθη τὸ ἐπιεικὲς κριτήριον τῆς μετανοίας, ἵνα ἀφοῦ καθαρισθῶμεν καὶ διορθωθῶμεν διὰ τῆς μετανοίας ἐδῶ κάτω, δυνηθῶμεν νὰ ἀποκριθῶμεν χωρὶς αἰσχύνην ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτον ἐλατήριον διὰ τὴν εἰλικρινῆ ἐξομολόγησιν, ἡ ὁποία πρέπει ἐξάπαντος νὰ γίνεται κατὰ πᾶν ἔτος. Ὅσῳ περισσότερον μένομεν χωρὶς ἐξομολόγησιν, τόσῳ τὸ χειρότερον δι᾽ ἡμᾶς καὶ τόσῳ περισσότερον περιπλεκόμεθα εἰς τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, καί, διὰ τοῦτο, δυσκολώτερον καθίσταται νὰ δώσωμεν ἀπολογισμὸν τῆς ζωῆς μας.
Τὸ δεύτερον ἐλατήριον εἶναι ἡ ψυχικὴ ἠρεμία: ὅσῳ εἰλικρινεστέρα ἡ ἐξομολόγησις, τόσῳ ἠρεμωτέρα θὰ εἶναι μετὰ ταῦτα ἡ ψυχή μας. Αἱ ἁμαρτίαι εἶναι ὄφεις μυστικοί, ποὺ κατατρώγουν τὴν καρδίαν καὶ ὅλην τὴν ὕπαρξιν τοῦ ἀνθρώπου· δὲν τὸν ἀφήνουν ἥσυχον, διαρκῶς τὴν καρδίαν του ἀπομυζοῦν.
Αἱ ἁμαρτίαι εἶναι ἄκανθαι ὀξεῖαι, ποὺ διαρκῶς πληγώνουν τὴν ψυχήν· αἱ ἁμαρτίαι εἶναι σκότος πνευματικόν. Ὅσοι μετανοοῦν πρέπει νὰ παράγουν τοὺς καρποὺς τῆς μετανοίας.
Ποῖος ὁ σκοπὸς τῆς νηστείας καὶ μετανοίας; Ποῖος ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον λαμβάνομεν τὸν κόπον δι᾽ αὐτάς; Σκοπός των εἶναι ἡ κάθαρσις τῆς ψυχῆς ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ εἰρήνη τῆς καρδίας, ἡ ἕνωσις μετὰ τοῦ Θεοῦ· μᾶς γεμίζουν μὲ υἱοθεσίαν καὶ εὐλάβειαν, καὶ μᾶς δίδουν παρρησίαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Ὑπάρχουν, πράγματι, πολὺ σπουδαῖοι λόγοι διὰ τὴν νηστείαν καὶ τὴν ἐξομολόγησιν ἐξ ὅλης μας τῆς καρδίας. Ἀνεκτίμητος ἀμοιβὴ θὰ μᾶς δοθῇ δι᾽ ἐργασίαν καὶ μόχθον εὐσυνείδητον.
Ἔχουν ἆραγε πολλοὶ ἀπὸ ἡμᾶς τὸ αἴσθημα τῆς υἱϊκῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεόν; Τολμοῦν ἆραγε πολλοὶ ἀπὸ ἡμᾶς χωρὶς καταδίκην καὶ μὲ παρρησίαν νὰ προσκαλοῦν τὸν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα καὶ νὰ λέγουν: «Πάτερ ἡμῶν!»; Ἢ τοὐναντίον δὲν ὑπάρχει ὥστε καὶ νὰ ἀκουσθῇ τοιαύτη υἱϊκὴ φωνὴ εἰς τὰς καρδίας μας, αἱ ὁποῖαι ἔχουν νεκρωθῆ ἀπὸ τὰς ματαιότητας τοῦ κόσμου καὶ τὴν προσήλωσιν εἰς τὰ πράγματά του καὶ τὰς ἀπολαύσεις; Ἢ μήπως πολὺ μακρὰν ἀπὸ τὰς καρδίας μας εὑρίσκεται ὁ Οὐράνιος Πατὴρ ἡμῶν; Καὶ δὲν νομίζομεν ἆραγε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἐκδικητής, ἡμεῖς οἱ ὁποῖοι ἀπεμακρύνθημεν ἀπὸ Αὐτὸν εἰς χώραν μακρινήν;

Ναί, ὅλοι ἡμεῖς ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν μας εἴμεθα ἄξιοι τῆς δικαίας του ὀργῆς καὶ τιμωρίας καὶ εἶναι θαυμαστὸν πόσον μακρόθυμος καὶ ὑπομονητικὸς εἶναι ἀπέναντι ἡμῶν, ὥστε νὰ μὴ μᾶς πατάσσῃ ὅπως τὴν ἄκαρπον συκῆν.
Ἂς σπεύσωμεν νὰ Τὸν ἐξιλεώσωμεν μὲ μετάνοιαν καὶ δάκρυα. Ἂς εἰσέλθωμεν εἰς τὸν ἐσωτερικόν μας ἄνθρωπον, ἂς ἐξετάσωμεν τὰς ἀκαθάρτους μας καρδίας μὲ πᾶσαν αὐστηρότητα· καὶ ὅταν ἴδωμεν πόσαι ἀκαθαρσίαι τηροῦν αὐτὰς μακρὰν ἀπὸ τὴν Θείαν Χάριν, τότε θὰ ἀναγνωρίσωμεν ὅτι εἴμεθα πνευματικῶς νεκροί. Ὑπόφερε τὰς ὀδύνας καὶ τοὺς πόνους τῆς ἐγχειρήσεως, διὰ νὰ δυνηθῇς νὰ ἐπανακτήσῃς μετὰ ταῦτα τὴν ὑγείαν σου (τοῦτο λέγων ἐννοῶ τὴν ἐξομολόγησιν).
Τοῦτο σημαίνει ὅτι κατὰ τὴν ἐξομολόγησιν ὀφείλεις νὰ ὁμολογῇς ὅλας τὰς πράξεις τῆς αἰσχύνης εἰς τὸν πνευματικόν, χωρὶς νὰ ἀποκρύπτης τί, μολονότι τοῦτο εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ὀδυνηρόν, ἐπαίσχυντον καὶ ταπεινωτικόν.
Ἄλλως ἡ πληγὴ θὰ μένῃ ἀθεράπευτος, θὰ πονῇ, θὰ ὑποσκάπτῃ τὴν πνευματικὴν ὑγείαν σου καὶ θὰ εἶναι ζύμη διὰ τὰς πνευματικὰς ἀδυναμίας σου ἢ τὰς ἁμαρτωλάς σου συνηθείας καὶ τὰ πάθη.
Ὁ ἱερεύς εἶναι πνευματικὸς ἰατρός. Ἐπιδείκνυε εἰς αὐτὸν τὰς πληγάς σου, χωρὶς νὰ ἐντρέπεσαι, εἰλικρινῶς, φανερά, μὲ υἱϊκὴν πεποίθησιν καὶ ἐμπιστοσύνην, διότι ὁ ἐξομολόγος εἶναι ὁ πνευματικὸς πατήρ σου, ὁ ὁποῖος θὰ ὤφειλε νὰ σὲ ἀγαπᾷ περισσότερον τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρός σου· διότι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὑψηλότερα ἀπὸ κάθε σαρκικήν, φυσικὴν ἀγάπην.
Ἐκεῖνος θὰ ἀπαντήσῃ διὰ σὲ εἰς τὸν Θεόν. Διατὶ ἡ ζωή μας ἔγινε τόσον ἀκάθαρτος, τόσον γεμάτη ἀπὸ πάθη καὶ ἁμαρτωλὰς συν ήθειας; Διότι πολλοὶ ἀποκρύπτουν τὰς πνευματικὰς πληγὰς καὶ τοὺς πόνους των, ἕνεκα τοῦ ὁποίου πονοῦν διαρκῶς καὶ ἐρεθίζονται· καὶ τοιουτοτρόπως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δώσῃ εἰς αὐτοὺς κανεὶς κανένα ἰατρικόν.
«Ἂν πέσῃς, σήκω καὶ θὰ σωθῇς»· εἶσαι ἁμαρτωλός, διαρκῶς πίπτεις, μάθε πῶς πρέπει νὰ ἐγείρεσαι· πρόσεξε πολὺ νὰ ἀποκτήσῃς αὐτὴν τὴν σοφίαν. Ἡ σοφία συνίσταται εἰς τοῦτο: νὰ μάθης ἐκ στήθους τὸν Ψαλμὸν «Ἐλέησόν με ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἑλεός Σου», τὸν ὁποῖον ἐνέπνευσεν εἰς τὸν βασιλέα καὶ προφήτην Δαβὶδ τὸ Ἅ γι ον Πνεῦμα, καὶ νὰ λέγῃς αὐτὸν μὲ εἰλικρινῆ πίστιν καὶ πεποίθησιν, μὲ καρδίαν ταπεινὴν καὶ συντετριμμένην.
Μετὰ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοιάν σου, ἡ ὁποία ἐκφράζεται εἰς τοὺς λόγους τοῦ Βασιλέως Δαβίδ, ἡ συγχώρησις τῶν ἁμαρτιῶν σου ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου ἀμέσως θέλει λάμψῃ ἐπὶ σοῦ, καὶ αἱ πνευματικαὶ δυνάμεις σου θὰ εἰρηνεύσουν.
«Τὸν γὰρ μὴ γνόντα ἁμαρτίαν ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν, ἵνα ἡμεῖς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεοῦ ἐν αὐτῷ» (Β´ Κορ. 5, 21), λέγεται περὶ τοῦ Χριστοῦ. Θὰ αἰσχυνθῇς λοιπὸν ὕστερον ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λόγους νὰ ἀναγνωρίσης οἱανδήποτε ἁμαρτίαν σου ἢ νὰ ἀναλάβῃς τὴν μομφὴν δι᾽ ἁμαρτίαν τὴν ὁποίαν δὲν διέπραξας;
Ἂν Αὐτὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινεν ἔνοχος ἁμαρτίας, μολονότι ἦτο ἀναμάρτητος, καὶ σὺ πρέπει νὰ δεχθῆς τὴν μομφὴν διὰ κάθε ἁμαρτίαν μὲ πραότητα καὶ ἀγάπην (διότι εἶσαι πράγματι ἁμαρτωλός), νὰ δεχθῆς τὴν μομφὴν μὲ ταπείνωσιν καὶ ὑποταγήν, καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας ἀκόμη διὰ τὰς ὁποίας δὲν εἶσαι ἔνοχος. Χάρις εἰς τὴν πίστιν μας μόνον, τὰ πνευματικὰ ὄρη –ἤτοι τὰ ὕψη καὶ τὰ βάρη τῶν ἁμαρτιῶν– μετακινοῦνται. Διὰ τοῦτο, ὅταν οἱ χριστιανοὶ ἁπαλλάσσωνται ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν των διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως, ἐνίοτε λέγουν: «Δόξα τῷ Θεῷ, βουνὸ ὁλόκληρο ἔπεσεν ἀπὸ τοὺς ὤμους μου».

Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 1951, 23 Νοεμβρίου 2012

 

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Χαίρε του Θεού Έμψυχη Κιβωτέ

 

Χαίρε, ω Παρθένε γεμάτη χάρη! Σε σένα απευθύνομαι και κραυγάζω με όλη τη δύναμη του νου, της καρδιάς και της γλώσσας, καταφύγιο της αδυναμίας και της ανικανότητάς μου.

Χαίρε, γεμάτη από χάρη, μέσω σου ο άρρωστος βρίσκει τη θεραπεία, μέσω σου εκείνος που έπεσε και έγινε κομμάτια σηκώνεται γιατρεμένος κι εκείνος που ήταν η αιτία της πτώσης καταδικάζεται, ποδοπατιέται κι εκμηδενίζεται.

Χαίρε, γεμάτη από χάρη, μέσω σου η πικρή δικαστική απόφαση της πτώσης παραγράφεται απ' τη γλυκύτητα του θείου μηνύματος, που σε σε απευθύνθηκε κι εμείς, που λεία γίναμε της αταξίας, που η παράβαση προκάλεσε, σκεπαζόμαστε και πάλι απ' την κορώνα του μεγαλείου της θείας φανέρωσης που από σένα προέρχεται.

Χαίρε, γεμάτη από χάρη, ο Βασιλιάς της δημιουργίας επιθύμησε το μεγαλείο της ψυχής, του σώματος και του νου, που παρέμεινε πάντα άσπιλο, για ν' ανανεώσει και ν' αναγεννήσει την εικόνα την παραμορφωμένη απ' τα τεχνάσματα του πονηρού, γι' αυτό οι λαοί έρχονται με δώρα να προσπέσουν μπροστά σου.

Χαίρε, Παλάτι χτισμένο όχι απ' ανθρώπινο χέρι, απ' το αίμα σου ο Βασιλιάς της δόξας κάνει το χιτώνα του και ντύνεται σαν με ένδυμα βασιλικό και πορφυρό, για ν' αφαιρέσει την παραμορφωτική γύμνια του προγεννήτορα. Χαίρε, συ έχεις δώσει τη σάρκα στο Δημιουργό και μας έχεις ελευθερώσει απ' το χρέος.

Χαίρε, του Θεού έμψυχη Κιβωτέ, στην οποία κατεβαίνει ο δεύτερος Νώε ντύνοντας απ' αυτή την ανθρώπινη φύση, για να τη βυθίσει στο βάπτισμα του ύδατος και να της δώσει τη σωτηρία και μια δεύτερη ζωή, με κατεύθυνση προς το Θεό.

Χαίρε, ω Εστία αναμμένη, όπου ο Θεός κατεβαίνει• στους παρθενικούς και πάναγνους κόλπους σου ο Δημιουργός παίρνει τη φύση μας και την εξαγνίζει από κάθε κηλίδα αρχαία, ανανεώνοντας τον άνθρωπο σε μια νέα δημιουργία.

Είθε ο Χριστός ο αληθινός μας Θεός, με τις ικεσίες, τη μεσιτεία και τη δέηση της θείας και αειπάρθενης Μητέρας, να μας ακούσει και να μας κάνει άξιους του ουράνιου δείπνου.



Μέγας Φώτιος

Μεταφράσεις: Αρχιμ. Ιγνατίου Σωτηριάδη από το βιβλίο: Georges Gharib: Οι εικόνες της Παναγίας. Ιστορία και λατρεία. Εκδόσεις Τέρτιος, Κατερίνη 1997.

***

 

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Η παραβολή του άφρονος πλουσίου


«Είπε δε ο Θεός: Άφρων…»
α. Αν η προηγουμένη Κυριακή πρόβαλε ως πρότυπο ζωής προς ένταξη στη Βασιλεία του Θεού τον εύσπλαχνο Σαμαρείτη, τον ανιδιοτελή άνθρωπο της έμπρακτης αγάπης, η σημερινή Κυριακή προβάλλει το αρνητικό κακέκτυπο: τον άφρονα πλούσιο, τον άνθρωπο που η μόνη έγνοια του ήταν πώς να έχει και να κατέχει τα υλικά του αγαθά, πώς να αυξάνει τα γεννήματά του, σε βαθμό τέτοιο, που τελικώς να δυστυχεί μέσα στην υποτιθέμενη «ευτυχία» του: η καρποφορία των χωραφιών του τον κάνει να γεμίζει από άγχος και στενοχώρια. Μέχρις ότου εμφανίζεται από το «πουθενά» ο παράγων Θεός, για να βάλει τέλος στους προβληματισμούς και τις λύσεις του: «σήμερα θα πεθάνεις! Ζητάνε την ψυχή σου!» Κι ο  θάνατος έρχεται ως το όριο που φωτίζει την ποιότητα της όλης προγενέστερης ζωής του, που του ανοίγει τα μάτια για να δει ότι τελικώς όλα τα χρόνια που πέρασαν ήταν ενώπιον του Θεού μία ανοησία. «Είπε δε ο Θεός: Άφρων
β. 1. Δεν πρόκειται για εκτίμηση και αξιολόγηση ενός ανθρώπου, που θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει το περιεχόμενό της. Ποιος άνθρωπος μπορεί να κατέχει το αλάθητο; «Ο νόμος του ανθρωπίνου μυαλού είναι η πλάνη» σημειώνουν οι άγιοι Πατέρες μας. Ούτε πρόκειται για μία κρίση,  που μπορεί να κινείται στο επίπεδο της κατάκρισης, καρπού ζηλοφθονίας και εμπάθειας. Μία τέτοια εμπαθής κρίση δεν επιτρέπεται από τον ίδιο τον νόμο του Θεού, διότι υφαρπάζει δικαίωμα που ανήκει μόνον σ’  Εκείνον. Ο ίδιος ο Κύριος το επισημαίνει: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε». «Εάν δε κάποιος χαρακτηρίσει τον αδελφό του «ανόητο» είναι ένοχος ενώπιον της κρίσεως του Θεού».
Εδώ, στο περιστατικό που περιγράφει ο Κύριος για τον πλούσιο, έχουμε την κρίση του ίδιου του Θεού, δηλαδή Εκείνου  που η κρίση Του είναι απολύτως δίκαιη, διότι «γυμνά και τετραχηλισμένα τα πάντα ενώπιόν Του»,  συνεπώς ανοίγει τα μάτια του ανθρώπου, ώστε να δει κι αυτός το αποτέλεσμα των επιλογών και των συμπεριφορών της ζωής του. Κι είναι η μόνη αληθινή κρίση, διότι πηγάζει από Εκείνον που η αγάπη Του προς τα πλάσματά Του είναι άπειρη και συνεπώς έχει πάντοτε γνήσιο ενδιαφέρον γι’ αυτά. Μόνον εκείνος που αγαπά μπορεί και να κρίνει ορθά, πέρα από στρεβλώσεις των εμπαθών κινημάτων της καρδιάς  του. Όπως το λέει και πάλι ο Κύριος: «Μη κρίνετε κατ’  όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε». Και δικαία κρίση είναι αυτή που πηγάζει από καρδιά που αγαπά. Η άπειρη αγάπη λοιπόν του Θεού αποδεικνύει και την αληθινότητα της κρίσεώς Του.
2. Κι ακόμη περισσότερο: η κρίση αυτή του Θεού, όπως φαίνεται στο περιστατικό της παραβολής, ηχεί πολύ πένθιμα, σαν καμπάνα που σημαίνει τον θάνατο κάποιου, διότι όχι μόνον είναι αληθινή, αλλά και τελεσίδικη και αμετάκλητη: λέγεται την ώρα του θανάτου, που ο άνθρωπος δεν έχει άλλο περιθώριο αλλαγής του. Ο θάνατος συνιστά το απόλυτο όριο, μετά το οποίο ο άνθρωπος απλώς κρίνεται για όλο το περιεχόμενο της ζωής του, για ό,τι έπραξε, για ό,τι είπε, για ό,τι σκέφτηκε ακόμη. «Απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, και μετά τούτο κρίσις» κατά τον απόστολο. Ό,τι διάφορες φιλοσοφίες και θρησκείες έχουν διδάξει περί μεταλλαγής του ανθρώπου, περί μετενσάρκωσης ή μετεμψύχωσής του σε άλλες καταστάσεις, μέσα στον κόσμο τούτο, αποτελούν φληναφήματα και ανοησίες, που προέρχονται από τον σκοτισμένο λόγω της αμαρτίας και των παθών νου του ανθρώπου. Η αλήθεια που απεκάλυψε ο Κύριος είναι κρυστάλλινη: ο άνθρωπος με τον θάνατό του κρίνεται από τον Θεό, κατά μερικό πρώτα τρόπο, λόγω της συνέχειας μόνο της ψυχής του, κι έπειτα, κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, θα κριθεί και γενικά, διότι τότε με την Παρουσία αυτή του Κυρίου θα αναστηθεί και το σώμα του, ώστε ενωμένο με την ψυχή να σταθεί ενώπιον του φοβερού βήματός Του. Η γενική αυτή όμως κρίση δεν θα είναι διαφορετική από την πρώτη. Απλώς θα είναι επιτεταμένη, διότι θα συνυπάρχει μαζί με την ψυχή και το σώμα. Και βεβαίως η κρίση αυτή οδηγεί  είτε στην αιώνια ζωή είτε στην αιώνια κόλαση, με την έννοια του πώς «εισπράττει» ο άνθρωπος τη μία και ενιαία αγάπη του Θεού προς όλους: είτε θετικά, αν φεύγει από τη ζωή αυτή εν μετανοία είτε αρνητικά, αν φεύγει εναντιωμένος προς τον Θεό ή με αδιαφορία προς Αυτόν.
3. Ποια ήταν τα γνωρίσματα της ζωής του άφρονος πλουσίου, που οδήγησαν στον χαρακτηρισμό του ως άφρονος και ανοήτου; Πότε συνεπώς κάποιος ζει ανόητα, κατά την κρίση του ίδιου του Θεού;
(α) Όχι ασφαλώς επειδή «ευφόρησεν η χώρα του». Η ευφορία αυτή των χωραφιών του υπήρξε μία ευλογία που του δόθηκε από τον Θεό – δεν φαίνεται να κοπίασε γι’ αυτήν ο πλούσιος∙ ο Θεός απλώς επέτρεψε να συμβεί, προφανώς για να του δώσει ευκαιρία να ανοιχτεί στον συνάνθρωπο.  Αλλά εκείνος πώς την αντιμετώπισε; Μ’ έναν απόλυτα εγωιστικό τρόπο. Πέντε «μου» της προσωπικής αντωνυμίας μετράμε στον προβληματισμό του: «πού συνάξω τους καρπούς μου;..Καθελώ μου τας αποθήκας…και συνάξω εκεί πάντα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου, και ερώ τη ψυχή μου». Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό του. Δεν υπάρχει ίχνος προβληματισμού για τον οποιονδήποτε συνάνθρωπό του, έστω και συγγενή του. Έτσι η αφροσύνη του ήταν ο εγωιστικός τρόπος σκέψεως και ζωής του.
 (β) Αυτός ο εγωισμός του, ως νοσηρή στροφή μόνον στον εαυτό του, δεν περιέχει ίχνος αναφοράς και προς τον Θεό. Συνήθως, ακόμη και σε ασχέτους προς την πίστη του Θεού ανθρώπους, σε στιγμές ευτυχίας τους ακούμε και ένα «δόξα τω Θεώ». Εδώ, δεν υπάρχει τίποτε τέτοιο: καμία δοξολογική ενατένιση του Θεού, για κάτι που εξώφθαλμα σχετιζόταν μ’  Εκείνον: είπαμε ότι η ευφορία της γης του  δεν είχε να κάνει με καμία από τις δικές του προσπάθειες. Ήταν μία δωρεά του Θεού. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η αφροσύνη του δεν έχει αποκλείσει μόνον τον συνάνθρωπο, αλλά και τον ίδιο τον Θεό, τον χορηγό του πλούτου του. Κι είναι τούτο πράγματι που επισημαίνει ο λόγος του Θεού: «είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού∙ ουκ έστιν Θεός». Μπορεί θεωρητικά να μην ακούγεται στην παραβολή η αθεΐα του πλουσίου, διαπρυσίως όμως καταγγέλλεται αυτή στο επίπεδο της ζωής του. Κι αυτό είναι το πιο καθοριστικό.
(γ) Η διαγραφή του Θεού και του ανθρώπου όμως φέρνει άγχος. Αντί ο πλουτισμός να του δίνει χαρά – ως ευκαιρία, είπαμε, προσφοράς χαράς σε άλλους – του προσθέτει θλίψη και στενοχώρια. Αλλά πάντοτε αυτό είναι το τίμημα του επιλέγοντος τον εγωιστικό, δηλαδή τον αμαρτωλό,  τρόπο ζωής. Το σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «θλίψις και στενοχωρία παντί τω εργαζομένω το κακόν». Ο άφρων πλούσιος, δηλαδή, ήδη από τη ζωή αυτή ζούσε με στοιχεία κόλασης. Η πορεία του ήταν προδιαγεγραμμένη, εφόσον δεν έδειχνε σημεία μετάνοιας. Κι επιπλέον: το άγχος του για το «έχει» του, σαν να  του «έκλεβε» και το μυαλό του:  τον έκανε να αδυνατεί να σκεφτεί το αυτονόητο, ότι δηλαδή τα γεννήματά του, κλεισμένα σε αποθήκες, θα σάπιζαν. Συνήθως ο εγωιστής άνθρωπος χάνει και την όποια «εξυπνάδα» του.
(δ) Η αφροσύνη του όμως έγκειται και στην ψευδαίσθηση της αληθινής ζωής. Ο πλούσιος δεν ελάμβανε υπόψη του το πιο βέβαιο γεγονός της ζωής: την ύπαρξη του θανάτου. Ο προβληματισμός του, βλέπουμε, κινείται σε επίπεδο σχεδόν «αιωνιότητας» γι’ αυτόν της παρούσας ζωής. «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά, κείμενα εις έτη πολλά». Πράγματι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κυριολεκτικά «πετάει στα σύννεφα». Το φαντασιακό επίπεδο είναι ο χώρος της ζωής του. Γι’  αυτό και η «προσγείωση» έρχεται τόσο απότομα και «ανώμαλα» γι’ αυτόν.
4. Τα κύρια αυτά στοιχεία της αφροσύνης του πλουσίου, που οδηγούν, όπως είπαμε, σ’ ένα τέλος τραγικό – όχι μόνον έρχεται ο θάνατος, αλλά έρχεται με μία συνοδεία «δυνάμεων» ξένων προς τον Θεό: «την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου», άρα δείχνουν και την αιώνια συνέχεια εκτός Θεού – μας οδηγούν εκ του αντιθέτου στην επισήμανση των στοιχείων που επαινούνται από τον Θεό και μπορούν να χαρακτηριστούν ως εμφροσύνη και σωφροσύνη. Πρόκειται για τον «πλουτισμόν κατά Θεόν», που λέει ο Κύριος στην κατακλείδα της παραβολής, που κάνει τον άνθρωπο που τον έχει να βρίσκεται με τον Θεό και να χαίρεται αενάως τη χαρά της παρουσίας Του. Πώς λοιπόν πρέπει να ζει ο άνθρωπος, ώστε στο τέλος του να ακούσει με χαρά ότι ευαρέστησε τον Θεό; Μα, ασφαλώς, πρώτον, να στέκεται καλά έναντι του συνανθρώπου του, δηλαδή με ανιδιοτελή αγάπη και ειλικρινές ενδιαφέρον, έστω κι αν τούτο μπορεί να σημαίνει και θυσία γι’ αυτόν. Το παράδειγμα του καλού Σαμαρείτη, όπως είπαμε, συνιστά καθοδηγητικό στοιχείο επ’ αυτού. Δεύτερον, να πιστεύει και να αγαπά τον Θεό. Για τον σώφρονα άνθρωπο, ο Θεός δεν είναι αμελητέα ή ανύπαρκτη κατάσταση, αλλά το κέντρο της ζωής του. Προτεραιότητά του συνεπώς είναι το πώς θα θεμελιώνει αδιάκοπα τη ζωή του, τις σκέψεις του, τα λόγια του, τη συμπεριφορά του, στο θέλημα Εκείνου. Με αποτέλεσμα να νιώθει ως το παιδί στην αγκαλιά του Πατέρα του. Ο σώφρων άνθρωπος, έτσι, τρίτον,  δεν ζει με άγχη και ανασφάλειες, αλλά η πάντα νουν υπερέχουσα ειρήνη του Χριστού βραβεύει τον νου και την καρδιά του. Και βεβαίως, τέλος, ο σώφρων, στον οποίο ευαρεστείται ο Θεός, έχει συναίσθηση της προσωρινότητας και της φθαρτότητάς του. «Καθ’  ημέραν αποθνήσκει», όπως λέει και ο απόστολος, με την έννοια ότι δεν τρέμει τον θάνατο, αλλά τον προσδοκά με χαρά, γνωρίζοντας ότι ο ίδιος ο Θεός θα παραλάβει την ψυχή του και όχι κάποιοι που το μόνο που επιζητούν είναι η δυστυχία του.
γ. Τι άραγε επιθυμούμε να ακούσουμε και εμείς στο τέλος της ζωής μας ως κριτική γι’ αυτήν από τον Θεό; «Άφρων» ή «σώφρων και έμφρων;» Το ερώτημα μεταφράζεται: θησαυρίζουμε για τον εαυτό μας ή πλουτίζουμε κατά Θεόν; Κι είναι τούτο η καθημερινή και αδιάκοπη πρόκληση επιλογής μας σε κάθε κίνηση της ύπαρξής μας. Στη μία περίπτωση, το κέντρο βάρους είναι ο κόσμος με τη φθαρτότητά του και τη διαρκή ταραχή του, υπό την κυριαρχία του διαβόλου, του άρχοντος του κόσμου τούτου. Στην άλλη, το κέντρο βάρους είναι ο Θεός και το άγιο θέλημά Του, με όλες τις χαρές και τη δόξα που συνοδεύουν την παρουσία Του. Ο Χριστιανός βεβαίως δεν προβληματίζεται: επιλέγει πάντοτε το θέλημα του Θεού. Επιλέγει δηλαδή όχι μόνον το αιώνιο, αλλά και του κόσμου τούτου αληθινό συμφέρον του.
***

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Αδιάλειπτη προσευχή και γνώση του εαυτού μας



Για την αδιάλειπτη προσευχή, εάν θέλεις χρησιμοποίησε απλό τρόπο, σε περίπτωση που είσαι απλός και δεν μπορείς να μπεις στον πραγματικό νόημα των Νηπτικών Αγίων Πατέρων της Φιλοκαλίας και πλανηθείς. Διότι δεν βάζουν δυστυχώς μερικοί ως σκοπό την απέκδυση του παλαιού ανθρώπου, τη μετάνοια, την ταπείνωση, και να έχουν την άσκηση σαν βοηθητικό μέσο για τον Αγιασμό της ψυχής, για να αισθανθούν βαθιά την αμαρτωλότητά τους και να νιώσουν και πολύ την ανάγκη του ελέους του Θεού και να λένε το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» με πόνο γλυκό.
Αλλά αντίθετα ξεκινάν με μια ξερή άσκηση και επιδιώκουν τις θείες ηδονές και τα φώτα και πολλαπλασιάζουν συνέχεια τα κομποσκοίνια και αυτό-αγιάζονται με τον λογισμό τους από τους μαθηματικούς υπολογισμούς των κομποσκοινιών τους. Φτιάχνουν φυσικά και σκαμνί ακριβώς στους πόντους, και όλα τ’ άλλα, δηλαδή η κλίση της κεφαλής και η αναπνοή, ακριβώς όπως τα γράφουν οι Άγιοι Κάλλιστοι και Γρηγόριοι της Φιλοκαλίας-ενώ αυτά είναι βοηθητικά μέσα-και νομίζουν ότι κάπου κοντά στους Αγίους βρίσκονται και δωσ’ του κομποσχοίνια, και, όταν πιστέψουν ότι αγιάσανε, αμέσως έρχεται το ταγκαλάκι και στήνει την τηλεόραση, και στη συνέχεια επακολουθούν και προφητείες ταγκαλίστικες κλπ.
Γι αυτό, αδελφέ μου, μη ζητάς τίποτε άλλο στην προσευχή σου εκτός από την μετάνοια, ούτε φώτα ούτε θαύματα ούτε προφητείες ούτε χαρίσματα καθόλου, παρά μετάνοια. Η μετάνοια θα σου φέρει την ταπείνωση, η ταπείνωση θα σου φέρει τη Χάρη του Θεού, και ο Θεός θα σου έχει μέσα στην Χάρη Του ό,τι χρειάζεται για την δική σου σωτηρία και ό,τι άλλο, σε περίπτωση που χρειασθεί, για να βοηθήσεις μία άλλη ψυχή.
Τα πράγματα είναι πολύ απλά, και δεν υπάρχει λόγος να τα μπλέκουμε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο την ευχή θα την αισθανθούμε ως ανάγκη κα θα νιώθουμε κούραση και πολλές φορές θα την λέμε, και η καριά μας θα νιώθει γλυκό πόνο, όταν τη λέει την ευχή, και ο Χριστός θα μας σκορπάει και Αυτός τη γλυκεία Του παρηγοριά μέσα στην καρδιά μας.

Η προσευχή δεν κουράζει

Η προσευχή λοιπόν δεν κουράζει, αλλά ξεκουράζει.. κουράζει μόνο, όταν δεν μπούμε στο νόημά της και δεν καταλάβουμε το νόημα των Αγίων μας Πατέρων. Όταν την ανάγκη του ελέους του Θεού την καταλάβουμε, χωρίς να πιέζουμε τον εαυτό μας στην προσευχή, η ανάγκη αυτή της πείνας θα μας αναγκάζει να ανοίγουμε το στόμα σαν το μωρό, για να θηλάσουμε, και θα νιώθουμε παράλληλα και όλη τη σιγουριά σαν το μωρό στην αγκαλιά της μητέρας, το οποίο και αγάλλεται συγχρόνως.
Σαν Ασυρματιστές λοιπόν που είμαστε εμείς οι Μοναχοί, θα πρέπει να βρισκόμαστε σε συχνή επαφή με τον Θεό, και εάν είναι δυνατόν και «εν διαρκεί ακροάσει»  για περισσότερη σιγουριά, για να έχουμε κάθε στιγμή άφθονες θείες δυνάμεις.
Ο εχθρός. Ο εχθρός, φυσικά, δεν ησυχάζει και πάντοτε βάλλει ποικιλοτρόπως. Μπορούμε όμως να τον αξιοποιήσουμε και αυτόν, με το να τον κάνουμε εργάτη άμισθο, και να μας βοηθήσει στην αδιάλειπτη προσευχή. Όταν επί παραδείγματι μας φέρνει κακούς λογισμούς ή βλάσφημους, να αρχίζουμε  την ευχή και να λέμε και στο ταγκαλάκι: «Καλά που με κέντησες, γιατί είχα ξεχάσει τον Χριστό μου». Όταν λοιπόν κάνουμε αυτό, και να θέλουμε να το κρατήσουμε το ταγκαλάκι, δεν κάθεται, γιατί δεν είναι κουτό να δουλεύει δωρεάν και να κάνει και καλό στη ψυχή μας.

Δουλεύοντας για την αυτογνωσία

Εάν θέλουμε πάλι, για λεπτή εργασία παίρνουμε τα μεγαλύτερα πάθη που έχουμε, με τη σειρά, και όποιο σφάλμα της ημέρας είδαμε, και ζητάμε το έλεος του Θεού ταπεινά, για να λυτρωθούμε, με το «Κύριε Ιησού Χριστέ…». Μ’ αυτόν τον τρόπο ξερριζώνονται τα πάθη, παράλληλα μάς μένει και η καλή συνήθεια της ευχής, και όχι να επιδιώκουμε εξωτερικά μόνον τη συνήθεια, και μας δημιουργηθούν ψευδαισθήσεις και πλάνες.
Όταν λοιπόν κάνει προηγουμένως το γνώρισμα του εαυτού του κανείς και συναισθανθεί τη μεγάλη του αμαρτωλότητα και τις μεγάλες του Θεού ευεργεσίες, τότε η καρδιά ραγίζει , όσο γρανιτένια και εάν είναι, και τρέχουν τα πραγματικά δάκρυα μόνα τους, και δεν πιέζει ο άνθρωπος τον εαυτό του ούτε στην προσευχή ούτε και να βγάλει δάκρυα. Διότι η ταπείνωση με το φιλότιμο δουλεύουν με τα τρυπάνια στην καρδιά συνέχεια, και οι πηγές αυξάνουν, και το χέρι του Θεού χαϊδεύει συνέχεια το φιλότιμο παιδί Του που εργάζεται.
Όταν ασχολείσαι με τη αμαρτωλότητά σου και κάνεις τη λεπτή σου εργασία, κατ’ αρχάς να έχεις πάντα την ελπίδα στον Θεό, την οποία να κρατάς σφιχτά, για να μη σου φύγει ποτέ. Όσες αμαρτίες δεν είναι σαρκικής φύσεως, μπορείς να τις λεπτολογείς, για να αναγκάζεσαι να ταπεινώνεσαι. Όσες όμως είναι σαρκικής φύσεως, να μην τις λεπτολογείς καθόλου, παρά να θεωρείς τον εαυτό σου ένα βρώμικο τουλούμι γεμάτο βρωμιά. Ούτε και να ξεθαρρέψεις να κάνεις προσευχή για πρόσωπα με σαρκικές ιστορίες, διότι εκτός που θεωρείται αναίδεια, ενώ ο ίδιος δεν έχεις συμφιλιωθεί με τον Θεό, αλλά και θα σε μολύνει ο εχθρός με ακάθαρτους λογισμούς την ημέρα, και τη νύχτα θα σου παίξει ακατάλληλα έργα το ταγκαλάκι και θα σε μολύνει.
Εάν στον ύπνο σού συμβεί κάτι τέτοιο, μην το εξετάζεις καθόλου, όπως επίσης και κανένα περιστατικό στη ζωή σου (σαρκικής πάλι φύσεως), από το οποίο σε γλύτωσε ο Θεός με το να σε σκεπάσει και να σε γλυτώσει σαν το κλωσσοπούλι από τα νύχια του γερακιού, γιατί είναι επικίνδυνο. Όπως ο εχθρός πολλές φορές πετάει μια χειροβομβίδα να σκοτώσει το στρατιώτη, και ο Θεός τον προστατεύει με το να μη γίνει η έκρηξη, και γλυτώνει ο στρατιώτης, και μετά παό καιρό κάθεται ο ανόητος και περιεργάζεται τη χειροβομβίδα και, με το ξεσκάλισμα που της κάνει, σκάει και του τινάζει τα μυαλά στον αέρα, το ίδιο μπορεί να πάθει και ένας νέος, όταν ξεσκαλίζει αμαρτήματα σαρκικής φύσεως. Γι αυτό, όταν τυλιγόμαστε μέσα στο βρώμικο τουλούμι, είναι μεγαλύτερη ασφάλεια.

γέροντας Παϊσιος