Ο Μέγας Αντώνιος γεννήθηκε περί το 251 μ.Χ. στην πόλη Κομά της Άνω Αιγύπτου, κοντά στη Μέμφιδα, από γονείς ευλαβείς και εύπορους.
Έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) και Μαξιμιανού (285-305 μ.Χ.) μέχρι και την εποχή του ευσεβούς αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και των παιδιών του. Από την παιδική του ηλικία ήταν ολιγαρκής και αυτάρκης. Σε νεαρή ηλικία, περίπου 20 ετών, έχασε τους γονείς του. Έξι μήνες μετά την κοίμηση των γονέων του, άκουσε στην εκκλησία την Ευαγγελική περικοπή του πλουσίου νεανίσκου, στην οποία αναφέρεται, ότι ο Χριστός είπε στον πλούσιο νέο : «πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος πτωχοίς».
Τόση μεγάλη εντύπωση προξένησε η Ευαγγελική αυτή προτροπή στην ψυχή του Αντωνίου, ώστε αμέσως μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, αφού φύλαξε τα απολύτως αναγκαία για την συντήρηση αυτού και της μικρής του αδελφής, την οποία φρόντισε να παραδώσει σε νέες που είχαν αφιερωθεί στη χριστιανική αρετή, βέβαιος ότι κοντά τους θα είναι πάντα ασφαλής. Από τότε ο Άγιος Αντώνιος άρχισε να ζει ασκητικό βίο, εργαζόμενος αδιάκοπα και υποβαλλόμενος σε αυστηρή νηστεία, για να κατανικήσει τους πειρασμούς της σάρκας, αγρυπνώντας ολόκληρη τη νύχτα και τρώγοντας ελάχιστα.
Στη συνέχεια απήλθε σε τόπο έρημο και μακρινό όπου η τροφή του ήταν ελάχιστη. Εκεί υπερνίκησε, με τη χάρη του Θεού, νέους πειρασμούς. Αργότερα πήγε κοντά στα ερείπια ενός φρουρίου και κατοίκησε σε σπήλαιο χωρίς να τον βλέπει κανένας και χωρίς να δέχεται κανέναν παρά μόνο έναν γνωστό του, ο οποίος του έφερνε κάθε έξι μήνες ψωμί για ολόκληρο το εξάμηνο. Νύχτα και ημέρα έκανε ασκητικούς αγώνες με τους οποίους νέκρωσε τα σκιρτήματα των παθών, έφτασε στο βαθμό της απάθειας, υπερβαίνοντας τα όρια της ανθρώπινης φύσης.
Μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια ασκήσεως και αφού έφθασε σε ύψη πνευματικής τελειώσεως, εμφανίσθηκε στον κόσμο και τότε άρχισαν να συρρέουν περί αυτόν πολλοί που τον θαύμαζαν ως ασκητή και θαυματουργό. Μαρτυρείται ότι, ενώ ο Άγιος βρισκόταν ακόμα στη ζωή, έβλεπε τις ψυχές των ανθρώπων που εξέρχονταν από το σώμα τους, καθώς και τους δαίμονες που τις οδηγούσαν. Το γεγονός αυτό είναι πολύ θαυμαστό, αφού μια τέτοια δυνατότητα είναι γνώρισμα μόνο νοερής και ασώματης φύσεως. Το έτος 311 μ.Χ., κατά τον διωγμό του αυτοκράτορα Μαξιμίνου (307-313 μ.Χ.), κατήλθε στην Αλεξάνδρεια, για να ενθαρρύνει και να βοηθήσει τους πιστούς, τους Ομολογητές και τους Μάρτυρες. Όταν έπαυσε ο διωγμός, ο Όσιος επανήλθε στην έρημο, αλλά επειδή αισθανόταν ενοχλημένος από την παρουσία πολλών, που πήγαιναν για να τον συναντήσουν, έφυγε από εκεί και ήλθε σε τόπο έρημο, ο οποίος βρισκόταν σε ψηλό βουνό, κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα. Και εκεί όμως προσέρχονταν πολλοί για να λάβουν την ευλογία του, να διδαχθούν και να θεραπευθούν. Θεράπευσε δε τους ασθενείς «ου προστάζων, αλλά ευχόμενος και τον Χριστόν ονομάζων».
Οι ενάρετες πράξεις του έγιναν γνωστές και έφεραν πλήθος μιμητών, ώστε η έρημος μεταμορφώθηκε σε «πόλη». Σ’αυτήν την «πόλη» ο Μέγας Αντώνιος ήταν ο νομοθέτης και ιδρυτής του μοναχικού βίου. Στην έρημο γνώρισαν τον Άγιο Αντώνιο, ο Μέγας Βασίλειος και ο Μέγας Αθανάσιος.
Ο Μέγας Αθανάσιος μάλιστα, έγραψε τον βίο του.
Η φήμη του Οσίου Αντωνίου έφθασε μέχρι τους βασιλείς, τόσο ώστε ο Μέγας Κωνσταντίνος και οι υιοί του, Κωνστάντιος και Κώνστας, έγραφαν σε αυτόν, σαν να ήταν πατέρας τους και τον παρακαλούσαν να τους απαντήσει. Κατά την διάρκεια του ασκητικού του βίου ποτέ δεν άλλαξε ένδυμα και ποτέ δεν ένιψε το σώμα ή τα πόδια του με νερό. Ο Όσιος, αν και αγράμματος στην ανθρώπινη σοφία, ήταν σοφός κατά Θεόν.
Δίδασκε στους μαθητές του να μην θεωρούν τίποτε ανώτερο από την αγάπη του Χριστού και να μη νομίζουν ότι, επειδή απέχουν από τα κοσμικά αγαθά, στερούνται κάτι αξιόλογο. Δεν πρέπει, έλεγε, να λησμονάμε ότι ο ανθρώπινος βίος είναι πρόσκαιρος, συγκρινόμενος προς το μέλλοντα αιώνα. Για αυτό δεν πρέπει να κοπιάζουμε για την απόκτηση πρόσκαιρων αγαθών, τα οποία δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας, αλλά για την απόκτηση αιώνιων αγαθών, δηλαδή της φρονήσεως, της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης, της ανδρείας, της συνέσεως, της αγάπης.
Ο Μέγας Αντώνιος, αφού έζησε εκατόν πέντε έτη, κοιμήθηκε το 356 μ.Χ. Αν και, όπως λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, μία από τις τελευταίες επιθυμίες του Οσίου Αντωνίου ήταν να μείνει κρυφός ο τόπος της ταφής του, οι μοναχοί που μόναζαν κοντά του, έλεγαν ότι κατείχαν το ιερό λείψανό του, το οποίο επί Ιουστινιανού (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Αλεξάνδρεια και από εκεί αργότερα, το 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) και Μαξιμιανού (285-305 μ.Χ.) μέχρι και την εποχή του ευσεβούς αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και των παιδιών του. Από την παιδική του ηλικία ήταν ολιγαρκής και αυτάρκης. Σε νεαρή ηλικία, περίπου 20 ετών, έχασε τους γονείς του. Έξι μήνες μετά την κοίμηση των γονέων του, άκουσε στην εκκλησία την Ευαγγελική περικοπή του πλουσίου νεανίσκου, στην οποία αναφέρεται, ότι ο Χριστός είπε στον πλούσιο νέο : «πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος πτωχοίς».
Τόση μεγάλη εντύπωση προξένησε η Ευαγγελική αυτή προτροπή στην ψυχή του Αντωνίου, ώστε αμέσως μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, αφού φύλαξε τα απολύτως αναγκαία για την συντήρηση αυτού και της μικρής του αδελφής, την οποία φρόντισε να παραδώσει σε νέες που είχαν αφιερωθεί στη χριστιανική αρετή, βέβαιος ότι κοντά τους θα είναι πάντα ασφαλής. Από τότε ο Άγιος Αντώνιος άρχισε να ζει ασκητικό βίο, εργαζόμενος αδιάκοπα και υποβαλλόμενος σε αυστηρή νηστεία, για να κατανικήσει τους πειρασμούς της σάρκας, αγρυπνώντας ολόκληρη τη νύχτα και τρώγοντας ελάχιστα.
Στη συνέχεια απήλθε σε τόπο έρημο και μακρινό όπου η τροφή του ήταν ελάχιστη. Εκεί υπερνίκησε, με τη χάρη του Θεού, νέους πειρασμούς. Αργότερα πήγε κοντά στα ερείπια ενός φρουρίου και κατοίκησε σε σπήλαιο χωρίς να τον βλέπει κανένας και χωρίς να δέχεται κανέναν παρά μόνο έναν γνωστό του, ο οποίος του έφερνε κάθε έξι μήνες ψωμί για ολόκληρο το εξάμηνο. Νύχτα και ημέρα έκανε ασκητικούς αγώνες με τους οποίους νέκρωσε τα σκιρτήματα των παθών, έφτασε στο βαθμό της απάθειας, υπερβαίνοντας τα όρια της ανθρώπινης φύσης.
Μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια ασκήσεως και αφού έφθασε σε ύψη πνευματικής τελειώσεως, εμφανίσθηκε στον κόσμο και τότε άρχισαν να συρρέουν περί αυτόν πολλοί που τον θαύμαζαν ως ασκητή και θαυματουργό. Μαρτυρείται ότι, ενώ ο Άγιος βρισκόταν ακόμα στη ζωή, έβλεπε τις ψυχές των ανθρώπων που εξέρχονταν από το σώμα τους, καθώς και τους δαίμονες που τις οδηγούσαν. Το γεγονός αυτό είναι πολύ θαυμαστό, αφού μια τέτοια δυνατότητα είναι γνώρισμα μόνο νοερής και ασώματης φύσεως. Το έτος 311 μ.Χ., κατά τον διωγμό του αυτοκράτορα Μαξιμίνου (307-313 μ.Χ.), κατήλθε στην Αλεξάνδρεια, για να ενθαρρύνει και να βοηθήσει τους πιστούς, τους Ομολογητές και τους Μάρτυρες. Όταν έπαυσε ο διωγμός, ο Όσιος επανήλθε στην έρημο, αλλά επειδή αισθανόταν ενοχλημένος από την παρουσία πολλών, που πήγαιναν για να τον συναντήσουν, έφυγε από εκεί και ήλθε σε τόπο έρημο, ο οποίος βρισκόταν σε ψηλό βουνό, κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα. Και εκεί όμως προσέρχονταν πολλοί για να λάβουν την ευλογία του, να διδαχθούν και να θεραπευθούν. Θεράπευσε δε τους ασθενείς «ου προστάζων, αλλά ευχόμενος και τον Χριστόν ονομάζων».
Οι ενάρετες πράξεις του έγιναν γνωστές και έφεραν πλήθος μιμητών, ώστε η έρημος μεταμορφώθηκε σε «πόλη». Σ’αυτήν την «πόλη» ο Μέγας Αντώνιος ήταν ο νομοθέτης και ιδρυτής του μοναχικού βίου. Στην έρημο γνώρισαν τον Άγιο Αντώνιο, ο Μέγας Βασίλειος και ο Μέγας Αθανάσιος.
Ο Μέγας Αθανάσιος μάλιστα, έγραψε τον βίο του.
Η φήμη του Οσίου Αντωνίου έφθασε μέχρι τους βασιλείς, τόσο ώστε ο Μέγας Κωνσταντίνος και οι υιοί του, Κωνστάντιος και Κώνστας, έγραφαν σε αυτόν, σαν να ήταν πατέρας τους και τον παρακαλούσαν να τους απαντήσει. Κατά την διάρκεια του ασκητικού του βίου ποτέ δεν άλλαξε ένδυμα και ποτέ δεν ένιψε το σώμα ή τα πόδια του με νερό. Ο Όσιος, αν και αγράμματος στην ανθρώπινη σοφία, ήταν σοφός κατά Θεόν.
Δίδασκε στους μαθητές του να μην θεωρούν τίποτε ανώτερο από την αγάπη του Χριστού και να μη νομίζουν ότι, επειδή απέχουν από τα κοσμικά αγαθά, στερούνται κάτι αξιόλογο. Δεν πρέπει, έλεγε, να λησμονάμε ότι ο ανθρώπινος βίος είναι πρόσκαιρος, συγκρινόμενος προς το μέλλοντα αιώνα. Για αυτό δεν πρέπει να κοπιάζουμε για την απόκτηση πρόσκαιρων αγαθών, τα οποία δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας, αλλά για την απόκτηση αιώνιων αγαθών, δηλαδή της φρονήσεως, της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης, της ανδρείας, της συνέσεως, της αγάπης.
Ο Μέγας Αντώνιος, αφού έζησε εκατόν πέντε έτη, κοιμήθηκε το 356 μ.Χ. Αν και, όπως λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, μία από τις τελευταίες επιθυμίες του Οσίου Αντωνίου ήταν να μείνει κρυφός ο τόπος της ταφής του, οι μοναχοί που μόναζαν κοντά του, έλεγαν ότι κατείχαν το ιερό λείψανό του, το οποίο επί Ιουστινιανού (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Αλεξάνδρεια και από εκεί αργότερα, το 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
.
.
Εξαιρετική μήνυμα!
ΑπάντησηΔιαγραφήAtt.,
http://wwwteologiavivaeeficaz.blogspot.com/
Profº Netto, F.A.