Λυπήσου με, Κύριε, ένδοξε απόγονε του Δαβίδ! Η κόρη μου φρικτά υποφέρει από σκληρό δαιμόνιο! «Κακῶς δαιμονίζεται».
Σπαρακτική ακούστηκε από μακριά η κραυγή. Ήταν μια γυναίκα Χαναναία, που είχε βγει από το χωριό της και με χέρια απλωμένα ικέτευε…
Ο Κύριος, που ακόμα και στον παραμικρό αναστεναγμό έσκυβε πάντα πρόθυμα με καλοσύνη, εδώ ούτε που γύρισε το βλέμμα. Με τη θεϊκή Του σκέψη κάτι άλλο, μεγαλύτερο από μια απλή θεραπεία προγραμμάτιζε. Γι’ αυτό ακριβώς κι εξακολουθούσε ατάραχα να βαδίζει στον απόμερο εκείνο δρόμο κοντά στα «μέρη Τύρου καί Σιδῶνος». Ο όμιλος των μαθητών, που Τον περιστοίχιζε, γέμισε με απορία.
Στο μεταξύ η δύστυχη μάνα επαναλάμβανε την κραυγή της πάλι και πάλι:
— «Υἱέ Δαυΐδ», ρίξε μια ματιά και στο δικό μου πόνο! «Ἐλέησόν με»!
Καμιά απόκριση. Ο Κύριος αργά μα σταθερά απομακρυνόταν με φαινομενική αδιαφορία.
Ωστόσο, στις σπαραξικάρδιες εκκλήσεις της Χαναναίας δεν άντεξαν οι μαθητές. Πήραν το θάρρος να παρέμβουν. Κύκλωσαν με αγωνία το Διδάσκαλο τους και «ἠρώτων αὐτόν». τον παρακαλούσαν ένθερμα. Τον πολιορκούσαν.
— «Ἀπόλυσον αὐτήν», Διδάσκαλε. Κάνε της το καλό, να φύγει, «ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν». Δε φαίνεται να σταματήσει τις ικετευτικές κραυγές ξοπίσω μας. Κρίμα είναι…
Κοφτά και σοβαρά τους απάντησε ο Χριστός:
— «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μή εἰς τά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ». Εγώ αποστολή έχω να περιμαζέψω τα πρόβατα του εκλεκτού λαού. Δεν είναι δυνατόν ν’ ασχολούμαι με άλλους.
Στο μεταξύ όμως, να που τους πρόφθασε τρέχοντας και παρακαλώντας η πονεμένη μάνα. Τους έκοψε το δρόμο, καθώς ρίχτηκε με άπειρη ευλάβεια μπροστά στα πόδια του Κυρίου, και έμεινε εκεί πεσμένη, «προσεκύνει», λέγοντας:
— «Κύριε, βοήθει μοι».
Τι σπαραγμό, στ’ αλήθεια, έκρυβε η μικρή αυτή φράση! Αλλά ο Χριστός μας έμεινε αμετάπειστος στη φαινομενική ψυχρότητά Του.
— Δεν είναι καθόλου σωστό — της είπε — να πάρει κανείς το ψωμί από τα παιδιά του, για να το ρίξει στα σκυλάκια. Εσείς οι Εθνικοί δεν είστε παιδιά του Θεού. Έχετε παραστρατήσει. Επομένως μη ζητάτε τις ίδιες ευλογίες που απολαμβάνει ο λαός Του.
Πάγωσαν όλοι. Καημένη μάνα! Πρέπει να φύγεις άπρακτη κι εξουθενωμένη. Είναι ώρα να αναλυθείς σε κλάμα γοερό ή να ξεσπάσεις σε παράπονα… Αλλά όχι! Η Χαναναία δε λύγισε, δεν προσβλήθηκε, δεν αγανάκτησε από την παιδαγωγία. Με περισσότερη θερμότητα τώρα, με πιο βαθιά ταπείνωση, ευλάβεια και πονεμένη συστολή επέμεινε στο αίτημά της λέγοντας:
— «Ναί, Κύριε». Όπως το λες είναι. «Κυνάρια» είμαστε, όχι παιδιά Σου, και δεν έχουμε δικαιώματα στον «ἄρτον τῶν τέκνων». Κάποια ψίχουλα όμως που πέφτουν από το τραπέζι «τῶν κυρίων», κάποιες ελάχιστες ευλογίες από την πλούσια χάρη Σου, σαν σκυλάκια ταπεινά που τριγυρνούμε παρακλητικά στα πόδια Σου, μπορούμε να ελπίζουμε. Δεν μ μπορούμε;
— «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις!», αναφώνησε ο Χριστός. Έχεις πίστη αξιοθαύμαστη! Επέμεινες. Δε λύγισες μπροστά σε καμιά δοκιμασία. Λοιπόν «γενηθήτω σοι ὡς θέλεις». Ας γίνει όπως ακριβώς το επιθυμείς.
Και πραγματικά. Από εκείνη τη στιγμή, «ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης», γιατρεύτηκε η κόρη της οριστικά.
Είναι χαρακτηριστική και πολύ διδακτική η επιμονή της Χαναναίας. Κυριολεκτικά έκανε μάχη, για να αποσπάσει το έλεος του Χριστού. Αλλά προσέξτε. Αυτή η θερμή επιμονή δεν είχε μέσα της πείσμα, προπέτεια ή εγωισμό. Ήταν συνυφασμένη με ταπείνωση εκπληκτική κι απέραντη αφοσίωση κι εμπιστοσύνη στη θεία φιλοστοργία.
Έκανε πως την αγνοεί ο Χριστός. Δεν αποθαρρύνθηκε, δεν απέκαμε εκείνη. Τον αναζήτησε με ισχυρότερο πόθο. Την ονόμασε «σκυλάκι», ανάξιο λόγου. Δεν παρεξηγήθηκε. Δεν σηκώθηκε να φύγει οργισμένη. Παραδέχτηκε τα υποτιμητικά λόγια και τα μετέτρεψε σε επιχείρημά της. Το χέρι που απλώθηκε να τη διώξει, αυτή το άρπαξε να το φιλήσει, να στηριχθεί και σωθεί απ’ αυτό!
Έτσι κι εμείς. Όταν ζητάμε κάτι από τον Πανάγαθο Θεό, ας το ζητούμε ακούραστα, επίμονα, αλλά και ταπεινά. Όχι με απαιτήσεις και γογγυσμό, αλλά με ευλαβική αποδοχή της θείας παιδαγωγίας.
— «Κύριε, βοήθει μοι», θα πει κάποιος. Μια ξαφνική αρρώστια μου παρουσιάστηκε κι ανησυχώ. Μισόλογα λένε οι γιατροί. Πού να στηριχθώ; Σε Σένα εναποθέτω το καυτό πρόβλημά μου. Σε ικετεύω. Κι αν καθυστερήσεις, κι αν σιωπάς, εγώ θα περιμένω…
— «Κύριε, Υιέ Δαυΐδ» θα φωνάξει άλλος. Έχω αγωνία με τις σπουδές. Ο μεγάλος συναγωνισμός με φοβίζει. Κάποιες αποτυχίες με αποθαρρύνουν. Ωστόσο, θέλω να προχωρήσω. Μη με αφήνεις. Αγωνίζομαι, προσεύχομαι κι ελπίζω… Αν τα «κυνάρια» γεύονται « ἀπό τῶν ψιχίων… τῆς τραπέζης» Σου, πόσο μάλλον τα παιδιά Σου — όσο ανάξια κι αν είναι — μπορούν να ελπίζουν.
— «Ελέησόν με, Κύριε», θ’ ακουσθεί και τρίτος. Σπλαχνίσου με. Το σπίτι μου δοκιμάζεται σκληρά. Τα αδέλφια μου… Οι γονείς μου… Έχουμε άμεση ανάγκη της παρουσίας και της ειρήνης Σου. Γι’ αυτό μ’ εγκαρτέρηση αδιάκοπα Σε ικετεύω, έχοντας την πεποίθηση ότι δεν αδιαφορείς. Όσο κι αν αργείς…
Όταν έτσι επίμονα και ταπεινά προσευχηθούμε, τότε θα μας χαρίσει γενναιόδωρα τις ευλογίες Του ο Χριστός.
Θα μας αξιώσει πρώτα από όλα να Τον έχουμε πλησιάσει και να έχουμε συνδεθεί μαζί Του. Κατόπιν θα μας χαρίσει την ευαρέσκεια, την εύνοια, το θεοτίμητο έπαινό Του. Τέλος, θα ικανοποιήσει και το αίτημά μας. Θα δώσει τη θεοπρεπή εντολή «γενηθήτω σοι ὡς θέλεις».
(Αναδημοσίευση από ιστοσελίδα Χριστιανικής Φοιτητικής Δράσης )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου