Αναρωτιόμαστε συχνά οι άνθρωποι αν μιλούμε την ίδια γλώσσα μεταξύ μας. Δεν είναι θέμα φθόγγων. Είναι θέμα περιεχομένου, νοήματος, τι εννοούμε στα όσα σκεφτόμαστε, στα όσα λέμε και στα όσα πράττουμε. «Άλλα λέω, άλλα κάνω και άλλα εννοώ», λέει ένα σύγχρονο τραγούδι (Μ. Χατζηγιάννης). Το μεγαλύτερο παράπονο στις ανθρώπινες σχέσεις είναι η αδυναμία της επικοινωνίας. Τα ζευγάρια μεταξύ τους, οι γονείς με τα παιδιά, οι μικρότεροι με τους μεγαλύτερους δυσκολεύονται.
Είναι το ασύμπτωτο της παιδείας; Είναι η γλώσσα του εγωκεντρισμού την οποία χρησιμοποιούμε χωρίς μέτρο; Είναι η εξουσιομανία μας η οποία μας κάνει να μην δίνουμε σημασία στην σκέψη και τον λόγο του άλλου; Είναι η ανάγκη που μας οδηγεί να σχετιζόμαστε με ανθρώπους με τους οποίους ούτε το αυτονόητο δεν μπορεί να κατανοηθεί; Είναι η αμαρτία, η οποία μας κάνει να μην έχουμε κοινή βάση, αλλά όλα να στηρίζονται στην ιδιοτέλειά μας;
Η Εκκλησία μας λέει πως όλα πηγάζουν από την μη εγκόλπωση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, από την άρνησή μας να Το αφἠσουμε να ενεργήσει στις καρδιές μας. Να μας δώσει την γλώσσα της αγάπης, η οποία μεταφράζεται σε ακρόαση, μοίρασμα, συγχώρεση, υποχώρηση. Να μας δώσει την γλώσσα της χαράς ότι οι άνθρωποι συναντιόμαστε. Την γλώσσα της πίστης, ότι υπάρχει ο Θεός για μας και ότι το θέλημά Του είναι η σωτηρία μας. Την γλώσσα της ελπίδας, ότι ο θάνατος νικιέται διά της Αναστάσεως. Τη γλώσσα της ειρήνης, ότι οι όποιες διαφορές δεν καταργούν την αξία κανενός, καθότι όλοι είμαστε εικόνες Θεού και μπορούμε, αν εκτιμήσουμε ο ένας τον άλλον, να βρούμε, όσο το δυνατόν εφικτότερες λύσεις στις δυσκολίες μας. Την γλώσσα της καλοσύνης και της πραότητας, ότι δεν είναι ο θυμός, η οργή, η εξουσία εις βάρος του άλλου που μας κάνουν σπουδαίους, αλλά η γαλήνη που εκπέμπουμε, το φως και η ηρεμία που καταπραΰνει τις αγωνίες των άλλων, αλλά και τις δικές μας. Την γλώσσα της εγκράτειας, δηλαδή του μέτρου στις χαρές και τις λύπες, της λιτότητας και της ασκητικότητας, που συνεπάγονται την παραίτηση από το ίδιον θέλημα και την οικείωση του θελήματος του Θεού, του Ευαγγελίου δηλαδή.
Το Άγιο Πνεύμα, στην πρώτη Εκκλησία, έδωσε τη δυνατότητα κατά την εορτή της Πεντηκοστής στους αποστόλους να μιλούν και όλοι οι άνθρωποι να ακούν το κήρυγμά τους στην γλώσσα που καταλάβαιναν. Οι Απόστολοι έλαβαν την χάρη, διότι ήταν οι οικείοι του Κυρίου. Αυτοί για τους οποίους ο Χριστός ζήτησε, στην Αρχιερατική του προσευχή, από τον Πατέρα Του να τους διαφυλάξει. Αυτοί που έλαβαν την ευλογία να είναι κοντά στον Κύριο και γεύτηκαν την χαρά της Αναστάσεως και την επαγγελία ότι το Άγιο Πνεύμα θα έρθει να μείνει για πάντα στην ζωή τους. Και όντας κοντά στον Χριστό, διαπιστώνουν ότι η ζωή τους αλλάζει και σε ό,τι αφορά στους ανθρώπους. Οι πρώην αλιείς ιχθύων, οι απλοί και καθημερινοί και κάποτε πολύ αμαρτωλοί άνθρωποι, γίνονται αλιείς ανθρώπων. Οι πρώην κρυβόμενοι και φοβισμένοι μεταμορφώνονται σε ηγέτες. Αυτοί που περίμεναν καθοδήγηση, γίνονται οι καθοδηγητές. Αυτοί που έπεφταν σε λάθη, τώρα γνωρίζουν την οδό. Αυτοί που έβλεπαν τον Χριστό ως βασιλιά της γης, τώρα θα εργαστούν για την Βασιλεία των ουρανών, ώστε να μεταμορφώσει τις καρδιές τω ανθρώπων. Αυτοί που δεν είχαν φύγει ποτέ από τον τόπο τους, θα κάνουν όλη την γη τόπο της καρδιάς τους. Αυτοί που μιλούσαν την γλώσσα της εποχής, θα γίνουν οι εκφραστές της γλώσσας που μιλά στις καρδιές όλων των ανθρώπων, όλων των καιρών, μια γλώσσα που δίνει ζωή ακόμα και σε όσους κατοικούν στον θάνατο.
«Ακούομεν λαλούντων αυτών ταις ημετέραις γλώσσαις τα μεγαλεία του Θεού» (Πράξ. 2, 11). «Τους ακούμε να μιλούν στις γλώσσες μας για τα θαυμαστά έργα του Θεού», έλεγαν όλοι όσοι άκουγαν τους αποστόλους μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος να μιλούνε. Και θαυμαστά είναι τα έργα του Θεού διότι αναφέρονται στο μυστήριο της θείας οικονομίας, στον ερχομό του Χριστού στον κόσμο, στην σταύρωση και την ανάστασή Του, αλλά και την σωτηρία του καθενός ανθρώπου από το κακό και τον θάνατο. Ο Θεός που όχι μόνο δημιούργησε, αλλά και ανακαίνισε τον άνθρωπο με την δική Του παρουσία. Ο θεός που φανερώνεται στην Εκκλησία με την χάρη του Αγίου Πνεύματος και δίνει νόημα και ελπίδα στον άνθρωπο. Που του δίνει την ευκαιρία να μιλήσει μία νέα γλώσσα, αυτή της αλήθειας, της αγάπης, της λύτρωσης. Μία γλώσσα που ενώνει και δεν χωρίζει. Που μας κάνει να υπερβαίνουμε τον χρόνο. Που δροσίζει την φλόγωση της ύπαρξης, η οποία δεν ξέρει από πού να πιαστεί. Που γεμίζει το κενό της μοναξιάς με την χαρά της προσωπικής παρουσίας του Χριστού και την δύναμη της ελπίδας ότι κανένα κακό δεν είναι τόσο ισχυρό, καμία ήττα, καμία απόρριψη, κανένα περιθώριο, ούτε ο θάνατος ο ίδιος δεν μπορούν να μας αφαιρέσουν την όντως Ζωή.
Ο κόσμος μας σήμερα φαίνεται ότι δεν καταλαβαίνει την γλώσσα της Εκκλησίας, γιατί δεν θέλει να την ακούσει. Τα αδιέξοδα νοήματος, η απουσία αληθινής πνευματικότητας, η μόνιμη κρίση στις σχέσεις μας είναι σημάδια τα οποία θα έπρεπε όσους θέλουμε να ακούσουμε και να μιλήσουμε την γλώσσα του Πνεύματος να μας προβληματίσουν και να μας αφυπνίσουν. Να λειτουργήσουμε αποστολικά τόσο εντός των καρδιών μας, όσο και στις σχέσεις μας με τους άλλους. Να επιμείνουμε στην γλώσσα της Εκκλησίας και να παλέψουμε για την μεταμόρφωση της ζωής και του κόσμου μας. Να μην αντιγράφουμε την γλώσσα του κόσμου, αλλά να την μπολιάζουμε και να την μεταμορφώνουμε με την γλώσσα του Ευαγγελίου του Χριστού.
Η επιδημία του Πνεύματος κατά την εορτή της Πεντηκοστής είναι ευκαιρία να αναβαπτιστούμε στην γλώσσα της πίστης, της ελπίδας, της αγάπης, στην γλώσσα των καρπών που φέρνει το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος και να ξαναβρούμε νόημα και χρόνο αληθινό στην ζωή της Εκκλησίας. Εμείς ας λειτουργούμε στο «μιλώ για την αγάπη, πράττω τα έργα της αγάπης, εννοώ την αγάπη». Την οδό του Χριστού δηλαδή, όπως φανερώνεται εν Πνεύματι Αγίω!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 27 Μαΐου 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου