Όλα σιγά-σιγά οδηγούνται προς μια κορύφωση. Για όσους μπήκαν με διάθεση και αποφασιστικότητα στον στίβο της Μ. Σαρακοστής, οι μέρες τους οδηγούν σταδιακά στην αποκάλυψη μιας γαλήνης και μιας διαφορετικής χαράς, που γεννιέται μέσα από την νηστεία, την εγκράτεια παρορμήσεων και ανεξέλεγκτων αντιδράσεων γενικότερα, αλλά και την περιστολή, το συμμάζεμα ας πούμε του εαυτού, την περισυλλογή και την αυτοκριτική του.
Την Κυριακή, ένας γονιός δυστυχισμένος θα φέρει το δαιμονισμένο παιδί του μπροστά στον Χριστό. Οι μαθητές Του δεν έχουν καταφέρει να το θεραπεύσουν. Εκείνος επιλέγει έναν μακρύ διάλογο, πριν επέμβει. Ρωτάει τον πατέρα, από πότε ο γιος του υποφέρει. «Από μικρός» του απαντά εκείνος και του περιγράφει με λεπτομέρειες όλα τα συμπτώματα της αυτοκαταστροφής, που τον βασανίζουν. Κι όταν ο Χριστός του μιλά για τη δύναμη της πίστης, ο δυστυχής πατέρας, με μια του φράση, συμπυκνώνει όλο τον διχασμό και όλο τον αγώνα του ανθρώπου, που ο πόνος τον φέρνει στα όρια των δυνάμεων και της αντοχής του:
«Πιστεύω Κύριε, βοήθει μου τη απιστία»
Το παιδί λυτρώνεται και ο Χριστός θέτει την προσευχή και τη νηστεία, ως προϋποθέσεις της θαυματουργικής ενέργειας, που αποπειράθηκαν και οι μαθητές Του να πραγματοποιήσουν. Πολύ ωραία, νομίζω αυτή η διάσταση προσευχής και νηστείας. Για τους περισσότερους αποτελεί μια προσωπική υπόθεση και θεωρούν πως αυτά τα δύο ωφελούν μόνο την ψυχή τους. Στη σημερινή περικοπή όμως, η προσωπική πνευματική ζωή αποδεικνύεται και ως προϋπόθεση μιας ευεργετικής παρουσίας για τους γύρω μας. Προσπάθησε σε παρακαλώ να καταλάβεις τη διαφορά: Προσευχόμαστε ή νηστεύουμε, όχι για να καταγράψουμε ατομικές πνευματικές επιδόσεις, αλλά για να διαμορφωθούμε σε ποιοτικές πνευματικές υπάρξεις, έτοιμες να δώσουν μαρτυρία του Θεού της αγάπης και να ενταχθούν στο λυτρωτικό Του έργο.
Ας έρθουμε τώρα και σε κάτι παράδοξο: Την ώρα της ίασης του παιδιού, την ώρα δηλαδή της απόλυτης εξουσίας πάνω σε ασύλληπτες και υπερφυσικές δυνάμεις, επιλέγει ο Χριστός να προαναγγείλει το πάθος και την Ανάστασή Του. Σα να λέει προς τους μαθητές Του, πως τα γεγονότα που πλησιάζουν, όσο αποκαρδιωτικά κι αν είναι, δεν πρέπει να τους οδηγήσουν στην κατάρρευση. Οι εικόνες που τους περιμένουν είναι σκληρές. Η σύλληψη, οι μαστιγώσεις, το αίμα στο σταυρό, δεν αποτελούν εμπειρίες, που μπορούν αγράμματοι ψαράδες να αποδεχτούν χωρίς σοκ και σκάνδαλο. Κι όμως, όλα πρέπει να αποτελέσουν κομμάτια μιας συνολικής εικόνας. Και η δύναμη απέναντι στα δαιμόνια και η αδυναμία πάνω στον σταυρό αποτελούν σύνολο ενιαίο, που θα αποκαλυφθεί μετά από πολύ πόνο, πολύ πίστη και πολύ υπομονή.
Αν μάλιστα θελήσεις να ρίξεις μια ματιά στο ακριβώς προηγούμενο περιστατικό, τη Μεταμόρφωση στο όρος Θαβώρ, θα διαπιστώσεις, πως αν και τα ευαγγέλια δίνουν την αίσθηση μιας τυχαίας συρραφής λόγων και γεγονότων, υπάρχει μια εσωτερική αλληλουχία, που μας οδηγεί σε πολύ συγκεκριμένα μηνύματα και συμπεράσματα. Γιατί το λέω αυτό; Η Μεταμόρφωση προϊδεάζει τους τρεις μαθητές για μια άρρητη δόξα μιας άλλης πραγματικότητας. Δεν εισακούεται όμως η επιθυμία τους να μείνουν εκεί για πάντα. Ο Χριστός τους κατεβάζει πάλι εκεί, κάτω, στο βασίλειο του ανθρώπινου πόνου και του σκοταδιού. Εκεί, που πολλές φορές όλα δείχνουν καταδικασμένα, χωρίς ελπίδα, χωρίς προοπτική. Εκεί, που σε λίγο ο πατέρας φέρνει το κυριευμένο από τις δυνάμεις του σκότους παιδί του.
Δυο είναι οι φράσεις σήμερα, που κατά τη γνώμη μου έρχονται να αγγίξουν την κάθε δεκτική καρδιά:
Η μια είναι του πατέρα:
«Διδάσκαλε, σου έφερα το παιδί μου»
Έχω την εντύπωση, πως στη φράση αυτή συμπυκνώνεται όλη η χριστιανική παιδαγωγία. Είναι η στιγμή που ο γονιός, ο δάσκαλος, ο κατηχητής, ο οποιοσδήποτε κρατά στα χέρια του παιδικές ψυχές, αντιλαμβάνεται, πως καμιά τεχνική, καμιά παιδαγωγική μέθοδος, καμιά εμπειρία, καμιά καλή πρόθεση, καμιά αγάπη, δεν αρκεί για να πλάσει έναν κατά Θεόν άνθρωπο, αν στο τέλος δεν συνειδητοποιείται μια απόλυτη ανεπάρκεια των ανθρωπίνων δυνάμεων. Φαντάζομαι τον πατέρα εκείνον, πόσους τρόπους δεν θα είχε δοκιμάσει για να ξαναδεί πάλι το παιδί του καλά. Και πόσο πόνο δεν θα είχε νιώσει, όταν μετά από κάθε προσπάθεια, όλα ξαναγυρνούσαν στα ίδια.
Κάποτε, η ελπίδα στερεύει. Πάντα η ελπίδα του κόσμου κάποτε στερεύει. Ξέρεις, η απελπισία έχει κι ένα καλό. Φέρνει μια περίεργη ελευθερία. Οι δυνάμεις σου έχουν πια εξαντληθεί, από τον κόσμο δεν περιμένεις πια τίποτα, δεν έχεις ανάγκη πια κανέναν. Κρίσιμη η στιγμή. Ο άνθρωπος χωρίς πίστη σε κάτι που ξεπερνάει την πραγματικότητα παραδίδεται στην απόγνωση, σε μια άρρωστη χαλαρότητα, σε ένα μηδέν, που δε βρίσκει διαφορά ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο.
Εκείνος όμως, που κράτησε έστω και μια μικρή σπίθα πίστης, παραδίδεται πια ολόψυχα στην πρόνοια και το έλεος του Θεού. Και ειδικά ο ρόλος του γονιού, στο σημείο αυτό, σε καλεί να παραδώσεις το παιδί σου, που πίστευες ίσως πως είναι δικό σου –με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό- να το αποθέσεις, όπως ο πατέρας της σημερινής περικοπής, μπροστά στα πόδια του Ιησού.
Τυχαίνει να κρατάω ανοιχτό το βιβλίο για τον Γέροντα Ιερώνυμο της Αιγίνης και διαβάζω:
«Στον Θεό θα παρουσίασης, ή το παιδί σου σεσωσμένο ή τις πληγές στα γόνατά σου».
Βλέπω καθημερινά τον φόβο, σχεδόν τον πανικό στα μάτια γονιών, που με κόπο πολύ και αγωνίες άλλες τόσες μεγαλώνουν τα παιδιά τους. Ίσως, ένας απ’ αυτούς να είμαι εγώ ή εσύ. Από τι να τα πρωτοπροφυλάξεις; Κλείνεις μια πόρτα κινδύνου και την ίδια στιγμή ανοίγονται άλλες δυο. Να μην ξέρεις με τι να πρωτοφοβηθείς. Μέχρι που ακούς τον Γέροντα Ιερώνυμο να σου λέει:
«Άκουσε, δεν είμαστε μόνοι μας. Ο Θεός θα μας βοηθήσει. Τα βλέπεις τα γυαλιά; Τα παίρνω, τα κρατάω στο χέρι μου και δεν πέφτουν. Αν τ’ αφήσω, θα πέσουν. Μας κρατάει το χέρι του Θεού και δεν πέφτουμε. Μη φοβάσαι».
Είναι τότε, που αφήνεσαι και καταλαβαίνεις, πως ο Θεός έχει το συνήθειο να εμφανίζεται, όταν όλες οι ελπίδες έχουν στερέψει.
Μία ακόμη φράση όμως έρχεται να αποκαλύψει μια εξίσου ανθρώπινη πτυχή, εκείνη της πάλης της πίστης με την απιστία.
«Πιστεύω Κύριε, βοήθα με στην απιστία μου».
Πόσο αληθινό, πόσο ανθρώπινο και πόσο τραγικό μαζί!
Ο διχασμός του ανθρώπου, που νιώθει να θέλει να ελευθερωθεί από τον κόσμο των αισθήσεων και να πετάξει προς μια άλλη πραγματικότητα. Και την ίδια στιγμή, μια άλλη τάση, εκείνη που ζητά τις αιτίες των πάντων μέσα στα στενά όρια αυτού του κόσμου, να τον κρατά βαρύ και παγιδευμένο σε ατέλειωτους συλλογισμούς και λογικές εξηγήσεις.
Με δάκρυα προφέρει ο πατέρας αυτή τη φράση. Μισά για το παιδί του και μισά για τον προσωπικό του διχασμό, που καταφέρνει όμως, μέσα από τον πολύ πόνο, να αποδεχτεί και τα δύο κομμάτια του και να τα παραδίδει στον Θεό να τα ενώσει και να τα γαληνέψει. Είναι η στιγμή, που ο άνθρωπος καταλαβαίνει πως δεν υπάρχει μία μόνο λογική. Η καρδιά του ανθρώπου είναι εκείνη που θα αποφασίσει, τι λογική θ’ ακολουθήσει το μυαλό.
Ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος λέει πως η καρδιά τραβάει το μυαλό προς τη δική της λογική.
Νομίζω όμως πως, τελικά, ακόμη και αυτή την πίστη, μόνο με δωρεά του Θεού μπορούμε να την αποκτήσουμε. Ο πατέρας αυτός, στα έσχατα του πόνου και της αντοχής του, μας αφήνει ακριβώς αυτό το διαχρονικό και πολύτιμο μυστικό.
Του Ηλία Λιαμή, δρ Θεολογίας, Αρχισυντάκτη της ιστοσελίδας Catichisis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου