Αρματωμένος την αρματωσιά Του Θεού , ο Άγιος Δημήτριος .
Ο ἅγιος Δημήτριος μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Γεώργιο, εἶναι τὰ δυὸ παλληκάρια τῆς χριστιανοσύνης. Αὐτοὶ εἶναι κάτω στὴ γῆ, κ᾿ οἱ δυὸ ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ εἶναι ἀπάνω στὸν οὐρανό. Στὰ ἀρχαῖα χρόνια τοὺς ζωγραφίζανε δίχως ἅρματα, πλὴν στὰ κατοπινὰ τὰ χρόνια τοὺς παριστάνουνε ἁρματωμένους μὲ σπαθιὰ καὶ μὲ κοντάρια καὶ ντυμένους μὲ σιδεροπουκάμισα. Στὸν ἕναν ὦμο ἔχουνε κρεμασμένη τὴν περικεφαλαία καὶ στὸν ἄλλον τὸ σκουτάρι, στὴ μέση εἶναι ζωσμένοι τὰ λουριὰ ποὺ βαστᾶνε τὸ θηκάρι τοῦ σπαθιοῦ καὶ τὸ ταρκάσι πόχει μέσα τὶς σαγίτες καὶ τὸ δοξάρι. Τὰ τελευταῖα χρόνια, ὕστερα ἀπὸ τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης, οἱ δυὸ αὐτοὶ ἅγιοι καὶ πολλὲς φορὲς κι᾿ ἄλλοι στρατιωτικοὶ ἅγιοι ζωγραφίζουνται καβαλλικεμένοι ἀπάνω σὲ ἄλογα, σὲ ἄσπρο ὁ ἅγιος Γεώργης, σὲ κόκκινο ὁ ἅγιος Δημήτρης. Κι᾿ ὁ μὲν ἕνας κονταρίζει ἕνα θεριὸ κι᾿ ὁ ἄλλος ἕναν πολεμιστή, τὸν Λυαῖο. Αὐτὰ τὰ ἅρματα ποὺ φορᾶνε ἐτοῦτοι οἱ ἅγιοι, παριστάνουνε ὅπλα πνευματικά, σὰν καὶ κεῖνα ποὺ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ντυθῆτε τὴν ἁρματωσιὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ ἀντισταθῆτε στὰ στρατηγήματα τοῦ διαβόλου. Γιατὶ τὸ πάλεμα τὸ δικό μας δὲν εἶναι καταπάνω σὲ αἷμα καὶ σὲ κρέας, ἀλλὰ καταπάνω στὶς ἀρχές, στὶς ἐξουσίες, καταπάνω στοὺς κοσμοκράτορες τοῦ σκοταδιοῦ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο καὶ καταπάνω στὰ πονηρὰ πνεύματα στὸν ἄλλον κόσμο. Γιὰ τοῦτο ντυθῆτε τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ βαστάξετε κατὰ τὴν πονηρὴ τὴν ἡμέρα, κι᾿ ἀφοῦ κάνετε ὅσα εἶναι πρεπούμενα, νὰ σταθῆτε. Τὸ λοιπόν, σταθῆτε γερά, ἔχοντας περιζωσμένη τὴ μέση σας μὲ ἀλήθεια, καὶ ντυμένοι μὲ τὸ θώρακα τῆς δικαιοσύνης καὶ μὲ τὰ πόδια σας σανταλωμένα γιὰ νὰ κηρύξετε τὸ Εὐαγγέλιο τῆς εἰρήνης κι᾿ ἀποπάνω ἀπὸ ὅλα σκεπασθῆτε μὲ τὸ σκουτάρι τῆς πίστης, ποὺ μὲ δαῦτο θὰ μπορέσετε νὰ σβήσετε ὅλες τὶς πυρωμένες σαγίτες τοῦ πονηροῦ. Καὶ φορέσετε τὴν περικεφαλαία τῆς σωτηρίας καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ πνεύματος, ποὺ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ». Αὐτὸς ὁ ἡρωικὸς καὶ καρτερικὸς χαραχτήρας, ποὺ ἔχουνε οἱ πολεμιστὲς ὁποῦ μαρτυρήσανε γιὰ τὸν Χριστὸ σὰν ἄκακα ἀρνιά, ἀνάγεται στὰ πνευματικά.
Ὁ ἅγιος Δημήτριος περισκεπάζει ὅλη τὴν οἰκουμένη, ὅπως λέγει τὸ τροπάρι του, ἀλλὰ ἰδιαίτερα προστατεύει τὴ Θεσσαλονίκη, ποὺ τὴ γλύτωσε πολλὲς φορὲς καὶ στέκεται κι᾿ ἀνθίζει ὡς τὰ σήμερα, καινούριος μέγας Ἀλέξαντρος, ποὺ ἡ δύναμή του κ᾿ ἡ ἀντρεία του δὲν χαθήκανε μὲ τὸ θάνατό του, ὅπως ἔγινε στὸν Ἀλέξαντρο, ἀλλὰ ζεῖ καὶ φανερώνεται στὸν αἰώνα, σ᾿ ὅσους τὸν παρακαλᾶνε μὲ θερμὴ καρδιά. H πατρίδα τοῦ βρίσκεται ὁλοένα σὲ κίνδυνο καὶ σὲ σκληρὲς περιστάσεις κι᾿ ὁλοένα τὸν κράζει νὰ τὴ βοηθήσει καὶ νὰ τὴ γλυτώσει. Καὶ φέτος, ὕστερα ἀπὸ τόσες γενεὲς ποὺ προστρέξανε μὲ δάκρυα στὴν προστασία του, πάλι θὰ δράμουνε οἱ βασανισμένοι χριστιανοὶ στὴν ἐκκλησία του καὶ θὰ κλάψουνε καὶ θὰ ψάλλουνε πάλι τὸ τροπάρι ποὺ λέγει: «Φρούρησον, πανεύφημε, τὴν σὲ μεγαλύνουσαν πόλιν ἀπὸ τῶν ἐναντίον προσβολῶν, παῤῥησίαν ὡς ἔχων πρὸς Χριστὸν τὸν σὲ δοξάσαντα».
Ὁ ἅγιος Δημήτριος, ὁ μεγαλομάρτυς καὶ μυροβλύτης, γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη στὰ 260 μ.X. Οἱ γονιοί του ἤτανε ἐπίσημοι ἄνθρωποι κι᾿ ὁ Δημήτριος κοντὰ στὴ φθαρτὴ δόξα ποὺ εἶχε ἀπὸ τὸ γένος του, ἤτανε στολισμένος καὶ μὲ χαρίσματα ἄφθαρτα, μὲ φρονιμάδα, μὲ γλυκύτητα, μὲ ταπείνωση, μὲ δικαιοσύνη καὶ μὲ κάθε ψυχικὴ εὐγένεια. Ὅλα τοῦτα ἤτανε σὰν ἀκριβὰ πετράδια ποὺ λάμπανε ἀπάνω στὴν κορόνα ποὺ φοροῦσε, κι᾿ αὐτὴ ἡ κορόνα ἤτανε ἡ πίστη στὸν Χριστό. Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ βασίλευε στὴ Ῥώμη ὁ Διοκλητιανὸς κ᾿ εἶχε διορισμένον καίσαρα, στὰ μέρη τῆς Μακεδονίας καὶ στὰ ἀνατολικά, ἕνα σκληρόκαρδο καὶ αἱμοβόρον στρατηγὸ ποὺ τὸν λέγανε Μαξιμιανό, θηρίο ἀνθρωπόμορφο, ὅπως ἤτανε ὅλοι αὐτοὶ οἱ πολεμάρχοι, ποὺ βαστούσανε κεῖνον τὸν καιρὸ μὲ τὸ σπαθὶ τὸν κόσμο, ὁ Διοκλητιανός, ὁ Μαξέντιος, ὁ Μαξιμίνος, ὁ Γαλέριος, ὁ Λικίνιος, πετροκέφαλοι, ἀγριοπρόσωποι, δυνατοσάγωνοι, πικρόστομοι, μὲ λαιμὰ κοντὰ καὶ χοντρὰ σὰν βαρέλια, ἀλύπητοι, φοβεροί. Αὐτὸς διώρισε τὸν Δημήτριο ἄρχοντα τῆς Θεσσαλονίκης κι᾿ ὅταν γύρισε ἀπὸ κάποιον πόλεμο, μάζεψε τοὺς ἀξιωματικοὺς στὴ Θεσσαλονίκη γιὰ νὰ κάνουνε θυσία στὰ εἴδωλα. Τότε ὁ Δημήτριος εἶπε πὼς εἶναι χριστιανὸς καὶ πὼς δὲν παραδέχεται γιὰ θεοὺς τὶς πελεκημένες πέτρες. Ὁ Μαξιμιανὸς φρύαξε καὶ πρόσταξε νὰ τὸν δέσουνε καὶ νὰ τὸν φυλακώσουνε σ᾿ ἕνα λουτρό. Ὅσον καιρὸ ἤτανε φυλακισμένος, ὁ κόσμος πρόστρεχε μὲ θρῆνο κι᾿ ἄκουγε τὸν Δημήτριο ποὺ δίδασκε τὸ λαὸ γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἕνα παλληκαρόπουλο, ὁ Νέστορας, πήγαινε κι᾿ αὐτὸς κάθε μέρα κι᾿ ἄκουγε τὴ διδασκαλία του. Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, παλεύανε πολλοὶ ἀντρειωμένοι μέσα στὸ στάδιο κι᾿ ὁ Μαξιμιανὸς χαιρότανε γι᾿ αὐτὰ τὰ θεάματα· μάλιστα εἶχε σὲ μεγάλη τιμὴ ἕναν μπεχλιβάνη ποὺ τὸν λέγανε Λυαῖο, ἄνθρωπο θηριόψυχο καὶ χεροδύναμο, εἰδωλολάτρη καὶ βλάστημο, φερμένον ἀπὸ κάποιο βάρβαρο ἔθνος. Βλέποντας ὁ Νέστορας πὼς τοὺς εἶχε ρίξει κάτω ὅλους αὐτὸς ὁ Λυαῖος, καὶ πὼς καυχιότανε πὼς εἶχε τὴ δύναμη τοῦ Ἄρη καὶ πὼς κανένας ντόπιος δὲν ἀποκοτοῦσε νὰ παλέψει μαζί του, πῆγε στὴ φυλακὴ καὶ παρακάλεσε τὸν ἅγιο Δημήτριο νὰ τὸν βλογήσει γιὰ νὰ ντροπιάσει τὸν Λυαῖο καὶ τὸν Μαξιμιανὸ καὶ τὴ θρησκεία τους. Κι᾿ ὁ ἅγιος Δημήτριος ἔκανε τὴν προσευχή του καὶ τὸν σταύρωσε καὶ παρευθὺς ἔδραμε ὁ Νέστορας στὸ στάδιο καὶ πάλεψε μὲ κεῖνον τὸν ἄγριο τὸ γίγαντα καὶ τὸν ἔριξε χάμω καὶ τὸν ἔσφαξε. Τότε ὁ Μαξιμιανὸς ἔγινε θηρίο ἀπὸ τὸ θυμό του καὶ μαθαίνοντας πὼς ὁ Νέστορας ἤτανε χριστιανὸς καὶ πὼς τὸν εἶχε βλογήσει ὁ Δημήτριος, πρόσταξε νὰ τοὺς σκοτώσουνε. Σὰν πήγανε στὴ φυλακὴ οἱ στρατιῶτες, τρυπήσανε τὸν Δημήτριο μὲ τὰ κοντάρια καὶ ἔτσι πῆρε τ᾿ ἀμάραντο στέφανο, στὶς 26 Ὀκτωβρίου 296· μάλιστα εἶναι γραμμένο πὼς σὰν εἶδε τοὺς στρατιῶτες νὰ ρίχνουνε τὰ κοντάρια καταπάνω του, σήκωσε ψηλὰ τὸ χέρι του καὶ τὸν πήρανε οἱ κονταριὲς στὸ πλευρό, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ τὸ τρύπημα τῆς λόγχης ποὺ δέχτηκε ὁ Χριστὸς στὴν πλευρά του κ᾿ ἔβγαλε αἷμα καὶ νερὸ ἡ λαβωματιά του. Τὸν Νέστορα τὸν ἀποκεφαλίσανε τὴν ἄλλη μέρα ἔξω ἀπὸ τὸ κάστρο. Οἱ χριστιανοὶ σηκώσανε τὰ ἅγια λείψανα καὶ τὰ θάψανε ἀντάμα, κι᾿ ἀπὸ τὸν τάφο ἔβγαινε ἅγιο μύρο ποὺ γιάτρευε τὶς ἀρρώστιες, γιὰ τοῦτο τὸν λένε καὶ μυροβλύτη. Ἀπάνω στὸν τάφο χτίσθηκε ἐκκλησιά, τὸν καιρὸ ποὺ βασίλεψε ὁ μέγας Κωνσταντῖνος. Στὰ κατοπινὰ χρόνια χτίσθηκε ἡ μεγάλη ἐκκλησιὰ ἡ τωρινὴ καὶ στὰ 1143 ὁ βασιλέας Μανουὴλ ὁ Κομνηνὸς ἔστειλε καὶ πῆρε στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου καὶ τὴν ἔβαλε στὸ μοναστήρι τοῦ Παντοκράτορος ποὺ ἤτανε χτισμένη ἡ ἐκκλησία του ἀπὸ τοὺς Κομνηνοὺς καὶ ποὺ τὴ λένε σήμερα Ζεϊρὲκ καὶ τὴν εἴχανε κάνει παλαιότερα τεκὲ οἱ ντερβίσηδες. Στὰ εἰκονίσματά του εἶναι ζωγραφισμένος ἀπάνω σὲ κόκκινο ἀντρειωμένο ἄλογο, ποὺ κοιτάζει σὰν ἄνθρωπος, ὀμορφοσελωμένο, στολισμένο μὲ χάμουρα καὶ μὲ γκέμια χρυσά, μὲ τὰ μπροστινὰ ποδάρια σηκωμένα στὸν ἀγέρα, μὲ τὴν οὐρὰ ἀνακαμαριασμένη, ἀλαφιασμένο ἀπὸ τὸν Λυαῖο ποὺ κείτεται ματοχωμένος χάμω, τρυπημένος ἀπὸ τὸ κοντάρι τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Στὰ καπούλια του, πίσω ἀπὸ τὸν Ἅγιο, εἶναι καβαλλικεμένος σὲ μικρὸ σχῆμα ἕνας καλόγερος. Εἶναι ὁ ἐπίσκοπος Γαβριήλ, δεσπότης τοῦ Δαμαλᾶ, ποὺ τὸν πιάσανε σκλάβο οἱ κουρσάροι μπαρμπερίνοι στὰ 1603 καὶ τὸν πουλήσανε στὸ Ἀλγέρι, στὸν μπέη, ποὺ τὸν ἐπῆρε στὸ σεράγι του. Κάθισε κάμποσα χρόνια σκλάβος καὶ παρακαλοῦσε μέρα νύχτα μὲ δάκρυα νὰ τὸν λευτερώσει ὁ ἅγιος Δημήτριος. Ὅπου, μιὰ μέρα σὰν αὔριο, παραμονὴ τ᾿ ἁγίου Δημητρίου, τὸν εἶδε στὸν ὕπνο του πὼς πῆγε μὲ τ᾿ ἄλογο καὶ τὸν ἔβαλε καβάλλα καὶ φύγανε ἀπὸ τὴν Ἀραπιά. Καὶ σὰν ξύπνησε τὸ πρωί, βρέθηκε λεύτερος στὴ Θεσσαλονίκη καὶ δόξασε τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἅγιο Δημήτριο καὶ μπῆκε σ᾿ ἕνα καράβι καὶ πῆγε στὸν Πόρο κι᾿ ἀπὸ τότε στὰ εἰκονίσματά του ζωγραφίζανε καὶ τὸ δεσπότη.
Λοιπὸν αὔριο τὸ βράδυ θὰ προστρέξουνε πάλι οἱ Θεσσαλονικιῶτες κ᾿ οἱ ἄλλοι χριστιανοὶ στὴ μεγάλη πανήγυρη καὶ θὰ παρακαλέσουνε μὲ συντριβὴ τὸν ἔνθερμο προστάτη τους νὰ τοὺς δώσει βοήθεια σὲ τοῦτες τὶς δεινὲς περιστάσεις. Καὶ θὰ μαζευτοῦνε ὁ λαὸς ὁ ὀρθόδοξος κ᾿ οἱ ἄρχοντες κ᾿ οἱ δεσποτάδες καὶ παπάδες καὶ καλόγεροι καὶ θὰ ψάλουνε στὸ μεγάλον ἑσπερινὸ τὰ κατανυχτικώτατα τροπάρια, μὲ τὸ μουσικὸ μέλος τῆς Ὀρθοδοξίας· γιατὶ ἡ Θεσσαλονίκη εἶναι ἡ κιβωτὸς ποὺ σώθηκε ἡ ὀρθόδοξη λατρεία ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τῆς φραγκολεβαντινιᾶς ποὺ πάγει νὰ μᾶς πνίξει μὲ τοὺς ἀνούσιους νεωτερισμούς της. Ἐκεῖ θὰ συναχτοῦνε οἱ καλοὶ οἱ ψαλτάδες ποὺ ψέλνουνε ἀκόμα μὲ κείνη τὴ σοβαρὴ ψαλμῳδία ποὺ κρατᾶ ἀπὸ τότε ποὺ θεμελιώθηκε ἡ σεβάσμια τούτη ἐκκλησία, ποῦναι τὸ καύχημα κ᾿ ἡ παρηγοριὰ τῆς Ἀνατολῆς, ὕστερα ἀπὸ τὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ τῆς Κωνσταντινούπολης. Καὶ μεθαύριο στὴ λειτουργία, θὰ ψάλουνε στοὺς Αἴνους τὰ ἐξαίσια προσόμοια ποὺ εἶναι γεμάτα πόνο καὶ ἐλπίδα καὶ ἁγιασμένον ἐνθουσιασμό. Τἄχει συνθέσει ἕνας ἀπὸ τοὺς γλυκύτερους ποιητὲς τῆς ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Θεοφάνης ὁ Γραπτός, ψυχὴ πονεμένη καὶ καρτερική. Καὶ θὰ σᾶς ἐξηγήσω μὲ λίγα λόγια πὼς βρέθηκε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ μελώδησε αὐτὰ τὰ συγκινητικὰ τροπάρια.
Αὐτὸς ὁ ἅγιος μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του τὸν Θεόδωρο λέγονται «Θεόδωρος καὶ Θεοφάνης οἱ Γραπτοί». Γεννηθήκανε στὴν Παλαιστίνη καὶ γινήκανε μοναχοὶ καὶ ὕστερα χειροτονηθήκανε παπάδες καὶ ἡσυχάσανε στὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου Σάββα. Ἤτανε κι᾿ οἱ δυὸ σπουδασμένοι στὸ ἔπακρο καὶ γνωρίζανε κατὰ βάθος τὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴν ἀραβικὴ γλώσσα.
Φαίνεται πὼς οἱ ἀληθινοὶ χριστιανοὶ πρέπει παντοτινὰ νὰ βασανίζουνται, γιατί, σὰν περάσανε οἱ διωγμοὶ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, ἀρχίσανε ἄλλοι διωγμοὶ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς χριστιανούς. Κι᾿ ὅσοι βασανισθήκανε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες γινήκανε μάρτυρες, κι᾿ ὅσοι βασανισθήκανε ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς αἱρετικοὺς γινήκανε ὁμολογητές. Τέτοιοι ὁμολογητὲς εἶναι καὶ γράφουνται καὶ τὰ δυὸ τοῦτα ἁγιασμένα ἀδέλφια, ὁ Θεόδωρος κι᾿ ὁ Θεοφάνης. Γιατὶ τοὺς καταδίωξε ὁ Λέοντας ὁ Ἴσαυρος, ποὺ ἤτανε εἰκονομάχος καὶ τοὺς φυλάκωσε καὶ τοὺς ἔδειρε καὶ ὕστερα τοὺς ἐξώρισε στὸν Πόντο. Κι᾿ ὁ μὲν Θεόδωρος τελείωσε τὸν ἀγώνα στὴ δεύτερη ἐξορία ποὺ τοὺς ἔστειλε ὁ Θεόφιλος, ὁ τρίτος εἰκονομάχος αὐτοκράτορας ὕστερα ἀπὸ τὸν Λέοντα, καὶ πέθανε σ᾿ ἕνα ἐρημονήσι ποὺ τὸ λέγανε Ἀρουσία, μέσα σε μεγάλα δεινὰ καὶ σὲ στερήσεις. Ὁ δὲ Θεοφάνης ἐξωρίσθηκε στὴ Θεσσαλονίκη κ᾿ ἐκεῖ, σκλάβος καὶ τυραννισμένος, σύνθεσε μὲ κλαυθμὸ ψυχῆς αὐτὰ τὰ τροπάρια, ποὺ μὲ δαῦτα ἱκετεύει τὸν ἅγιο Δημήτριο νὰ γλυτώσει τὴ χριστιανοσύνη ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ τυραννικοὺς ἀνθρώπους, καὶ τὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ τοὺς βαρβάρους ποὺ τὴ ζώνανε. Καὶ λέγουνται Γραπτοί, ἐπειδὴ ὁ Θεόφιλος πρόσταξε καὶ τυπώσανε μὲ πυρωμένο σίδερο ἀπάνω στὰ μέτωπά τους ἕνα ἀδιάντροπο ποίημα ποὺ ἔκανε κάποιος αὐλοκόλακας. Ὁ ἅγιος Θεοφάνης, ἅμα πέθανε ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος, ψηφίσθηκε ἐπίσκοπος Νικαίας καὶ ἐκοιμήθη, γέροντας γεμάτος ἀπὸ πνευματικὴ εὐωδία, στὰ 850 μ.X. Ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος τὸν λέγει ἡδύφωνον μουσικὸν αὐλὸν κι᾿ ὁ Σουΐδας ποιητήν. Ἔγραψε πολλὲς ὑμνῳδίες σὲ διάφορες γιορτές, σύνθεσε καὶ κανόνα συγκινητικὸ στὸν βασανισμένον ἀδελφό του τὸν Θεόδωρο.
Ἀπὸ τὰ τροπάρια τῶν Αἴνων ποὺ εἴπαμε, τὸ πρῶτο ἔχει περισσότερον πόνο καὶ πάθος καὶ σ᾿ αὐτὸ συνεταίριαξε ὁ ποιητὴς τεχνικὰ τὴ θλίψη του γιὰ τὸ διωγμὸ τῆς ὀρθοδοξίας μὲ τὸ ὑμνολόγημα τοῦ ἁγίου καὶ μὲ τὴν καρτερικὴ ἐλπίδα γιὰ τὴ σωτηρία τῆς θεοσκέπαστης Θεσσαλονίκης, ποὺ καὶ κεῖνον τὸν καιρὸ βρισκότανε σὲ ἀγωνία. Αὐτὰ τὰ τροπάρια ταιριάζουνε πάντα στὶς δεινὲς δοκιμασίες ποὺ πέρασε ἀπανωδιαστὰ ἡ Θεσσαλονίκη ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ ἴσαμε σήμερα. Παρακάτω βάζω αὐτὸ τὸ τροπάρι καὶ τὸ μεταγυρίζω στὴν ἁπλὴ γλώσσα, πλὴν χωρὶς νὰ μπορέσω νὰ σιμώσω στὸ πρωτόγραφο:
«Δεῦρο, μάρτυς Χριστοῦ, πρὸς ἡμᾶς, σοῦ δεομένους συμπαθοῦς ἐπισκέψεως καὶ ῥῦσαι κεκακωμένους τυραννικαῖς ἀπειλαῖς καὶ δεινῇ μανίᾳ τῆς αἱρέσεως· ὑφ᾿ ἧς ὡς αἰχμάλωτοι καὶ γυμνοὶ διωκόμεθα, τόπον ἐκ τόπου διαρκῶς διαμείβοντες καὶ πλανώμενοι ἐν σπηλαίοις καὶ ὄρεσιν. Οἴκτιρον οὔν, πανεύφημε, καὶ δὸς ἡμῖν ἄνεσιν· παῦσον τὴν ζάλην καὶ σβέσον τὴν καθ᾿ ἡμῶν ἀγανάκτησιν, Θεὸν ἱκετεύων, τὸν παρέχοντα τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος».
«Ἔλα, μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, σὲ μᾶς, ποὺ ἔχουμε μεγάλη ἀνάγκη ἀπὸ τὴ συμπονετικιά σου τὴν ἐπίσκεψη καὶ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὶς τυραννικὲς φοβέρες κι᾿ ἀπὸ τὴ δεινὴ μανία τῆς αἱρέσεως· ποὺ μᾶς κατατρέχει σὰ νἄμαστε σκλάβοι καὶ περπατοῦμε γυμνοὶ δῶθε καὶ κεῖθε κι᾿ ἀλλάζουμε ὁλοένα τόπο μὲ τόπο καὶ πλανιόμαστε σὰν τ᾿ ἀγρίμια στὰ βουνὰ καὶ στὰ σπήλαια. Λυπήσου μας, πανεύφημε, καὶ δῶσε μας ἀνάπαψη, πάψε τὴ ζάλη καὶ σβῆσε τὴν ἀγανάχτηση ποὺ σηκώθηκε καταπάνω μας, παρακαλώντας τὸ Θεό, ποὺ δίνει στὸν κόσμο τὸ μέγα ἔλεος».
Ὁ ἅγιος Δημήτριος περισκεπάζει ὅλη τὴν οἰκουμένη, ὅπως λέγει τὸ τροπάρι του, ἀλλὰ ἰδιαίτερα προστατεύει τὴ Θεσσαλονίκη, ποὺ τὴ γλύτωσε πολλὲς φορὲς καὶ στέκεται κι᾿ ἀνθίζει ὡς τὰ σήμερα, καινούριος μέγας Ἀλέξαντρος, ποὺ ἡ δύναμή του κ᾿ ἡ ἀντρεία του δὲν χαθήκανε μὲ τὸ θάνατό του, ὅπως ἔγινε στὸν Ἀλέξαντρο, ἀλλὰ ζεῖ καὶ φανερώνεται στὸν αἰώνα, σ᾿ ὅσους τὸν παρακαλᾶνε μὲ θερμὴ καρδιά. H πατρίδα τοῦ βρίσκεται ὁλοένα σὲ κίνδυνο καὶ σὲ σκληρὲς περιστάσεις κι᾿ ὁλοένα τὸν κράζει νὰ τὴ βοηθήσει καὶ νὰ τὴ γλυτώσει. Καὶ φέτος, ὕστερα ἀπὸ τόσες γενεὲς ποὺ προστρέξανε μὲ δάκρυα στὴν προστασία του, πάλι θὰ δράμουνε οἱ βασανισμένοι χριστιανοὶ στὴν ἐκκλησία του καὶ θὰ κλάψουνε καὶ θὰ ψάλλουνε πάλι τὸ τροπάρι ποὺ λέγει: «Φρούρησον, πανεύφημε, τὴν σὲ μεγαλύνουσαν πόλιν ἀπὸ τῶν ἐναντίον προσβολῶν, παῤῥησίαν ὡς ἔχων πρὸς Χριστὸν τὸν σὲ δοξάσαντα».
Ὁ ἅγιος Δημήτριος, ὁ μεγαλομάρτυς καὶ μυροβλύτης, γεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη στὰ 260 μ.X. Οἱ γονιοί του ἤτανε ἐπίσημοι ἄνθρωποι κι᾿ ὁ Δημήτριος κοντὰ στὴ φθαρτὴ δόξα ποὺ εἶχε ἀπὸ τὸ γένος του, ἤτανε στολισμένος καὶ μὲ χαρίσματα ἄφθαρτα, μὲ φρονιμάδα, μὲ γλυκύτητα, μὲ ταπείνωση, μὲ δικαιοσύνη καὶ μὲ κάθε ψυχικὴ εὐγένεια. Ὅλα τοῦτα ἤτανε σὰν ἀκριβὰ πετράδια ποὺ λάμπανε ἀπάνω στὴν κορόνα ποὺ φοροῦσε, κι᾿ αὐτὴ ἡ κορόνα ἤτανε ἡ πίστη στὸν Χριστό. Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ βασίλευε στὴ Ῥώμη ὁ Διοκλητιανὸς κ᾿ εἶχε διορισμένον καίσαρα, στὰ μέρη τῆς Μακεδονίας καὶ στὰ ἀνατολικά, ἕνα σκληρόκαρδο καὶ αἱμοβόρον στρατηγὸ ποὺ τὸν λέγανε Μαξιμιανό, θηρίο ἀνθρωπόμορφο, ὅπως ἤτανε ὅλοι αὐτοὶ οἱ πολεμάρχοι, ποὺ βαστούσανε κεῖνον τὸν καιρὸ μὲ τὸ σπαθὶ τὸν κόσμο, ὁ Διοκλητιανός, ὁ Μαξέντιος, ὁ Μαξιμίνος, ὁ Γαλέριος, ὁ Λικίνιος, πετροκέφαλοι, ἀγριοπρόσωποι, δυνατοσάγωνοι, πικρόστομοι, μὲ λαιμὰ κοντὰ καὶ χοντρὰ σὰν βαρέλια, ἀλύπητοι, φοβεροί. Αὐτὸς διώρισε τὸν Δημήτριο ἄρχοντα τῆς Θεσσαλονίκης κι᾿ ὅταν γύρισε ἀπὸ κάποιον πόλεμο, μάζεψε τοὺς ἀξιωματικοὺς στὴ Θεσσαλονίκη γιὰ νὰ κάνουνε θυσία στὰ εἴδωλα. Τότε ὁ Δημήτριος εἶπε πὼς εἶναι χριστιανὸς καὶ πὼς δὲν παραδέχεται γιὰ θεοὺς τὶς πελεκημένες πέτρες. Ὁ Μαξιμιανὸς φρύαξε καὶ πρόσταξε νὰ τὸν δέσουνε καὶ νὰ τὸν φυλακώσουνε σ᾿ ἕνα λουτρό. Ὅσον καιρὸ ἤτανε φυλακισμένος, ὁ κόσμος πρόστρεχε μὲ θρῆνο κι᾿ ἄκουγε τὸν Δημήτριο ποὺ δίδασκε τὸ λαὸ γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἕνα παλληκαρόπουλο, ὁ Νέστορας, πήγαινε κι᾿ αὐτὸς κάθε μέρα κι᾿ ἄκουγε τὴ διδασκαλία του. Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, παλεύανε πολλοὶ ἀντρειωμένοι μέσα στὸ στάδιο κι᾿ ὁ Μαξιμιανὸς χαιρότανε γι᾿ αὐτὰ τὰ θεάματα· μάλιστα εἶχε σὲ μεγάλη τιμὴ ἕναν μπεχλιβάνη ποὺ τὸν λέγανε Λυαῖο, ἄνθρωπο θηριόψυχο καὶ χεροδύναμο, εἰδωλολάτρη καὶ βλάστημο, φερμένον ἀπὸ κάποιο βάρβαρο ἔθνος. Βλέποντας ὁ Νέστορας πὼς τοὺς εἶχε ρίξει κάτω ὅλους αὐτὸς ὁ Λυαῖος, καὶ πὼς καυχιότανε πὼς εἶχε τὴ δύναμη τοῦ Ἄρη καὶ πὼς κανένας ντόπιος δὲν ἀποκοτοῦσε νὰ παλέψει μαζί του, πῆγε στὴ φυλακὴ καὶ παρακάλεσε τὸν ἅγιο Δημήτριο νὰ τὸν βλογήσει γιὰ νὰ ντροπιάσει τὸν Λυαῖο καὶ τὸν Μαξιμιανὸ καὶ τὴ θρησκεία τους. Κι᾿ ὁ ἅγιος Δημήτριος ἔκανε τὴν προσευχή του καὶ τὸν σταύρωσε καὶ παρευθὺς ἔδραμε ὁ Νέστορας στὸ στάδιο καὶ πάλεψε μὲ κεῖνον τὸν ἄγριο τὸ γίγαντα καὶ τὸν ἔριξε χάμω καὶ τὸν ἔσφαξε. Τότε ὁ Μαξιμιανὸς ἔγινε θηρίο ἀπὸ τὸ θυμό του καὶ μαθαίνοντας πὼς ὁ Νέστορας ἤτανε χριστιανὸς καὶ πὼς τὸν εἶχε βλογήσει ὁ Δημήτριος, πρόσταξε νὰ τοὺς σκοτώσουνε. Σὰν πήγανε στὴ φυλακὴ οἱ στρατιῶτες, τρυπήσανε τὸν Δημήτριο μὲ τὰ κοντάρια καὶ ἔτσι πῆρε τ᾿ ἀμάραντο στέφανο, στὶς 26 Ὀκτωβρίου 296· μάλιστα εἶναι γραμμένο πὼς σὰν εἶδε τοὺς στρατιῶτες νὰ ρίχνουνε τὰ κοντάρια καταπάνω του, σήκωσε ψηλὰ τὸ χέρι του καὶ τὸν πήρανε οἱ κονταριὲς στὸ πλευρό, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ τὸ τρύπημα τῆς λόγχης ποὺ δέχτηκε ὁ Χριστὸς στὴν πλευρά του κ᾿ ἔβγαλε αἷμα καὶ νερὸ ἡ λαβωματιά του. Τὸν Νέστορα τὸν ἀποκεφαλίσανε τὴν ἄλλη μέρα ἔξω ἀπὸ τὸ κάστρο. Οἱ χριστιανοὶ σηκώσανε τὰ ἅγια λείψανα καὶ τὰ θάψανε ἀντάμα, κι᾿ ἀπὸ τὸν τάφο ἔβγαινε ἅγιο μύρο ποὺ γιάτρευε τὶς ἀρρώστιες, γιὰ τοῦτο τὸν λένε καὶ μυροβλύτη. Ἀπάνω στὸν τάφο χτίσθηκε ἐκκλησιά, τὸν καιρὸ ποὺ βασίλεψε ὁ μέγας Κωνσταντῖνος. Στὰ κατοπινὰ χρόνια χτίσθηκε ἡ μεγάλη ἐκκλησιὰ ἡ τωρινὴ καὶ στὰ 1143 ὁ βασιλέας Μανουὴλ ὁ Κομνηνὸς ἔστειλε καὶ πῆρε στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν εἰκόνα τοῦ ἁγίου καὶ τὴν ἔβαλε στὸ μοναστήρι τοῦ Παντοκράτορος ποὺ ἤτανε χτισμένη ἡ ἐκκλησία του ἀπὸ τοὺς Κομνηνοὺς καὶ ποὺ τὴ λένε σήμερα Ζεϊρὲκ καὶ τὴν εἴχανε κάνει παλαιότερα τεκὲ οἱ ντερβίσηδες. Στὰ εἰκονίσματά του εἶναι ζωγραφισμένος ἀπάνω σὲ κόκκινο ἀντρειωμένο ἄλογο, ποὺ κοιτάζει σὰν ἄνθρωπος, ὀμορφοσελωμένο, στολισμένο μὲ χάμουρα καὶ μὲ γκέμια χρυσά, μὲ τὰ μπροστινὰ ποδάρια σηκωμένα στὸν ἀγέρα, μὲ τὴν οὐρὰ ἀνακαμαριασμένη, ἀλαφιασμένο ἀπὸ τὸν Λυαῖο ποὺ κείτεται ματοχωμένος χάμω, τρυπημένος ἀπὸ τὸ κοντάρι τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Στὰ καπούλια του, πίσω ἀπὸ τὸν Ἅγιο, εἶναι καβαλλικεμένος σὲ μικρὸ σχῆμα ἕνας καλόγερος. Εἶναι ὁ ἐπίσκοπος Γαβριήλ, δεσπότης τοῦ Δαμαλᾶ, ποὺ τὸν πιάσανε σκλάβο οἱ κουρσάροι μπαρμπερίνοι στὰ 1603 καὶ τὸν πουλήσανε στὸ Ἀλγέρι, στὸν μπέη, ποὺ τὸν ἐπῆρε στὸ σεράγι του. Κάθισε κάμποσα χρόνια σκλάβος καὶ παρακαλοῦσε μέρα νύχτα μὲ δάκρυα νὰ τὸν λευτερώσει ὁ ἅγιος Δημήτριος. Ὅπου, μιὰ μέρα σὰν αὔριο, παραμονὴ τ᾿ ἁγίου Δημητρίου, τὸν εἶδε στὸν ὕπνο του πὼς πῆγε μὲ τ᾿ ἄλογο καὶ τὸν ἔβαλε καβάλλα καὶ φύγανε ἀπὸ τὴν Ἀραπιά. Καὶ σὰν ξύπνησε τὸ πρωί, βρέθηκε λεύτερος στὴ Θεσσαλονίκη καὶ δόξασε τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἅγιο Δημήτριο καὶ μπῆκε σ᾿ ἕνα καράβι καὶ πῆγε στὸν Πόρο κι᾿ ἀπὸ τότε στὰ εἰκονίσματά του ζωγραφίζανε καὶ τὸ δεσπότη.
Λοιπὸν αὔριο τὸ βράδυ θὰ προστρέξουνε πάλι οἱ Θεσσαλονικιῶτες κ᾿ οἱ ἄλλοι χριστιανοὶ στὴ μεγάλη πανήγυρη καὶ θὰ παρακαλέσουνε μὲ συντριβὴ τὸν ἔνθερμο προστάτη τους νὰ τοὺς δώσει βοήθεια σὲ τοῦτες τὶς δεινὲς περιστάσεις. Καὶ θὰ μαζευτοῦνε ὁ λαὸς ὁ ὀρθόδοξος κ᾿ οἱ ἄρχοντες κ᾿ οἱ δεσποτάδες καὶ παπάδες καὶ καλόγεροι καὶ θὰ ψάλουνε στὸ μεγάλον ἑσπερινὸ τὰ κατανυχτικώτατα τροπάρια, μὲ τὸ μουσικὸ μέλος τῆς Ὀρθοδοξίας· γιατὶ ἡ Θεσσαλονίκη εἶναι ἡ κιβωτὸς ποὺ σώθηκε ἡ ὀρθόδοξη λατρεία ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τῆς φραγκολεβαντινιᾶς ποὺ πάγει νὰ μᾶς πνίξει μὲ τοὺς ἀνούσιους νεωτερισμούς της. Ἐκεῖ θὰ συναχτοῦνε οἱ καλοὶ οἱ ψαλτάδες ποὺ ψέλνουνε ἀκόμα μὲ κείνη τὴ σοβαρὴ ψαλμῳδία ποὺ κρατᾶ ἀπὸ τότε ποὺ θεμελιώθηκε ἡ σεβάσμια τούτη ἐκκλησία, ποῦναι τὸ καύχημα κ᾿ ἡ παρηγοριὰ τῆς Ἀνατολῆς, ὕστερα ἀπὸ τὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ τῆς Κωνσταντινούπολης. Καὶ μεθαύριο στὴ λειτουργία, θὰ ψάλουνε στοὺς Αἴνους τὰ ἐξαίσια προσόμοια ποὺ εἶναι γεμάτα πόνο καὶ ἐλπίδα καὶ ἁγιασμένον ἐνθουσιασμό. Τἄχει συνθέσει ἕνας ἀπὸ τοὺς γλυκύτερους ποιητὲς τῆς ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Θεοφάνης ὁ Γραπτός, ψυχὴ πονεμένη καὶ καρτερική. Καὶ θὰ σᾶς ἐξηγήσω μὲ λίγα λόγια πὼς βρέθηκε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ μελώδησε αὐτὰ τὰ συγκινητικὰ τροπάρια.
Αὐτὸς ὁ ἅγιος μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του τὸν Θεόδωρο λέγονται «Θεόδωρος καὶ Θεοφάνης οἱ Γραπτοί». Γεννηθήκανε στὴν Παλαιστίνη καὶ γινήκανε μοναχοὶ καὶ ὕστερα χειροτονηθήκανε παπάδες καὶ ἡσυχάσανε στὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου Σάββα. Ἤτανε κι᾿ οἱ δυὸ σπουδασμένοι στὸ ἔπακρο καὶ γνωρίζανε κατὰ βάθος τὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴν ἀραβικὴ γλώσσα.
Φαίνεται πὼς οἱ ἀληθινοὶ χριστιανοὶ πρέπει παντοτινὰ νὰ βασανίζουνται, γιατί, σὰν περάσανε οἱ διωγμοὶ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, ἀρχίσανε ἄλλοι διωγμοὶ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς χριστιανούς. Κι᾿ ὅσοι βασανισθήκανε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες γινήκανε μάρτυρες, κι᾿ ὅσοι βασανισθήκανε ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς αἱρετικοὺς γινήκανε ὁμολογητές. Τέτοιοι ὁμολογητὲς εἶναι καὶ γράφουνται καὶ τὰ δυὸ τοῦτα ἁγιασμένα ἀδέλφια, ὁ Θεόδωρος κι᾿ ὁ Θεοφάνης. Γιατὶ τοὺς καταδίωξε ὁ Λέοντας ὁ Ἴσαυρος, ποὺ ἤτανε εἰκονομάχος καὶ τοὺς φυλάκωσε καὶ τοὺς ἔδειρε καὶ ὕστερα τοὺς ἐξώρισε στὸν Πόντο. Κι᾿ ὁ μὲν Θεόδωρος τελείωσε τὸν ἀγώνα στὴ δεύτερη ἐξορία ποὺ τοὺς ἔστειλε ὁ Θεόφιλος, ὁ τρίτος εἰκονομάχος αὐτοκράτορας ὕστερα ἀπὸ τὸν Λέοντα, καὶ πέθανε σ᾿ ἕνα ἐρημονήσι ποὺ τὸ λέγανε Ἀρουσία, μέσα σε μεγάλα δεινὰ καὶ σὲ στερήσεις. Ὁ δὲ Θεοφάνης ἐξωρίσθηκε στὴ Θεσσαλονίκη κ᾿ ἐκεῖ, σκλάβος καὶ τυραννισμένος, σύνθεσε μὲ κλαυθμὸ ψυχῆς αὐτὰ τὰ τροπάρια, ποὺ μὲ δαῦτα ἱκετεύει τὸν ἅγιο Δημήτριο νὰ γλυτώσει τὴ χριστιανοσύνη ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ τυραννικοὺς ἀνθρώπους, καὶ τὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ τοὺς βαρβάρους ποὺ τὴ ζώνανε. Καὶ λέγουνται Γραπτοί, ἐπειδὴ ὁ Θεόφιλος πρόσταξε καὶ τυπώσανε μὲ πυρωμένο σίδερο ἀπάνω στὰ μέτωπά τους ἕνα ἀδιάντροπο ποίημα ποὺ ἔκανε κάποιος αὐλοκόλακας. Ὁ ἅγιος Θεοφάνης, ἅμα πέθανε ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος, ψηφίσθηκε ἐπίσκοπος Νικαίας καὶ ἐκοιμήθη, γέροντας γεμάτος ἀπὸ πνευματικὴ εὐωδία, στὰ 850 μ.X. Ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος τὸν λέγει ἡδύφωνον μουσικὸν αὐλὸν κι᾿ ὁ Σουΐδας ποιητήν. Ἔγραψε πολλὲς ὑμνῳδίες σὲ διάφορες γιορτές, σύνθεσε καὶ κανόνα συγκινητικὸ στὸν βασανισμένον ἀδελφό του τὸν Θεόδωρο.
Ἀπὸ τὰ τροπάρια τῶν Αἴνων ποὺ εἴπαμε, τὸ πρῶτο ἔχει περισσότερον πόνο καὶ πάθος καὶ σ᾿ αὐτὸ συνεταίριαξε ὁ ποιητὴς τεχνικὰ τὴ θλίψη του γιὰ τὸ διωγμὸ τῆς ὀρθοδοξίας μὲ τὸ ὑμνολόγημα τοῦ ἁγίου καὶ μὲ τὴν καρτερικὴ ἐλπίδα γιὰ τὴ σωτηρία τῆς θεοσκέπαστης Θεσσαλονίκης, ποὺ καὶ κεῖνον τὸν καιρὸ βρισκότανε σὲ ἀγωνία. Αὐτὰ τὰ τροπάρια ταιριάζουνε πάντα στὶς δεινὲς δοκιμασίες ποὺ πέρασε ἀπανωδιαστὰ ἡ Θεσσαλονίκη ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ ἴσαμε σήμερα. Παρακάτω βάζω αὐτὸ τὸ τροπάρι καὶ τὸ μεταγυρίζω στὴν ἁπλὴ γλώσσα, πλὴν χωρὶς νὰ μπορέσω νὰ σιμώσω στὸ πρωτόγραφο:
«Δεῦρο, μάρτυς Χριστοῦ, πρὸς ἡμᾶς, σοῦ δεομένους συμπαθοῦς ἐπισκέψεως καὶ ῥῦσαι κεκακωμένους τυραννικαῖς ἀπειλαῖς καὶ δεινῇ μανίᾳ τῆς αἱρέσεως· ὑφ᾿ ἧς ὡς αἰχμάλωτοι καὶ γυμνοὶ διωκόμεθα, τόπον ἐκ τόπου διαρκῶς διαμείβοντες καὶ πλανώμενοι ἐν σπηλαίοις καὶ ὄρεσιν. Οἴκτιρον οὔν, πανεύφημε, καὶ δὸς ἡμῖν ἄνεσιν· παῦσον τὴν ζάλην καὶ σβέσον τὴν καθ᾿ ἡμῶν ἀγανάκτησιν, Θεὸν ἱκετεύων, τὸν παρέχοντα τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος».
«Ἔλα, μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, σὲ μᾶς, ποὺ ἔχουμε μεγάλη ἀνάγκη ἀπὸ τὴ συμπονετικιά σου τὴν ἐπίσκεψη καὶ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὶς τυραννικὲς φοβέρες κι᾿ ἀπὸ τὴ δεινὴ μανία τῆς αἱρέσεως· ποὺ μᾶς κατατρέχει σὰ νἄμαστε σκλάβοι καὶ περπατοῦμε γυμνοὶ δῶθε καὶ κεῖθε κι᾿ ἀλλάζουμε ὁλοένα τόπο μὲ τόπο καὶ πλανιόμαστε σὰν τ᾿ ἀγρίμια στὰ βουνὰ καὶ στὰ σπήλαια. Λυπήσου μας, πανεύφημε, καὶ δῶσε μας ἀνάπαψη, πάψε τὴ ζάλη καὶ σβῆσε τὴν ἀγανάχτηση ποὺ σηκώθηκε καταπάνω μας, παρακαλώντας τὸ Θεό, ποὺ δίνει στὸν κόσμο τὸ μέγα ἔλεος».
Φώτης Κόντογλου
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου