Ο Άγιος πατέρας μας Νεόφυτος γεννήθηκε στην όμορφη κωμόπολη των Λευκάρων της Κύπρου το έτος 1134. Οι γονείς του Αθανάσιος και Ευδοξία είχαν οκτώ παιδιά και ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία για να τα θρέψουν. Μαζί τους δούλευε κι ο Νεόφυτος μέχρι τα δεκαοκτώ του χρόνια. Και φυσικά δεν είχε πάει σχολείο και δε γνώριζε καθόλου να γράφει και να διαβάζει.
Μόνο τα τροπάρια της εκκλησίας γνώριζε από έξω, γιατί αγαπούσε πολύ την Εκκλησία και ανελλιπώς παρακολουθούσε τις ακολουθίες της. Μάλιστα τέτοιος πόθος γλυκύς άναψε μέσα του κι έρωτας κρυφός για τα θεϊκά πράγματα, που σαν να αρραβωνιάστηκε η καρδιά του μυστικά με τον Θεό.
Οι γονείς του όμως και οι λοιποί συγγενείς του μη γνωρίζοντας και μη καταλαβαίνοντας την απόλυτη αγάπη του Νεοφύτου για τον Θεό, τον αρραβώνιασαν με μια κοπέλα. Αυτός πολύ προβληματίστηκε για το τι έπρεπε να κάμει. Στο τέλος, ενώ πλησίαζαν οι ετοιμασίες για τον γάμο έφυγε κρυφά μια νύχτα και πήγε στο Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, στον Κουτσοβέντη.
Εκεί έγινε μοναχός κι επειδή ήταν τελείως αγράμματος, τον έστειλε ο ηγούμενος να καλλιεργεί και να περιποιείται τα αμπέλια της μονής. Είχε όμως τέτοιο πόθο να διαβάσει την Αγία Γραφή, τα εκκλησιαστικά βιβλία, τους βίους και τους λόγους των Αγίων πατέρων, που όσο ελεύθερο χρόνο είχε, προσπαθούσε να μάθει μόνος του να διαβάζει. Πραγματικά, στα πέντε χρόνια που κάθισε σε αυτό το διακόνημα, έμαθε να διαβάζει και να γράφει. Μάλιστα το βιβλίο των ψαλμών το έμαθε να το απαγγέλλει από έξω. Βλέποντας τη θαυμαστή πρόοδο του, ο ηγούμενος τον έβαλε να υπηρετεί στην εκκλησία.
Μετά δύο χρόνια θέλησε να πάει για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Εκεί περιπλανήθηκε γι αρκετούς μήνες ψάχνοντας να βρει κάποιον φωτισμένο ασκητή και πνευματικό πατέρα για να μείνει κοντά του. Όσο κι αν έψαξε δεν βρήκε αυτό που ήθελε και απογοητευμένος γύρισε στο μοναστήρι του. Δεν έμεινε όμως εκεί για πολύ. Είχε ακούσει πως στο όρος Λάτρος της Μικράς Ασίας υπήρχαν ασκητές κι έβαλε στο νου του να πάει προς αναζήτησή τους . Περπάτησε ίσαμε το λιμάνι της Πάφου κι έψαξε για καράβι που να πηγαίνει στην Μικρά Ασία. Εκεί τον πήραν για ύποπτο και τον συνέλαβαν. Του πήραν τα δύο νομίσματα που κρατούσε για τα ναύλα του και τον φυλάκισαν.
Την επόμενη μέρα κάποιοι ευσεβείς ανθρώποι άκουσαν πως συνέλαβαν ένα μοναχό κι έτρεξαν στους άρχοντες της πόλης και πέτυχαν την αποφυλάκισή του. Αυτός και μετά την απελευθέρωση ήταν πολύ στεναχωρημένος, δεν ήξερε πια τι να κάμει.
Απομακρύνθηκε από το λιμάνι κι έπειτα από την πόλη, και πήρε περίλυπος ένα μονοπάτι, ύστερα ανέβηκε σε απόκρημνη πλαγιά κι έφτασε σε ένα δύσβατο από τη βλάστησε τόπο. Εκεί βρήκε μια σπηλιά πλησίον πηγής νερού κι έμεινε το βράδυ.
Την επόμενη μέρα είπε : " αυτό είναι φαίνεται το θέλημα του Θεού για μένα". Κι άρχισε δουλειά. Καθάρισε τον τόπο κι ελάξευσε με κόπο το σπήλαιο. Έφτιαξε σιγά- σιγά ένα κελλάκι για να μένει. Αυτό το ονόμασε Εγκλείστρα, γιατί στο εξής ο Άγιος Νεόφυτος έμενε έγκλειστος σε αυτό το χώρο.
Σύντομα διαπίστωσαν την παρουσία του οι κάτοικοι της περιοχής κι έρχονταν να τον δουν, μάλιστα κάποιοι επέμεναν να γίνουν μαθητές του. Αυτός, επειδή αγαπούσε την ησυχία, δεν δεχόταν κανένα. Σε λίγα χρόνια όμως ο επίσκοπος Πάφου, Βασίλειος Κίνναμος, τον χειροτόνησε ιερέα και του 'έδωσε κι ένα μαθητή. Σιγά- σιγά οι μαθητές έγιναν δέκα κι έπειτα περισσότεροι. Έτσι έγινε ένα μοναστηράκι μέσα στη βραχώδη πλευρά του βουνού.
Τότε ο Άγιος έγραψε την λεγόμενη Τυπική Διαθήκη, δηλαδή τους κανονισμούς για την λειτουργία της μονής. Έπειτα, στην προσπάθειά του να διδάξει τους μαθητές του και τον λαό, άρχισε να γράφει πανηγυρικούς κι εγκωμιαστικούς λόγους, που διαβάζονταν στις εορτές και στις μνήμες των Αγίων. Έγραψε επίσης ερμηνείες και αναλύσεις στους Ψαλμούς, στο Άσμα Ασμάτων και σε άλλα βιβλία της Αγίας Γραφής. Έγραψε κι άλλα πολλά βιβλία κι επιστολές για ωφέλεια των μαθητών του, μοναχών και λαϊκών. Ακόμα έφερε τον ιερογράφο Θεόδωρο Αψευδή από την Κωνσταντινούπολη, ο οποίος τοιχογράφησε την εκκλησία και την Εγκλείστρα, όπως του υπέδειξε ο Άγιος. Ήθελε όχι μόνο από τους λόγους μα κι από τις εικόνες να διδάσκονται οι εκκλησιαζόμενοι την πίστη.
Πραγματικά ίσαμε σήμερα διδάσκεται και ωφελείται όποιος θέλει, τόσο από τα εμπνευσμένα βιβλία που έγραψε , όσο κι από τις θαυμάσιες ζωγραφιές που ιστόρησε, μα και από την όλη ομορφιά της Εγκλείστρας του και του τάφου του ακόμη. Γιατί από τον πρώτο χρόνο που κατοίκησε εκεί, λάξευσε και τον τάφο του. Μάλιστα μέσα στον τάφο έκαμε ζωγραφιές της παναγίας, της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού. Και στεκόταν λένε προστά στον τάφο κι έλεγε : " Νεόφυτε, κι αν ακόμα κερδίσεις τον κόσμον όλο, το μόνο δικό σου πράγμα θα είναι αυτός ο τάφος".
Όταν αισθάνθηκε ότι φτάνει το τέλος του, παράγγειλε στους μαθητές του, μετά τον θάνατο και ενταφιασμό του, να κτίσουν το άνοιγμα ώστε να μη φαίνεται ότι υπάρχει εκεί τάφος.
Έτσι κι έγινε. Αφού ασθένησε, νουθέτησε κι ευλόγησε τους μαθητές του, και κοιμήθηκε ειρηνικά στις 12 του Απρίλη του 1219. Οι μοναχοί με θρήνους ενταφίασαν τον δάσκαλό τους κι έκτισαν τον τάφο όπως τους είπε. Με τα χρόνια ξεχάστηκε που ακριβώς ήταν ο τάφος του Αγίου και τελικά εθεωρείτο χαμένος.
Πολλά χρόνια αργότερα, στις 28 Σεπτεμβρίου του1750, ένας μοναχός έψαχνε για θησαυρό κτυπώντας τους τοίχους της Εγκλείστρας. Εκεί που βρήκε κούφιο τον τοίχο, έσκαψε κι αντίκρισε με έκπληξη και τρόμο το ιερό λείψανο του Αγίου. Αμέσως φώναξε τον ηγούμενο, συνάχτηκε η αδελφότητα, ήρθε ο αρχιεπίσκοπος Φιλόθεος, όλος ο κλήρος και ο λαός του τόπου και προσκύνησε με ευλάβεια, με χαρά τον Άγιο. Μεγαλύτερος θησαυρός δεν θα μπορούσε να υπάρχει για όλους και για τον τόπο. Έγινε μεγάλη πανήγυρις και θαύματα από τότε μέχρι σήμερα γίνονται πολλά. Η μνήμη του θανάτου του Αγίου Νεοφύτου ετελείτο την 12ην Απριλίου, ημέραν του θανάτου του, όμως αργότερα μετετέθη στις 24 Ιανουαρίου για να μη συμπίπτει με την Μεγάλην Τεσσαρακοστή. Εορτάζουμε την μνήμη του Αγίου επίσης και στις 28 Σεπτεμβρίου που είναι και η μεγαλύτερη εορτή που γίνεται εις μνήμη του από τις δύο.
Από το βιβλίο "ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ",
Μόνο τα τροπάρια της εκκλησίας γνώριζε από έξω, γιατί αγαπούσε πολύ την Εκκλησία και ανελλιπώς παρακολουθούσε τις ακολουθίες της. Μάλιστα τέτοιος πόθος γλυκύς άναψε μέσα του κι έρωτας κρυφός για τα θεϊκά πράγματα, που σαν να αρραβωνιάστηκε η καρδιά του μυστικά με τον Θεό.
Οι γονείς του όμως και οι λοιποί συγγενείς του μη γνωρίζοντας και μη καταλαβαίνοντας την απόλυτη αγάπη του Νεοφύτου για τον Θεό, τον αρραβώνιασαν με μια κοπέλα. Αυτός πολύ προβληματίστηκε για το τι έπρεπε να κάμει. Στο τέλος, ενώ πλησίαζαν οι ετοιμασίες για τον γάμο έφυγε κρυφά μια νύχτα και πήγε στο Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, στον Κουτσοβέντη.
Εκεί έγινε μοναχός κι επειδή ήταν τελείως αγράμματος, τον έστειλε ο ηγούμενος να καλλιεργεί και να περιποιείται τα αμπέλια της μονής. Είχε όμως τέτοιο πόθο να διαβάσει την Αγία Γραφή, τα εκκλησιαστικά βιβλία, τους βίους και τους λόγους των Αγίων πατέρων, που όσο ελεύθερο χρόνο είχε, προσπαθούσε να μάθει μόνος του να διαβάζει. Πραγματικά, στα πέντε χρόνια που κάθισε σε αυτό το διακόνημα, έμαθε να διαβάζει και να γράφει. Μάλιστα το βιβλίο των ψαλμών το έμαθε να το απαγγέλλει από έξω. Βλέποντας τη θαυμαστή πρόοδο του, ο ηγούμενος τον έβαλε να υπηρετεί στην εκκλησία.
Μετά δύο χρόνια θέλησε να πάει για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Εκεί περιπλανήθηκε γι αρκετούς μήνες ψάχνοντας να βρει κάποιον φωτισμένο ασκητή και πνευματικό πατέρα για να μείνει κοντά του. Όσο κι αν έψαξε δεν βρήκε αυτό που ήθελε και απογοητευμένος γύρισε στο μοναστήρι του. Δεν έμεινε όμως εκεί για πολύ. Είχε ακούσει πως στο όρος Λάτρος της Μικράς Ασίας υπήρχαν ασκητές κι έβαλε στο νου του να πάει προς αναζήτησή τους . Περπάτησε ίσαμε το λιμάνι της Πάφου κι έψαξε για καράβι που να πηγαίνει στην Μικρά Ασία. Εκεί τον πήραν για ύποπτο και τον συνέλαβαν. Του πήραν τα δύο νομίσματα που κρατούσε για τα ναύλα του και τον φυλάκισαν.
Την επόμενη μέρα κάποιοι ευσεβείς ανθρώποι άκουσαν πως συνέλαβαν ένα μοναχό κι έτρεξαν στους άρχοντες της πόλης και πέτυχαν την αποφυλάκισή του. Αυτός και μετά την απελευθέρωση ήταν πολύ στεναχωρημένος, δεν ήξερε πια τι να κάμει.
Απομακρύνθηκε από το λιμάνι κι έπειτα από την πόλη, και πήρε περίλυπος ένα μονοπάτι, ύστερα ανέβηκε σε απόκρημνη πλαγιά κι έφτασε σε ένα δύσβατο από τη βλάστησε τόπο. Εκεί βρήκε μια σπηλιά πλησίον πηγής νερού κι έμεινε το βράδυ.
Την επόμενη μέρα είπε : " αυτό είναι φαίνεται το θέλημα του Θεού για μένα". Κι άρχισε δουλειά. Καθάρισε τον τόπο κι ελάξευσε με κόπο το σπήλαιο. Έφτιαξε σιγά- σιγά ένα κελλάκι για να μένει. Αυτό το ονόμασε Εγκλείστρα, γιατί στο εξής ο Άγιος Νεόφυτος έμενε έγκλειστος σε αυτό το χώρο.
Σύντομα διαπίστωσαν την παρουσία του οι κάτοικοι της περιοχής κι έρχονταν να τον δουν, μάλιστα κάποιοι επέμεναν να γίνουν μαθητές του. Αυτός, επειδή αγαπούσε την ησυχία, δεν δεχόταν κανένα. Σε λίγα χρόνια όμως ο επίσκοπος Πάφου, Βασίλειος Κίνναμος, τον χειροτόνησε ιερέα και του 'έδωσε κι ένα μαθητή. Σιγά- σιγά οι μαθητές έγιναν δέκα κι έπειτα περισσότεροι. Έτσι έγινε ένα μοναστηράκι μέσα στη βραχώδη πλευρά του βουνού.
Τότε ο Άγιος έγραψε την λεγόμενη Τυπική Διαθήκη, δηλαδή τους κανονισμούς για την λειτουργία της μονής. Έπειτα, στην προσπάθειά του να διδάξει τους μαθητές του και τον λαό, άρχισε να γράφει πανηγυρικούς κι εγκωμιαστικούς λόγους, που διαβάζονταν στις εορτές και στις μνήμες των Αγίων. Έγραψε επίσης ερμηνείες και αναλύσεις στους Ψαλμούς, στο Άσμα Ασμάτων και σε άλλα βιβλία της Αγίας Γραφής. Έγραψε κι άλλα πολλά βιβλία κι επιστολές για ωφέλεια των μαθητών του, μοναχών και λαϊκών. Ακόμα έφερε τον ιερογράφο Θεόδωρο Αψευδή από την Κωνσταντινούπολη, ο οποίος τοιχογράφησε την εκκλησία και την Εγκλείστρα, όπως του υπέδειξε ο Άγιος. Ήθελε όχι μόνο από τους λόγους μα κι από τις εικόνες να διδάσκονται οι εκκλησιαζόμενοι την πίστη.
Πραγματικά ίσαμε σήμερα διδάσκεται και ωφελείται όποιος θέλει, τόσο από τα εμπνευσμένα βιβλία που έγραψε , όσο κι από τις θαυμάσιες ζωγραφιές που ιστόρησε, μα και από την όλη ομορφιά της Εγκλείστρας του και του τάφου του ακόμη. Γιατί από τον πρώτο χρόνο που κατοίκησε εκεί, λάξευσε και τον τάφο του. Μάλιστα μέσα στον τάφο έκαμε ζωγραφιές της παναγίας, της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού. Και στεκόταν λένε προστά στον τάφο κι έλεγε : " Νεόφυτε, κι αν ακόμα κερδίσεις τον κόσμον όλο, το μόνο δικό σου πράγμα θα είναι αυτός ο τάφος".
Όταν αισθάνθηκε ότι φτάνει το τέλος του, παράγγειλε στους μαθητές του, μετά τον θάνατο και ενταφιασμό του, να κτίσουν το άνοιγμα ώστε να μη φαίνεται ότι υπάρχει εκεί τάφος.
Έτσι κι έγινε. Αφού ασθένησε, νουθέτησε κι ευλόγησε τους μαθητές του, και κοιμήθηκε ειρηνικά στις 12 του Απρίλη του 1219. Οι μοναχοί με θρήνους ενταφίασαν τον δάσκαλό τους κι έκτισαν τον τάφο όπως τους είπε. Με τα χρόνια ξεχάστηκε που ακριβώς ήταν ο τάφος του Αγίου και τελικά εθεωρείτο χαμένος.
Πολλά χρόνια αργότερα, στις 28 Σεπτεμβρίου του1750, ένας μοναχός έψαχνε για θησαυρό κτυπώντας τους τοίχους της Εγκλείστρας. Εκεί που βρήκε κούφιο τον τοίχο, έσκαψε κι αντίκρισε με έκπληξη και τρόμο το ιερό λείψανο του Αγίου. Αμέσως φώναξε τον ηγούμενο, συνάχτηκε η αδελφότητα, ήρθε ο αρχιεπίσκοπος Φιλόθεος, όλος ο κλήρος και ο λαός του τόπου και προσκύνησε με ευλάβεια, με χαρά τον Άγιο. Μεγαλύτερος θησαυρός δεν θα μπορούσε να υπάρχει για όλους και για τον τόπο. Έγινε μεγάλη πανήγυρις και θαύματα από τότε μέχρι σήμερα γίνονται πολλά. Η μνήμη του θανάτου του Αγίου Νεοφύτου ετελείτο την 12ην Απριλίου, ημέραν του θανάτου του, όμως αργότερα μετετέθη στις 24 Ιανουαρίου για να μη συμπίπτει με την Μεγάλην Τεσσαρακοστή. Εορτάζουμε την μνήμη του Αγίου επίσης και στις 28 Σεπτεμβρίου που είναι και η μεγαλύτερη εορτή που γίνεται εις μνήμη του από τις δύο.
Από το βιβλίο "ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ",
του Χαράλαμπου Επαμεινώνδα.
.
ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ
ΑπάντησηΔιαγραφή