Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Μακεδονίτισσας

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Μακεδονίτισσας
Άγιοι του Θεού πρεσβεύετε υπέρ ημών !

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Ο πλούσιος και ο φτωχός Λάζαρος



Λάζαρος ἐβέβλητο πρός τόν πυλῶνα τοῦ πλουσίου ἡλκωμένος καί ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπό τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου (Λουκ. 16, 20)
Ο Λάζαρος ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου.
Τι κάνει έναν άνθρωπο να βλέπει και να μην βλέπει; Να περνούν από τα μάτια του εικόνες, κυρίως, δυστυχίας, και ο εσωτερικός του κόσμος να μην συγκινείται; Να μοιάζει ότι απωθεί τις εικόνες αυτές στο περιθώριο της ψυχής του; Πόσο περιθώριο ανθρωπιάς και αγάπης μοιάζει να υπάεχει στην ψτχή ενός τέτοιου ανθρώπου; Από την άλλη, πώς μπορεί να νιώθει ένας άνθρωπος που μοιάζει με σκουπίδι στην πόρτα αυτού που αδιαφορεί παντελώς για την ύπαρξή του, μολονότι τον γνωρίζει ποιος είναι και ξέρει και το όνομά του, όπως αποδεικνύει η κραυγή του πλουσίου στον Άδη να στείλει ο Αβραάμ τονΛάζαρο στ᾽ αδέρφια του;
Ο Χριστός μας καλεί μέσα από τις παραβολές Του να πάρουμε θέση. Στην κατάσταση ποιου από τους ήρωες ανήκουμε; Ποτέ το μήνυμα δεν ολοκληρώνεται. Αφήνει το περιθώριο στον καθέναν μας να δώσει στην ιστορία το τέλος που τον εκφράζει. Τηη ελπίδα, την μετάνοια, την αγάπη, την αλλαγή ή την συνέχεια στο ίδιο μοτίβο. Αληθινά Θεός ελευθερίας!
Γιατί δεν βλέπει ο πλούσιος;
Έχει παχυνθεί η καρδιά του από τα υλικά αγαθά. Μόνος στόχος το “φάγωμεν,πίωμεν”. Η παρέα του τον έχει πείσει ότι έτσι είναι ωραία η ζωή, αλλά και ο ίδιος δεν έχει συναισθήματα. Η ηδονή της διασκέδασης τον έχει καθυποτάξει. Οι μόνοι άνθρωποι για τους οποίους ενδιαφέρεται είναι όσοι εξουσιάζονται από αυτόν και του φέρνουν τα πλούσια αγαθά που γεμίζουν την τράπεζά του, αλλά και όσοι διασκεδάζουν τον ίδιο και τους φίλους του στα συμπόσια. Το ενδιαφέρον του γι᾽ αυτούς είναι του αφεντικού προς τους δούλους. Να κάνουν την δουλειά τους. Να τον κρατάνε ευχαριστημένο. Ακόμη και οι φίλοι του δεν τον ενδιαφέρουν αληθινά. Μόνο να μπορεί να διασκεδάζει μαζί τους. Ο Λάζαρος είναι σαν να μην υπάρχει, ένα ανθρώπινο νούμερο σε όλα του κόσμου.
Ο πλούσιος είναι μηδενιστής. Δεν πιστεύει ότι υπάρχει Θεός. Δεν έχει διαβάσει τον Μωυσή και τους προφήτες. Έχει αγνοήσει όλη την διδασκαλία της παράδοσής του. Έτσι, ακόμη και για τους μοναδικούς ανθρώπους που φαίνεται ότι νοιάζεται, τα αδέρφια του, μόνο ένα θαύμα θα μπορέσει να τους σώσει: όχι αυτό της παρουσίας του Θεού, αλλά της ανάστασης του φτωχού Λαζάρου, δηλαδή του μηνύματος από την αιωνιότητα το οποίο θα κομίσει ο έσχατος των ανθρώπων. Όμως ο Αβραάμ είναι σαφής. Όποιος είναι μηδενιστής, δεν θα δει ούτε θα ακούσει μήτε και με θαύματα. Διότι ο μηδενιστής δεν αγαπά παρά μόνο τον εαυτό του. Και όταν δπιαστώνει ότι στην αιωνιότητα υποφέρει στην μοναξιά, δεν θυμάται τι τον οδήγησε εκεί, αλλά πώς θα υποφέρει λιγότερο πάλι σε ατομοκεντρικό επίπεδο.
Είναι μηδενιστής ο πλούσιος. Αναίσθητος στον πόνο του άλλου. Αναίσθητοι και οι αδερφοί του. Αναίσθητοι και οι φίλοι του. Αναίσθητοι και οι υπηρέτες του, οι οποίοι, όντας της ίδιας κοινωνικής τάξης με τον Λάζαρο, θα μπορούσαν να τον ντύσουν, να του δώσουν ένα πιάτο φαγητό, να τουςπεριποιηθούν τις πληγές του. Ο ένας παρασύρει τον άλλον στον μηδενισμό, δημιουργώντας έναν κόσμο για τους έξω αξιοζήλευτο, μα τόσο ψυχρό, εγωπαθή, κλεισμένο στον εαυτό του. Ο μηδενιστής κάθε εποχής μόνη έγνοια έχει τα αγαθά του, την θέστη του, την δόξα του. Η προειδοποίηση του Χριστού είναι σαφέστατη. Ο μηδενιστής είναι στην πραγματικότητα μόνος του. Χωρίς αγάπη, χωρίς νοιάξιμο, χωρίς ευσπλαχνία, χωρίς τους άλλους, τίποτε δεν θα κρατήσει για πάντα, εκτός από την μοναξιά. Την αυθεντική δηλαδή κόλαση.
Και ο Λάζαρος;
Κανένα ίχνος αγανάκτησης. Μία πράα σιωπή και μία υπομονή που εντυπωσιάζει. Ο Λάζαρος μοιάζει να περιμένει το τέλος της ζωής χωρίς αγανάκτηση. Δεν φωνάζει στον πλούσιο και στο περιβάλλον του με τον λόγο του. Κοιτά με σιωπή το τίποτα που του παρέχεται, αποδέχεται το θέλημα του Θεού και ζει την θαλπωρή στην αιωνιότητα. Απολαμβάνει την κοινωνία με τν Αβραάμ, τους προγόνους, τον Θεό του Αβραάμ. Και η χαρά της αγάπης σβήνει από την μνήμη του κάθε τι του παρόντος χρόνου.
Ο Λάζαρος δεν μιλά ούτε στην αιωνιότητα. Είναι βέβαιο ότι εάν ο Θεός το επέτρεπε, θα έκανε υπακοή στο θέλημά Του και θα μιλούσε στα αδέρφια του πλουσίου. Δεν είναι όμως αυτό το κλειδί στην στάση του. Είναι ότι δεν επαναστατεί, διότι έχει φτάσει από τον κόσμο αυτό στην αγιότητα του βίου, στην αγιότητα της φτώχειας και της απλότητας που αυτή φέρνει, στην αγιότητα της συμφιλίωσης με την κτίση, όπως αποτυπώνεται με τα σκυλιά που του γλείφουν τις πληγές, στην αγιότητα του μη γογγυσμού για την κακία του κόσμου, στην αγιότητα της άρσης του σταυρού με εμπιστοσύνη στον Θεό, στην αγιότητα της ανάστασης και της αγάπης.
Εμείς πιθανόν να επαναστατούσαμε αν ήμασταν στην θέση του Λαζάρου. Άλλοι μπορεί να επεδίωκαν διά της επαιτείας μία ζωή χωρίς κόπο, καθυβρίζοντας Θεό κι ανθρώπους αν δεν έδιναν αυτό που ζητούνε. Οι πλούσιοι όμως των καιρών μας και όχι μόνο σε χρήματα, αλλά σε μηδενισμό, θα έμεναν ασυγκίνητοι μπροστά στην φτώχεια του κάθε Λαζάρου και ανυποψίαστοι ή περιφρονητές για το ότι το μηδέν δεν είναι επιλογή για τον Θεό και τον κόσμο. Ο Λάζαρος, πάντως, όσο κι αν είναι δύσκολο να το αποδεχτούμε, μας διδάσκει και μας παροτρύνει να εμπιστευθούμε τον Θεό περισσότερο, να πάψουμε να είμαστε περιχαρακωμένοι στον δικό μας τρόπο, να αφήσουμε ίχνη μηδενισμού πίσω μας και να εμπιστευθούμε τονλόγο του Ευαγγελίου, του Μωυσή και των προφητών, ότι η ζωή με τον Θεό στην κοινότητα της Εκκλησίας είναι η μόνη που νοηματοδοτεί τον χρόνο μας και τον ανοίγει στην αιωνιότητα.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 4 Νοεμβρίου 2018



Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

Θέλει γενναιότητα για να ευχαριστείς τραυματισμένος



Συνήθως όταν μας πληγώσουν, αυτόματα ακολουθούν οι εξής αντιδράσεις: είτε διαμαρτυρόμαστε και βρίζουμε όποιον μας τραυμάτισε, είτε θρηνούμε γι’ αυτό που συνέβη, είτε αγχωνόμαστε και ενδέχεται να φθάσουμε σε πανικό σχετικά με το τι θ’ απογίνει.
Ο Mεγάλος Παρακλητικός Κανόνας τον οποίο ψάλλουμε (εναλλάξ με τον Μικρό) τον Δεκαπενταύγουστο, αποτελεί μια εξαίρεση.

Τον έγραψε ένας πληγωμένος άνθρωπος, ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Λάσκαρης, που έζησε τον 13ο αιώνα. Δεν γράφτηκε κατά παραγγελία, επειδή του τον ζήτησαν άλλοι ασθενείς. Τον συνέθεσε για να διεκτραγωδήσει τα δικά του βάσανα, τις αρρώστιες και τις ταλαιπωρίες.

Και κατάφερε να μείνει έξω από το συνηθισμένο. Ούτε επιθετικότητα και εκδίκηση βγάζει το κείμενο, ούτε θρήνο για την «ζωή που δεν έζησε», ούτε πανικό για το μέλλον. Λέει τα πράγματα με το όνομά τους, δεν εξωραΐζει την πραγματικότητα. Αλλά ταυτόχρονα βγάζει αρχοντιά. Θα δούμε λίγα μόνο τροπάρια.

«Οι περιστάσεις των λυπηρών ταλαιπωρούν την άθλια ψυχή μου και τα νέφη των συμφορών καλύπτουν την καρδιά μου. Αλλά συ που γέννησες το Φως, το θεϊκό και προαιώνιο, λάμψε πάνω μου το χαρμόσυνο φως».

Σχεδόν χωρίς εξαίρεση, τα τροπάρια εναλλάσσονται στο περιεχόμενο: ένα ικετευτικό, ένα ευχαριστιακό. «Θρηνώ και στενάζω, μη μέ παραβλέψεις τον ελεεινό». Και αμέσως μετά: «Δεν θα σωπάσω να διακηρύσσω φωναχτά τα μεγαλεία σου. Αν δεν πρέσβευες εσύ, πώς θα σωζόμουν από τόσα κύματα και συμφορές;».

Στην Παναγία απευθύνεται. Παρά τον καημό του έχει την οξυδέρκεια να διακρίνει την αγάπη της και την φροντίδα της. Γνωρίζει ότι χωρίς αυτήν θα ήταν σε χειρότερη κατάσταση.

«Τα έχω στερηθή όλα και σου κραυγάζω με πόνο: πρόφτασε να με βοηθήσεις». Και κατόπιν: «Σε ομολογώ Θεοτόκο, εσένα που εξαφάνισες τη δύναμη του θανάτου».

Μέσα στον ατομικό του πόνο δεν ξεχνά την ευλογία που η Θεοτόκος χάρισε στην ανθρωπότητα. Η οδύνη του δεν σκεπάζει την ευγνωμοσύνη για τις δωρεές.

«Με δέρνει καταιγίδα και βουλιάζω σε τρικυμία. Δώσε μου χείρα βοηθείας». Και ύστερα: «Το γλυκό ποτάμι του ελέους σου δρόσισε με ποικίλες δωρεές την φτωχή και πανάθλια ψυχή μου, αυτή που φλεγόταν στο καμίνι των συμφορών και των θλίψεων».

Και έτσι προχωρεί. Ένα τροπάριο ικετευτικό, ένα δοξολογικό εναλλάξ. Εκφράζει μια ισορροπία την οποία βιώνει, τού είναι γνήσια.

Είναι γνωστό ότι ο πόνος μάς κάνει να χάνουμε τις ισορροπίες μας. Διογκώνεται το πρόβλημά μας και εξαφανίζει από το οπτικό μας πεδίο τις ευλογίες που ζήσαμε. Όλα γίνονται ένα τεράστιο και καταθλιπτικό παρόν. Έτσι η ευγνωμοσύνη συχνά εξαφανίζεται πίσω από το αφόρητη οδύνη.

Ο άρρωστος υμνογράφος μας εδώ δεν κλονίζεται. Το δέντρο δεν τού αποσπά την ματιά από το δάσος. Ο πόνος του αποτελεί μια μικρή στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η οποία έχει σημαδευτή από το απερίγραπτο δώρο της Ενανθρώπησης, αυτό που έχει τη σφραγίδα της μοναδικότητας της Μαρίας.

«Με κύκλωσαν οι ζάλες της ζωής σαν μέλισσες γύρω από την κυψέλη, καταπληγώνοντας την καρδιά μου με τα βέλη των θλίψεων». Όμως, «Σε βρήκα λιμάνι από τη ζάλη της ζωής, σε βρήκα χαρά και αγαλλίαση στις θλίψεις, σε βρήκα γρήγορη βοήθεια στις αρρώστιες, σε βρήκα προστάτη στους κινδύνους».

Θέλει γενναιότητα για να ευχαριστείς τραυματισμένος. Γιατί;

Κατ’ αρχήν για να μην βουλιάξεις μέσα στην κακουχία, για να μην ταυτιστεί η ύπαρξή σου μόνο με τον πόνο.

Δεύτερον, για να μπορέσεις να σκεφτείς και τους άλλους, να ευχαριστήσεις δηλαδή τον Χριστό και την Μητέρα Του για όσα πρόσφεραν και προσφέρουν στους συνανθρώπους σου. Η δική τους υγεία και χαρά γίνεται και δικό σου πανηγύρι

Τρίτον, για να μην ενδώσεις στον τόσο συνηθισμένο πειρασμό να θεωρήσεις αυτονόητα τα καλά και ανεπιθύμητο δυστύχημα τα κακά. Κοινή διαπίστωση όλων μας είναι ότι τα καλά της ζωής δεν μας χαροποιούν σε ένταση και διάρκεια αντίστοιχη με την οδύνη που γεννούν οι συμφορές. Γιατί, άραγε; Μήπως επειδή θεωρούμε τα καλά δεδομένα δικαιώματα; Ποιο υποσυνείδητο «συμβόλαιο» κρύβεται από πίσω; Ποια φαντασίωση «εξαίρεσης» έχει περιβάλει την ύπαρξή μας;

Εν ολίγοις, για να ευχαριστείς τραυματισμένος θέλει γενναιότητα απέναντι στα εξής τρία: α)στον πόνο σου, β) στην εγωκεντρικότητά σου, γ) στον ναρκισσισμό σου που σου ψιθυρίζει ότι ειδικά για σένα τα πράγματα θα έπρεπε να είναι διαφορετικά. Και τα τρία φτιάχνουν μιαν ωριμότητα δυσεύρετη σε όλες τις εποχές. Η Μεγάλη Παράκληση δεν είναι απλώς μια ικεσία για να βγούμε από τα δύσκολα˙ μας θυμίζει πώς μπορούμε να εξελιχθούμε ως άνθρωποι.
π. Βασίλειος Θερμός
Ψυχίατρος παιδιών καί εφήβων. Δρ. Θεολογικής Σχολής του Παν/μιου Αθηνών. Αναπληρωτής καθηγητής στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών



Πέμπτη 26 Ιουλίου 2018

Η Αγία Παρασκευή

 
 

 Ήταν ένας νέος άνθρωπος η αγία Παρασκευή. Με όλες τις προοπτικές για μια ωραία ζωή. Για να τη ζήσει όπως ήθελε. Να κάνει τη ζωή της, όπως λέμε.

Η επιλογή της...

Μα η αγία Παρασκευή δεν βρέθηκε καθόλου σε δίλημμα, όταν τής ζητήθηκε να διαλέξει ανάμεσα στον Χριστό και τη ζωή της. Αν και ήταν μια πολύ νεαρή κοπέλα, με τα όνειρα όλα μπροστά της, αλλά και με όλες τις δυνατότητες να τα πετύχει, δεν είχε καθόλου πρόβλημα να θυσιάσει τα πάντα, παρά να αρνηθεί τον Χριστό. Είχε ήδη ευθυγραμμίσει τη ζωή της με το θέλημα του Χριστού. Νόημα της ζωής της, για να είναι αληθινή, έκαμε τον Χριστό (Ιω. 14, 6). Χωρίς αυτόν δεν ήθελε να ζήσει. Γι’ αυτό και προτίμησε το μαρτύριο με ολοπρόθυμη διάθεση, απ’ το να ζει ανοημάτιστα, μια ά-χριστη (χωρίς Χριστό) και συνεπώς άχρηστη ζωή.
Είναι η βασική της διαφορά με μάς, τους σημερινούς Χριστιανούς. Που δεν καλούμαστε φυσικά να μαρτυρήσουμε. Δεν μας οδηγούν ενώπιον βασιλέων και ηγεμόνων, δεν μας τραβολογούν «εις συνέδρια και εις συναγωγάς» (Μαρκ. 13, 9). Υπάρχουν βέβαια Χριστιανοί, σε άλλες χώρες, που και σήμερα δίνουν τη μαρτυρία τους ενώπιον βασιλέων και ηγεμόνων, βασανίζονται το ίδιο σκληρά με τους παλιούς μάρτυρες και σφραγίζουν με το αίμα τους τη μαρτυρία τους για τον Χριστό.
Εμείς όμως σήμερα εδώ ζούμε σε μια εντελώς άλλη διάσταση. Δεν καλούμαστε όπως εκείνοι να μαρτυρήσουμε. Και ευτυχώς, γιατί η διάθεση που μας χαρακτηρίζει είναι η άρνηση του μαρτυρίου. Και σ’ αυτό διαφέρουμε καίρια απ’ την αγία Παρασκευή και όλους τους μάρτυρες και τους αγίους. Για ποια όμως άρνηση του μαρτυρίου μιλάμε; Ποιο είναι αυτό το μαρτύριο;

Η ψεύτικη ζωή
«Δεν θα γίνω οσιομάρτυρας», είπε μια νεαρή κοπέλα, της εποχής μας αυτή. Εννοούσε πως δεν το ’χε σκοπό να κάτσει να σκάσει υπομένοντας ένα σύζυγο, με τον οποίο πλέον δεν μπορούσε, η και ίσως να μην ήθελε, να τα βρει. Τόσες άλλες ευκαιρίες έχει πλέον η ζωή! Γιατί να μην προτιμήσει και αυτή να κάνει τη ζωή της, αντί να τη χαραμίσει; Ο σημερινός Χριστιανός ζωή θεωρεί ό,τι και ο κόσμος, που δεν έχει φρόνημα Θεού.
Ο Χριστός όμως λέγει κάποια παράξενα πράγματα. Ενάντια στη δική μας λογική. Ότι όποιος προσπαθεί να ζήσει τη ζωή του, θα τη χάσει (Ματθ. 10, 39). Δεν θα ζήσει τίποτε. Δεν θα νοιώσει τίποτε από ζωή. Αυτό που θα ζει δεν θα ‘ναι ζωή, μα απουσία ζωής. Άνοστη, ανούσια, ανοημάτιστη. Φάντασμα ζωής, όχι χαρά. Όσο περισσότερο θα τη ζει, τόσο πιο πολύ θα του φεύγει από τα χέρια του και θα μένει ανικανοποίητος. Όσο θα τη γεμίζει ηδονές, απόλαυση, διασκεδάσεις, τόσο πιο άδεια θα γίνεται. Σαν το τρύπιο πιθάρι των Δαναΐδων του αρχαίου μύθου, που όσο κι αν προσπαθούσαν να το γεμίσουν με νερό, έμενε άδειο πάντοτε, αφού ήταν τρύπιος ο πάτος του.
Αυτή η ζωή θα έχει μία και μόνο προοπτική: τον θάνατο. Γιατί θα είναι ζωή χωρίς αγάπη (Α Ἰω. 3, 14). Η ακόρεστη ικανοποίηση του εαυτού μας συνεπάγεται τον άμεσο υποβιβασμό του κάθε άλλου σε δεύτερη μοίρα. Την ανικανότητα να αγαπήσουμε κάποιον άλλον πάνω απ’ τον εαυτό μας. Αυτό όμως λέγεται: απόλυτη μόνωση, και είναι το ισοδύναμο της κόλασης, του θανάτου. Δεν είναι κόλαση το να μη σε αγαπούν, αλλά το να μην αγαπάς.
Τί τη θέλουμε τότε μια ζωή, στην οποία έχει ήδη εισβάλει και έχει κάνει κατοχή ο θάνατος; Τόσο μικρές είναι λοιπόν οι απαιτήσεις μας; Τόσο μίζερα τα όνειρά μας; Τερματίζουν μόνο σε μια χαμοζωή-κόλαση; Πού είναι τα οράματά μας;

Η αληθινή ζωή
Και πάλι λέγει ο Χριστός, ότι όποιος χάσει μια τέτοια ζωή για χάρη του, αυτός θα βρει τη ζωή και θα τη ζήσει πραγματικά (Ματθ. 10, 39). Και τί εννοεί ο Χριστός, όταν λέγει να χάσει κάποιος τη ζωή του για χάρη του;
Κάποιες φορές, όπως στην περίπτωση της αγίας Παρασκευής, να τη θυσιάσουμε εξ ολοκλήρου γι’ αυτόν με το μαρτύριο.
Συνήθως όμως, καθημερινά, σημαίνει να βγαίνουμε όλο και περισσότερο απ’ τον εγωκεντρικό μας τρόπο ζωής. Να δίνουμε προτεραιότητα όχι στα δικά μας θελήματα, στο δικό μας εγώ, αλλά στον άλλον (Α΄ Κορ. 10, 24). Τον κάθε άλλον. Τον Θεό η τον άνθρωπο. Να συγκρατούμε κάθε πάθος, κάθε κακία, κάθε εγωιστική και εκδικητική κίνηση προς τον άλλο. Να αγαπήσουμε αυτόν τον άλλο, που κάποτε μπορεί να μην είναι πια του γούστου μας, να μη μας αρέσει καθόλου. Με μια σχεδόν παράλογη αγάπη, για το δικό του καλό, τη δική του σωτηρία και μόνο. Χωρίς να θέτουμε όρους ή δικές μας απαιτήσεις, ξεχνώντας κάθε δικό μας θέλημα, συμφέρον, υπολογισμό. Να ξεφύγουμε δηλαδή από τα εντελώς φυσικά (δηλαδή εγωκεντρικά και γι’ αυτό ανάξια λόγου) αισθήματά μας και να δούμε στο πρόσωπό του την εικόνα του Θεού. Τα σπάνια και ανεκτίμητα χαρίσματα με τα οποία τον τίμησε ο Θεός, και που ο τυφλός μας εγωκεντρισμός πεισματικά τα θάβει και τα αγνοεί.

Το μαρτύριο
Αυτό σημαίνει όμως για μάς ανά πάσα στιγμή κάποιο μικρό ή μεγάλο μαρτύριο. Πράγμα που από φυσικού μας αποστρεφόμαστε. Πώς ενεργούσαν όμως οι άγιοι;
Επισκέφθηκε κάποτε τον αββά Αχιλλά ένας γέροντας μοναχός και τον είδε να βγάζει αίμα από το στόμα του.
- Τί είναι αυτό, πάτερ; τον ρώτησε.
- Αυτό, απάντησε ο αββάς Αχιλλάς, είναι ο λόγος κάποιου αδελφού που με στενοχώρησε και αγωνίστηκα να μην τον φανερώσω. Και προσευχήθηκα στον Θεό να τον εξαφανίσει από μέσα μου. Και έγινε ο πικρός αυτός λόγος σαν αίμα στο στόμα μου και τον έφτυσα και έτσι ανακουφίστηκα και ξέχασα τη στενοχώρια μου.
Μας παραπέμπει το περιστατικό αυτό ευθέως στα λόγια του αββά Λογγίνου: «δος αίμα και λάβε πνεύμα» (Γεροντικόν, αββάς Αχιλλάς, δ , αββάς Λογγίνος, ε ).
Το να συγκρατείς κάποιο πάθος, να θυσιάζεις κάποια επιθυμία σου χάριν του άλλου, είναι πολύ δύσκολο. Σαν να χύνεις αίμα. Να, λοιπόν, το μαρτύριο. Χύνοντας όμως το «αίμα» αυτό, λαμβάνουμε πνεύμα. Τότε νοιώθουμε, κατά τον λόγο του Χριστού, τί θα πει αληθινή ζωή. Μόνο τότε δηλαδή χαιρόμαστε πραγματικά τη ζωή μας. Μόνο τότε αυτή έχει νόημα, ποιότητα, χαρά. Η κάθε μας θυσία έχει και άμεση αντίδοση: την εισβολή της ευλογίας του Θεού στη ζωή μας, που αντιστρέφει οριστικά την προοπτική της: αντί για προοπτική θανάτου τής δίνει προοπτική ζωής. Όλο και καλύτερης ζωής. Και όχι μόνο της αιώνιας, όπως νομίζουν μερικοί, αλλά και της επίγειας. Που με τη χάρη του Θεού και μόνο γίνεται όχι απλώς βιώσιμη, αλλά και χαρούμενη. Αλλιώς δεν υποφέρεται (άγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς).
Σ’ αυτόν τον όντως δυσκολότατο αγώνα, στο καθημερινό μαρτύριο της απάρνησης των εγωκεντρικών θελημάτων, μας καλεί ο Χριστός.

Η άρνηση του μαρτυρίου Και εδώ είναι που σήμερα ο Χριστιανός αρνείται το μαρτύριο. Τού είναι αδιανόητο να απαρνηθεί όσα τού αρέσουν για χάρη κάποιου άλλου. Προσβάλλει έτσι και υβρίζει απροκάλυπτα την αγία μας Παρασκευή και όλους τους αγίους, αφού δείχνει με την πράξη του πόσο μεγάλη ανοησία και βλακεία θεωρεί τη δική τους επιλογή. Τυφλός και μωρός, αλλά και κουφός για τα λόγια του Θεού (Μαρκ. 8, 17-18), ψάχνει σαν όλους τους άλλους κι αυτός για τη δική του ευκαιρία στη ζωή. Για μια βουλιμική απόλαυσή της. Κι όσο περνάει η ηλικία, τόσο περισσότερο τον πιάνει υστερία. Μη δεν προλάβει να ρουφήξει και την τελευταία σταγόνα απ’ το ποτήρι της ηδονής.
Να μια ανάγλυφη περιγραφή της νοοτροπίας του ανθρώπου της εποχής μας, με τον οποίο ταυτίζεται δυστυχώς απόλυτα και ο Χριστιανός, που σήμερα προσβλέπει πλέον στην Εκκλησία όχι για την αλήθεια, όχι για τη σωτηρία από την αμαρτία, αλλά για ψυχολογική και μόνο ευφορία, για να νοιώσει απλώς καλά, να διώξει το άγχος και ό,τι άλλο τον ταλαιπωρεί ψυχολογικά.
«Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν κατατρέχεται από ενοχή γιατί αδυνατεί να ευθυγραμμίσει τον βίο του με κάποιον υπερκείμενο και δεσμευτικό Νόμο, αλλά από αγωνία και άγχος γιατί αδυνατεί να διακρίνει κάποιο νόημα σε ό,τι κάνει. Ζει στο απόλυτο τώρα, χωρίς τον ορίζοντα του μέλλοντος και με ισχνό έως μηδενικό ενδιαφέρον για το παρελθόν…
Το κυρίαρχο πάθος συνίσταται στο να ζεις για τη στιγμή, επικεντρωμένος στον εαυτό σου, αδιαφορώντας για προγόνους και απογόνους, χωρίς την αίσθηση της ιστορικής συνέχειας, την αίσθηση ότι ως άνθρωποι ανήκουμε σε μία διαδοχή γενεών που εκκινούν από το παρελθόν και προεκτείνονται στο μέλλον.
Το πρόβλημα εντείνεται από το γεγονός ότι οι θεραπευτές που γίνονται σήμερα δημοφιλείς, …εστιάζουν την παρέμβασή τους στην εκπλήρωση των συναισθηματικών απαιτήσεων του ανθρώπου. Το ενδεχόμενο να ενθαρρυνθεί ο σύγχρονος άνθρωπος να υποτάξει τις ανάγκες του και τα ενδιαφέροντά του σε αυτά ενός άλλου ανθρώπου, ακόμα και των πιο κοντινών και «αγαπητών», …είναι συνήθως εκτός συζήτησης. Η αγάπη ως θυσία και προσφορά, το νόημα ως υποταγή σε μία πίστη που μας υπερβαίνει, κρίνονται ως αφόρητα καταπιεστικές, προσβλητικές για τον κοινό νου και επιζήμιες για την προσωπική ευημερία του ανθρώπου επιλογές» (π. Ευαγγ. Γκανά, Η Ποιμαντική στα χρόνια της εκκοσμίκευσης, ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 81, 2 [2010], σ. 58-59).
Ένας τέτοιος άνθρωπος αδυνατεί να κατανοήσει ότι η ζωή αληθεύει, γίνεται αυθεντική και αποκτάει πληρότητα, μόνο όταν πετυχαίνει τη θυσιαστική συνύπαρξη με τον άλλον, για χάρη του άλλου. Κάτι που μπορεί να λάβει χώρα μόνο στην αληθινή κοινωνία και αμοιβαιότητα του εκκλησιαστικού σώματος, του σώματος του Χριστού, όπου οι πάντες «μέλη εσμέν» (Εφεσ. 5, 30). «Μέσα στην αμοιβαία αυτή κοινωνία κανένας δεν προσπαθεί να κάνει κάτι για τον εαυτό του, αλλά όλοι συνδέονται μεταξύ τους με την αδιαίρετη χάρη και δύναμη της μιας πίστεως. Και όλων η καρδιά και η ψυχή είναι μία, ώστε από πολλά διαφορετικά μέλη να φαίνεται ένα σώμα άξιο αληθινά του Χριστού» (αγ. Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία, 1, 3).

Ο άθεος Χριστιανός
Η άρνηση του σημερινού Χριστιανού να συμμετάσχει στο όντως συγκλονιστικό γεγονός μιας τέτοιας κοινωνίας, είναι ακριβώς άρνηση του μαρτυρίου. Αν δεν φοβάται τις λέξεις, πρέπει να το παραδεχθεί ξεκάθαρα, πως με μια τέτοια επιλογή παύει πια οριστικά να είναι Χριστιανός. Δεν ανήκει στο ενιαίο σώμα του Χριστού. Απ’ τη στιγμή που δεν εγκολπώνεται το πνεύμα αυταπάρνησης που ζητά ο Χριστός (Λουκ. 9, 23) και απορρίπτει τα μέλη του Χριστού, (ένα ή πολλά, δεν παίζει ρόλο), έχει απορρίψει τον Χριστό. Και απορρίπτεται φυσικά και από αυτόν. «Ουκ έστι μου άξιος», λέει γι’ αυτόν ο Χριστός (Ματθ. 10, 38), που μας θέλει Χριστιανούς στα έργα και όχι μόνο στα λόγια (Ματθ. 7, 21).
Ας μη ζει κανείς λοιπόν με αυταπάτες. Ας βγει επιτέλους από την ψευδαίσθηση, με την οποία αποκοιμίζει τη συνείδησή του. Απ’ τη στιγμή που δεν σταυρώνει τις αμαρτωλές (νόει πάντα: εγωκεντρικές) επιθυμίες και τα πάθη του (Γαλ. 5, 24), αλλά συσχηματίζεται (Ρωμ. 12, 2) και ζει σαν όλο τον κόσμο που «κείται εν τω πονηρώ» (Α Ἰω. 5, 19), ζει δηλαδή μόνο για τον εαυτό του, τότε δεν είναι πια Χριστιανός, αλλά αρνητής του Χριστού. Δεν έχει καμμιά σχέση μαζί του. Δεν είναι του Χριστού. Τελεία και παύλα. Δεν γίνεται να πλέει αδιάκοπα πατώντας σε δυό βάρκες ταυτόχρονα. Είναι «υιός του αιώνος τούτου» (Λουκ. 16, 8· 13), ναι! Όχι όμως και Χριστιανός.
Και ο Χριστός με τη σειρά του, σεβόμενος απλώς ό,τι ο άνθρωπος εν ελευθερία επιλέγει, δεν μπορεί να τον αναγνωρίσει για δικόν του (Λουκ. 13, 25-27).

Η αντιστροφή της πορείας
Ο σημερινός Χριστιανός θα ‘πρεπε να συγκλονισθεί από την ειλικρινή ομολογία της Γαλλίδας συγγραφέως Σιμόν ντε Μποβουάρ (στο έργο της «Πώς έγινα συγγραφέας»):
«Ποτέ δεν απαρνιόμουν πράγματα που μ’ ευχαριστούσαν, επειδή δήθεν ο Θεός τα απαγόρευε. Άρα δεν πίστευα πια σ’ Eκείνον!»
Καιρός λοιπόν να αλλάξει πορεία, να διαχωρίσει τον δρόμο του από τον κόσμο. Να αρχίσει να γίνεται σιγά-σιγά του Χριστού, σταυρώνοντας τα αναρίθμητα, ανόητα και καταστροφικά «θέλω» του, τα φυσικά του (και γι’ αυτό καθόλου πνευματικά) αισθήματα, αποδεχόμενος με καλή, θυσιαστική και αγαπητική διάθεση τον κάθε άλλον «αδελφό» του Χριστού. Από τη λατρεία του εαυτού του, που συνιστά έμπρακτη απιστία και αθεΐα, να γίνεται όλο και πιο συνειδητά πιστός, «ποιών το θέλημα του Πατρός» (Ματθ. 7, 21), δηλαδή τη μία και μοναδική εντολή του για γνήσια, θυσιαστική αγάπη, χωρίς όρους και υπολογισμό, προς τον κάθε άλλον (Α΄ Ἰω. κεφ. 3, 4, 5· Β΄ Ἰω.· Α΄ Κορ. 10, 24· 33). Και ο Χριστός απ’ τη μεριά του πάντα τον περιμένει, τον αγαπάει, τον αγκαλιάζει οποτεδήποτε θελήσει να επιστρέψει, να ξαναγίνει πιστός.

Η αγία Παρασκευή που θυσίασε ολοκληρωτικά τη ζωή της προσφέροντας το αίμα της για τον Χριστό, ας μας ενισχύει με τις πρεσβείες της να κατανοούμε πρώτα και κατόπιν να αποδεχόμαστε το καθημερινό μαρτύριο της θυσίας των εγωκεντρικών μας θελημάτων. Και εν συνεχεία να προσφέρουμε με πρόθυμη διάθεση το «αίμα» της θυσίας μας αυτής ως λογική λατρεία στον Κύριο (Ρωμ. 12, 1), για να λάβουμε κι εμείς πνεύμα, χάρη, ζωή αληθινή, όπως εκείνη, μετά πάντων των αγίων. Αμήν.