Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Μακεδονίτισσας

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Μακεδονίτισσας
Άγιοι του Θεού πρεσβεύετε υπέρ ημών !

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Οσία Μαρία Αιγυπτία

 
 
Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.). Από τα δώδεκα χρόνια της πέρασε στην Αίγυπτο μια ζωή ασωτίας, αφού από την μικρή αυτή ηλικία διέφθειρε την παρθενία της και είχε ασυγκράτητο και αχόρταγο το πάθος της σαρκικής μείξεως. Ζώντας αυτήν την ζωή δεν εισέπραττε χρήματα, αλλά απλώς ικανοποιούσε το πάθος της. Η ίδια ξαγορεύθηκε στον Αββά Ζωσιμά ότι διετέλεσ...ε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεως τινός, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδή το έργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Και όπως του απεκάλυψε, είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλιέται στο βόρβορο που ήταν η ζωή της και σκεπτόταν έτσι ντροπιάζοντας την ανθρώπινη φύση.
Λόγω της άσωτης ζωής και της σαρκικής επιθυμίας που είχε, κάποια φορά ακολούθησε τους προσκυνητές που πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Και αυτό το έκανε, όχι για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό, αλλά για να έχει πολλούς εραστές που θα ήταν έτοιμοι να ικανοποιήσουν το πάθος της. Περιγράφει δε και η ίδια ρεαλιστικά και τον τρόπο που επιβιβάστηκε στο πλοιάριο. Και, όπως η ίδια αποκάλυψε, κατά την διάρκεια του ταξιδιού της δεν υπήρχε είδος ασέλγειας από όσα λέγονται και δεν λέγονται, του οποίου δεν έγινε διδάσκαλος σε εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Και η ίδια εξέφρασε την απορία της για το πώς η θάλασσα υπέφερε τις ασωτίες της και γιατί η γη δεν άνοιξε το στόμα της και δεν την κατέβασε στον άδη, επειδή είχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού αυτού δεν αρκέστηκε στο ότι διέφθειρε τους νέους, αλλά διέφθειρε και πολλούς άλλους από τους κατοίκους της πόλεως και τους ξένους επισκέπτες. Και στα Ιεροσόλυμα που πήγε κατά την εορτή του Τιμίου Σταυρού, περιφερόταν στους δρόμους «ψυχᾶς νέων ἀγρεύουσα».
Αισθάνθηκε όμως, βαθιά μετάνοια από ένα θαυματουργικό γεγονός. Ενώ εισερχόταν στο ναό για να προσκυνήσει το Ξύλο του Τιμίου Σταυρού, κάποια δύναμη την εμπόδισε να προχωρήσει. Στην συνέχεια στάθηκε μπροστά σε μία εικόνα της Παναγίας, έδειξε μεγάλη μετάνοια και ζήτησε την καθοδήγηση και βοήθεια της Παναγίας. Με την βοήθεια της Θεοτόκου εισήλθε ανεμπόδιστα αυτή την φορά στον ιερό ναό και προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό. Στην συνέχεια, αφού ευχαρίστησε την Παναγία, άκουσε φωνή που την προέτρεπε να πορευθεί στην έρημο, πέραν του Ιορδάνου. Αμέσως ζήτησε την συνδρομή και την προστασία της Θεοτόκου και ήρε τον δρόμο της προς την έρημο, αφού προηγουμένως πέρασε από την ιερά μονή του Βαπτιστού στον Ιορδάνη ποταμό και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Στην έρημο έζησε σαράντα επτά χρόνια, χωρίς ποτέ να συναντήσει άνθρωπο.
Κατά τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια στην έρημο, πάλεψε πολύ σκληρά για να νικήσει τους λογισμούς και τις επιθυμίες της, ουσιαστικά για να νικήσει τον διάβολο που την πολεμούσε με τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής.
Η Οσία ζούσε δεκαεπτά χρόνια στην έρημο «θηρσὶν ἀνημέροις ταὶς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Είχε πολλές επιθυμίες φαγητών, ποτών και «πορνικῶν ᾀσμάτων» και πολλούς λογισμούς που την ωθούσαν προς την πορνεία. Όμως, όταν ερχόταν κάποιος λογισμός μέσα της, έπεφτε στην γη, την έβρεχε με δάκρυα και δεν σηκωνόταν από τη γη «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοὶ ἐδίωξεν». Συνεχώς προσευχόταν στην Παναγία, την οποία είχε εγγυήτρια της ζωής της μετανοίας που έκανε. Το ιμάτιό της σχίσθηκε και καταστράφηκε και έκτοτε παρέμεινε γυμνή. Καιγόταν από τον καύσωνα και έτρεμε από τον παγετό και «ὡς πολλάκις μὲ χαμαὶ πεσοῦσαν ἄπνουν μείναι σχεδὸν καὶ ἀκίνητον».
Ύστερα από σκληρό αγώνα, με τη Χάρη του Θεού και την συνεχή προστασία της Παναγίας, ελευθερώθηκε από τους λογισμούς και τις επιθυμίες, οπότε μεταμορφώθηκε το λογιστικό και παθητικό μέρος της ψυχής της, καθώς επίσης εθεώθηκε και το σώμα της.
Λόγω της μεγάλης πνευματικής της καταστάσεως στην οποία έφθασε η Οσία Μαρία, έλαβε από τον Θεό το διορατικό χάρισμα.
Ήταν γυμνή αλλά το σώμα της υπερέβη τις ανάγκες της φύσεως. Λέγει η ίδια: «Γυνὴ γὰρ εἰμί, καὶ γυμνή, καθάπερ ὁρᾷς, καὶ τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Το σώμα τρεφόταν με τη Χάρη του Θεού: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ρήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα». Στη περίπτωσή της, όπως και σε άλλες περιπτώσεις Αγίων, παρατηρούμε ότι αναστέλλονται οι ενέργειες του σώματος. Αυτή η αναστολή των σωματικών ενεργειών οφειλόταν στο ότι η ψυχή της δεχόταν την ενέργεια του Τριαδικού Θεού και αυτή η θεία ενέργεια διαπορθμευόταν και στο σώμα της: «Ἀρκεὶν εἰποῦσα τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεὶν τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον».
Εκείνη την περίοδο ασκήτευε σε ένα μοναστήρι ο Ιερομόναχος Αββάς Ζωσιμάς (τιμάται 4 Απριλίου), που ήταν κεκοσμημένος με αγιότητα βίου. Έβλεπε θεία οράματα, καθώς του είχε δοθεί το χάρισμα των θείων ελλάμψεων, λόγω του ότι ζούσε μέχρι τα πενήντα τρία του χρόνια με μεγάλη άσκηση και ήταν φημισμένος στην περιοχή του. Τότε, όμως, εισήλθε μέσα του ένας λογισμός κάποιας πνευματικής υπεροψίας, για το αν δηλαδή υπήρχε άλλος μοναχός που θα μπορούσε να τον ωφελήσει ή να του διδάξει κάποιο καινούργιο είδος ασκήσεως. Ο Θεός, για να τον διδάξει και να τον διορθώσει, του αποκάλυψε ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην τελειότητα. Και στην συνέχεια του υπέδειξε να πορευθεί σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν κοντά στον Ιορδάνη ποταμό.
Ο Αββάς Ζωσιμάς υπάκουσε στην φωνή του Θεού και πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, που του υποδείχθηκε. Εκεί συνάντησε τον ηγούμενο και τους μοναχούς, και διέκρινε ότι ακτινοβολούσαν τη Χάρη και την αγάπη του Θεού, ζώντας έντονη μοναχική ζωή με ακτημοσύνη, με μεγάλη άσκηση και αδιάλειπτη προσευχή.
Στο μοναστήρι αυτό υπήρχε ένας κανόνας. Σύμφωνα με αυτόν, την Κυριακή της Τυρινής προ της ενάρξεως της Μεγάλης Σαρακοστής, αφού οι μοναχοί κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν και ασπάζονταν μεταξύ τους, και έπειτα ελάμβαναν ο καθένας τους μερικές τροφές και έφευγαν στην έρημο πέραν του Ιορδάνου, για να αγωνισθούν κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής τον αγώνα της ασκήσεως. Επέστρεφαν δε στο μοναστήρι την Κυριακή των Βαΐων, για να εορτάσουν τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Είχαν ως κανόνα να μην συναντά κανείς τον άλλο αδελφό στην έρημο και να μην τον ερωτά, όταν επέστρεφαν, για το είδος της ασκήσεως που έκανε την περίοδο αυτή.
Αυτόν τον κανόνα εφάρμοσε και ο Αββάς Ζωσιμάς. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές, βγήκε από το μοναστήρι και πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο βαθειά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ασκητή που θα τον βοηθούσε να φθάσει σε αυτό που ποθούσε. Πορευόταν προσευχόμενος και τρώγοντας ελάχιστα. Κοιμόταν δε όπου ευρισκόταν.
Είχε περπατήσει μία πορεία είκοσι ημερών όταν, κάποια στιγμή που κάθισε να ξεκουραστεί και έψελνε, είδε στο βάθος μια σκιά που έμοιαζε με ανθρώπινο σώμα. Στην αρχή θεώρησε ότι ήταν δαιμονικό φάντασμα, αλλά έπειτα διαπίστωσε ότι ήταν άνθρωπος. Αυτό το ον που έβλεπε ήταν γυμνό, είχε μαύρο σώμα - το σώμα αυτό προερχόταν από τις ηλιακές ακτίνες - και είχε στο κεφάλι του λίγες άσπρες τρίχες, που δεν έφθαναν πιο κάτω από τον λαιμό. Ο Αββάς Ζωσιμάς έβλεπε την Οσία Μαρία, την ώρα που προσευχόταν. Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία ασκούσε την αδιάλειπτη προσευχή και μάλιστα ο Αββάς Ζωσιμάς την είδε όταν εκείνη ύψωσε τα μάτια της στον ουρανό και άπλωσε τα χέρια της και «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίσουσα, φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Και σε κάποια στιγμή, ενώ εκείνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾷ αὐτὴν ὑψωθείσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι».
Ο Αββάς Ζωσιμάς προσπάθησε να πλησιάσει, για να διαπιστώσει τι ήταν αυτό που έβλεπε, αλλά το ανθρώπινο εκείνο ον απομακρυνόταν. Έτρεχε ο Αββάς Ζωσιμάς, έτρεχε και εκείνο. Και ο Αββάς κραύγαζε με δάκρυα προς αυτό ώστε να σταματήσει, για να λάβει την ευλογία του. Εκείνο όμως δεν ανταποκρινόταν. Μόλις έφθασε ο Αββάς σε κάποιο χείμαρρο και απόκαμε, εκείνο το ανθρώπινο ον αφού τον αποκάλεσε με το μικρό του όνομα, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στον Αββά, του είπε ότι δεν μπορεί να γυρίσει και να τον δει κατά πρόσωπο, γιατί είναι γυναίκα γυμνή και έχει ακάλυπτα τα μέλη του σώματός της. Τον παρακάλεσε, αν θέλει, να της δώσει την ευχή του και να της ρίξει ένα κουρέλι από τα ρούχα του, για να καλύψει το γυμνό σώμα της. Ο Αββάς έκανε ότι του είπε και τότε εκείνη στράφηκε προς αυτόν. Ο Αββάς αμέσως γονάτισε για να λάβει την ευχή της, ενώ το ίδιο έκανε και εκείνη. Και παρέμειναν και οι δύο γονατιστοί «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον».
Επειδή ο Αββάς αναρωτιόταν μήπως έβλεπε μπροστά του κάποιο άυλο πνεύμα, εκείνη διακρίνοντας τους λογισμούς του, του είπε ότι είναι αμαρτωλή, που έχει περιτειχισθεί από το άγιο Βάπτισμα και είναι χώμα και στάχτη και όχι άυλο πνεύμα.
Η Οσία Μαρία κατά την συνάντηση αυτή, αφού αποκάλυψε όλη την ζωή της, ζήτησε από τον Αββά Ζωσιμά να έλθει κατά την Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς, σε έναν ορισμένο τόπο στην όχθη του Ιορδάνη ποταμού, κοντά σε μια κατοικημένη περιοχή, για να την κοινωνήσει, ύστερα από πολλά χρόνια μεγάλης μετάνοιας που μεταμόρφωσε την ύπαρξή της. «Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτω τῷ ἔρωτι», του είπε, δηλαδή είχε ακατάσχετο έρωτα να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
Ο Αββάς Ζωσιμάς επέστρεψε στο μοναστήρι χωρίς να πει σε κανένα τι ακριβώς συνάντησε, σύμφωνα άλλωστε και με τον κανόνα που υπήρχε σε εκείνη την ιερά μονή. Όμως, συνεχώς παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να δει και πάλι «τὸ ποθούμενον πρόσωπον» την επόμενη χρονιά και μάλιστα ήταν στεναχωρημένος γιατί δεν περνούσε ο χρόνος, καθώς ήθελε όλος αυτός ο χρόνος να ήταν μία ημέρα.
Το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς από κάποια αρρώστια δεν μπόρεσε να βγει από το μοναστήρι στην έρημο, όπως έκαναν οι άλλοι πατέρες στην αρχή της Σαρακοστής και έτσι παρέμεινε στο μοναστήρι. Και την Κυριακή των Βαΐων, όταν είχαν επιστρέψει οι άλλοι πατέρες της Μονής, εκείνος ετοιμάσθηκε να πορευθεί στον τόπο που του είχε υποδείξει η Οσία, για να την κοινωνήσει.
Την Μεγάλη Πέμπτη πήρε μαζί του σε ένα μικρό ποτήρι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, πήρε μερικά σύκα και χουρμάδες και λίγη βρεγμένη φακή και βγήκε από το μοναστήρι για να συναντήσει την Οσία Μαρία. Επειδή όμως εκείνη αργοπορούσε να έλθει στον καθορισμένο τόπο, ο Αββάς προσευχόταν στον Θεό με δάκρυα να μην του στερήσει λόγω των αμαρτιών του την ευκαιρία να τη δει εκ νέου.
Μετά την θερμή προσευχή την είδε από την άλλη πλευρά του Ιορδάνη ποταμού, να κάνει το σημείο του Σταυρού, να πατά πάνω στο νερό του ποταμού «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στην συνέχεια η Οσία τον παρακάλεσε να πει το Σύμβολο της Πίστεως και το «Πάτερ ἠμῶν». Ακολούθως ασπάσθηκε τον Αββά Ζωσιμά και κοινώνησε των ζωοποιών Μυστηρίων. Έπειτα ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα και είπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλη σου, ὢ Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου».
Στην συνέχεια, αφού τον παρακάλεσε να έλθει και το επόμενο έτος στο χείμαρρο που την είχε συναντήσει την πρώτη φορά, ζήτησε την προσευχή του. Ο Αββάς άγγιξε τα πόδια της Οσίας, ζήτησε και αυτός την προσευχή της και την άφησε να φύγει «στένων καὶ ὀδυρόμενος», διότι τολμούσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον». Εκείνη έφυγε κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ήλθε, πατώντας δηλαδή πάνω στα νερά του Ιορδάνη ποταμού.
Το επόμενο έτος, σύμφωνα και με την παράκληση της Οσίας, ο Αββάς βιαζόταν να φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Αφού βάδισε πολλές ημέρες και έφθασε στον τόπο εκείνο, έψαχνε «ὡς θηρευτὴς ἐμπειρότατος» να δει «τὸ γλυκύτατο θήραμα», την Οσία του Θεού. Όμως δεν την έβλεπε πουθενά. Τότε άρχισε να προσεύχεται στον Θεό κατανυκτικά: «Δεῖξον μοί, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὃν ἐν τῆδε τὴ ἐρήμω κατέκρυψας, δεῖξον μοί, δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὐ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀπάξιος». Για τον Αββά Ζωσιμά η Οσία Μαρία ήταν άθικτος θησαυρός, άγγελος μέσα σε σώμα, που ο κόσμος δεν ήταν άξιος να τον έχει. Και προσευχόμενος με τα λόγια αυτά είδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τᾶς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολᾶς ὄρασαν κειμένην τὸ σχήματι». Βρήκε δε και δική της γραφή που έλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τὸ τόπω τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τὴ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Την βρήκε δηλαδή νεκρή, κείμενη στην γη, με τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως βρήκε και γραφή που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει.
Η Οσία κοιμήθηκε την ίδια ημέρα που κοινώνησε, αφού είχε διασχίσει σε μία ώρα απόσταση την οποία διήνυσε το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς σε είκοσι ημέρες. Γράφει ο Άγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἥνπερ ὤδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν ἐξεδήμησεν». Το σώμα της είχε αποκτήσει άλλες ιδιότητες, είχε μεταμορφωθεί.
Στην συνέχεια ο Αββάς Ζωσιμάς, αφού έκλαψε πολύ και είπε ψαλμούς κατάλληλους για την περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον». Και μετά με μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοὶς δακρύσι» επιμελήθηκε τα της ταφής. Επειδή, όμως, η γη ήταν σκληρή και ο ίδιος ήταν προχωρημένης ηλικίας, γι' αυτό δεν μπορούσε να την σκάψει και βρισκόταν σε απορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστώτα καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδή είδε ένα λιοντάρι να στέκεται δίπλα στο λείψανο της Οσίας και να γλείφει τα ίχνη της. Ο Αββάς τρόμαξε, αλλά το ίδιο το λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοὶς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ προθέσει», δηλαδή το ίδιο το λιοντάρι καλόπιανε τον Αββά και τον παρακινούσε και με τις κινήσεις του και με τις προθέσεις του, να προχωρήσει στον ενταφιασμό της. Λαμβάνοντας ο Αββάς θάρρος από το ήμερο του λιονταριού, το παρακάλεσε να σκάψει αυτό το ίδιο τον λάκκο, για να ενταφιασθεί το ιερό λείψανο της Οσίας Μαρίας, επειδή εκείνος αδυνατούσε. Το λιοντάρι υπάκουσε. «Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδή με τα μπροστινά του πόδια άσκαψε το λάκκο, όσο έπρεπε, για να ενταφιασθεί το σκήνωμα της Οσίας Μαρίας.
Ο ενταφιασμός της Οσίας έγινε προσευχομένου του Αββά Ζωσιμά και του λιονταριού «παρεστῶτος». Μετά τον ενταφιασμό έφυγαν και οι δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἠμῶν».
Ο βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, δείχνει πως μία πόρνη μπορεί να γίνει κατά Χάριν θεός, πως ο άνθρωπος μπορεί να γίνει άγγελος εν σώματι και πως η κατά Χριστόν ελπίδα μπορεί να αντικαταστήσει την υπό του διαβόλου προερχόμενη απόγνωση. Στο πρόσωπο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας βλέπουμε τον άνθρωπο που αναζητά την ηδονή και κυνηγά τους ανθρώπους για την ικανοποίησή τους, αλλά όμως με τη Χάρη του Θεού μπορεί να εξαγιασθεί τόσο πολύ, ώστε να φθάσει στο σημείο να την κυνηγούν οι Άγιοι για να λάβουν την ευλογία της και να ασπασθούν το τετιμημένο της σώμα, καθώς επίσης να τη σέβονται και τα άγρια ζώα.
Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία με την μετάνοιά της, την βαθιά της ταπείνωση, την υπέρβαση εν Χάριτι του θνητού και παθητού σώματός της, αφ' ενός μεν προσφέρει μια παρηγοριά σε όλους τους ανθρώπους, αφ' ετέρου δε ταπεινώνει εκείνους που υπερηφανεύονται για τα ασκητικά τους κατορθώματα. Δεν ημέρωσε μόνο τα άγρια θηρία που υπήρχαν μέσα της, δηλαδή τα άλογα πάθη, αλλά υπερέβη όλα τα όρια της ανθρώπινη φύσεως και ημέρωσε ακόμη και τα άγρια θηρία της κτίσεως.
Αυτός είναι ο σκοπός και ο πλούτος της ενανθρωπίσεως του Χριστού, που φυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία. Με την αποκαλυπτική θεολογία και την εν Χριστώ ζωή ο άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά.
Η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας και την Ε' Κυριακή των Νηστειών.
 
 

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Η αγάπη πληροφορεί

 
 
- Γέροντα, πώς θα δείξω αγάπη;
- Να δείξω αγάπη; Δεν το καταλαβαίνω. Αυτό είναι κάτι ψεύτικο, υποκριτικό. Να υπάρχη η αγάπη μέσα μας και να μας προδώση, ναι. Η αληθινή αγάπη πληροφορεί τον άλλον χωρίς εξωτερικές εκδηλώσεις. Αγάπη είναι να ακούσης με πόνο την στενοχώρια του άλλου. Αγάπη είναι κι ένα βλέμμα πονεμένο κι ένας λόγος που θα πης με πόνο στον άλλον, όταν αντιμετωπίζη κάποια δυσκολία. Αγάπη είναι να συμμερισθής την λύπη του, να τον αναπαύσης στην δυσκολία του. Αγάπη είναι να σηκώσης έναν βαρύ λόγο που θα σου πη. Όλα αυτά βοηθούν περισσότερο από τα πολλά λόγια και τις εξωτερικές εκδηλώσεις.

Όταν πονάς εσωτερικά για τον άλλον, ο Θεός τον πληροφορεί για την αγάπη σου και την καταλαβαίνει χωρίς εξωτερικές εκδηλώσεις. Όπως και όταν δεν εκδηλώνεται η κακία μας, αλλά είναι εσωτερική, πάλι ο άλλος την καταλαβαίνει. Βλέπεις, και ο διάβολος, όταν παρουσιάζεται ως «άγγελος φωτός», φέρνει ταραχή, ενώ ο Άγγελος ο πραγματικός φέρνει μια απαλή ανέκφραστη αγαλλίαση.
- Τι είναι αυτό, Γέροντα, που με εμποδίζει να πληροφορούμαι την αγάπη των άλλων;
- Μήπως δεν έχεις καλλιεργήσει την αγάπη; Όποιος αγαπάει, πληροφορείται για την αγάπη του άλλου, αλλά και πληροφορεί τον άλλον για την αγάπη του.

Καταλαβαίνει ο άλλος αν υποκρίνεσαι ή αν τον αγαπάς πραγματικά, γιατί πάει σαν τηλεγράφημα η αγάπη. Αν κάνουμε λ.χ. μια επίσκεψη σ’ ένα ορφανοτροφείο, τα παιδιά αμέσως θα καταλάβουν με τι διάθεση πήγαμε. Είχαν έρθει μια φορά στο Καλύβι να ζητήσουν τη γνώμη μου κάποιοι που ήθελαν να κάνουν ένα ίδρυμα για εγκαταλελειμμένα παιδιά. «Το κυριώτερο από όλα, τους είπα, είναι να πονέσετε τα παιδιά αυτά σαν παιδιά σας και ακόμη περισσότερο. Αυτό είναι που θα πληροφορήση τα παιδιά για την αγάπη σας. Αν δεν τα πονάτε, μην ξεκινάτε να κάνετε τίποτε». Τότε ένας γιατρός, πολύ ευλαβής, είπε: «Έχεις δίκαιο, Πάτερ. Κάποτε μια συντροφιά είχαμε επισκεφθή για πρώτη φορά ένα ορφανοτροφείο και τα παιδιά κατάλαβαν την διάθεση του καθενός. “Ο κύριος τάδε, είπαν, είναι περαστικός∙ ο κύριος τάδε ήρθε να περάση την ώρα του μαζί μας∙ ο κύριος τάδε μας αγαπάει πραγματικά”». Βλέπετε πώς πληροφορεί η αγάπη.


Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Ε΄ - ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»,
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 2007
 
 
 
 

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Δ' Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ! Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος

 

H τέταρτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και η Εκκλησία, μας προβάλει έναν άγιο, έναν ασκητή και μεγάλο συγγραφέα ασκητικών συγγραμμάτων. Το Άγιο Ιωάννης τον Σιναϊτη ή αλλιώς άγιο Ιωάννης της Κλίμακος. Σιναϊτης διότι ασκήτευσε στο όρος Σινά, της Κλίμακος διότι έγραψε το εξαιρετικό ασκητικό βιβλίο Κλίμαξ που εκεί μέσα περιγράφει την κλίμακα των αρετών.
Ο άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Παλαιστίνη γύρω στα 523. Μόνασε από νεαρή ηλικία (16 ετών). Παρακολούθησε ανώτερο κύκλο μορφώσεως. Στην ζωή της ερήμου Σινά αξιοποίησε την σοφία του και ανέβηκε σε υψηλές κορυφές αγιότητας. Είχε και το χάρισμα της θαυματουργίας. Σε μεγάλη ηλικία έγινε ηγούμενος της μονής του Σινά.
Ο άγιος Ιωάννης με την ζωή αλλά και το συγγραφικό του έργο αποδεικνύει περίτρανα ότι ο άνθρωπος εάν δεν βιάσει τον εαυτό του δεν μπορεί να προκόψει πνευματικά. Εάν δηλαδή ο άνθρωπος δεν ζορίσει τον εαυτό του, δεν παλέψει με τις κακές του συνήθειες και δεν προσπαθήσει να ξυπνήσει μέσα τους τις πνευματικές αρετές δεν πρόκειται να αποκτήσει κοινωνία μετα του Θεού.




 

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Τελειώνοντας η μέρα !

 


Πέρασε καὶ ἡ σημερινὴ μέρα. Ἐπιστρέψαμε στὰ σπίτια μας μὲ τὸν κόπο τῆς ἐργασίας μας, τὶς ἐντυπώσεις, τὶς ἐμπειρίες καὶ τὰ γεγονότα ποὺ ζήσαμε. Ποικίλα συναισθήματα κατακλύζουν τὸ ἐσωτερικό μας: ἀγωνία, φόβος, ἔνταση, ἀγανάκτηση, λύπη, χαρά, γαλήνη, ἀνάλογα μὲ ὅ,τι ζήσαμε στὴ διάρκεια τῆς μέρας.

Δικαιολογεῖται νὰ ξαποστάσουμε γιὰ λίγο. Νὰ συναντηθοῦμε μὲ τὰ προσφιλὴ πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων ποὺ μᾶς περιβάλλουν, νὰ συζητήσουμε, νὰ ἀνταλλάξουμε τὶς σκέψεις μας, νὰ μάθουμε τὰ νέα τους, νὰ δοῦμε τὰ πρόσωπά τους. Μὴ σπεύδουμε ν’ ἀπομονωθοῦμε στὴν παρακολούθηση τῶν γεγονότων τῆς ἡμέρας ἀπὸ τὶς ἐφημερίδες, τὴν τηλεόραση, τὸ Διαδίκτυο. Αὐτὴ ἡ ὀμορφιὰ τῆς ἐπικοινωνίας ξεκουράζει πραγματικὰ καὶ ἀνανεώνει ὅλους. Μὴν τὴ στεροῦμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους, ποὺ τὴ θέλουν καὶ τὴν ἔχουν ἀνάγκη.

Κατόπιν ἕνας ἀπολογισμὸς τῆς ἡμέρας, μιὰ ἐξέταση τοῦ ἑαυτοῦ μας, εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴ συνέχιση τῆς πορείας μας. Ἡ μέρα μᾶς ἔδωσε εὐκαιρίες γιὰ πρόοδο, γιὰ μετάνοια. Πῶς τὶς ἐκμεταλλευτήκαμε; Ἔγιναν ὅλα σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ; Πῶς προχώρησε ὁ ἀγώνας μας; Νὰ ἐξετάσουμε τὶς σκέψεις μας, τὶς ἐπιθυμίες μας, τὰ θελήματά μας. Τὴ συμπεριφορά μας πρὸς τοὺς ἄλλους, τὴ διαγωγή μας, τὶς ἐλλείψεις μας, ἀλλὰ καὶ τί μπορούσαμε νὰ κάνουμε καὶ δὲν τὸ κάναμε. Αὐτὴ ἡ αὐτοεξέταση μᾶς βοηθᾶ νὰ διορθωνόμαστε καὶ νὰ προοδεύουμε συνεχῶς.

Καθὼς ὅμως φθάσαμε στὸ τέλος καὶ αὐτῆς τῆς μέρας, αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη νὰ μιλήσουμε σ’ Ἐκεῖνον ποὺ σιωπηλά, διακριτικά, στοργικὰ παρακολουθοῦσε τὸ κάθε μας βῆμα καὶ σήμερα. Νὰ ἐπικοινωνήσουμε μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα μας, τὸν ἅγιο Θεό. Ἔχουμε πολλὰ νὰ Τοῦ ποῦμε...

Στὸ πνευματικὸ βιβλίο «Ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου» ὁ π. Εὐσέβιος Ματθόπουλος συνιστᾶ: «Πρὶν πέσεις νὰ κοιμηθεῖς, νὰ θεωρεῖς ὡς καθῆκον σου ἀπαραίτητο νὰ προσευχηθεῖς, δοξάζοντας καὶ εὐχαριστώντας τὸν Θεό, γιατί μὲ τὴν ἀγαθοσύνη Του καὶ μακροθυμία Του σὲ διατήρησε στὴ ζωὴ μέχρι ἐκείνη τὴν ὥρα...» (σελ. 529).

Ἐπιθυμοῦμε νὰ δοξολογήσουμε Ἐκεῖνον γιὰ τὶς πλούσιες δωρεές Του ποὺ δεχθήκαμε. Γιὰ τὰ ἀγαθά Του ποὺ ἄφθονα ἀπολαύσαμε, ὑλικὰ καὶ πνευματικά. Ἐκεῖνον θὰ εὐχαριστήσουμε γιὰ τὸ δῶρο τῆς ζωῆς, τῆς ὑγείας ποὺ μᾶς χάρισε, γιὰ τὴν οἰκογένεια, γιὰ τὴν ἐργασία, ἀκόμη καὶ γιὰ τὴ δυσκολία ποὺ συναντήσαμε, τὸν πειρασμὸ ποὺ ξεπεράσαμε. Μᾶς φώτισε στὴν ὥρα τοῦ σκοτασμοῦ τοῦ νοῦ, μᾶς στήριξε στὴν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ, μᾶς παρηγόρησε στὴ δοκιμασία καὶ σήκωσε μαζί μας τὸν δικό μας σταυρό. Ἀναζητᾶ ἡ ψυχή μας τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ἡμέρα καὶ τὴ βρίσκει παντοῦ καὶ συνεχίζει νὰ ἐκφράζει τὴν εὐγνωμοσύνη της, διότι μᾶς διαφύλαξε ἀπὸ σωματικοὺς καὶ ψυχικοὺς κινδύνους, μᾶς εὐεργέτησε μὲ ποικίλους τρόπους.

Ἡ προσευχή μας ὅμως ἐκφράζει καὶ ἱκεσίες, παρακλήσεις πρὸς τὸν Κύριο καὶ Θεό μας. Ἄλλωστε Ἐκεῖνος μᾶς προέτρεψε, «αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται» (Ματθ. ζ΄ 7). Τὸν παρακαλοῦμε γιὰ τὶς σωματικὲς καὶ πνευματικές μας ἀνάγκες, Ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς τὶς καλύψει. Μὴ μᾶς στερήσει «τῶν ἀγαθῶν τῆς ἐπουρανίου Του βασιλείας», ἀλλὰ οὔτε τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἐπιβίωσή μας. Ὅλα τὰ ζητοῦμε ἀπὸ Ἐκεῖνον, διότι μόνο Αὐτὸς μπορεῖ νὰ μᾶς τὰ προσφέρει, ἀρκεῖ νὰ τὸ πιστεύουμε καὶ νὰ ἐπιμένουμε στὴν προσευχή.
Ὅμως στὴ βραδινὴ ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν Θεὸ δὲν παραλείπουμε ν’ ἀναφέρουμε καὶ τὰ λάθη ποὺ κάναμε στὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, τὶς ἀδυναμίες τοῦ ἑαυτοῦ μας ποὺ δὲν συγκρατήσαμε, τὶς ἁμαρτίες ποὺ διαπράξαμε. Ἔργα καὶ λόγια ποὺ πλήγωσαν, ἀδίκησαν, πίκραναν. Αἰσθανόμαστε τὴν ἐνοχή μας καὶ μὲ ταπεινωμένη ψυχὴ καὶ συντριβὴ καρδίας ζητοῦμε τὴ συγχώρηση. Παλέψαμε στὸ στίβο, ἴσως μᾶς πλήγωσαν «τὰ πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ», γι’ αὐτὸ καταφεύγουμε στὸν φιλάνθρωπο Κύριο καὶ ζητοῦμε τὸ ἄπειρο ἔλεός Του.

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς παροτρύνει σχετικά: «Ὅπως ἀκριβῶς τὸ σῶμα καθαρίζεται μὲ τὸ νερό, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ καθαρίζεται μὲ τὴν προσευχή. Πολλὰ εἴδη κακίας ὑπάρχουν στὴν ψυχή. Αὐτὰ ἂς τὰ ἀπομακρύνουμε μὲ τὴν προσευχή μας» (Ὁμιλία εἰς τὸν Ε΄ Ψαλμόν, ΕΠΕ 5, 217).

Έτσι τελειώνει μιὰ ἀκόμη μέρα ποὺ μᾶς φέρνει ὅλο καὶ πιὸ κοντὰ στὸ τέλος τῆς ζωῆς μας. Ἂς τὸ σκεφτόμαστε καὶ ἂς ἀγωνιζόμαστε νὰ τὴ ζοῦμε ὅσο γίνεται πιὸ θεάρεστα. Γιὰ νὰ μᾶς βρίσκει τὸ τέλος τῆς κάθε μέρας μας μὲ τὴ συνείδησή μας ἤρεμη πὼς προσπαθήσαμε νὰ πράξουμε αὐτὸ ποὺ μπορούσαμε, πὼς ἀγωνισθήκαμε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ τώρα μὲ εἰρήνη ψυχῆς θὰ κατακλιθοῦμε, γιὰ ν’ ἀντλήσουμε δυνάμεις γιὰ τὴν ἑπόμενη μέρα, τὴν ἑπόμενη μάχη, «τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν».

πηγή : Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου Κουβαρά

 
 
 

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

Μια όμορφη διδακτική ιστορία !

 

- Πάτερ , η προσευχή με κομποσχοίνι είναι πολύ βαρετή ....
Επαναλαμβάνεις συνεχώς τα ίδια και τα ίδια λόγια .
Όποιος επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια είναι βαρετός και ίσως δεν είναι και ειλικρινής. Ποτέ δεν θα πίστευα έναν τέτοιο άνθρωπο.

Ο παππούλης την κοίταξε με πολλή καλοσύνη και τη ρώτησε ποιος είναι ο νέος που τη συνόδευε.
Η κοπέλα απάντησε ότι είναι ο αρραβωνιαστικός της.


- Σε αγαπάει; Ρώτησε ο παππούλης ....
- Ασφαλώς ! απάντησε εκείνη.
- Και πώς το ξέρεις;
- Μου το είπε.
- Τι σου είπε δηλαδή ;
- « Σ’ αγαπώ  ! »
- Πότε σου το είπε ;
- Μου το είπε πριν από καμιά ώρα.
- Σου το έχει ξαναπεί ;
- Ναι, χτες βράδυ.
- Τι σου είπε;
- « Σ’ αγαπώ ! »
- Άλλες φορές ;
- Κάθε βράδυ !

- Σου λέει δηλαδή πολλές φορές ότι σ΄ αγαπά ; ....
- Ναι ...

- Εε , " μην τον πιστεύεις " , τα ίδια και τα ίδια λέει . 

  Δεν είναι ειλικρινής. Είναι πολύ βαρετός ...
  Όλο τα ίδια λόγια λέει !!!...

- Μα πάτερ ...
- Εσύ δεν μούπες αυτό το συμπέρασμα πιο πριν , για την προσευχή με κομποσχοίνι ....



 

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Μην περιμένεις ...

 
 
Μην περιμένεις η ζωή να σε ρωτήσει εάν και πόσο αντέχεις.
Μην περιμένεις να βρεθούνε οι τέλειες συνθήκες για να πεις θα ζήσω.
Μην περιμένεις να διαμορφωθούν οι ιδανικές καταστάσεις για να γελάσεις.
Μην περιμένεις να βρεις τον τέλειο πατέρα ή μάνα για να μην έχεις τραύματα.
Μην περιμένεις να βρεις τον τέλειο σύζυγό γιατί απλά δεν θα βρεις ποτέ....

Μην περιμένεις να κάνεις τα τέλεια παιδιά, γιατί απλά δεν υπάρχουν.
Μην περιμένεις να συναντήσεις του τέλειους φίλους, γιατί ούτε εσύ είσαι.
Μην περιμένεις να δουλέψεις στην ιδανική δουλειά γιατί απλά θα μείνεις άνεργος.
Μην περιμένεις να σηκώνεσαι κάθε πρωί και να λες, "ουάου θα πάω για δουλειές....." Ξέχνα το.
Μην περιμένεις να βρείς το τέλειο σπίτι για να απολαύσεις το ηλιοβασίλεμα.
Μην περιμένεις να έχεις την τέλεια παρέα για να πας ένα περίπατο.
Μην περιμένεις να δοθούν όλες οι απαντήσεις για να σταματήσουν οι ερωτήσεις.
Μην περιμένεις να δεις τον Θεό ως ον που κατεβαίνει από τους ουρανούς ή ως χέρι που βγαίνει απο το υπερπέραν. Απλά δεν θα συμβεί και θα χάσεις και την ευκαιρία να τον συναντήσεις στην καθημερινότητα σου.
Μην περιμένεις να βρεις τον αναμάρτητο και τέλειο πνευματικό, γιατί απλά δεν υπάρχει. Και όπου νομίζεις ή σε έπεισαν ότι τον είδες, φεύγα μακριά είναι της φαντασίας σας.
Γενικά στην ζωή αυτή, δεν υπάρχουν τέλειες καταστάσεις, τέλειες συνθήκες, τέλεια πρόσωπα. Αυτά μετά το πέρας της εδώ παράστασης.
Οπότε συμφιλιώνομαι με την αδυναμία μου, την ατέλεια του άλλου και του κόσμου που με περιβάλει και ζω όπως μπορώ και όσο μπορώ με δοξολογία και ευχαριστία.
Δεν μπορώ πάντα; ναι, αλήθεια είναι!! Ούτε εγώ μπορώ. Κανείς δεν τα καταφέρνει πάντα και είναι καλά. Ακόμη και οι άγιοι έχουν τις κακές μέρες και περιόδους τους.
Αλλά δεν τρελαίνομαι σε αυτές τις φάσεις, δεν αυτομαστιγόνομαι, δεν χάνω την ψυχραιμία μου, ούτε βιάζομαι να φύγει το κακό που με βρήκε.
Κυρίως δεν λέω όλη μέρα γιατί και γιατί; Μαααα... και δώστου γιατίι;
Απλά καλέ μου φίλε μέχρι να μάθεις το γιατί θα έχει τελειώσει η ζωή !!!
 
Π.Χαράλαμπος Λίβυος Παπαδόπουλος
 
 

Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Η γριά και ο άθεος !

 
 
 
Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα στην Εκκλησία. Ήταν μια γριούλα. Και ζητούσε παπά, να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο.

Ο παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας.

Η γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο. Και να ξαφνικά ο παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με τον άρρωστο....

Ο άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει.

– Φύγε από εδώ! Ποιος σε κάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Και άθεος θα πεθάνω.

Ο παπάς τα έχασε.

– Μα δεν ήλθα από μόνος μου! Με κάλεσε η γριά!

– Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμιά γριά!

Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του αρρώστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα πού τον κάλεσε.

Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.

– Να αυτή!

– Ποια αυτή, ξέρεις, τί λες, παπά; Αυτή είναι η μάνα μου. Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα!

Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος. Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει.

Και αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί. Και μετά, κοινώνησε.