Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Μακεδονίτισσας

Ιερός Ναός Αγίων Πάντων Μακεδονίτισσας
Άγιοι του Θεού πρεσβεύετε υπέρ ημών !

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Το νόημα των Παρακλήσεων προς την Παναγία μας

...
α. Γιατί παρακαλοῦμε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο

Οἱ παρακλήσεις πρός τή Θεοτόκο ἀναφέρουν τίς ἐπικλήσεις τῶν πιστῶν μέ δεήσεις καί ἱκεσίες πρός τήν Παναγία γιά νά λάβουν τή βοήθειά Της στούς καιρούς τῶν πειρασμῶν, τῶν πόνων, τῶν θλίψεων καί κάθε εἴδους προστασία ἀπό τό θεῖο πρόσωπό Της. Καί τονίζεται χαρακτηριστικά: “Δέξαι παρακλήσεις ἀναξίων σῶν ἱκετῶν”.

Πρῶτον, παρακαλοῦμε τήν Παναγία μέ αἴσθημα πίστεως καί πόνου γιά νά μᾶς βοηθήσει στή ζωή μας ἀπό τούς πειρασμούς, λέγοντάς της: “Πολλοῖς συνεχόμενοις πειρασμοῖς, πρὸς Σὲ καταφεύγω, σωτηρίαν ἐπιζητῶν”. Εἶναι πολλοί οἱ πειρασμοί πού παρασύρουν τόν πιστό στό κακό, στήν ἡδονή, στήν κακία, στήν ἐχθρότητα, στήν περιφρόνηση τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί τόν ὁδηγοῦν στήν πράξη τῆς ἁμαρτίας. Ὁ πειρασμός εἶναι ὁ προπομπός τῆς ἁμαρτίας γιά νά κλονισθεῖ ἡ πίστη μας καί νά ἀδιαφορήσουμε γιά τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ζητᾶμε ἀπό τό Θεό: “καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν” καί ἀπό τήν Παναγία: “Πολλοῖς συνεχόμενος πειρασμοῖς, πρὸς Σὲ καταφεύγω, σωτηρίαν ἐπιζητῶν. Ὦ Μῆτερ τοῦ Λόγου καὶ Παρθένε, τῶν δυσχερῶν καὶ δεινῶν με διάσωσον”.

Δεύτερον, ζητᾶμε ἀπό τήν Παναγία νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τά πάθη μας: “Παθῶν με ταράττουσι προσβολαί, πολλῆς ἀθυμίας ἐμπιπλῶσαί μου τὴν ψυχήν”. Ὅπως τό πάθος τῆς ὑπερηφανείας, τοῦ θυμοῦ, τῆς ζήλειας, τοῦ φθόνου, τῆς κατακρίσεως, τῆς πολυλογίας, τῆς γαστριμαργίας κ.ἄ. βασανίζουν τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί τήν καθιστοῦν ἀκάθαρτη. Ὁ ἀγώνας τοῦ χριστιανοῦ πρέπει νά εἶναι καθημερινός γιά νά παραμένει ἥσυχος καί γαλήνιος στήν ψυχή του, χωρίς νά τόν καταδικάζει γιά τίποτα ἡ συνείδησή του. Γι’ αὐτό ζητᾶμε νά μᾶς θεραπεύσει τίς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς μας λέγοντας: “Ἴασαι ἁγνή, τῶν παθῶν μου τὴν ἀσθένειαν”.

Τρίτον, ζητᾶμε ἀπό τήν Παναγία νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τούς κινδύνους τῆς καθημερινῆς ζωῆς μας διά τῆς θείας προστασίας Της, λέγοντάς Της: “Διάσωσον, ἀπὸ κινδύνους τοὺς δούλους Σου Θεοτόκε”. Πολλοί οἱ κίνδυνοι τοῦ ἀνθρώπου πού φέρουν εὔκολα τή συμφορά στή ζωή του. Ἀτυχήματα, ἐπαγγελματικές δυσκολίες, οἰκογενειακές ἀκαταστασίες κ.ἄ. Γι’ αὐτό παρακαλοῦμε τήν Παναγία νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τούς κινδύνους μέ τήν προστασία Της καί νά γίνει “πύργος ἀσφαλείας”, “τεῖχος ἀπροσμάχητον”.

Τέταρτον, ζητᾶμε ἀπό τήν Παναγία μέ τίς δεήσεις μας νά μᾶς ἐνισχύσει καί νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τίς θλίψεις καί τίς ἀσθένειές μας. “Σοῦ δέομαι τῆς ἀγαθῆς ἐκ φθορᾶς νοσημάτων ἀνάστησον” καί “ἐπίβλεψον, ἐν εὐμενείᾳ πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπί τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν”. Μέσα στόν πόνο περισσότερο σκεπτώμεθα τό Θεό καί ἀναζητᾶμε τή θεία βοήθειά Του. Νιώθουμε τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία μας καί τήν Παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος πού δέν ἐπόνεσε πολύ δέν μπορεῖ νά νιώσει τόν πόνο τοῦ ἄλλου. Χρειάζεται ὁ πόνος τῆς ἀσθένειας ἤ τῶν δυσκολιῶν τῆς ζωῆς μας γιά νά αἰσθανθοῦμε τήν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου καί νά νιώσουμε ποιοί μᾶς ἀγαποῦν πραγματικά. Ὁ πόνος φέρει τή μετάνοια στόν ἄνθρωπο καί εἶναι ἕνας τρόπος σωτηρίας τῆς ψυχῆς του. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐπόνεσε πάρα πολύ πάνω στό σταυρό καί ἔδειξε τό δρόμο τοῦ πόνου πού λυτρώνει καί ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο. Ὁ πόνος νικᾶ τά πάθη τοῦ ἀνθρώπου καί φέρει ἀρετές μέσα στήν ψυχή τοῦ πιστοῦ. Ὁ ἐγωϊστής ταπεινώνεται μέσα στόν πόνο τῆς ἀσθενείας του καί ζητᾶ ή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας. Μέσα στή δυστυχία τῶν θλίψεών του κατανοεῖ τήν εὐτέλεια τῆς ζωῆς του καί ἀναζητᾶ τήν εὐτυχία κοντά στό Θεό. Ὁ πόνος θεραπεύει ἀδυναμίες καί πάθη πού φθείρουν τήν ψυχή. Ὁ πόνος φέρει τούς ἀνθρώπους πιό κοντά καί ὁ ἕνας παρηγορεῖ τόν ἄλλον καί προσφέρει τή βοήθειά του μέ ἀγάπη καί θυσία. Πολλές φορές ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς εἶναι μεγαλύτερος ἀπό τόν πόνο τοῦ σώματος, πού φέρει σέ μεγάλη ἀμηχανία πράξεων μέσα στή θλίψη τῆς ψυχῆς καί μπορεῖ νά εἶναι ἀποτέλεσμα μοναξιᾶς, συκοφαντίας, κακίας, μίσους καί ζήλειας. Γι’ αὐτό ἔχουμε ἀνάγκη νά λέγουμε τόν πόνο μας στόν ἄλλο, γιά νά ξαλαφρώνουμε ψυχικά καί νά ἀναπαυόμαστε κοντά στήν ἀγάπη τοῦ ἄλλου. Καί ἡ Παναγία ἐπόνεσε πολύ ψυχικά γιά τήν ἄδικη κακομεταχείριση καί σταύρωση τοῦ Υἱοῦ Της. Καί γίνεται ἡ προστάτις τῶν θλιβομένων καί ἀδικουμένων, ὅταν τήν παρακαλοῦμε: “Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς”.

Καί πέμπτον, παρακαλοῦμε τήν Παναγία διά τῆς μεσιτείας στόν Πανάγαθο νά μᾶς ἐξαλείψει τό πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων μας: “Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων”, δηλ. τά ἁμαρτήματά μας. Παρακαλοῦμε νά μᾶς σώσει διά τῆς θείας βοηθείας Της καί νά μᾶς ὁδηγήσει σέ μετάνοια. Μᾶς προτρέπει ὁ παρακλητικός κανόνας στήν ἀληθινή μετάνοια, στήν ἐξομολόγηση καί τή θεία Κοινωνία. Νά ζήσουμε μιά ζωή μετανοίας, γιά νά μήν μολύνεται ἡ ψυχή μας ἀπό πλῆθος ἁμαρτιῶν. Γι’ αὐτό ἡ ἁμαρτία θεωρεῖται ἔγκλημα γιά τήν ψυχή μας, διότι αὐτή ἀποστατεῖ ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγεῖται στό σκοτάδι τοῦ θελήματος τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου. Μακρυά ἀπό τό Θεό “ἀπολλύμεθα ὑπὸ πλήθους πταισμάτων”. Ἐκεῖνος πού τιμᾶ ἀληθινά τήν Παναγία δέεται γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του καί ζεῖ διαρκῶς ἐν μετανοίᾳ παρακλητικῇ.

Ἡ Παναγία εἶχε πλήρη ἀφιέρωση στό Θεό μέ ζῆλο ὑπερανθρώπινο πού ξεπερνοῦσε τῶν ἀγγέλων τήν ἁγιότητα. Ἆραγε ὁ δικός μας ζῆλος ὁμοιάζει κατά ἕνα μέρος στή διάθεση τῆς Παναγίας; Πόσο ἐπιζητοῦμε τήν ὁμοίωση μέ τήν Παναγία; Πόσο ἑλκυόμεθα ἀπό τήν ταπεινή ζωή Της; Πόσο ἐπιζητοῦμε οἱ ἀρετές Της νά γίνουν δικές μας; Πόσο ἡ δική μας προσευχή ὁμοιάζει μέ τῆς Παναγίας;


β. Πότε εἰσακούεται ἡ παράκλησή μας;

Εἰσακούεται ἡ παράκλησή μας πρός τήν Παναγία:

Ὅταν ἡ πίστη μας εἶναι ἀληθινή καί δέν παρασύρεται ἀπό ἀμφιβολίες καί δυσπιστίες στή θεία βοήθεια. Ὅταν δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς μας, ἀλλά μέ θέρμη ἐσωτερική καί μέ βεβαιότητα προστρέχουμε στή στοργική Μητέρα τοῦ Θεοῦ γιά τή λύτρωση τῶν δεινῶν μας. Ἐκεῖνος πού στηρίζεται ὁλοκληρωτικά στό Θεό δέν ἀμφιβάλλει γιά τή θεία βοήθειά Του. “Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι” (Μάρκ. θ΄ 23).

Ὅταν προστρέχουμε μέ ταπείνωση στήν Παναγία, γεγονός πού κρύβει τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία μας, δείχνουμε τήν ἀγάπη μας πρός τό θεῖο πρόσωπό Της. Ὅπως ὁ Θεός εὐλόγησε ὑπέρ τό δέον τήν Παναγία, καθ’ ὅτι “ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ”. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος δέν ὑπερηνεύεται πού κατέστη Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀντιθέτως ταπεινώνεται συνεχῶς μέσα στήν προσευχή της καί στή ζωή διαβιώντας ταπεινά καί ἀπέριττα χωρίς τή δόξα τοῦ κόσμου. Τό φρόνημα τῆς ταπεινώσεώς Της παραμένει παράδειγμα πρός μίμηση γιά νά ἀποφεύγουμε κάθε ἐγωϊστική διάθεση τῆς ψυχῆς μας. Μόνο μιά ταπεινή προσευχή πού δείχνει τήν καθαρή ζωή μας χωρίς ἐγωϊσμό γίνεται δεκτή ἀπό τό Θεό: “ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν καὶ οὐκ ἐξουδένωσε τὴν δέησιν αὐτῶν” (Ψαλμ. ρα΄ 18).

Ὅταν δείχνουμε ἀπεριόριστη ἀγάπη στό Θεό, πού φαίνεται ἀπό τήν καθαρή προσευχή μας καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. “Ὁ ἔχων τὰς ἐντολὰς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνος ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με” (Ἰωάν. ιδ΄ 21). Εἶναι σημαντικό νά ἀγαποῦμε τό Θεό μέ ὅλη μας τήν καρδιά, γιά νά εὐεργετηθοῦμε πλουσιοπάροχα μέ τίς θεῖες δωρεές Του. Ἡ καρδιά μας μᾶς φανερώνει πόσο ἀγαποῦμε τό Θεό, ἀπό τό πόσο χρόνο σκεπτόμαστε Αὐτόν. Ὅσο περισσότερο ἀγαποῦμε τό Θεό, τόσο περισσότερο ζοῦμε ἀληθινά ἐν Χριστῷ καί τιμοῦμε τήν Παναγία καί ὅλους τούς ἁγίους. Γι’ αὐτό μιά προσευχή ἀγαπητική πρός τό Θεό θά εἶναι περισσότερο εὐπρόσδεκτη, διότι θά δείχνει τήν καρδιά μας, πόσο τόν ἀγαποῦμε καί τόν τιμοῦμε μέ τή ζωή μας.

Καί τό σπουδαιότερο, ὅταν ἔχουμε ὑπομονή στίς παρακλήσεις μας. Μέσα στήν ὑπομονή μας δοκιμάζεται ἡ πίστη μας, πόσο ἀνθεκτική εἶναι στούς ἀνέμους τῆς ἀμφιβολίας καί τῆς ὀλιγοπιστίας. “Τό δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν” (Ἰακ. α΄ 2). Ἡ ὑπομονή γίνεται γέφυρα ἑνώσεως μετά τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά εἰσακουσθεῖ ἡ προσευχή μας. Χαρακτηρίζει ἀνθρώπους μέ ὑπομονή, ἐκείνους πού ἔχουν διαπεράσει ἀπό πολλές θλίψεις στή ζωή τους καί εἶναι ἀνθεκτικοί στούς ἐρχόμενους πειρασμούς, διότι ἡ πίστη μας εἶναι στήριγμα στά δεινά τῆς ζωῆς μας.

Ὅταν ὑπάρχει θερμή προσευχή πού νά συγκλονίζει τήν καρδιά μας ἀπό τήν ἀγάπη πρός τό Θεό. Μιά προσευχή πού ἔχει δείγματα ἀπόλυτης ἐμπιστοσύνης καί ἀφοσιώσεως στό Θεό γίνεται δεκτή καί εὐάρεστη. Ἡ προσευχή μᾶς βοηθεῖ νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τά πάθη μας καί κάθε κακή ἐπιθυμία μας. Ἡ καθαρή προσευχή δείχνει πόσο ἀγαποῦμε τό Θεό καί πόσο εἰσακούει ὁ Θεός τήν καρδιακή προσευχή μας. Ἀναφέρεται ὅτι κάποτε ἀσκήτευε στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ ἕνας ἅγιος γέροντας. Μιά μέρα τόν συναντᾶ ἕνας μοναχός καί τοῦ λέγει:

– Πάτερ μου, ταλαιπωρούμαστε πολύ ἐξ αἰτίας τῆς ἀνομβρίας.

– Γιατί, ρώτησε ὁ γέροντας, δέν προσεύχεσθε καί δέν παρακαλεῖτε τό Θεό νά βρέξει;

– Καί προσευχόμαστε, ἀπάντησε ὁ ἀδελφός, καί λιτανεῖες κάνουμε. Ἀλλά δέν βρέχει.

– Ἀσφαλῶς, λέει πάλι ὁ ἀσκητής, δέν θά προσεύχεσθε ἐντατικά καί ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς σας. Θέλεις, λοιπόν, νά τό διαπιστώσεις καί σύ; Ἄς προσευχηθοῦμε μαζί.

– Τότε ὁ γέροντας ἀσκητής ὕψωσε τά χέρια του πρός τόν οὐρανό καί προσευχήθηκε. Καί ἀμέσως ἄρχισε νά βρέχει.

Μόνο μιά θερμή προσευχή πού βγαίνει μέσα ἀπό τήν καρδιά μας εἰσακούεται ἀπό τό Θεό.

Ἀνάγκη εἶναι νά συνεργεῖ μέ τήν προσευχή καί ἡ νηστεία, διότι λέγει ὁ Κύριος: “τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ” (Ματθ. ιζ΄ 21). Ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία συμπορεύονται γιά νά ταπεινώσουν τό σῶμα καί τήν ψυχή. Εἶναι ἕνας ἀγώνας πνευματικός πού διέρχεται ἀπό τήν καθολική ψυχοσωματική ἄσκηση. Ἡ νηστεία χρειάζεται γιά τήν πάλη ἐναντίον τῶν δαιμόνων καί τῶν σαρκικῶν παθῶν. Ἡ νηστεία δυναμώνει τήν ψυχή στίς ἀρετές καί ἐνισχύει κατά πολύ τήν προσευχή, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀνυψώνεται πιό εὔκολα ὁ νοῦς μας στό Θεό.

Νά ὑπάρχει εἰλικρινής μετάνοια, πού νά φανερώνει τήν ἐσωτερική συντριβή τῆς καρδιᾶς μας καί τή μεταστροφή μας πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. “Ροήν μου τῶν δακρύων μὴ ἀποποιήσῃς”. Ἡ μετάνοια ἐκδηλώνεται στήν ταπεινή ψυχή πού διψᾶ γιά τή συγχώρεση τῶν ἁμαρτημάτων της καί δέεται γιά τή σωτηρία της. Καί συγχρόνως παρακαλεῖ γιά τή βοήθεια στά προβλήματά της. Ἡ ἐσωτερική μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου ὁδηγεῖ στό νά προκαλέσει τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ πρός βοήθειά Του. Ἡ μετάνοια δέν ἀνορθώνει μόνο τήν πεσμένη ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία ἀλλά καί τήν πεσμένη ζωή του ἀπό τά δεινά καί τίς θλίψεις του.


γ. Πότε δέν εἰσακούεται ἡ παράκλησή μας;

α. Ὅταν κάνουμε ἁμαρτωλή ζωή καί δέν μετανοοῦμε γιά τίς ἁμαρτίες μας.

β. Ὅταν ὑπάρχει μέσα μας ὑπερηφάνεια καί ἔπαρση.

γ. Ὅταν ὑπάρχει ὀλιγοπιστία.

δ. Ὅταν ξεχνοῦμε τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας.

ε. Ὅταν δεν εἶναι γιά τό συμφέρον τῆς ψυχῆς μας.


δ. Πῶς εὐχαριστοῦμε τήν Παναγία;

Πρέπει νά εὐχαριστοῦμε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο μέ ὕμνους καί δεήσεις δοξολογικές, γιά νά τιμοῦμε ἄξια τή θεία βοήθειά Της. Τό “Ἄξιόν ἐστι ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν Σὲ τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον καὶ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν...”, πρέπει νά τό λέγουμε τακτικά. Ἀκόμη καί ἄλλους ὕμνους πού δείχνουν τή δόξα τῆς Παναγίας στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί στή γῆ, πού παρουσιάζει ὁ παρακλητικός κανόνας.

Τήν Παναγία εὐχαριστοῦμε γιά ὅλες τίς δωρεές Της πού προσφέρει σέ μᾶς διά τῆς θείας εὐλογίας Της: “ἀπολαύοντες Πάναγνε, τῶν Σῶν δωρημάτων εὐχαριστήριον, ἀναμέλπομεν ἐφύμνιον, οἱ γινώκοντές σε Θεομήτορα” (Μικρός Παρακλητικός Κανών).

Εὐχαριστοῦμε τήν Παναγία, ὅταν ἀναγνωρίζουμε τή θέση Της μέσα στήν ἐκκλησία. Εἶναι ἡ Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ πού ἐγέννησε ἀσπόρως τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ Θεομήτωρ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει: “Θεοτόκον κυρίως καὶ ἀληθῶς τὴν Ἁγίαν Παρθένον κηρύττομεν· ὡς γὰρ Θεὸς ἀληθὴς ὁ ἐξ αὐτῆς γεννηθείς, ἀληθὴς Θεοτόκος ἡ τὸν ἀληθινόν Θεὸν ἐξ αὐτῆς σεσαρκωμένον γεννήσασα”[1].

Εὐχαριστοῦμε τήν Παναγία διότι ἐγέννησε τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Μᾶς πρόσφερε ἕνα καί μοναδικό δῶρο, τή σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐδώρισε τό τίμιον καί ἁγνό σῶμα Της γιά τή σωτηρία μας. Ἡ προσφορά Της αὐτή εἶναι τό δῶρο πρός τό ἀνθρώπινο γένος.

Εὐχαριστοῦμε τήν Παναγία μέ ὕμνους καί λόγους, μέ τούς ὁποίους τονίζουμε τό θεῖο ἔργο Της ἐπί τῆς γῆς. Ὕμνους δοξαστικούς πού ἔχει καθιερώσει ἡ ἐκκλησία γιά νά δοξάσει τό ὑπερύμνητο θεῖο πρόσωπό Της. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει: “Ἀληθινά δὲν ὑπάρχει γλώσσα ἀνθρώπου, μήτε ὑπερκόσμιος, ἀγγελικός νοῦς ποὺ νὰ μπορεῖ ἐπάξια νὰ ὑμνήσει Ἐκείνη, μὲ τὴν ὁποία μᾶς δόθηκε ἡ δυνατότητα νὰ θεωροῦμε καθαρὰ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου”[2]

Εὐχαριστοῦμε τήν Παναγία, ὅταν προσευχόμαστε γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Γιά ἐκείνους πού εἶναι μακρυά ἀπό τό Θεό. Μᾶς ζητᾶ νά προσευχόμαστε γιά τή μεταστροφή τῶν ἀνθρώπων στόν Υἱό Της. Νά πλησιάζουμε τόν Κύριο μέ ἀγάπη, γιά νά λάβουμε πλούσιους καρπούς. Νά προσευχόμαστε πάντοτε, καί σέ καλές στιγμές τῆς ζωῆς μας, ὅπου ὑπάρχει ἡ χαρά καί ἡ εὐτυχία. Νά τόν δοξολογοῦμε καί νά τόν ὑμνοῦμε μέ τήν καθαρή ζωή μας. Νά τηροῦμε τίς ἐντολές Του. Αὐτός νά εἶναι ὁ ὁδηγός καί ὁ φάρος τῆς ζωῆς μας. Νά εἴμαστε ὑπάκουοι στό ἅγιο θέλημά Του. Νά προοδεύουμε στήν πνευματική ζωή καί νά ἔχουμε πνευματική ἕνωση μέ τό Θεό.

Ὅπως ἐμεῖς παρακαλοῦμε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο γιά τή δική μας βοήθεια, τό ἴδιο παρακαλεῖ καί Αὐτή ἐμᾶς νά ἀκοῦμε τόν Υἱό Της, νά ἀκοῦμε καί νά τηροῦμε τίς θεῖες ἐντολές Του γιά τή δική μας σωτηρία.

Ἡ Παναγία μᾶς δείχνει τό δρόμο πρός τόν οὐρανό, ἀρκεῖ νά τόν διαβοῦμε μέ τίς ἀρετές Της, ὥστε νά γίνουμε ἄξιοι τῆς ἀγάπης Της.


(Από το βιβλίο του π.Δαμιανού Ζαφείρη "Η ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ")

--------------------------------------------------------------------------------

[1] Ἰωάννης Δαμασκηνός, ΕΠΕ, 1, 23.

[2] Ἰωάννης Δαμασκηνός, Θεοτόκος, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, σελ. 103.

.

.

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

Ο Όσιος Κυριάκος ο Αναχωρητής

...
Ὁ Ὅσιος Κυριακός γεννήθηκε τό 448 στήν Κόρινθο. Ὁ πατέρας του Ἰωάννης ἦταν ἱερέας στήν ἐκκλησία τῆς Κορίνθου. Ἀδελφός τῆς μητέρας του Εὐδοξίας, ἦταν ὁ Πέτρος ἐπίσκοπος Κορίνθου.

Μεγαλωμένος μέσα σὲ ἱερατική οἰκογένεια, ἄρχισε ἀπό μικρός νά ξεχωρίζει ἀπό τά ἄλλα παιδιά τῆς ἡλικίας του. Ἔτρεφε ἰδιαίτερο ζῆλο στά ἱερά γράμματα γι’ αὐτό καί μελετοῦσε καθημερινά τίς Ἅγιες Γραφὲς. Ὁ θεῖος του τόν χειροθέτησε ἀναγνώστη.

Κάποια Κυριακή στήν Ἐκκλησία ἄκουσε τά λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, πού σημάδεψαν τή ζωή του·
«Ὅποιος θέλει νά γίνει μαθητής μου, ἄς ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, ἄς σηκώσει τό σταυρό του κι ἄς μέ ἀκολουθήσει».

Ἐκείνη τήν ἡμέρα ἀποχαιρέτησε γιά πάντα τούς γονεῖς καί τούς φίλους του κι ἔφυγε γιά τά Ἱεροσόλυμα. Ἦταν τότε μόλις 18 ἐτῶν.

Ἀρχή τῆς μοναχικῆς ζωῆς

Ὅταν ὁ Κυριακός ἔφτασε στά Ἱεροσόλυμα συνάντησε πρῶτα τόν μέγα Εὐστόργιο.

Στή συνέχεια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τόν ὁδήγησε στόν Μέγα ἀσκητή τῆς ἐρήμου, τόν ἅγιο Εὐθύμιο, ὅπου ἔγινε δεκτός μὲ μεγάλη χαρά. Ἀφοῦ ἀξιώθηκε νά λάβει ἀπόν Μέγα Εὐθύμιο τό μοναχικό σχῆμα, τόν ἔστειλε στόν Ὅσιο Γεράσιμο τόν Ἰορδανίτη. Αὐτός τοῦ ἀνέθεσε διακονία στό μαγειρεῖο, ὅπου ὁ Κυριακός ὑπηρετοῦσε πρόθυμα τούς ἀδελφούς.

Μαθητεία στόν ὅσιο Γεράσιμο

Ὅ Ὅσιος Γεράσιμος κάθε χρόνο, τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, συνήθιζε νά πηγαίνει στήν ἔρημο τοῦ Ρουβᾶ, γιά περισσότερη ἄσκηση καί προσευχή. Αὐτή τή φορά πῆρε μαζί του καί τόν Κυριακό, γιατί τόν εἶχε ἀγαπήσει πολύ γιά τήν ὑπακοή καί τήν ταπείνωσή του· τόν εἶχε σύντροφο στούς ἀγῶνες καί στίς προσευχές του. Κάθε Κυριακή μέχρι τήν ἑορτή τῶν Βαΐων, ὁ μέγας Εὐθύμιος μετέφερε στήν ἔρημο τά Ἄχραντα μυστήρια, γιά νά τούς κοινωνήσει.

Στό ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης

Λίγα χρόνια ἀργότερα, ὅταν ἔγινε 27 ἐτῶν, ἀναπαύτηκε ὁ ὅσιος Γεράσιμος, ὁ πνευματικός του ὁδηγός καί πατέρας. Τότε ἐπέστρεψε στή Λαύρα τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου, καί στή συνέχεια πῆγε τότε στή Μονή τοῦ Σουκᾶ. Ἐκεῖ ὑπηρέτησε σὲ πολλά διακονήματα, φανερώνοντας τήν ἀπεριόριστη ὑπομονή καί τήν μεγάλη ταπείνωσή του. Σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν χειροτονήθηκε ἱερέας καί διακόνησε στή Μονή ἐκείνη πενῆντα ὁλόκληρα χρόνια.

Ἀναχωρητής τῆς ἐρήμου

Ὁ πόθος του γιά περισσότερη ἄσκηση καί ἡσυχία τόν ἔκανε νά φύγει ἀπό τήν μονή, ὅταν ἦταν ἤδη 77 ἐτῶν. Γιά εἰκοσιπέντε χρόνια παρέμεινε ἀσκητεύοντας στήν ἔρημο· συνεχῶς ὅμως ἄλλαζε μέρη, γιατί οἱ ἄνθρωποι δὲν τόν ἄφηναν νά ἡσυχάζει καί νά προσεύχεται ἀνενόχλητος στό Θεό. Κι ἐπειδή συνεχῶς ἀναχωροῦσε ἀπό τόπο σέ τόπο, ὀνομάστηκε Ἀναχωρητής.

Τό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του

Παρόλο πού ἔφτασε σὲ βαθειά γηρατειά, ποτέ δὲν ἔλλειψε ἀπό τίς ἀκολουθίες· ποτὲ δὲ σταμάτησε νά διακονεῖ καί νά ὑπηρετεῖ τούς ἀδελφούς. Τά δυό τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, τά πέρασε στό σπήλαιο τοῦ ἁγίου Χαρίτωνος.

Λίγες μέρες μόνο κράτησε ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματός του. Ὁ Θεός τόν ἀξίωσε γιά τήν ἀσκητική ζωή του, νά διατηρήσει σ’ ὅλη του τή ζωή ἕνα ὑγιαίστατο σῶμα, μέχρι τό θάνατό του.

Παρέδωσε δέ τή ψυχή του στό Θεό, σὲ ἡλικία 108 ἐτῶν.

.

.

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Ο Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος

...
Ο Άγιος πατέρας μας Νεόφυτος γεννήθηκε στην όμορφη κωμόπολη των Λευκάρων της Κύπρου το έτος 1134. Οι γονείς του Αθανάσιος και Ευδοξία είχαν οκτώ παιδιά και ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία για να τα θρέψουν. Μαζί τους δούλευε κι ο Νεόφυτος μέχρι τα δεκαοκτώ του χρόνια. Και φυσικά δεν είχε πάει σχολείο και δε γνώριζε καθόλου να γράφει και να διαβάζει.
Μόνο τα τροπάρια της εκκλησίας γνώριζε από έξω, γιατί αγαπούσε πολύ την Εκκλησία και ανελλιπώς παρακολουθούσε τις ακολουθίες της. Μάλιστα τέτοιος πόθος γλυκύς άναψε μέσα του κι έρωτας κρυφός για τα θεϊκά πράγματα, που σαν να αρραβωνιάστηκε η καρδιά του μυστικά με τον Θεό.
Οι γονείς του όμως και οι λοιποί συγγενείς του μη γνωρίζοντας και μη καταλαβαίνοντας την απόλυτη αγάπη του Νεοφύτου για τον Θεό, τον αρραβώνιασαν με μια κοπέλα. Αυτός πολύ προβληματίστηκε για το τι έπρεπε να κάμει. Στο τέλος, ενώ πλησίαζαν οι ετοιμασίες για τον γάμο έφυγε κρυφά μια νύχτα και πήγε στο Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, στον Κουτσοβέντη.
Εκεί έγινε μοναχός κι επειδή ήταν τελείως αγράμματος, τον έστειλε ο ηγούμενος να καλλιεργεί και να περιποιείται τα αμπέλια της μονής. Είχε όμως τέτοιο πόθο να διαβάσει την Αγία Γραφή, τα εκκλησιαστικά βιβλία, τους βίους και τους λόγους των Αγίων πατέρων, που όσο ελεύθερο χρόνο είχε, προσπαθούσε να μάθει μόνος του να διαβάζει. Πραγματικά, στα πέντε χρόνια που κάθισε σε αυτό το διακόνημα, έμαθε να διαβάζει και να γράφει. Μάλιστα το βιβλίο των ψαλμών το έμαθε να το απαγγέλλει από έξω. Βλέποντας τη θαυμαστή πρόοδο του, ο ηγούμενος τον έβαλε να υπηρετεί στην εκκλησία.
Μετά δύο χρόνια θέλησε να πάει για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Εκεί περιπλανήθηκε γι αρκετούς μήνες ψάχνοντας να βρει κάποιον φωτισμένο ασκητή και πνευματικό πατέρα για να μείνει κοντά του. Όσο κι αν έψαξε δεν βρήκε αυτό που ήθελε και απογοητευμένος γύρισε στο μοναστήρι του. Δεν έμεινε όμως εκεί για πολύ. Είχε ακούσει πως στο όρος Λάτρος της Μικράς Ασίας υπήρχαν ασκητές κι έβαλε στο νου του να πάει προς αναζήτησή τους . Περπάτησε ίσαμε το λιμάνι της Πάφου κι έψαξε για καράβι που να πηγαίνει στην Μικρά Ασία. Εκεί τον πήραν για ύποπτο και τον συνέλαβαν. Του πήραν τα δύο νομίσματα που κρατούσε για τα ναύλα του και τον φυλάκισαν.
Την επόμενη μέρα κάποιοι ευσεβείς ανθρώποι άκουσαν πως συνέλαβαν ένα μοναχό κι έτρεξαν στους άρχοντες της πόλης και πέτυχαν την αποφυλάκισή του. Αυτός και μετά την απελευθέρωση ήταν πολύ στεναχωρημένος, δεν ήξερε πια τι να κάμει.
Απομακρύνθηκε από το λιμάνι κι έπειτα από την πόλη, και πήρε περίλυπος ένα μονοπάτι, ύστερα ανέβηκε σε απόκρημνη πλαγιά κι έφτασε σε ένα δύσβατο από τη βλάστησε τόπο. Εκεί βρήκε μια σπηλιά πλησίον πηγής νερού κι έμεινε το βράδυ.
Την επόμενη μέρα είπε : " αυτό είναι φαίνεται το θέλημα του Θεού για μένα". Κι άρχισε δουλειά. Καθάρισε τον τόπο κι ελάξευσε με κόπο το σπήλαιο. Έφτιαξε σιγά- σιγά ένα κελλάκι για να μένει. Αυτό το ονόμασε Εγκλείστρα, γιατί στο εξής ο Άγιος Νεόφυτος έμενε έγκλειστος σε αυτό το χώρο.
Σύντομα διαπίστωσαν την παρουσία του οι κάτοικοι της περιοχής κι έρχονταν να τον δουν, μάλιστα κάποιοι επέμεναν να γίνουν μαθητές του. Αυτός, επειδή αγαπούσε την ησυχία, δεν δεχόταν κανένα. Σε λίγα χρόνια όμως ο επίσκοπος Πάφου, Βασίλειος Κίνναμος, τον χειροτόνησε ιερέα και του 'έδωσε κι ένα μαθητή. Σιγά- σιγά οι μαθητές έγιναν δέκα κι έπειτα περισσότεροι. Έτσι έγινε ένα μοναστηράκι μέσα στη βραχώδη πλευρά του βουνού.
Τότε ο Άγιος έγραψε την λεγόμενη Τυπική Διαθήκη, δηλαδή τους κανονισμούς για την λειτουργία της μονής. Έπειτα, στην προσπάθειά του να διδάξει τους μαθητές του και τον λαό, άρχισε να γράφει πανηγυρικούς κι εγκωμιαστικούς λόγους, που διαβάζονταν στις εορτές και στις μνήμες των Αγίων. Έγραψε επίσης ερμηνείες και αναλύσεις στους Ψαλμούς, στο Άσμα Ασμάτων και σε άλλα βιβλία της Αγίας Γραφής. Έγραψε κι άλλα πολλά βιβλία κι επιστολές για ωφέλεια των μαθητών του, μοναχών και λαϊκών. Ακόμα έφερε τον ιερογράφο Θεόδωρο Αψευδή από την Κωνσταντινούπολη, ο οποίος τοιχογράφησε την εκκλησία και την Εγκλείστρα, όπως του υπέδειξε ο Άγιος. Ήθελε όχι μόνο από τους λόγους μα κι από τις εικόνες να διδάσκονται οι εκκλησιαζόμενοι την πίστη.
Πραγματικά ίσαμε σήμερα διδάσκεται και ωφελείται όποιος θέλει, τόσο από τα εμπνευσμένα βιβλία που έγραψε , όσο κι από τις θαυμάσιες ζωγραφιές που ιστόρησε, μα και από την όλη ομορφιά της Εγκλείστρας του και του τάφου του ακόμη. Γιατί από τον πρώτο χρόνο που κατοίκησε εκεί, λάξευσε και τον τάφο του. Μάλιστα μέσα στον τάφο έκαμε ζωγραφιές της παναγίας, της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού. Και στεκόταν λένε προστά στον τάφο κι έλεγε : " Νεόφυτε, κι αν ακόμα κερδίσεις τον κόσμον όλο, το μόνο δικό σου πράγμα θα είναι αυτός ο τάφος".
Όταν αισθάνθηκε ότι φτάνει το τέλος του, παράγγειλε στους μαθητές του, μετά τον θάνατο και ενταφιασμό του, να κτίσουν το άνοιγμα ώστε να μη φαίνεται ότι υπάρχει εκεί τάφος.
Έτσι κι έγινε. Αφού ασθένησε, νουθέτησε κι ευλόγησε τους μαθητές του, και κοιμήθηκε ειρηνικά στις 12 του Απρίλη του 1219. Οι μοναχοί με θρήνους ενταφίασαν τον δάσκαλό τους κι έκτισαν τον τάφο όπως τους είπε. Με τα χρόνια ξεχάστηκε που ακριβώς ήταν ο τάφος του Αγίου και τελικά εθεωρείτο χαμένος.
Πολλά χρόνια αργότερα, στις 28 Σεπτεμβρίου του1750, ένας μοναχός έψαχνε για θησαυρό κτυπώντας τους τοίχους της Εγκλείστρας. Εκεί που βρήκε κούφιο τον τοίχο, έσκαψε κι αντίκρισε με έκπληξη και τρόμο το ιερό λείψανο του Αγίου. Αμέσως φώναξε τον ηγούμενο, συνάχτηκε η αδελφότητα, ήρθε ο αρχιεπίσκοπος Φιλόθεος, όλος ο κλήρος και ο λαός του τόπου και προσκύνησε με ευλάβεια, με χαρά τον Άγιο. Μεγαλύτερος θησαυρός δεν θα μπορούσε να υπάρχει για όλους και για τον τόπο. Έγινε μεγάλη πανήγυρις και θαύματα από τότε μέχρι σήμερα γίνονται πολλά. Η μνήμη του θανάτου του Αγίου Νεοφύτου ετελείτο την 12ην Απριλίου, ημέραν του θανάτου του, όμως αργότερα μετετέθη στις 24 Ιανουαρίου για να μη συμπίπτει με την Μεγάλην Τεσσαρακοστή. Εορτάζουμε την μνήμη του Αγίου επίσης και στις 28 Σεπτεμβρίου που είναι και η μεγαλύτερη εορτή που γίνεται εις μνήμη του από τις δύο.

Από το βιβλίο "ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ",
του Χαράλαμπου Επαμεινώνδα.

.

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Προσευχή Εξομολογητική

,,,
Κύριε, μη παραβλέψεις την αμαρτωλή ψυχή μου,που ζεί μέσα στην αμαρτία,σε χρειάζομαι περισσότεροαπο κάθε άνθρωπο της γής. Είμαι χειρότερος απο κάθε λογικό όν,και φέρομαι ανόηταπου δεν γνωρίζω το καλό της ψυχής μου.
Τρέξε στη δυστυχία της ψυχής μου,διότι είμαι κυριευμένος απο πολλά πάθη που δεν τα βλέπουν οι άνθρωποι εύκολα,κρύβομαι απο τους άλλους αλλά εγώ ο ταλαίπωρος δεν μπορώ να κρυφτώ απο το άγρυπνο μάτι της κρίσεως Σου.
Κύριε ,βοήθησέ με και σώσον με,τον αδιάντροπο και εραστή των παθών.Κύριε η ραθυμία μου με καταβάλλει σε κάθε αμαρτία και γίνομαι πρόθυμος σε κάθε πειρασμό.που με χλευάζουν ακόμη και οι δαίμονες για την αθλιότητα μου.Κύριε, ελέησόν με!
Κύριε, ταπείνωσέ με για να σωθώ.Κύριε, ταπείνωσέ με για να μετανοήσω ειλικρινά. Κύριε, σώσέ με απο κάθε υπερηφάνεια,θυμό, κακία, φθόνο και περιέργεια.
Κύριε, σκέπασέ με με τη φιλανθρωπία Σου και καθοδήγησέ μεστο δρόμο των εντολών Σου.
Κύριε, νιώθω τόσο ανίσχυρος, σαν σκουλίκι,που εύκολα μπορούννα το πατήσουν οι άνθρωποι για να το λιώσουν.Κύριε, σώσόν με.Κύριε, δέξου τα δάκρυα της μετανοίας μου ώστε να κατανοήσεις ότι ζητώ ευσπλαγχνικά το θείο έλεος Σου.Κύριε, έχω μοιάσει του φαρισαίου και γεμάτος έπαρση,νομίζω ότι έχω επιτύχει κάτι στη ζωή μου.
Ψυχή μου,πόσο σκοτεινή είσαι, που δεν βλέπεις ούτε το έλεος του Θεού μέσα σου, γίνεσαι άχάριστη και αναιδής στις τόσες ευλογίες του Θεού.
Ψυχή μου,πόσο τυφλωμένη είσαι, απο τα ακάθαρτα πάθη και δεν εξετάζεις τον εαυτό σου για να έρθεις σε μετάνοια.Ψυχή μου,πόσο αναίσθητη γίνεσαι,που ούτε φοβάσαι το Θεό,κάνεις τα πάντα χωρίς ντροπή.Ψυχή μου,πόσο εύκολα κατρακυλάς μέσα στο βάθος των αμαρτιών σου, και δεν σταματάς ν' αμαρτάνεις.
Ψυχή μου,σε παρακαλώ σταμάτα λίγο,και κοίτα το Σταυρό του Κυρίου,που για σένα σταυρώθηκε.Ψυχή μου σήκω και μετανόησε με δάκρυα που να βρέχουν τη γή για την αδικία που προσφέρεις στον εαυτό σου.Ψυχή μου,ταπεινώσου σαν τον ληστή,την πόρνη και τον άσωτο υιό,και γίνε τυφλός στα πάθη.Η αμάθεια σου δεν έχει όρια,διότι όλο σκοντάφτεις και πέφτεις.
Ψυχή μου,μετανόησε, δάκρυσε, ταπεινώσου και φύγε απο το σκοτάδι της αμαρτίας και πήγαινε στο φώς των αρετών στο φώς των εντολών του Θεού. Κύριε,άπειρη η Σοφία Σου για τον αμαρτωλό δούλο Σου,που δεν παύεις να με ελεείς να με συγχωρείς, να με φωτίζεις και να με θερμαίνεις με τη Θεία Αγάπη Σου,για να νοιώσω την αθλιότητά μου ενώπιον της άπειρης αγαθότητός Σου.της θείας παντοδυναμίας Σου.
Κύριε,σε υμνώ και σε δοξάζω που με δέχεσαι τόσο αμαρτωλό και δείχνεις τη φιλεύσπλαγχνία Σου χωρίς να με δικάσεις με τη δικαιοσύνη Σου.Κύριε,παρά τη μεγάλη αμαρτωλότητά μου έχεις γίνει πλέον η τροφή της ψυχής μου,που ευφραίνομαι με την ουράνια χάρη Σου.
Κύριε, ενώ εσύ με τρέφεις εγώ ο άθλιος δεν φυλάττω τις εντολές Σουκαι το νοιώθω διότι με ελέγχει η συνείδήσή μου για τις αμαρτίες μου.
Ψυχή μου,που είναι η θυσία σου στον ευεργέτη σου;
Που είναι η καθαρή προσευχή σου;
Που είναι η ταπεινή νηστεία σου;
Που είναι η αγάπη σου για το Θεό;
Ζείς για τον εαυτό σουχωρίς να προσφέρεις τίποτα στο Θεό.
Ψυχή μου,οι λογισμοί σου είναι ακάθαρτοι,τα λόγια σου υπερήφανα,ενώ οικοδομείς άλλους εσύ μένεις ερηπωμένηκαι γκρεμισμένη,τίποτα καλό δεν έχεις παρουσιάσει στο Θεό.
Ψυχή μου,πόσο άδεια είσαι απο αρετές! πόσο αμέλεια σε κυβερνά!
Που είναι η καθαρότητά σου;
Που είναι η αγνότητά της σκέψεως σου;
Ζείς για τον κόσμο.Ζείς για τον εαυτό σου.
Μετανόησε και κλάψεγια τις αμαρτίες σου.
Ψυχή μου,εξομολογήσου ειλικρινά στο Θεο του ελέους,χωρίς να κρύψεις τίποτα για να δεχθείς τη λυτρωτική θεία χάρη Του,να σε σκεπάζει πλούσια,ώστε κεκαθαρμένη πλέον να ζείς, δοξάζοντας το Θεό.
Κύριε μου,εσύ που δέχθηκες τόσους μετανοημένους αμαρτωλούς,δέξου και τη δική μου μετάνοια
Προσπίπτω στα ευσπλαγχνικά πόδια σου,και σε ικετεύω με δάκρυα ελέησόν με,συγχώρεσόν με και σώσόν με.Κύριε,διώξε κάθε απρεπή φαντασία,κάθε θυμό και οργή και ντύσέ με με στολή φωτεινή σαν των αγγέλων και να σε υμνώ.
Ψυχή μου,τι έχεις να απολογηθείς την ώρα της κρίσεως σου,που τα πάντα θα είναι γνωστά στο Θεό.Σκέψου την αιώνια ζωή. Μετανόησε.Λυπήσου τον εαυτό σου.
Κύριε, κράζω και φωνάζω μ' όλη την ψυχή μου ελέησόν με τον αμαρτωλό.
Όλο το σώμα μου αναταράζεται απο λυγμούς μετανοίας και ζητώ το μέγα έλεος σου.
Σε ικετεύω ελευθέρωσέ με απο τις αμαρτίες μου.Κύριε,κοίτα τη λύπη της ψυχής μου,την ειλικρινή μετάνοια μου και ελέησόν με.
Κύριε,κοίτα την ταπείνωσή της ψυχής μου,τα δάκρυα της μετανοίας μου,και άκου τη φωνή της καρδιάς μου,που φωνάζει:Ελέησόν με!Κύριε, κοίτα το πλανεμένο πρόβατο σουκαι σώσέ το, ως καλός ποιμένας.Κύριε,ελέησόν με,σώσόν με.Κύριε,θεράπευσέ τις πληγές της ψυχής μου με το φάρμακο του ελέους Σου.
Ψυχή μου,προσεύχου κατανυκτικά.νήστευε με αρετή,αγρύπνα καθημερινά, έχοντας καρδία συντετριμμένηκαι πνεύμα ταπεινώσεως, λέγοντας :
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με,τον αμαρτωλόν. Αμήν.
.
.
Αναδημοσίευση από :
.
.

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Η Αγία Ισαπόστολος Θέκλα

...
1. Ποιά ήταν η Αγία
Η Αγία Θέκλα η ένδοξος, η Πρωτόαθλος και Πρωτομάρτυς, εγεννήθηκε στο Ικόνιο της Μικράς Ασίας. Ήταν κόρη της ευγενούς και επιφανούς Ελληνίδας Θεόκλειας, έζησε δε κατά τους Αποστολικούς χρόνους. Επίστευε στα είδωλα, όπως και η μητέρα της και ήταν αρραβωνιασμένη με ένα νέο άρχοντα της πόλεως του Ικονίου, που λεγόταν Θάμυρις. Με τούτον επρόκειτο εντός ολίγου να τελέσει τους γάμους της. Οι γάμοι όμως αυτοί δεν έγιναν γιατί ο Πανάγαθος Κύριος βλέποντας την αγαθή προαίρεση της και την καθαρή ψυχή της την απεμάκρυνε από την ειδωλολατρία, με τρόπο θαυμαστό, και την οδήγησε όχι μόνο στη σωτηρία, αλλά και στην αγιωσύνη.
Ιδού, πως ο Κύριος εκάλεσε πλησίον Του τη 18έτηδα ωραιότάτη και πλούσια ειδωλολάτρισσα παρθένο Θέκλα.
2. Ο Απόστολος Παύλος πηγαίνει στο Ικόνιο
Την εποχή εκείνη, ο Απόστολος Παύλος έκανε περιοδείες σε πόλεις της Μικράς Ασίας κηρύττοντας το Ευαγγέλιο του Χριστού. Μια μέρα, λοιπόν, έφθασε και στο Ικόνιο, την πατρίδα της Αγίας, προερχόμενος από την Αντιόχεια. Το μέγα κήρυκα και Ευαγγελιστή της αλήθειας, την πολύφθογγο σάλπιγγα του Χριστού ακολουθούσαν οι μαθητές του, Δήμας και Ερμογένης. Και οι δυό τους ήσαν πονηροί και υποκριτές, ευλαβούμενοι μόνο - φαινομενικά - τον Απόστολο. Ο θείος Παύλος, ως μιμητής του Ιησού Χριστού και αγαθός άνθρωπος, δεν είχε πονηρία μέσα του και τους αγαπούσε ως αδελφούς του. Με ευχαρίστηση τους δίδασκε όλη την ένσαρκο οικονομία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Δηλαδή, πως του αποκαλύφθηκε ο Κύριος ενώ βάδιζε προς τη Δαμασκό, τι έμαθε από τους άλλους Αποστόλους και πως πίστευσε σ' Εκείνον.
α. Φιλοξενία στο σπίτι του ευσεβούς Ονησίφορου
Την άφιξη του Παύλου στο Ικόνιο, μόλις πληροφορήθηκε ένας κάτοικος που έμενε εκεί και ήταν ευσεβής και πιστός άνθρωπος ο Ονησίφορος, έτρεξε αμέσως με τη γυναίκα του και τα παιδιά του προς συνάντηση του. Ο Ονησίφορος δεν είχε δει άλλη φορά τον Απόστολο Παύλο. Είχε όμως μάθει τα χαρακτηριστικά του από τον Τίτο, το μαθητή του Παύλου. Ότι ήταν ένας μικρόσωμος άνδρας, φαλακρός και καμπυλομύτης, όμως ήταν ευλογημένος, και γεμάτος Πνεύματος Αγίου και Χάριτος. Μόλις τον αντίκρυσε, τον αναγνώρισε από τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε και του είπε:- Χαίρε, υπηρέτη του ευλογημένου Χριστού.
Ο δε Παύλος αποκρίθηκε:- Η χάρη του σπιτιού να σκεπάζει το σπίτι σου.
Τότε ο Δήμας και Ερμογένης χολωθέντες από τον χαιρετισμό του Ονησιφόρου, είπαν:- Άραγε δεν είμαστε και εμείς δούλοι του Χριστού; Γιατί εχαιρέτησες μόνο αυτόν( τον Παύλο);
Ο Ονησιφόρος, καταλαβαίνοντας την κακία τους, παρενέβη αμέσως:- Εγώ δεν βλέπω σε σας καρπό δικαιοσύνης· όμως, καλώς ήλθετε· κοπιάστε και σείς στο σπίτι μου ν' αναπαυθήτε.
Ακολούθως, ο Παύλος και οι δύο συνοδοί του πήγαν στο σπίτι του Ονησιφόρου, όπου τους παρέθεσε τραπέζι και τους φιλοξένησε με ιδιαίτερη φροντίδα για αρκετές ημέρες.
β. Κηρύττει το Ευαγγέλιο και εξαίρει την παρθενία
Από την πρώτη κιόλας ώρα στο σπίτι του Ονησιφόρου έγινε ένα ιερό βήμα, από το οποίο ο Απόστολος του Χριστού εκήρυττε για τον Θεάνθρωπο και το Ευαγγέλιο Του. Τόση μάλιστα ήταν η απήχηση των λόγων του Παύλου για τη νέα θρησκεία, ώστε στο σπίτι κάθε μέρα προσήρχοντο πολλοί ακροατές. Ένα βράδυ ο Παύλος στο κήρυγμα του εξύψωσε την εγκράτεια και παρθενία, λέγοντας, μεταξύ των άλλων·" Μακάριοι, όσοι έχουν καθαρή την καρδία τους, διότι, αυτοί θα δουν τον Θεό. Μακάριοι οι σώφρονες και εγκρατείς, οι οποίοι δεν εμόλυναν την παρθενία τους· διότι αυτοί γίνονται ναοί και κατοικητήρια του Αγίου Πνεύματος. Μακάριοι εκείνοι, που έλαβαν το θείο βάπτισμα και ετήρησαν τα σώματα τους άσπιλα και καθαρά ως τέλους, διότι αυτοί θα αξιωθούν μεγάλης δόξας στον Παράδεισο και δεν θα δοκιμάσουν καμιά βάσανο της αιώνιας κολάσεως."
3. Η Θέκλα συναρπάζεται από το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου
Μεταξύ των πολλών ακροατών ήταν και η Θέκλα. Στην ομιλία βρέθηκε από περιέργεια. Η συρροή του κόσμου, που με τόση δίψα έτρεχε ν' ακούσει για τη νέα θρησκεία, της προσέλκυσε την προσοχή. Ήταν τότε η Θέκλα μια νεαρή, σεμνή και ευειδέστατη παρθένος. Την ημέρα, βέβαια, δεν είχε το θάρρος να εισέλθει στο σπίτι του Ονησιφόρου, διότι μπορούσε να γίνει αντιληπτή από τη μητέρα της, η οποία ήταν ειδωλολάτρισσα και θ' αντιδρούσε. Γι' αυτό μόλις νύχτωσε, επωφελήθηκε το σκότος και πήγε κρυφά ν' ακούσει τον Απόστολο Παύλο. Στάθηκε κοντά στην πόρτα και άκουε με προσοχή την πρωτάκουστη διδασκαλία του Χριστού, χωρίς να βλέπει τον εξαίρετο Χριστιανό κήρυκα.
Τα ζωήρρυτα και γλυκύτατα εκείνα λόγια του, όντως, την σαγήνευσαν, ώστε αλλοίωσαν την καρδιά της και την γέμισαν με θείο έρωτα. Παραδόξως, ξέχασε κάθε πρόβλημα της και άρχισε να κάνει σοβαρές σκέψεις για τη σωτηρία της ψυχής της.
Τα θεόπνευστα λόγια που άκουσε, περί εγκρατείας και παρθενίας, επηρέασαν τόσο πολύ το πνεύμα της, ώστε και το άλλο βράδυ επανήλθε στο κήρυγμα. Επειδή όμως, ο συναρπαστικός λόγος του Αποστόλου αργούσε, καθυστέρησε να επιστρέψει στο σπίτι της που την περίμενε η μητέρα της.
Η πανέξυπνη Θέκλα δεν ανησυχούσε, γιατί την είχε κατασκοπεύσει και εγνώριζε που βρισκόταν. Αλλά και η ίδια δεν της απέκρυψε την αλήθεια, όταν ρωτήθηκε.
4. Ομολογεί οτι είναι Χριστιανή και αρνείται να παντρευτεί
Της ομολόγησε ευθέως, οτι καθυστέρησε, διότι παρακολουθούσε το κήρυγμα ενός Χριστιανού, ονομαζόμενου Παύλου. Η μητέρα της εκνευρίστηκε κι άρχισε να βρίζει τη Χριστιανική Θρησκεία και τους οπαδούς της. Η Θέκλα με ηρεμία της είπε, οτι την είχε ελκύσει η διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου και οτι πιστεύει κι αυτή στο Χριστό, διότι είναι ο αληθινός Θεός. Την παρακάλεσε δε να μην βρίζει.
Η αυταρχική Θεόκλεια, μόλις άκουσε τα λόγια αυτά από την κόρη της, έγινε έξω φρενών, ξέσπασε σε βρισιές, κραυγές, απειλές και κλάματα. Δεν μπορούσε ποτέ να ανεχθεί αυτή την προσβολή της αλλαξοπιστίας της κόρης της. Αφού σκέφθηκε λίγο, κατέστωσε ένα σχέδιο, το οποίο πίστευε οτι θα έφερνε το ποθούμενο αποτέλεσμα. Χωρίς χρονοτριβή, κάλεσε τον μνηστήρα της Θέκλας, τον άρχοντα Θάμυρι και του είπε, οτι θα ήταν καλό οι γάμοι με την κόρη της να γίνουν, όσο το δυνατό πιό σύντομα. Εκείνος δέχτηκε την πρόταση της Θεόκλειας με μεγάλη χαρά.
Ο Θάμυρις κατόπιν πλησιάζει τη Θέκλα και άρχισε με τα συνηθισμένα ερωτικά λόγια να την παρακαλεί να κάνουν τους γάμους τους. Αλλά ματαίως! Στις θερμές παρακλήσεις του και τις συνεχείς πιέσεις της μητέρας της δίνει αρνητική απάντηση. Ήθελε να μείνει παρθένος. Η διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου περί παρθενίας την είχε συναρπάσει. Την καρδιά της την είχε δώσει οριστικά στο Θεάνθρωπο Ιησού. Επιθυμούσε να γίνει νύμφη Χριστού. Τα εγκόσμια πιά δεν την συγκινούσαν. Ο Θάμυρις, αφού είδε, οτι με το καλό δεν μετεπείθετο, άρχισε τις φοβέρες. Αλλά εκείνη παρέμενε ακλόνητη στην απόφαση της και δεν του απαντούσε. Για τη μεταστροφή της είχαν στενοχωρηθεί όλοι οι συγγενείς της. Η μακαρία, χωρίς καθόλου να κλονισθεί, συνέχισε να παρακολουθεί τακτικώτατα τα κηρύγματα του Παύλου.
5. Ο μνηστήρας της στρέφεται κατά του Αποστόλου Παύλου
Ο Θάμυρις, μετά την απροσδόκητη συμπεριφορά της Αγίας και τη δήλωση της οτι είναι Χριστιανή, θύμωσε και ήθελε να ερευνήσει ποιός ήταν αυτός ο Παύλος, ο οποίος απορρόφησε το νου της και διέστρεψε την καρδιά της. Το ερωτικό του πάθος για τη Θέκλα και το μίσος του για τον Παύλο δεν τον άφηναν να ησυχάσει.
Ξεκίνησε λοιπόν, με πολλή περιέργεια να δει με τα μάτια του το λαοπλάνο κήρυκα. Ο διδάσκαλος αυτός ήταν ένας κοντός, φαλακρός άνδρας, και δεν είχε ωραία εξωτερική εμφάνιση. Παρ' όλα αυτά, η μορφή του είχε μια υπέροχη έκφραση. Αλλά ο Θάμυρις δεν είχε οφθαλμούς πνευματικούς για υψηλότερες παρατηρήσεις.
Ώστε αυτός ο ανθρωπάκος τα κατάφερε να γίνει αιτία όλου αυτού του κακού εις βάρος του άρχοντα Θαμύριδος. Δεν πειράζει σκέφθηκε. Υπάρχει τρόπος να τον "διορθώσει", να απαλλαγεί από την παρουσία του.
Κάποια ημέρα γνωρίσθηκε με τους δύο συνοδούς του Παύλου, το Δήμα και τον Ερμογένη. Δεν πέρασε πολλή ώρα και αντιλήφθηκε, οτι δεν ήταν πιστοί άνθρωποι, διότι το πνεύμα τους ήταν υπερήφανο και η καρδιά τους φθονερή. Παρ' οτι ήταν μαθητές του Παύλου, εντούτοις διαπίστωνε, οτι αυτοί δεν μπορούσαν να ανεχθούν την υπεροχή του, αλλά και τη μεγάλη ευλάβεια που έδειχνε ο κόσμος προς αυτόν. Ήταν δε πρόθυμοι, οχι μόνο να στεναχωρήσουν με τη συμπεριφορά τους το διδάσκαλο τους, αλλά και να συνεργήσουν στην καταστροφή του έργου του.
6. Συλλαμβάνεται ο Απόστολος Παύλος και φυλακίζεται
Ως γνωστόν, ο Παύλος δεν πολεμούσε τον γάμο. Απεναντίας τον συνιστούσε τονίζοντας ιδιαίτερα, οτι είναι μεγάλο μυστήριο, το οποίο ενώνει τον άνδρα με τη γυναίκα, κατά τον τύπο του Χριστού που αγαπάει και είναι ενωμένος με την Εκκλησία Του. Προκειμένου όμως, περί ανθρώπων, που προτιμούσαν τον παρθενικό βίο, ο οποίος είναι ανώτερος από το γάμο, τότε επεδοκίμαζε την εγκράτεια, την αγνότητα, την παρθενία. Δεν επέβαλλε την παρθενία, ούτε παρακινούσε κανένα προς αυτήν· απλώς την ενέκρινε. Ο Ερμογένης και ο Δήμας, κατά τη σύσκεψη που είχαν με τον Θάμυρι, ανέφεραν τα εξής για τον Παύλο και τη διδασκαλία του:- Εμείς δεν γνωρίζουμε από που είναι αυτός. Πάντως, συνεχώς διδάσκει, οτι όποιος φυλάξει παρθενία θα μείνει αθάνατος και με τα λόγια αυτά παρασύρει τις γυναίκες και χωρίζουν από τους άντρες, καθώς το έπαθε και η Θέκλα. Αλλά αν θέλεις να την φέρεις στο θέλημα σου, πήγαινε στον ηγέμονα της πόλεως, διέβαλε (κατηγόρισε ψεύτικα) τον Παύλο να τον τιμωρήσει, καθώς του πρέπει, οπότε θα φοβηθεί η μνηστή σου και δεν θα σε εγκαταλείψει.
Μετά τις πληροφορίες αυτές και υποδείξεις ο Θάμυρις τους εκάλεσε και τους παρέθεσε δείπνο. Το άλλο πρωί όρμησε σαν άγριο θηρίο με όχλο πολύ στο σπίτι του Ονησιφόρου. Άρπαξε τον Παύλο και τον πήγε στον ηγέμονα, κατηγορώντας τον, οτι είναι κακοποιό στοιχείο και πλανεύει τις γυναίκες και τις χωρίζει από τους άνδρες τους. Επίσης, οτι επιβάλλει την αγαμία, οτι διαλύει τον γάμο, οτι ανατρέπει το θεσμό της οικογένειας και οτι καταδικάζει το ανθρώπινο γένος σε αφανισμό.
Ο ηγέμονας Καστίλλιος, αφού άκουσε για λίγο την απολογία του Παύλου, έδωκε εντολή να τον δέσουν και μετά να τον φυλακίσουν. Είχε επιθυμία να τον ανακρίνει ο ίδιος έπειτα από μερικές ημέρες.
7. Η Θέκλα επισκέπτεται τον Απόστολο Παύλο στη φυλακή
Από την πρώτη κιόλας στιγμή, το δέσμιο Παύλο τον επισκέπτονταν πολλοί. Η Θέκλα, μόλις έμαθε τη φυλάκιση του, συγκλονίσθηκε. Μετά δε από σκέψη έλαβε μια δεύτερη απόφαση, ηρωική. Όχι μόνο να μείνη παρθένος αλλά και να μαρτυρήσει για την αγάπη του Χριστού. Πρώτο μέλημα της ήταν να επισκεφθεί, το ταχύτερο, τον κρατούμενο διδάσκαλο της. Αφού πήρε μαζί της όλα τα στολίδια της και τα μαργαριτάρια της, πήγε μεσάνυχτα στη φυλακή. Τα έδωσε στον δεσμοφύλακα με τη συμφωνία να βλέπει ελεύθερα το φυλακισμένο Απόστολο. Εκείνος δέχτηκε και την άφησε να τον δεί.
Ο θείος Παύλος, μόλις την είδε, ευχαριστήθηκε, διότι του δινώταν η ευκαιρία να συμπληρώση την κατήχηση της. Ο Απόστολος του Χριστού, τη φυλακή την είχε κάνει άμβωνα και εκήρυττε θαρραλέα το λόγο του Θεού. Η Θέκλα, με τόσο πόθο άκουγε τα λόγια του, ώστε της εφαίνετο ο Απόστολος, σα να ήταν ο ίδιος ο Κύριος.
Το πρωί η μητέρα της και οι συγγενείς τους, όταν είδαν οτι απουσίαζε από το σπίτι της, βγήκαν και έψαχναν σ' όλη την πόλη. Νόμιζαν οτι έφυγε με κακό σκοπό και οτι ήταν ερωτευμένη. Ο Θάμυρις, ο πρώην μνηστήρας της, καθώς έψαχνε, πληροφορήθηκε από κάποιον οτι η Θέκλα βρισκόταν στη φυλακή και συζητούσε μ' εκείνον τον ξένο κήρυκα. Χωρίς καθυστέρηση, έσπευσε και πράγματι την βρήκε στο κελλί του Παύλου να κάθεται παρά τους πόδας του. Η ανεύρεση της στη φυλακή κοντά σ' ένα ξένο, τον εξαγρίωσε και αφού πήρε μαζί του όχλο πολύ, πήγε στον ηγέμονα. Πνέοντας άσπονδο μίσος κατά της Θέκλας, την κατήγγειλε οτι ήταν Χριστιανή και οτι εργαζόταν κατά της θρησκείας των προγόνων της. Ο Καστίλλιος έδωκε παρ' όλα αυτά εντολή και έφεραν ενώπιον του τον Απόστολο. Σε λίγη ώρα οδηγήθηκε στο Κριτήριο και η Θέκλα.
Μόλις την αντίκρυσε ο όχλος, ο οποίος είχε μάθει πως έγινε Χριστιανή κι εγκατέλειψε τον μνηστήρα της, εφώναξε προς τον άρχοντα:" Υψηλότατε· δώσε διαταγή να σκοτώσουν αυτό τον μάγο και γόητα".
Ο ηγέμονας αργότερα τον ανάκρινε τον Παύλο, αλλά δεν τον βρήκε ένοχο. Απεναντίας, ευχαριστείτο ν' ακούει τα λόγια του. Οι άλλοι άρχοντες όμως κι ο λαός έβλεπαν με εμπάθεια το σεμνό Παύλο, διότι υπεκινούντο από το Θάμυρι. Κατόπιν αυτού, ο Καστίλλιος, παρ' οτι έβλεπε με συμπάθεια τον Χριστιανό κήρυκα και ήθελε να τον αφήσει, δεν το αποτολμούσε, γιατί φοβόταν το μαινόμενο πλήθος.
8. Η Θέκλα επιθυμεί να κηρύξει το Ευαγγέλιο
Η συμπεριφορά του Θαμύριδος, όσο και του όχλου δεν επηρέασαν καθόλου τη Θέκλα στην απόφαση της να μείνει άγαμος. Ιδιαίτερα, μετά απ' αυτά δεν ήθελε για κανένα λόγο ν' ακούσει για γάμο και μέλιστα με άνδρα ειδωλολάτρη. Η ψυχή της είχε κατεφλεγεί από έρωτα διαδόσεως του Ευαγγελίου. Αφού το διδάχθη και το πίστευσε, δεν μπορούσε να αποσιωπήσει. Ήθελε να το διαλαλήσει και να το κηρύξει παντού. Το κήρυγμα του όμως, θα είχε ως αποτέλεσμα διώξεις, ενδεχομένως δε και μαρτύρια. Επομένως, μπορούσε να γίνει Απόστολος του Χριστού και να είναι παντρεμένη;
Γι' αυτό όταν την ρώτησε ο ηγέμονας:- Γιατί δεν θέλεις τον μνηστήρα σου;
Εκείνη έκρινε σκόπιμο να σιωπήσει. Ο Θάμυρις, μετά την τελευταία άρνηση της Θέκλας, εξοργίσθηκε πάρα πολύ και ωρύετο.
Αλλά κι αυτή η μητέρα της στάθηκε αμείλικτη. Πωρωμένη κι άπονη όπως ήταν, έφθασε σε τέτοιο σημείο παραλογισμού ώστε να φωνάξει προς τον άρχοντα:- Καύσε την άνομη στο μέσο του θεάτρου, για να φοβηθούν και οι άλλες γυναίκες, να μη καταφρονούν τους άνδρες τους.
Την ήθελε νεκρή παρά Χριστιανή. Ο σατανάς την τύφλωσε κι έχασε κάθε ίχνος μητρικής στοργής και αγάπης. Αλήθεια, τι αναισθησία!
9. Διατάσσεται το κάψιμο της στο θέατρο
Όταν ο Καστίλλιος είδε, οτι όλο το πλήθος, αλλά και οι συγγενείς της, ακόμη δε και η μητέρα της την κατεδίκαζαν, έβγαλε απόφαση να την κάψουν ζωντανή μέσα στο θέατρο του Ικονίου, μπροστά σ' όλο τον κόσμο της πόλεως. Ακολούθως, για να ικανοποιήσει τον όχλο, διέταξε να φραγγελώσουν τον Παύλο και έπειτα να τον διώξουν από την πόλη.
Μετά την καταδικαστική απόφαση εις βάρος της Θέκλας, ο ηγέμονας σηκώθηκε από το θρόνο του και πήγε στο θέατρο, ακολουθούμενος από πολύ πλήθος. Όλοι ήθελαν να δουν πως θα καιόταν η νεαρή Χριστιανή.
Η ευλογημένη Θέκλα κι ενώ βρισκόταν στο μέσο του θεάτρου κι όλος ο κόσμος περίμενε με αγωνία να δει το φρικτό της θάνατο, ζούσε στο δικό της κόσμο. Παραδόξως, δεν σκεπτόταν τίποτε άλλο, παρά τον πνευματικό της πατέρα και το Νυμφίο της Χριστό. Δεν φοβόταν το θάνατο. Δε λογάριαζε τις πύρινες γλώσσες, που θα τις κατέκαιαν σε λίγο το σώμα. Επιθυμούσε, όσο το δυνατό νωρίτερα, να συναντήσει το Σωτήρα Χριστό. Αλλά ο Κύριος, έκρινε, οτι έπρεπε να Τον δει κι εδώ στη γή, για να πάρει θάρρος. Γι' αυτό και εμφανίσθηκε μπροστά της την κρίσιμη αυτή ώρα.
10. Εμφανίζεται ο Χριστός
Η θαρραλέα Θέκλα, καθώς φευγαλέα ρίχνει το βλέμμα της στο πλήθος, βλέπει κάτι θαυμαστό. Βλέπει να εμφανίζεται ο Δεσπότης Χριστός, με τη μορφή του Παύλου και να κάθεται ανάμεσα στον όχλο (λαό). Αμέσως, παίρνει δύναμη και λέγει μέσα της:" Επειδή είμαι ολιγόψυχη και ανυπόμονη, ήλθε ο διδάσκαλος μου Παύλος να με ενθαρρύνει".
Αλλά ενώ έκανε αυτή τη σκέψη, ξαφνικά, είδε τον Κύριο ν' ανεβαίνει στους Ουρανούς. Τότε βεβαιώθηκε, οτι η διδασκαλία του Παύλου ήταν αληθινή. Έτσι μετά την εμφάνιση του Χριστού, πορεύεται με θάρρος αλλά και αγαλλίαση προς το μαρτύριο.
Οι νέοι και οι νέες συγκέντρωσαν ξύλα για ν' ανάψουν τη φωτιά και οι μεγάλες φλόγες υψώθηκαν στη μέση του θεάτρου. Για να εξευτελίσουν τη Μάρτυρα, την εγύμνωσαν και την οδήγησαν μπροστά στην τεράστια φωτιά. Εκείνη με ψυχραιμία έκανε το σημείο του Σταυρού και πήδησε στο μέσον των φλογών. Ο ηγέμονας, βλέποντας το κάλλος και την πραότητα της παρθένου, εξεπλάγη και λυπήθηκε πολύ:- Κρίμα, είπε, να χαθεί αυτή η πανέμορφη παρθένα.
Τόσο δε πόνεσε η ψυχή του ώστε δάκρυσε.
11. Η Θέκλα δεν καίεται και η φωτιά σβήνεται από βροχή
Η μεγαλόψυχη κόρη φλεγόμενη από θεϊκό έρωτα δε φοβήθηκε καθόλου από τη φωτιά. Έχοντας συνεχώς στραμμένα τα χέρια και τα μάτια προς τον ουρανό προσευχόταν νοερά και περίμενε θεϊκή βοήθεια. Και πράγματι αυτή δεν άργησε να έρθει. Ω του θαύματος! Οι φλόγες, αντί να κατακάψουν, την εδρόσιζαν. Ηγέμονας και λαός έμειναν άναυδοι. Παρευθύς, ακολούθησε κι άλλο θαύμα.
Απότομα συννέφιασε και αστραπές αυλάκωσαν τον κατάμαυρο ουρανό. Σκότο κάλυψε την πόλη κι άρχισε να πέφτει ραγδαία βροχή εν μέσω βροντών, η οποία έσβησε τη φωτιά. Συγχρόνως δε έπεσε τόσο πολύ και μεγάλο χαλάζι στο θέατρο που σκότωσε πολλούς. Κατάπληκτος και τρομαγμένος ο όχλος τράπηκε σε φυγή, ενώ η Μάρτυς, χωρίς να πάθει τίποτε, ντύθηκε τα ρούχα της και απαρατήρητη, λόγω της μεγάλης συγχύσεως που επικρατούσε, έφυγε από το στάδιο, αλλά και από την πόλη.
12. Η Αγία αναζητά και βρίσκει τον Απόστολο Παύλο
Αφού σώθηκε, με τη βοήθεια του Κυρίου, έπρεπε να αναζητήσει με κάθε τρόπο και να βρει τον Απόστολο Του. Ανησυχούσε για τη ζωή του, γι' αυτό ρωτούσε να μάθει που βρισκόταν.
Ο φιλόθεος Παύλος, όπως προαναφέραμε, αφού μαστιγώθηκε κατ' εντολή του ηγέμονα, εκδιώχθηκε από το Ικόνιο. Ο ευσεβέστατος Ονησίφορος δεν τον άφησε να φύγει μόνος, αλλά τον ακολούθησε με την σύζυγο του και τα παιδιά του. Μόλις βγήκαν από την πόλη, κρύφτηκαν σ' ένα παλαιό τάφο ( παλιά οι τάφοι ήταν σαν σπηλιές μέσα σε βράχους), και προσεύχονταν για τη σωτηρία της Θέκλας. Παρέμειναν εκεί, για τρείς ημέρες, νηστικοί.
Ένα όμως από τα παιδιά του Ονησίφορου, μη ανέχοντας άλλο την πείνα, είπε προς τον Απόστολο:- Κύριε, ο πατέρας μας δεν φροντίζει πλέον για μας και όπως βλέπεις πεθαίνουμε από την πείνα. Σε παρακαλώ βοήθησε μας.
Ο πονόψυχος Παύλος, έβγαλε το επανωφόρι του και του το έδωσε να το πωλήσει, για να πάρει ψωμιά. Το παιδί, καθώς πήγαινε προς την αγορά συνάντησε τη Θέκλα. Μόλις την είδε υγιέστατη κι ελεύθερη, παραξενεύθηκε, διότι νόμιζε οτι την είχαν κάψει στο θέατρο. Αφού του εξήγησε πως την ελύτρωσε ο Κύριος, ζήτησε πληροφορίες περί του Αποστόλου Παύλου. Τότε ο αδελφός της όλο χαρά, της λέει:- Έλα μαζί μου και θα σε πάω στον τάφο που κρύβεται. Παρ' οτι έχει μέρες νηστικός προσεύχεται στο Θεό για σένα.
Τον ακολούθησε και όταν μπήκε η Αγία στο μνημείο, βρήκε τον Παύλο γονυκλινή και να προσεύχεται για τη σωτηρία της. Συγκινημένη ευχαρίστησε το Θεό, που την αξίωσε να ξαναβρεί το διδάσκαλο της, τον καλό πνευματικό της πατέρα.
Αλλά και ο Παύλος χάρηκε πολύ. Η προσευχή του είχε εισακουσθεί και είπε: - Ο Κύριος, είναι μαζι μας. Σ' ευχαριστώ καρδιογνώστα Θεέ μου, διότι άκουσες τη δέηση μου.
Μετά από αυτή τη συνάντηση, η χαρά όλων ήταν απερίγραπτη. Αφού έφαγαν από το ψωμί που έφερε ο νέος, η Θέκλα ζήτησε την ευλογία του Αποστόλου:- Σε παρακαλώ, σφράγισε με με τη σφραγίδα του Σταυρού, κι ελπίζω σ' Αυτόν, οτι δεν θα με αγγίζει κανένα βάσανο.
- Κάμε υπομονή, της απάντησε, και θα έλθη σ' εσένα η δωρεά του Θεού.
Έπειτα ο Παύλος απευθύνθηκε προς τον αγαπητό του Ονησίφορο και με ύφος μειλίχιο, του είπε:- Είναι καιρός να φύγετε για το σπίτι σας. Ευχαριστώ θερμά για την αγάπη όλων σας. Εγώ θα πάω, όπου με προστάξει ο Κύριος.
13. Ο Απόστολος Παύλος και η Θέκλα πηγαίνουν στην Αντιόχεια
Μετά τη σύσταση αυτή ο Ονησίφορος πήρε την οικογένεια του και επέστρεψε σπίτι του, στο Ικόνιο. Ο δε Παύλος με τη Θέκλα ανεχώρησαν για την Αντιόχεια. Παρ' οτι η Θέκλα δεν περιποιείτο καθόλου την ομορφιά της, εντούτοις διατηρείτο τόσο ανθηρή, ώστε ένας ειδωλολάτρης από τους επισημότερους της πόλεως, ονομαζόμενος Αλέξανδρος, Σύρος στην καταγωγή, μόλις την είδε τόσο την ερωτεύθηκε, που την φίλησε. Εκείνη τον απώθησε, αρνηθείσα να δεχτεί τις προστάσεις τους για να τον παντρευθεί. Ο Αλέξανδρος παράφορα ερωτευμένος επανέλαβε την αναιδή απόπειρα των περιπτύξεων και αργότερα, όταν την ξανασυνάντησε. Αλλά η Θέκλα του ξέσχισε τη χλαμύδα και στη συνέχεια τον γελοιοποίησε, όταν του πήρε από το κεφάλι " το εορτάσιμο στεφάνι" και το έρριψε κάτω.
14. Η Θέκλα καταδικάζεται σε θάνατω ως ιερόσυλος
Γι' αυτή της την πράξη κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος και καταδικάσθηκε από τον Ανθύπατο της πόλεως σε θάνατο. Μετά από τρείς ημέρες θα την έριχναν στα θηρία. Η Αγία κατόπιν παρακλήσεων της, πέτυχε έγκριση του Ανθύπατου να την παραδώσουν μέχρι τον θάνατο της σε μιά έντιμη γυναίκα. Έτσι, την παρέδωσαν σε μιά ευγενέστατη και πλούσια χήρα, ονομαζόμενη Τρύφαινα, της οποίας η μονάκριβη κόρη Φαλκονίλλα είχε πεθάνει πριν λίγες ημέρες. Η Τρύφαινα, βλέποντας το αγγελικό πρόσωπο της Θέκλας και ακούοντας μελίρρυτα λόγια επί τρείς ημέρες, τόσο πολύ αγάπησε την παρθένο που δεν ήθελε να την αποχωρισθεί και έκλαιε, όταν την οδηγούσαν για τα θηρία. Θέλοντας δε να δει πιό θα ήταν το τέλος της Μάρτυρος, την ακολούθησε στο αμφιθέατρο με άλλες γυναίκες. Πολλές νέες έκλαιαν, επειδή τη συμπονούσαν και σχολίαζαν δυσμενώς της εις βάρος της καταδίκη.
α. Την ρίχνουν σε θηρία αλλά αυτά δεν την εγγίζουν
Οι δήμιοι έδεσαν την Αγία και την άφησαν στο μέσο του αμφιθεάτρου. Έπειτα απέλυσαν μια αγριώτατη λέαινα, η οποία μόλις έφθασε κοντά στην Αγία, μετέβαλε την αγριότητα της σε πραότητα και της έγλειφε τα πόδια.
Στο θέατρο είχε τοποθετηθεί και πινακίδα στην οποία ανεγράφετο ο λόγος που την έρριχναν στα θηρία. " Ως ιερόσυλος καταδικάσθηκε σε θάνατο".
Αυτά βλέποντας ο όχλος εφώναξε οτι η καταδίκη είναι άδικη. Τότε η Τρύφαινα, δυναμωμένη από τη θεία Χάρη, μπήκε άφοβα στο θέατρο, πήρε την πιστή Θέκλα και πήγαν χαρούμενες στο σπίτι της.
Τη νύχτα εκείνη η Τρύφαινα είδε στον ύπνο της, κατ' οικονομία Θεού την κόρη της Φαλκονίλλα, η οποία της είπε:- Μητέρα μου, αγάπα την Θέκλα και έχε την αντί για εμένα κόρη σου, διότι είναι δούλη του Θεού και μπορεί να προσευχηθεί και να με βάλει ο Κύριος στον τόπο των δικαίων.
Το πρωί, η Αγία, μόλις πληροφορήθηκε το όνειρο, προσευχήθηκε και παρακάλεσε τον Κύριο ν' αναπαύσει τη Φαλκονίλλα μαζί με τους δίκαιους, κατά το άγιο θέλημα Του.
Η καλοκάγαθη Τρύφαινα πολύ χαιρόταν, που είχε γνωρίσει και φιλοξενούσε την αγνή Θέκλα. Αλλά η χαρά της δεν άργησε να μεταβληθεί σε λύπη. Έξαφνα, καταφθάνει στο σπίτι της ένας απεσταλμένος και της λέει:- Κυρία, ο Ανθύπατος κάθεται στο Κριτήριο και όλος ο δήμος συγκεντρώθηκε για να δουν το θάνατο της Θέκλας. Στείλε της, λοιπόν, το ταχύτερο.
Η Τρύφαινα, όχι μόνο δεν τη έδωσε, αλλά και τον ύβρισε και τον έδιωξε. Σε λίγο κατέφθασαν υπηρέτες του Ανθύπατου για να την πάρουν με τη βία. Μη μπορώντας ν' αντισταθή στην παράδοση της Θέκλας, άρχισε να κλαίει:- Αλλοίμονο μου, έλεγε! Πρίν λίγες ημέρες συνόδευσα στον τάφο την Φαλκονίλλα μου και τώρα, πάλι χάνω, εσένα, τη δεύτερη αγαπημένη μου κόρη!!
Η Αγία συγκλονισμένη! από την αγάπη και τη θυσία της Τρύφαινας, εδάκρυσε και κοιτάζοντας προς τον Ουρανό είπε:- Κύριε μου και Βασιλεύ, Σε ικετεύω, αντάμειψε την φιλεύσπλαχνη Τρύφαινα για την αγάπη που μου έδειξε και γιατί εφύλαξε την αγνότητα μου.
Η Μάρτυς φθάνει στο θέατρο. Κατά την είσοδο της έγινε μεγάλος θόρυβος. Ο λαός διαμαρτυρήθηκε έντονα, διότι άδικα οδηγείτο και πάλι στο μαρτύριο. Οι δήμιοι όμως, ψυχροί και άπονοι την άρπαξαν βίαια, την εγύμνωσαν και την έρριψαν στα θηρία· σε μεγάλα λιοντάρια και αρκούδες φοβερές. Παραδόξως, μια πολύ άγρια λέαινα στεκόταν κοντά στην Αγία και δεν άφηνε κανένα θηρίο να την πλησιάσει. Μάλιστα, κάποια στιγμή, επιτέθηκε και θανάτωσε μιά αρκούδα, όταν εστράφη αιφνιδίως κατά της Αγίας. Προς γενική κατάπληξη, όλα τα άγρια θηρία που εξαπέλυσαν εναντίον της στάθηκαν ήμερα πουλλάκια μπροστά της.
β. Σε λίμνη με σαρκοβόρα ψάρια σώζεται
Αφού απέτυχαν κι αυτή τη φορά να θανατωθεί η Θέκλα, απεφάσισαν να τη ρίξουν σε μιά βαθιά και φοβερή λίμνη με σαρκοβόρα ψάρια. Μπαίνοντας η Αγία στη λίμνη με πίστη και θάρρος, είπε:- Στο Όνομα Σου, Κύριε μου Ιησού Χριστέ, λαμβάνω το άγιο Βάπτισμα.
Ενώ οι γυναίκες έκλαιαν και περίμεναν όλοι να δουν το μαρτυρικό της τέλος, ο Θεός δεν άφησε αβοήθητη την πιστή δούλη Του. Έστειλε βοήθεια από τον ουρανό, με μορφή φωτιάς και αστραπών και ενέκρωσε τα θηρία της λίμνης, ενώ νεφέλη σκέπασε τη Θέκλα για να μη την βλέπει γυμνή ο παριστάμενος λαός.
Ο Αλέξανδρος χωρίς να συνέλθει και να μετανοήσει μετά από τόσα θαύματα, λέγει προς τον Ανθύπατο:- Έχω δύο ταύρους φοβερώτατους και αγριώτατους. Θα τη ρίξω σ' αυτούς να τη θανατώσουν.
Κι εκείνος αποκρίθηκε:- Κάμε οτι θέλεις σ' αυτήν· εγώ πλέον δεν θα βάλω το χέρι μου στα μαρτύρια της.
Την έδεσαν, λοιπόν, και την έβαλαν στους ταύρους. Για να τους αγριέψουν τους κατέκαιαν με πυρωμένα σίδηρα και τους κεντούσαν. Αλλά πάλι αυτοί έμειναν ακίνητοι. Η προσευχή της Μάρτυρος εισακόυσθηκε και ο Θεός τους ημέρεψε και τους έκανε να αντέξουν την φωτιά και να μην την νιώθουν. Ταυτόχρονα, με τρόπο θαυμαστό, λύθηκαν και τα δεσμά της. Όπως είδαμε η θεία Χάρη τη διεφύλαξε από όλους τους κινδύνους . Αυτό έκαμε μεγάλη εντύπωση στο λαό. Μάλιστα, πολλοί απο τους αυτόπτες μάρτυρες πίστεψαν στο Χριστό. Τότε ο λαός με μιά φωνή ζήτησε την απελευθέρωση της πολυδοκιμαζόμενης Θέκλας. Εν τω μεταξύ, η Τρύφαινα, ζώντας με πόνο από κοντά τα τόσα μαρτύρια της αγαπημένης της Θέκλας, λιποθύμησε και έπεσε κάτω σαν νεκρή.
γ. Την αφήνουν ελεύθερη
Ο Αλέξανδρος, μετά τη λιποθυμία της Τρύφαινας, φοβήθηκε, διότι ήταν συγγενής του Καίσαρα και διέταξε να ντύσουν τη Θέκλα. Μετά από λίγο εκάλεσε την Μάρτυρα ιδιαιτέρως, και την ρώτησε, ποιά είναι και τι ήταν αυτό που έκανε τα θηρία να μην την πειράξουν. Η Αγία απάντησε, οτι πιστεύει στο Χριστό, που είναι ο αληθινός Θεός. Κι οτι, όποιος πιστεύει σ' Αυτόν, που είναι ο αρχηγός της ζωής και του θανάτου, δεν παθαίνει τίποτα. Ο Αλέξανδρος αφού την άκουσε, την άφησε ελεύθερη.
Η Θέκλα ευχαρίστησε αμέσως το Χριστό για τη σωτηρία της και την απόκτηση της ελευθερίας της κι έφυγε από την Αντιόχεια. Αναζητώντας παντού τον Απόστολο Παύλο, τον βρήκε στα Μύρα της Λυκίας, όπου εκήρυττε. Εκεί, της διευκρίνισε, οτι την εγκατέλειψε μόνη, για να μην ελπίζει σ' αυτόν, αλλά μόνο στον Σωτήρα Χριστό.
Αργότερα δε, της έκανε και την αποκάλυψη· οτι ήταν θέλημα Θεού να επιστρέψει ταχέως στην πατρίδα της.
15. Επιστέφει στην γενέτειρα της
Η ενάρετη Θέκλα, ως καλή μαθήτρια, χωρίς να εναντιωθεί στο πρόσταγμα του, έκλινε το κεφάλι της, προσκύνησε κι αφού ευλογήθηκε από τον Απόστολο, επέστρεψε στο Ικόνιο.
Επισκέφθηκε πρώτα τον Ονησίφορο, όπου του διηγήθηκε τα μαρτύρια της και δοξάζοντας το Θεό είπε:" Σ' ευχαριστώ, Κύριε Θεέ μου, διότι με φώτισες σ' αυτό το σπίτι και Σε γνώρισα. Εσύ είσαι ο αληθινός Θεός κι Εσύ με έσωσες από τη φωτιά και τα θηρία και σε Σένα πρέπει δόξα και προσκύνηση αιωνίος. Αμήν".
Ο Ονησίφορος με την οικογένεια του πολύ χάρηκαν για τη σωτηρία της Θέκλας και δόξασαν το Θεό.
Ο Θάμυρις εν το μεταξύ είχε πεθάνει. Μονάχα η μητέρα της ζούσε. Μάταια, προσπάθησε η Αγία να την πείσει να γίνει Χριστιανή. Η επιμονή της μητέρας της να παραμείνει στην ειδωλολατρία, την στεναχόρησε πολύ. Περίλυπη, λοιπόν, ανεχώρησε από το Ικόνιο και πήγε στο μνημείο, όπου είχε βρεί κρυμμένο τον Απόστολο Παύλο με τον Ονησίφορο. Εκεί προσευχήθηκε θερμά και παρακάλεσε τον Κύριο να της δείξη το θέλημα Του.
16. Ασκητεύει στο όρος Καλαμών· κηρύττει και θεραπεύει
Έπειτα πήγε στη Σελεύκεια. Πλησίον της πόλης υπήρχε ένα βουνό, που ονομαζόταν Καλαμών. Σ' αυτό μια μέρα την οδήγησε μιά φωτεινή νεφέλη. Από το θαυμαστό τούτο γεγονός, κατάλαβε, οτι ήταν θέλημα Θεού να κατοικήσει εκεί. Βρήκε μιά σπηλιά και έζησε σ' αυτή για πολλά χρόνια, ασκητικώτατα. Υπέμεινε πολλούς σκληρούς πειρασμούς από τους δαίμονες, αλλά με τη Χάρη του Κυρίου αναπεξήλθε νικήτρια.
Η φήμη της Αγίας πολύ νωρίς έφθασε στις γύρω πόλεις. Πολλές γυναίκες, που ήθελαν τη σωτηρία τους, έρχονταν σ' αυτήν ν' ακούσουν για για τη Χριστιανική θρησκεία. Αρκετές απ' αυτές έγιναν Χριστιανές, εγκατέλειψαν τα εγκόσμια και ασκήτεψαν κοντά της. Η ευλογημένη Θέκλα, με τη βοήθεια του Κυρίου άρχισε να κάνει θαύματα. Να θεραπεύει σωματικές και ψυχικές ασθένειες. Πρωτοφανές! Πολλοί ασθενείς θεραπεύθηκαν, μόλις πλησίασαν στο ασκητήριο της. Εδώ, τυφλοί ανέβλεψαν, κουτσοί περπάτησαν, παράλυτοι σηκώθηκαν και δαιμονισμένοι απαλλάχθηκαν από τα δαιμόνια. Το κήρυγμα της Μάρτυρος Θέκλας, αλλά κυρίως τα αναρίθμητα θαύματα της έγιναν αιτία να μετανοήσουν πολλοί και να βαπτισθούν Χριστιανοί.
Όλοι οι κάτοικοι της Σελεύκειας ήταν ευχαριστημένοι, διότι είχαν βρει άμισθο ιατρό για κάθε φύσεως ασθένειες τους. Εκείνοι που στεναχωρούνταν ήταν οι ιατροί, διότι οι αρρώστοι πήγαιναν στην Αγία Θέκλα και αυτοί κινδύνευαν να φτωχύνουν. Κατόπιν τούτου, έκαμαν συμβούλιο και είπαν:" Αυτή η παρθένος είναι ιέρεια της μεγάλης Αρτέμιδος και για την αγνή ζωή της τη βοηθάει η θεά και κάνει τόσες θεραπείες, Ας τη μολύνουμε σαρκικά, να χάσει αυτή τη χάρη".
17. Ιατροί πληρώνουν νέους, για να ατιμάσουν την Αγία
Οι παμμίαροι πλήρωσαν τότε μερικούς ακόλαστους νέους, να πάνε να τη βιάσουν. Αμέσως, αυτοί πήγαν στο σπήλαιο της και χτύπησαν την πόρτα. Η Αγία, αν και το εγνώριζε, από Θεία Χάρη, την αιτία, για την οποία την επισκέφθηκαν, εντούτοις τους ρώτησε, τι ζητούσαν. Αυτοί οι αναίσχυντοι της απάντησαν, οτι πήγαν για να κοιμηθούν μαζί της.
Η ευσεβέστατη Θέκλα, μόλις άκουσε τον ανήθικο σκοπό τουςμ χωρίς να τρομοκρατηθει, τους είπε:- Εγώ είμαι γερόντισσα, δούλη ταπεινή του Κυρίου μου Ιησού Χριστού. Εάν θελήσετε να κάνετε κάποιο κακό σε μένα, θα πάθετε μεγάλη ζημιά.
- Είναι αδύνατον, της αποκρίθηκαν, να επιστρέψουμε άπρακτοι.
Κι αμέσως χωρίς να σεβασθούν τα γεράματα της επιχείρησαν να την τραβήξουν προς το μέρος τους:- Κάμετε υπομονή, τέκνα μου, τους είπε, κι όπου νά' ναι θα δείτε τη δόξα του Θεού.
Και παρευθύς στρέφει τα μάτια προς τον Ουρανό και προσεύχεται με πόνο, λέγουσα:- Κύριε, Παντοκράτορ, ο μόνος δυνατός και οικτίρμων, η ελπίδα των απελπισμένων, η βοήθεια των αβοήθητων, ο Οποίος από την φωτιά και τα θηρία και του βυθού του Θαμύριδος και του Αλεξάνδρου με διέσωσες και ευδόκισες σε μένα να δοξασθή το Πανάγιο Ονομα Σου, ελευθέρωσε με από τα χέρια των ανόμων αυτών και μη αφήσης να υβρίσουν την παρθενία, την οποίαν αφιέρωσε σε Σένα, διότι σε επιποθώ Νυμφίε μου άμωμε και Θεέ μου¨.
18. Εισήλθε σε πέτρα, που ανοιγόκλεισε θαυμαστά και εχάθη
Μόλις τελείωσε, φωνή ακούστηκε από τον ουρανό, που έλεγε:- Μη φοβάσαι, Θέκλα δούλη μου αληθινή, διότι είμαι κοντά σου· να η πέτρα, η οποία είναι μπροστά σου, ανοίγεται για να διαφυλάξει την αγνότητα σου.
Πράγματι! Η Μάρτυς βλέπει την πέτρα ν' ανοίγει στα δύο. Αμέσως μπαίνει στο σχίσμα, κλείει η πέτρα και εμφανίζεται όπως ήταν και πριν, χωρίς ρίγμα. Οι βέβηλοι, βλέποντας το θαύμα αυτό, τα έχασαν. Πήραν μονάχα το ωμοφόριο της για να το δείξουν ως αποδεικτικό στοιχείο στους ιατρούς. Αργότερα τούτο, κατά θεία οικονομία περιήλθε στα χέρια Χριστιανών. Το είχαν για φυλαχτό, για ευλογία και προσκύνημα.
Ιδού, τι παράδοξο και πρωτοφανές τέλος είχε η παρθένος, Απόστολος, ασκήτρια και Μάρτυς, των πρότων Χριστιανικών- Αποστολικών χρόνων, Θέκλα. Από το 18 της χρόνια που γνώρισε τον Χριστό, εώς τα 90 της που παρέδωσε το πνεύμα της, εργάσθηκε άοκνα για τη διάδοση του Ευαγγελίου, προς δόξαν Θεού. Η ζωή της υπήρξε λαμπρό παράδειγμα για άνδρες και γυναίκες. Η Εκκλησία μας που τιμά τη μνήμη της την 24 Σεπτεμβρίου, την ονόμασε Πρωτομάρτυρα και Πρωτόαθλο " εν γυναιξί", αλλά και Θεόκλητο και Ισαπόστολο.
.
Εκδόσεις Απόστολος Βαρνάβας Αθήνα
.
.

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Άνθρωπος συγχωρεμένος - άνθρωπος καινός

...
Όσο τα χρόνια περνούν, τόσο δυσκολευόμαστε να κάνουμε κάποια πράγματα, όχι τόσο εξαιτίας της ηλικίας, αλλά μάλλον λόγω της σωματικής και ψυχικής κόπωσης και φθοράς. Ένα απ΄ αυτά τα πράγματα, που κάνει με ιδιαίτερη δυσκολία κανείς, είναι το να βρίσκεται αντιμέτωπος με το παρελθόν του, με μάτια ολάνοιχτα και χωρίς αυτό να τον τρομοκρατεί. Διότι όσο μέσα μας η πείρα συσσωρεύεται και όσο το βλέμμα μας στρέφεται προς τα πίσω, δοκιμάζουμε ολοένα και συχνότερα έκπληξη διαπιστώνοντας πόσες φορές αποδειχτήκαμε τυφλοί, κουφοί και στενόχωροι, και αναλογιζόμενοι όλα τα καλά που θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει και όλα τα κακά που θα μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει.

Θυμάμαι μία πολύ ηλικιωμένη ενορίτισσά μας, η οποία κοιμήθηκε εδώ και πολύ καιρό -κι όταν λέω ότι «κοιμήθηκε» εκφράζω ακριβώς αυτό που νιώθω γι΄ αυτή: μετά από πολλά χρόνια το σώμα της αναπαύτηκε και η ίδια πέρασε στην αιωνιότητα- ήρθε λοιπόν κάποια μέρα να με δει, ταραγμένη πολύ από μια αγωνία που δεν την εγκατέλειπε, και μου είπε ότι με τον ερχομό των γηρατειών δεν κατόρθωνε πια να κυριαρχεί στις σκέψεις της, όπως παλιά. Οι νύχτες της φαίνονταν ολοένα και μεγαλύτερες, ο ύπνος δεν τη συντρόφευε πια, και εικόνες του παρελθόντος επανέρχονταν στη μνήμη της. Πού και πού μπορεί να εμφανίζονταν και κάποιες φωτεινές εικόνες, αλλά τις θυμόταν μόνο τη χαραυγή· όσο για τις υπόλοιπες ήταν απαίσιες, φορτωμένες με λύπη, νοσηρότητα και ντροπή. Την περικύκλωναν σαν την ομίχλη, χωρίς ανάπαυλα· επανέρχονταν τη νύχτα, συνεχίζονταν ολόκληρη τη μέρα σαν ένα σκοτεινό πέπλο κατάπτωσης και μεταμέλειας. Δεν έβλεπε καμιά διέξοδο ελευθερία. Πώς να ξεφύγει από κει; Κάποιος της έδωσε υπνωτικά, όμως τότε αυτές οι σκέψεις και οι εικόνες του παρελθόντος στροβιλίζονταν μέσα της και της προκαλούσαν φρίκη· δεν εξαφανίζονταν, και αντί να της αφήνουν μία ανάμνηση καθαρή και οδυνηρή, μετατρέπονταν σε εφιάλτη.

Της είπα λοιπόν, κάτι που επαναλαμβάνω αδιάκοπα στον εαυτό μου και το οποίο θα αποτελέσει το θέμα της σημερινής μας ομιλίας: μπορεί οι στιγμές του παρελθόντος μας να ξεπροβάλλουν συνεχώς μέσα από τη μνήμη και μέσα από τη συσσωρευμένη πείρα μιας ολόκληρης ζωής, αλλά μας είναι τελείως αδύνατον να επιστρέψουμε σ΄ αυτές, και επομένως να αλλάξουμε τη συμπεριφορά που επιδείξαμε στο κύλισμά τους. Όμως το παρελθόν εμφανίζεται με διάφορες μορφές. Υπάρχουν γεγονότα που έγιναν στο παρελθόν και έσβησαν στην αχλύ του, χωρίστηκαν απ΄ αυτό όπως ακριβώς τα πεσμένα φύλλα από τα δέντρα το φθινόπωρο – αυτά τα γεγονότα έκαναν τον κύκλο τους και έχασαν κάθε ισχύ κατά την παρούσα στιγμή. Το ίδιο συμβαίνει και με την αμαρτία, για την οποία έχουμε μετανιώσει: Ο άνθρωπος παραφέρεται με τα λόγια, με την πράξη, με γη σκέψη, με την επιθυμία, με τις ενέργειες· αλλά ξαφνικά καταλαμβάνεται από τρόμο, στρέφεται προς τον Θεό, κραυγάζει τον πόνο και την ντροπή του, και εγκαταλείπει εκείνη την ψυχική ροπή που κατάφερε να τον οδηγήσει στην κακή συμπεριφορά και να του διεγείρει ανάλογα αισθήματα και λόγια. Ενίοτε, ένα βαρύ αμάρτημα, ή η φρίκη εξαιτίας μιας κακής πράξης, σβήνει και αφήνει στην θέση της, δίκην προειδοποίησης, μια απλή ουλή, για να μας υπενθυμίζει πόσο εύθραυστοι είμαστε και πόσο αναγκαίο είναι να ζούμε με σωφροσύνη, ώστε να μην ξαναπέσουμε σε τέτοια τέλματα.

Ενδέχεται οι πράξεις να είναι φοβερές, όμως μία ειλικρινής μετάνοια, μπορεί να τις σβήσει οριστικά. Ο Άγιος Νικήτας, μαθητής του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, λέγει ότι τα δάκρυα της ειλικρινούς μετάνοιας μπορεί ν΄ αποκαταστήσουν ακόμη και μία χαμένη παρθενία. Και ο Άγιος Βαρσανούφιος ο Μέγας αναφέρει ότι μπορούμε να πούμε πώς συγχωρηθήκαμε και πως αυτό που συνέβη σβήστηκε από το βιβλίο της ζωής, όταν αισθανόμαστε πραγματική μετάνοια ενώπιον του Θεού και γνωρίζουμε ότι δεν είναι πλέον πιθανό να ξαναπέσουμε στις προηγούμενες ενέργειές μας, διότι έχει καταστραφεί μέσα μας από τη φωτιά της μετάνοιας καθετί που θα ήταν σε θέση να προκαλέσει ξανά την άσχημη πράξη που μας βαραίνει. Ο κύκλος του παρελθόντος έκλεισε. Αυτό λέει και μία ρωσική παροιμία: Το παρελθόν; Κανείς δεν μιλάει πια γι΄ αυτό.

Όμως, στο παρελθόν μας εντοπίζονται και πράξεις πού, άπαξ και έγιναν, επιβίωσαν και δεν έσβησαν στην αχλύ του χρόνου. Σε μία δεδομένη στιγμή εγκαταστάθηκε μέσα μας η κακία και στη συνέχεια μετατράπηκε σε μίσος. Βέβαια, δεν έγινε κάτι σοβαρό, αλλά τούτο το μίσος μαζεύτηκε κάπου μέσα μας, σαν δηλητήριο. Και αν ακόμη έχει σβήσει η ανάμνηση του προσώπου ή των συνθηκών που γέννησαν αυτά τα αισθήματα, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι κάποια ξεσπάσματα οργής έχουν τη ρίζα τους εκεί. Ανεξάρτητα από τον τρόπο ζωής μας, από την προσωπικότητα που έχουμε διαμορφώσει, δηλητηρίασαν κάποτε τη ζωή μας ριζικά, στα μύχιά της. Τελικά τούτο το «πρίν» δεν ανήκει πια στο πεδίο του παρελθόντος· στην πραγματικότητα αγκυροβόλησε στο παρόν. Ένα στάδιο της ζωής δεν ξεπεράστηκε, έχει παραμείνει στο σημείο απ΄ όπου ξεκίνησε. Κάτι πρέπει να παρέμβει, ώστε να οδηγήσει στην πλήρη θεραπεία αυτού του παρελθόντος.

Θα διευκρινίσω αυτό που είπα στην αρχή, φέρνοντας σαν παράδειγμα έναν άνθρωπο, του οποίου η εικόνα είναι έντονα αποτυπωμένη στη μνήμη μου. Για πρώτη φορά με πλησίασε για να εξομολογηθεί. Πολύ πριν από τη συνάντησή μας, είχε διαπράξει έγκλημα, και επί πολλά χρόνια έζησε μ΄ ένα αίσθημα φρίκης για την πράξη του αυτή. Είχε μετανιώσει για ό,τι έκανε, και όχι μόνο είχε λυπηθεί για την ενέργειά του, αλλά είχε φθαρεί και από τον τρόμο στον οποίο είχε βυθιστεί. Βρήκε τον Θεό χάρη στη μεταμέλεια που είχε ωριμάσει μέσα του και η οποία κατέληξε να τον κάνει να πει στον Θεό: «Δεν είμαι πια ο άνθρωπος που έκανε το έγκλημα· συγχώρησέ με, άφησέ με να ζήσω ως ελεύθερος άνθρωπος…»!

Αυτές οι λέξεις – «δεν είμαι πια ο άνθρωπος που έκανε το έγκλημα»- είναι ο πήχης που μετρά την αμαρτία μας· βάσει αυτού μπορούμε να ξέρουμε αν το έγκλημα έχει σβηστεί ή όχι, κι αν ο άνθρωπος έχει τελικά εξαγνιστεί. Στον βαθμό που είμαστε ικανοί να λέμε «δεν είμαι πια αυτός ο άνθρωπος», τότε δεν πρέπει να αμφιβάλλουμε ότι αυτή η αμαρτία αναφέρεται σε ό,τι ήμασταν κάποτε. Όμως ο άνθρωπος αυτός που κάποτε ήμασταν πέθανε, δεν υπάρχει πια, δεν απομένει παρά ο καινός άνθρωπος, αυτός που γεννήθηκε από τη μετάνοια, περνώντας μέσα από μία φοβερή δοκιμασία. Γι΄ αυτό τον άνθρωπο, ο Άγιος Βαρσανούφιος ο Μέγας γράφει πώς είναι δυνατόν ακόμα και «να απαλλαγεί από την εξομολόγηση, επειδή μπορεί να πει με κάθε σιγουριά: ο Θεός με συγχώρησε, καθώς έφτιαξε από μένα έναν καινούριο άνθρωπο».

Μερικές φορές όμως συμβαίνει κάτι άλλο, αυτό που ανέφερε η ηλικιωμένη ενορίτισσά μας: εικόνα με την εικόνα επιβαλλόταν πάνω της το παρελθόν, από τα μικρά ως τα μεγάλα γεγονότα. Δεν ήταν αμαρτήματα του μεγέθους ενός εγκλήματος, αλλά μικροαμαρτίες που δηλητηρίαζαν την καρδιά και τη ζωή της. Τι έπρεπε να κάνει; Να ξεχάσει; Επέμεινα στο γεγονός ότι δεν πρέπει να ξεχάσει, διότι η λήθη δεν αποτελεί θέση· μπορεί να λάβει τη συγχώρηση, αλλά δεν είναι δυνατόν να αυτοσυγχωρηθεί. Και η λήθη δεν αποτελεί θέση, γιατί δεν λύνει κανένα ζήτημα, δεν θεραπεύει την ψυχή, δεν αλλάζει τη ζωή.

Τότε τι να κάνει; Τη συμβούλεψα, κάθε φορά που οποιαδήποτε εικόνα του παρελθόντος παρουσιαζόταν μπροστά της, να θέτει το ερώτημα: «Εάν ξαναβρισκόμουνα στις συνθήκες που βρέθηκα όταν υπέπεσα στην αμαρτία, πώς θα φερόμουνα τώρα, έχοντας αποθησαυρισμένη, χρόνο με το χρόνο, εμπειρία μιας ζωής; Κάποτε ήμουν είκοσι, τριάντα ή σαράντα χρονών, τώρα είμαι πια ογδόντα· πόσα πράγματα προσπάθησα ν΄ αντέξω, να καταλάβω;». Εάν είστε σε θέση να επανέλθετε στο συγκεκριμένο γεγονός, ρίξτε του ένα βλέμμα διεισδυτικό, κάθετο, χωρίς υστεροβουλία, χωρίς αυτολύπηση, και θέστε το ερώτημα: «Αν αυτές οι ίδιες συνθήκες ίσχυαν και σήμερα, πώς θα φερόμουν; Τι θα έκανα;». Και αν είστε σε θέση να πείτε «αυτό δεν θα μπορούσα ποτέ πια να το κάνω, να το πω, να το σκεφθώ, να το ζήσω», τότε να γνωρίζετε πως έχετε πλέον αναγεννηθεί και πώς μπορείτε να πείτε στο Θεό: «Ο αυτουργός ή η αυτουργός εκείνης της πράξης, έχει πλέον πεθάνει· και δεν μπορώ να μετανιώσω εγώ για την αμαρτία εκείνη, γιατί η προσωπικότητα πού κάποτε ήμουν έχει πλέον μέσα μου πεθάνει…».

Μου έρχεται στο νου μία παρόμοια εξομολόγηση, στην οποία ο εξομολογούμενος έλεγε: «Αυτές είναι οι αμαρτίες που διέπραξα στο παρελθόν· τι αναγνωρίζω, τις απαρνούμαι, τις μισώ, όμως δεν μπορώ να μετανιώσω γι΄ αυτές τώρα με δάκρυα, καθώς δεν είμαι πια ο άνθρωπος που τις έκανε· αυτός πέθανε, και αν και δεν έζησα πολλά χρόνια, δεν απομένει πια τίποτε από αυτόν, χάρη στην ανατροπή που προκάλεσαν στην ύπαρξή μου η μεταμέλεια και η μετάνοια…».

Απόσπασμα από το βιβλίο "Το μυστήριο της ίασης", του Anthony Bloom
.

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Ω Κύριε Ιησού μου ...

....
Ω Κύριε Ιησού μου, πράε και ταπεινέ τη καρδία,
σε παρακαλώ και σε ικετεύω με όλη μου την καρδιά:

Από την επιθυμία να με εκτιμούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με αγαπούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με αναζητούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με τιμούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με επαινούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με προτιμούν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με συμβουλεύονται, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με επιδοκιμάζουν, ελευθέρωσέ με.
Από την επιθυμία να με φροντίζουν, ελευθέρωσέ με.

Από το φόβο να με ταπεινώνουν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με περιφρονούν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με απορρίπτουν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με συκοφαντούν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με λησμονούν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με προσβάλλουν, ελευθέρωσέ με.
Από το φόβο να με υποπτεύονται, ελευθέρωσέ με.

Του π. Ευσέβιου Βίττη

.

.

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Ο Άγιος Ευστάθιος

...
Ο άγιος Ευστάθιος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1115 και 1135. Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχθηκε στην σχολή, ή οποία λειτουργούσε στην μονή της αγίας Ευφημίας, οπου και νωρίς έκάρη μοναχός. Έν συνεχεία όλοκλήρωσε τις φιλοσοφικές και θεολογικές του γνώσεις στην περιβόητη πατριαρχική σχολή. Το 1150 χειροτονήθηκε διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας (Αγίας Σοφίας) στην μονή του αγίου Φλώρου, από δπου έλαβε και την προσωνυμία Κατάφλωρος. Ήδη γνωστός όμως για την μεγάλη του μόρφωσι και την ρητορική του δεινότητα, αναγορεύθηκε δημόσιος διδάσκαλος της πατριαρχικής σχολής με τον τίτλο του μαγίστορος των ρητόρων. Στην διδασκαλία του άπεδείκνυε ότι ή ελληνική φιλοσοφία έγινε θεραπαινίς της χριστιανικής αληθείας. Λέγεται ότι τόσο εξαιρετικό ήταν το διδασκαλικό του χάρισμα, ώστε «πάσα ή φιλόλογος νεολαία της Πόλεως» συνωστιζόταν με ακόρεστη επιθυμία στην άκρόασι των μαθημάτων του, όταν δε έφευγε έμοιαζε με σμήνη μελισσών πού βγαίνουν μέσα από το κοίλωμα του βράχου.
Έχοντας αποσπάσει την ιδιαίτερη εκτίμηση του βασιλέως Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143-1180) για την πολυμάθεια του και τον θαυμασμό της Εκκλησίας για τον άμεμπτο βίο του, το 1174 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Μύρων της Λυκίας. Ευθύς αμέσως δμως μετά την εκλογή του επανεξελέγη αρχιεπίσκοπος του χηρεύοντος θρόνου της Θεσσαλονίκης.
Αληθινός μοναχός ο ίδιος, ως πρώτιστο μέλημα του θεώρησε την άνόρθωσι του καταπεσμένου ηθικά και πνευματικά λαου και κλήρου και την βελτίωσι και έξύψωσι του μοναχικού βίου. Ό αυστηρός έλεγχος και η ανυποχώρητη στάσις του στις παρεκτροπές λαϊκών και μοναχών ερέθιζε τους παρεκτρεπομένους, οι όποιοι τον κατηγορούσαν, δημοσίως και επεβουλεύοντο την ζωή του. Οι καταγγελίες τους έφθασαν ώς την Κωνσταντινούπολι και ό άγιος αναγκάσθηκε προσωρινά να απομακρυνθή στην Φιλιππούπολη (1191). Έκεί συναντήθηκε με τον βασιλέα Τσαάκιο Άγγελο (1185-1195), ο οποίος τον εδικαίωσε χωρίς να τοΰ ζητήση απολογία. Επιστρέφοντας στον θρόνο του (1193) ο Ευστάθιος συνέχισε τις προσπάθειες του για την βελτίωσι της ηθικής καταστάσεως του ποιμνίου του, στηλίτευε κάθε μορφή κοινωνικής αδικίας, ενώ με πατρικό ενδιαφέρον περιέθαλπε τους πτωχούς και τους δυστυχισμένους, πού κατέφευγαν για βοήθεια στην μητρόπολη από πολύ πρωί μέχρις αργά το βράδυ, διαμοιράζοντας τους ο ίδιος όλα του τα υπάρχοντα.
Κατά την άλωσι της Θεσσαλονίκης άπό τους Νορμανδούς (Αύγ. 1185), ενώ θα μπορούσε να σωθή διά της φυγής, παρέμεινε στην πόλι συγκακουχούμενος με το ποίμνιο του και δεν έδίστασε να καταγγείλη δημοσίως την αδιαφορία και την αμέλεια του διοικητού της Δαβίδ Κομνηνού. Με σπαρασσόμενη καρδιά έβλεπε τις φοβερές σκηνές σφαγής και λεηλασίας του λαού και τις πρωτοφανείς βαρβαρότητες των Λατίνων εισβολέων. Ο ίδιος συνελήφθη από τους πρώτους. Με ύβρεις και κτυπήματα σύρθηκε δέσμιος ώς τα καράβια, περνώντας ανάμεσα άπό τα πτώματα των συμπολιτών του. Άντί να δειλιάση μπροστά στον βάρβαρο αρχηγό, τον κόμη Άλδουίνο, ο αδάμαστος ιεράρχης τόλμησε να του ζητήση ηπιώτερη μεταχείρηση του λαού, απαίτησε την κατάπαυσι των βιαιοπραγιών και πέτυχε την διατήρησι της λατρείας κατά το ορθόδοξο δόγμα. Επειδή οι εχθροί του διέδωσαν φήμες ότι ό άγιος έκρυβε πλούτο στην αρχιεπισκοπή, οι Νορμανδοί του ζήτησαν πολλά λύτρα. Μετά όμως άπό αυστηρή έρευνα αποδείχθηκε πώς ήταν πάμπτωχος και αφέθηκε ελεύθερος.
Όταν επανήλθε στην αρχιεπισκοπή, την βρήκε κατειλημμένη από Λατίνους και αναγκάσθηκε να έγκατασταθή στον κήπο, όπου παρέμεινε με συνεχή στέρησι των αναγκαίων ως την άπελευθέρωσι της πόλεως από τους Νορμανδούς (Νοέμ. 1185).
Ό άγιος Ευστάθιος έκοιμήθη εν ειρήνη το 1194. “Ολη ή πόλις έκλαυσε την απώλεια τοΰ ίεράρχου της, ό οποίος είχε αποβή για το ποίμνιο του «λαμπτήρ του βίου, πυρσός του λόγου και ήλιος της ιερωσύνης».
Ώς μάγιστρος της πατριαρχικής σχολής έγραψε σχόλια σε πολλούς κλασσικούς συγγραφείς και ποιητάς, ενώ το συγγραφικό θεολογικό έργο πού άφησε ώς άρχιερεύς αποτελείται κυρίως από εγκωμιαστικούς λόγους σε αγίους και πραγματείες ηθικού περιεχομένου, γραμμένες σε ύφος περίτεχνο.
.
Πηγή: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος πρώτος – Σεπτέμβριος, σ. 205-206)

.

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

Μήνυμα από Τον Τίμιο Σταυρό !

...
«Όστις θέλει… απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού…».

,
Ένα παγερό αίσθημα ανασφάλειας και αβεβαιότητας βλέπουμε να υψώνεται σήμερα τόσο εφιαλτικά στη ζωή του ανθρώπου. Και αυτό, παρά τη θεαματική πρόοδο που σημειώνει σε ό,τι αφορά την τεχνολογική εξέλιξη, η οποία εμφανίζεται αδύναμη να του προσφέρει κάλυψη στα φοβερά υπαρξιακά του κενά. Η προσπάθεια του σύγχρονου ανθρώπου να καταστεί ο ίδιος παντοδύναμος, κυριευμένος από ένα άκρατο πνεύμα αλαζονείας και εγωισμού, όχι μόνο δεν έχει δώσει απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα της ζωής, αλλά περισσότερο τον έχει βυθίσει σε σκοτάδια που τον οδηγούν σε μεγάλα αδιέξοδα, αλλά και σε τρομερά ελλείμματα ανθρωπιάς. Ιδιαίτερα, το απονενοημένο διάβημά του να εξορίσει από τη ζωή του τον Θεό, τον κατέστησε τόσο ανίσχυρο ώστε αισθάνεται έντονα την απειλή ακόμα και των ίδιων του των έργων. Την επιβεβαίωση γι΄ αυτό μπορούμε να την έχουμε μέσα από τα γεγονότα που προβάλλουν καθημερινά τα μέσα ενημέρωσης και τα οποία ακριβώς δίνουν μια μαρτυρία για τους κινδύνους που ελλοχεύουν μέσα από την ούτω καλούμενη εξέλιξη και πρόοδο, για την οποία δεν μπορούμε να αισθανόμαστε και τόσο ευτυχείς.

Μπροστά, λοιπόν, από τα τόσα τρομακτικά στα οποία έχει παραδώσει τον εαυτό του ο σημερινός άνθρωπος, επιδίδεται απεγνωσμένα σε μια προσπάθεια περιχαράκωσης του εαυτού του σε τείχη που υψώνει η άκρατη συσσώρευση υλικών αγαθών, τρέφοντας μς αυτό τον τρόπο ψευδαισθήσεις για λύτρωσή του. Πιο πολύ όμως τον βλέπουμε να βυθίζεται στην αβεβαιότητα και την ανασφάλεια και να τον καταλαμβάνει ο φόβος του θανάτου, ο οποίος τον κυριεύει ολοένα και περισσότερο. Αυτό καθιστά ακόμα πιο τραγική την ύπαρξή του, με όλες τις παρενέργειες που παρακολουθούμε να εκδηλώνονται και να υψώνονται εφιαλτικά στη ζωή του. Οι απεγνωσμένες προσπάθειες του να διασωθεί ως πρόσωπο, τον καθηλώνουν στη σφαίρα των ψευδαισθήσεων γιατί τα στηρίγματά του οριζοντιώνονται μόνο στα υλικά και τα εφήμερα, τα οποία μόνο πνευματική γύμνια αποκαλύπτουν.

Ο πλούτος

Βασικές αλήθειες γύρω από τα θέματα αυτά, τα τόσο επίκαιρα και πολύ ενδιαφέροντα, αποκωδικοποιούνται μέσα από το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα (που διαβάζεται επίσης και τη Γ΄ Κυριακή των Νηστειών). Ιδιαίτερα με τη φράση «τί γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδίση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχή αυτού; Ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;». Πραγματικά, σύμφωνα με την αιώνια αλήθεια του Κυρίου μας, όλα τα πλούτη του κόσμου δεν μπορούν να συγκριθούν με τη ζωή ενός και μόνο ανθρώπου. Αυτό κι αν συνιστά ελεγκτικό και μαστιγωτικό λόγο απέναντι στο σημερινό άνθρωπο, ο οποίος συνεπαρμένος από τις ψευδαισθήσεις των έργων του, εξαντλεί όλη την προσοχή του σε μια πορεία αυτοθεοποίησης που οδηγεί στην καταστροφή και το θάνατο. Περιορίζει τις φιλοδοξίες του σε ό,τι κίβδηλο και ανούσιο που δεν έχει αντοχές μπροστά στην αιώνια αλήθεια που προσφέρει ο Χριστός και η Εκκλησία Του.
Ακόμα και οι πράξεις βίας που αφθονούν στην εποχή μας σε βαθμό που σηματοδοτούν μια τραγική κατάσταση, αποτελούν σημάδι που φανερώνει ότι ο άνθρωπος είναι εντελώς αποπροσανατολισμένος από το βαθύτερο νόημα της ζωής. Ενδιαφέρεται μόνο να κατέχει όσο μπορεί περισσότερα, έστω κι αν στην προσπάθεια του αυτή καταδυναστεύει ή και συνθλίβει τους άλλους. Όσο όμως περισσότερο ο άνθρωπος επιθυμεί να έχει και να κατέχει, τόσο σταματά να είναι αυτός που θα έπρεπε να είναι. Παύει να είναι όπως τον έπλασε ο Θεός, με την αρχοντιά που του προσέδωσε η πνοή ζωής. Αλλοτριώνεται και αποξενώνεται από την αληθινή του φύση. Γίνεται άλλος άνθρωπος, αγνώριστος. Ξένος προς την εικόνα του Θεού.

Η Δύναμη

Αντίθετα, ο Σταυρός του Χριστού που τόσο έντονα πρόβαλε η Εκκλησία μας πριν δύο μέρες, προσκαλεί τον άνθρωπο σε μια σωτήρια προσγείωση. Να συναισθανθεί την φτώχεια και την αδυναμία του. Να εγκαταλείψει την αλόγιστη συσσώρευση υλικών αγαθών και να αυτοσυγκεντρωθεί στην αληθινή του ύπαρξη.
Ο Χριστός επάνω στο Σταυρό δεν έχει απολύτως τίποτε. Είναι γυμνός. Ακόμα και ο ιματισμός Του γίνεται αντικείμενο κληρώσεως. Και όμως, τη στιγμή ακριβώς εκείνη αποκαλύπτει το μεγαλείο της ύπαρξης στην πιο σημαντική της εκδήλωση. Στην προσφορά της θυσίας και της αγάπης.

Αγαπητοί αδελφοί, ο Σταυρός, το αήττητο τρόπαιο στη ζωή μας, η δύναμη της Εκκλησίας, λειτουργεί ως ένα διαρκές προσκλητήριο αγάπης στη ζωή μας. Στη δύναμη του, ο άνθρωπος ανακαλύπτει το χαμένο εαυτό του και τον προσανατολίζει προς το αληθινό νόημα της ζωής που βρίσκεται μόνο κοντά στο Χριστό.

Εκκλησία Κύπρου - Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος

.

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Ο Άγιος Ηρακλείδιος

...
Δικαιολογημένη η απορία. Δίκαιος και ο έπαινος. Γιατί ο άγιος Ηρακλείδιος, που γιορτάζουμε στις 17 του Σεπτέμβρη, δεν είναι μόνο ο πρώτος Ιεράρχης της ξακουστής Ταμασού, αλλά κι ένας απ' τους πρώτους και πιο σπουδαίους Ιεράρχες της Νήσου των Αγίων, της ευλογημένης Κύπρου μας.

Γεννήθηκε στη Λαμπαδού ή Λαμπαδιστό, ένα χωριό κοντά στο σημερινό Μιτσερό, κι ήταν γιος ειδωλολάτρη ιερέα.

Κάποια μέρα που πατέρας και γιος καταγινόντουσαν με την προσφορά θυσίας στους θεούς, δύο ξένοι πλησίασαν, κι αφού χαιρέτησαν με καλοσύνη, ζήτησαν να μάθουν απ' αυτούς τον δρόμο που θα τους οδηγούσε προς την Πάφο.

Οι δύο ξένοι, που φαινόντουσαν να έρχονται από μακριά, ήταν οι απόστολοι Βαρνάβας και Μάρκος που είχαν έρθει στο νησί με τον απόστολο Παύλο για την πρώτη τους αποστολική περιοδεία, γύρω στο 45-46 μ.Χ.

Ο ειδωλολάτρης ιερέας Ιεροκλής η Ιερόκλεως, ο πατέρας του Ηρακλειδίου, με την ευγένεια και τη φιλοξενία που διακρίνει τους Έλληνες, έσπευσε να καλέσει τους ξένους να παραμείνουν στο σπίτι του, εκεί στο χωριό τη Λαμπαδού, για να ξεκουραστούν.

Οι Απόστολοι όμως επέμεναν να προχωρήσουν κι αυτός, για να τους διευκολύνει, έστειλε τον γιο του τον Ηρακλέωνα, να τους συνοδεύσει ως έξω από το χωριό, και να τους δείξει τον δρόμο. Ευλογημένη συνάντηση.! Και τρισευλογημένη απόφαση!

Μόλις οι Απόστολοι απομακρύνθηκαν απ' εκεί, άρχισαν τη συζήτηση με τον νεαρό.
- Τι εκάμνατε, παιδί μου, εκεί που σας συναντήσαμε, ρώτησε ο ένας απ' αυτούς, ο Βαρνάβας.
- Προσφέραμε θυσία στους θεούς μας, απήντησε ο Ηρακλείδιος.
- Θεοί οι πέτρες και τα ξύλα; Όχι, παιδί μου. Αυτά δεν είναι θεοί. Είναι δημιουργήματα. Είναι έργα χειρών ανθρώπων.

Ο Θεός είναι ένας. Αυτός, που εδημιούργησε «τον ουρανόν και την γην, την Θάλασσαν και πάντα τα εν αύτοις».

Ο Θεός, ο αληθινός Θεός, δεν κατοικεί μέσα σε χειροποίητους ναούς, ούτε και υπηρετείται από χέρια ανθρώπων, γιατί δεν έχει ανάγκη από τίποτα. Αντίθετα! Αυτός είναι που δίδει σε όλα ζωή κι αναπνοή κι όλα όσα τους χρειάζονται για τη συντήρηση τους. Αυτός, από ένα ζευγάρι, έκανε όλα τα έθνη των ανθρώπων που κατοικούν πάνω στη γη. Κι Αυτός, όταν οι άνθρωποι πλανηθήκαμε, από αγάπη άπειρη έστειλε σ' εμάς τον γιο του, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, για να μας σώσει...

Ο Ηρακλέων με κατάνυξη άκουε τα λόγια των Αποστόλων. Η ψυχή του, σαν τη διψασμένη γη, ρουφούσε κυριολεκτικά τη διδασκαλία γύρω από το πρόσωπο του Ιησού. Και το αποτέλεσμα; Ευλογημένο! Ο νεαρός προσήλυτος, όταν έφθασαν στον ποταμό Σέτραχο, Μερικοί φρονούν πως ο ποταμός στον όποιο βαπτίσθηκε ο Ηρακλείδιος είναι ο Καρκώτης, ο ποταμός της Σολέας. που τρέχει κάτω από το χωριό της Μαραθάσας, τον Καλοπαναγιώτη, σαν τον Ευνούχο της Κανδάκης της βασίλισσας των Αιθιόπων, ρώτησε με λαχτάρα:

— Ποιος με εμποδίζει να βαπτιστώ;
— Κανένας, ήταν η απάντηση. Αρκεί να το θελήσεις.
— Το θέλω! φώναξε ο Ηρακλέων. Το θέλω με την καρδιά μου!

Τότε οι Απόστολοι, γεμάτοι χαρά, κατέβηκαν στον ποταμό, τον βάφτισαν «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», και του έδωκαν το όνομα Ηρακλείδιος. Μετά προχώρησαν σε μια σπηλιά κοντά στον ποταμό, στην οποία παρέμειναν μερικές μέρες συνεχίζοντες τη διδασκαλία.

Εκεί ένα πρωί ήρθε απροσδόκητα και τους συνήντησε κι ο απόστολος Παύλος. Την επόμενη έφτασε κι ο Μνάσων, τον όποιο ο απόστολος και ευαγγελιστής Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων ονομάζει «αρχαίον μαθητήν» (Πράξ. κα', 16). Αφού συμπληρώθηκε η κατήχηση του νεοφώτιστου οι τρεις απόστολοι τον χειροτόνησαν επίσκοπο της Ταμασού και του ανέθεσαν υστέρα από θερμή προσευχή να συνεχίσει το έργο της αλιείας ψυχών στην πολυάνθρωπο πόλη. Μαζί του έμεινε κι ο Μνάσων.

Οι δύο μαθητές αφού αποχαιρέτησαν τους Αποστόλους και με δάκρυα στα μάτια κατευόδωσαν για την Πάφο, ρίφθηκαν με φλογερό ζήλο στο έργο τους. Το ιερό έργο της σωτηρίας ψυχών. Τόπος συνάξεων ένα υπόγειο. ένα υπόγειο σπήλαιο, που σώζεται και σήμερα και που βρίσκεται μέσα στο ομώνυμο μοναστήρι. Το σπήλαιο αυτό χρησίμεψε όχι μονάχα ως εκκλησία στην οποία ο Ηρακλείδιος συγκέντρωνε τους πιστούς του, αλλά και σαν κατοικία κι ασκητήριό του. Κάτι περισσότερο. Το σπήλαιο αυτό έγινε ακόμη και τάφος του, μα και τάφος της ειδωλολατρίας.

Εδώ θεμελιώθηκε η πρώτη Εκκλησία που σιγά-σιγά απλώθηκε σ' όλη την πόλη. Ανάμεσα στους πρώτους πού κλήθηκαν να χαρούν το φως της νέας ζωής, υπήρξαν οι γονείς του φλογερού και ζηλωτή εργάτη του χριστιανικού αμπελώνα. Τα λόγια του Πνεύματος του Θεού «είτις των ιδίων και μάλιστα των οικείων ου προνοεί, την πίστιν ήρνηται και εστίν απίστου χειρών» (Α' Τιμ. ε' 8), Βρήκαν στο πρόσωπο του Αγίου ένα πιστό και ενθουσιώδη εκτελεστή. Με τις στοργικές του νουθεσίες και τις θερμές του παρακλήσεις τόσο ο πατέρας, όσο κι η μητέρα του ασπάσθηκαν με χαρά κι ευγνωμοσύνη την καινούργια θρησκεία και βαφτίστηκαν. Πόση χριστιανική αγαλλίαση κι ικανοποίηση δοκίμασε ο νεαρός ιεραπόστολος την ήμερα εκείνη! Την ήμερα που οι γονείς του φόρεσαν τον λευκό του βαπτίσματος χιτώνα.

Καλότυχοι γονείς. Ευτυχισμένος γιος!

Με τις υπεράνθρωπες προσπάθειες του Αγίου το μικρό ποίμνιο που σχηματίστηκε στην αρχή γύρω του μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, ώστε σε λίγο καιρό η πόλη της Ταμασού να γίνει ένα περίλαμπρο χριστιανικό κέντρο. Στην αύξηση αυτή μαζί με την αρετή και τον φλογερό ζήλο του πολύ συνέβαλε και το θαυματουργικό χάρισμα με το οποίο πλούσια τον χαρίτωσε ο Κύριος.

Πολλά, πάρα πολλά θαύματα αναφέρονται στον Άγιο και παλαιά, μα και στην εποχή μας. Θα σημειώσουμε εδώ μερικά.

Μια μέρα, ένα φίδι φαρμακερό (κουφή) δάγκασε το μονάκριβο παιδί κάποιας γυναίκας που ήταν συγγενής της συζύγου του κοινοτάρχη της Ταμασού, της Μακεδονίας, την οποία οι άγιοι έσωσαν νωρίτερα από βέβαιο Θάνατο. Η Τροφίμη - έτσι λεγόταν η μητέρα - μαζί με μερικούς άλλους φανερούς πιστούς έτρεξαν και κάλεσαν τους δύο Αγίους στο σπίτι που ήταν το παιδί. Οι Άγιοι με προθυμία έσπευσαν να ανταποκριθούν στην παράκληση. Σαν έφθασαν, ο όσιος Ηρακλείδιος γονάτισε μπροστά στο άτυχο παιδί και σήκωσε τα χέρια.
Τη στιγμή που με κατάνυξη προσευχόταν και ζητούσε από τον Κύριο να αναστήσει το νεκρό παιδί, η μητέρα έξαλλη απ' τη λύπη κτύπησε το κεφάλι στον τοίχο κι έπεσε κι αυτή κάτω νεκρή.
Ο όσιος χωρίς να ταραχθεί, συνέχισε την προσευχή του. Σαν τέλειωσε, έκαμε το σημείο του σταυρού πάνω στο παιδί, το πήρε από το χέρι και το τράβηξε. Ο Αέτιος — αυτό ήταν το όνομα του - άνοιξε τα μάτια και σηκώθηκε σαν να ξυπνούσε από βαρύ ύπνο. Την ίδια στιγμή ο όσιος Μνάσων ανέστησε και την Τροφίμη, τη νεκρή μητέρα και της παρέδωσε το παιδί της.

Οι παρευρισκόμενοι ξέσπασαν σε ουρανομήκεις δοξολογίες. Αμέσως η Τροφίμη, αφού ντύθηκε την πιο καλή της φορεσιά κι έντυσε λαμπρά και το παιδί της, ξεχύθηκε μαζί με τους Αγίους, τη συγγενή της Μακεδονία και το πλήθος στον δρόμο και φώναξε με πίστη και παλμό:
- Πιστεύω στον Ιησού Χριστό, που κηρύττουν ο Ηρακλείδιος κι ο Μνάσων.
Με συγκίνηση η πομπή προχώρησε στον ναό του Θεού κι εκεί τετρακόσια νέα πρόσωπα, άνδρες και γυναίκες βαπτίσθηκαν κι έγιναν χριστιανοί.

Άλλη φορά ενώ ο Ηρακλείδιος και ο Μνάσων ιερουργούσαν στον ναό και τα πλήθη των πιστών έψαλλαν με κατάνυξη τους ιερούς ύμνους, ένας δαιμονισμένος από τα Πέρα, που υπέφερε από πνεύμα πονηρό, που τον βασάνιζε για καιρό, μπήκε στην εκκλησία, όρμισε πάνω στον Ηρακλείδιο και του ξέσχισε το ένδυμα. Αμέσως όμως γιατρεύτηκε κι άρχισε να δοξάζει τον Θεό. Στο άκουσμα του Θαύματος, πλήθη λαού από τους ειδωλολάτρες έφεραν στους Αγίους διάφορους αρρώστους, κι αυτοί τους γιάτρεψαν κι υστέρα τους βάπτισαν.

Κατά τον ίδιο τρόπο ο Άγιος θεράπευσε ένα τυφλό κι ένα κουτσό κι έκανε καλά ένα παράλυτο. Επίσης έγινε αιτία να πιστέψει ένας αγαλμα τοποιός και να βαπτισθεί με τα τρία παιδιά του και με πολλούς άλλους.
Το ευεργετικό έργο των Αγίων στην πόλη της Ταμασού ήρθε να δια κόψει αυτό τον καιρό μια επιστολή από μέρους των δύο Αποστόλων, του Παύλου και του Βαρνάβα. Την έφερε από την Πάφο κάποιος Νικόλαος. Στο «γράμμα» αυτό οι Απόστολοι έγραψαν στον Ηρακλείδιο όσα τους συνέβησαν εκεί, και του ζητούσαν να σπεύσει να τους συναντήσει και να βοηθήσει κι αυτός στο κήρυγμα. Ο όσιος αφού ανήγγειλε στα πνευματικά του παιδιά το περιεχόμενο της επιστολής και ζήτησε από αυτά τις προσευχές τους, τέλεσε το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, χειροτόνησε τον γιο της Μακεδονίας Γρηγόριο σε πρεσβύτερο και του ανέθεσε να κατηχεί τον λαό, και ξεκίνησε να εκπληρώσει την αποστολική εντολή. Μαζί του πήρε τον Μνάσωνα και κάποιον άλλο, τον Ροδώνα.
Στον δρόμο προς την Πάφο, εκεί στο χωριό Ανώγυρα, ο άγιος Ηρακλείδιος έκαμε καλά ένα τυφλό, αφού του άγγιξε τα μάτια κι επικαλέσθηκε το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι αυτός, γεμάτος ευγνωμοσύνη, έπεσε στα πόδια του θεραπευτή του κι άρχισε να φωνάζει:

— Σ' ευχαριστώ, καλέ μου άνθρωπε. Σ' ευχαριστώ, και πιστεύω με την καρδιά τον Θεό, που κηρύττεις.

Στο άκουσμα της θεραπείας του τυφλού μαζεύτηκαν πολλοί από τα γύρω χωριά, για να δουν και τον θεραπευθέντα και να γνωρίσουν και τους ξένους. Στο αντίκρισμα του τυφλού που ξανάβλεπε και δοξολογούσε τον Θεό των οσίων με έκσταση, άρχισαν κι αυτοί να φωνάζουν: Ελέησε μας, Κύριε. Ελέησε μας, σε παρακαλούμε, τους δούλους σου.
Οι Άγιοι μίλησαν και σ' αυτούς για τον Ιησού και την σωτηρία που έφερε στον κόσμο και στο τέλος βάπτισαν περί τους δεκαπέντε άνδρες. Ένας μάλιστα από τούς νεοφώτιστους, που είχε και το χέρι του ακίνητο, σαν ξεραμένο θεραπεύθηκε με το βάπτισμα.
Οι ιερείς των ειδωλολατρών που άκουσαν κι είδαν όσα έγιναν, ξεσήκωσαν τα πλήθη ενάντια στους Αγίους κι έτσι αυτοί έφυγαν το ταχύτερο για την Πάφο. Αφού για ένα διάστημα συνέδραμαν το έργο των αποστόλων, ξαναγύρισαν στην Ταμασό περνώντας από το Κούριο, που βρισκόταν κοντά στο σημερινό χωριό Επισκοπή. Στην επιστροφή τους, μετά το Κούριο, γιάτρεψαν μια δαιμονισμένη που έτρεχε ξωπίσω τους και τους φώναζε.

Ο Ηρακλείδιος την σφράγισε τρεις φορές με το σημείο του σταυρού κι αμέσως το δαιμόνιο έφυγε από το δυστυχισμένο πλάσμα, που Θεραπεύθηκε και δόξαζε τον Θεό.

Οι ζηλωτές Ιεραπόστολοι με την καρδιά πλημμυρισμένη από χαρά συνέχισαν τον δρόμο τους. Όταν έφτασαν εκεί στο χωριό Μελίνη, έμαθαν ότι η αδελφή του Ηρακλειδίου η Ηρακλειδιανή, είχε αφήσει τον κόσμο αυτό από μέρες κι είχε πετάξει στον ουρανό. Οι Άγιοι τάχυναν το βήμα προς την Ταμασό κι απ' εκεί προς το βουνό Κορώνη, όπου είχε ταφή η όσια. Μπροστά στον τάφο της σταμάτησαν, έψαλαν μερικούς νεκρώσιμους ύμνους κι ύστερα πήγαν στην εκκλησία, όπου ο Άγιος μίλησε στα πλήθη λόγους παρηγοριάς και πνευματικής οικοδομής.

Δέκα μέρες μετά την επιστροφή των οσίων στην Ταμασό, κάποιος ειδωλολάτρης από τη Λαμπαδιστό ή Λαμπαδού, που είχε το όνομα Τιμόθεος, παρουσιάσθηκε στον άγιο Ηρακλείδιο και του είπε, πως προ καιρού είχε εμπιστευθεί στην αδελφή του Ηρακλειδιανή ένα ποσό χρημάτων, για να το φυλάξει. Ο Άγιος, στην παράκληση του Τιμοθέου να του επιστραφούν τα χρήματα, διέταξε να δώσουν σ' αυτόν να φάγει κι υστέρα σηκώθηκε και τράβηξε στον τάφο. Ξωπίσω του ακολούθησαν ο Μνάσων και μερικοί άλλοι. Όταν ο Ηρακλείδιος έφθασε εκεί, γονάτισε και με στοργή κάλεσε την αδελφή του και της είπε γλυκά:

— Αδελφή μου αγαπημένη! Ξύπνα, σε παρακαλώ, και πες μου, που έβαλες τα χρήματα του Τιμοθέου;
- Τα χρήματα, πατέρα κι αδελφέ μου, απήντησε η νεκρή, θα τα βρείτε κάτω από μια πέτρα στο πάτωμα του κρεβατιού.
— Κοιμήσου εν ειρήνη», αδελφή μου, πρόσθεσε ο άγιος επίσκοπος.

Τα χρήματα βρέθηκαν και δόθηκαν στον Τιμόθεο, που απ' την στιγμή εκείνη πίστεψε στον Χριστό, κατηχήθηκε και δέχθηκε το Άγιο Βάπτισμα.

Θα χρειαζόταν να προστεθούν πολλές σελίδες ακόμη για να καταγράψουν του Αγίου τα θαύματα. Τούτο όμως θα μάκραινε πολύ τον λόγο, πράγμα που δεν θέλουμε. Τα λίγα που αναφέρθηκαν είναι αρκετά, για να Ιδεί ο καθένας πόσο πλούσια η αγάπη του θεού χαρίτωσε τον άγιο και μάρτυρα επίσκοπο.
Είπαμε τον άγιο μάρτυρα, γιατί η θεμελίωση κι αύξηση της νέας θρησκείας στην πολυάνθρωπο πόλη εξήγειρε το μίσος των ειδωλολατρών ενάντια στους πρωτεργάτες. Κάποια μέρα ενώ ο γηραιός επίσκοπος βρισκόταν στο σπήλαιο του, άρρωστος με πυρετό, μανιασμένοι ειδωλολάτρες όρμισαν στο σπήλαιο, άρπαξαν τον όσιο και τον έσυραν στην πλατεία της Ταμασού. Εκεί, αφού τον βασάνισαν, τον σκότωσαν με το ξίφος. Ο Άγιος πέθανε προσευχόμενος για τους δήμιους του. Ο θάνατος του όμως δεν κόρεσε τη μανία του όχλου, που έσπευσε να φέρει ξύλα, να ανάψει φωτιά, και να ρίξει μέσα το άγιο σκήνωμα, για να το κάψει. Τη στιγμή εκείνη το πλήθος των χριστιανών δεν κρατήθηκε.

Με τον Μνάσωνα μπροστά ώρμησε, διάλυσε τους ειδωλολάτρες, έσβησε τη φωτιά, κι αφού μάζεψε με ευλάβεια το άγιο λείψανο, το πήρε και τ 'θαψε μέσα στην υπόγεια σπηλιά με δάκρυα στοργής κι ευγνωμοσύνης. Τα θαύματα που έκανε, όταν ήταν στη ζωή, συνεχίστηκαν και μετά τον Θάνατο του, και συνεχίζονται και σήμερα. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού».

Η θρησκεία του Ιησού Χριστού με τις ενέργειες του Ηρακλειδίου και τον ζήλο του, μα και τις υπεράνθρωπες προσπάθειες μιας μικρής ομάδας ανθρώπων σκόρπισε το φως της νέας ζωής σ' όλη την πολυάν θρωπη πόλη, κι αναγέννησε μυριάδες ψυχές. Αξίζει να σημειωθούν εδώ μερικά ονόματα της Ιεραποστολικής αυτής ομάδας. Ηρακλείδιος, Μνά σων, Ρόδων, Θεόδωρος, Προκλιανή διακόνισσα, Γρηγόριος, Μακεδόνιος, Μακεδονία, Ηρακλειδιανή.

Τα ονόματα αυτά αντιπροσωπεύουν μερικές από τις άγιες μορφές που εργάστηκαν με πίστη φλογερή κι αυταπάρνηση για την πνευματική αναγέννηση του τόπου μας. Πόσα δεν χρωστάμε σ' αυτούς! Αλήθεια! Πόσα;

Αλλά και ποια καλύτερα παραδείγματα και πρό σωπα μπορούμε, όσοι πονούμε ειλικρινά τον τόπο αυτό, να προβάλουμε και σήμερα στη νεολαία μας από τους ιερούς αυτούς αγωνιστές της πίστεως τους αγωνιστές, που μέσα σ' ένα κόσμο σάπιο απ' την ειδωλολατρία ύψωσαν το ανάστημα τους «υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχού μενοι, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης» (Εβρ. ια' 37-38) κι αγωνίσθηκαν κι έδωσαν τα πάντα για το ευγενέ στερο Ιδανικό, για τη θρησκεία του Εσταυρωμένου και Αναστάντος Χριστού. Αξίζει στους νέους ν' αγωνίζονται και να πεθαίνουν για τα ιδανικά τους. Κι ο άγιος Ηρακλείδιος νέος έδωκε στον Χριστό την καρδιά του, την υγεία του, τη ζωή του. Οι αιώνες θα ξεθωριάζουν μέσα στον χρόνο. Ένα όμως θα μένει άφθαρτο κι ανέγγιχτο από την καταλύτρια δύναμη των καιρών. Το όνομα εκείνων που υπέταξαν τη ζωή τους στον Χριστό και ταύτισαν το θέλημα τους με το δικό Του.

Ο άγιος Ηρακλείδιος είναι ένας απ' αυτούς.

Ας μιμηθούμε το παράδειγμα του.

Αυτός είναι κι ο καλύτερος τρόπος να δείξουμε σ' αυτόν τον σεβασμό μας και τη γνήσια αγάπη μας.

Γύρω στα 400 μ.Χ. πάνω από το υπόγειο σπήλαιο, που περικλείει τον τάφο του Αγίου κτίστηκε η μονή του αγίου Ηρακλειδίου. Η μονή αυτή ανακαινίστηκε τα τελευταία χρόνια κι έγινε γυναικεία. Στον ναό της κάθε Κυριακή και γιορτή πλήθη ευλαβών χριστιανών συνέρχονται από τα διάφορα μέρη της νήσου, για να παρακολουθήσουν τη θεία Λειτουργία και τις άλλες ιερές ακολουθίες. Συγχρόνως όμως και να προσκυνήσουν μ' ευλάβεια την κάρα του Αγίου και να τονωθούν ψυχικά.

Είθε η χάρη του να σκέπει και να φυλάει πάντα το μαρτυρικό νησί μας κι όλους μας.

Απολυτίκίο Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε...
Την ποίμνην εποίμανας, την του Σωτήρος Χριστού, και θείων, μακάριε, ναμάτων πάντων ψυχάς πλουσίως κατήρδευσος•όθεν των Σε τιμώντων ο χορός αναμέλπει, ύμνους Σοι και γεραίρει, την αγίαν Σου μνήμην ικέτευε ούν αεί υπέρ ημών, ιεράρχα Ηρακλείδιε.

Εξήγηση: Άξια ποίμανες, μακάριε, τη λογική ποίμνη του Σωτήρος Χριστού και με τα νάματα της θείας διδασκαλίας πότισες και ξεδίψασες όλους τους πιστούς• γι' αυτό κι ο εκκλησιαστικός χορός εκείνων που σε τιμούν, ψάλλει σε Σένα ύμνους και πανηγυρίζει τη μνήμη σου την αγία. Μεσίτευε, λοιπόν, σε παρακαλούμε στον Κύριο για μας, άγιε ιεράρχα Ηρακλείδιε.

Απολυτίκιο Ήχος γ΄
Ποίημα του Μακ. Αρχ. Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου.
Μέγαν εύρατο των Ταμασέων, πόλις κήρυκα και ποιμενάρχην, της εκκλησίας Χριστού και διδάσκαλον. Των γαρ ειδώλων την πλάνην κατήργησας, φως αληθείας κηρύξας τοις έθνεσιν. Όθεν, άγιε ιεράρχα Ηρακλείδιε, Χριστόν τον Θεόν Ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
.
.