Ο Απόστολος Πέτρος
.
Ο Απόστολος Πέτρος είχε φλογερό ζήλο και μεγάλη αγάπη για τον Χριστό. Βέβαια, κατά την διάρκεια του πάθους Του, Τον αρνήθηκε τρεις φορές με όρκο, αλλά μετενόησε. Θυμήθηκε, μετά το λάλημα του πετεινού, τον λόγο του Χριστού, που του είχε προαναγγείλει την πτώση του στο αμάρτημα της αρνήσεως, και αφού βγήκε έξω έκλαυσε πικρά. Ο Χριστός, μετά την Ανάστασή Του, τον αποκατέστησε στο αποστολικό αξίωμα, αφού τον ερώτησε τρεις φορές εάν τον αγαπά, και του έδωσε την εντολή να ποιμαίνη τα λογικά Του πρόβατα.
Η αγάπη του Αποστόλου Πέτρου για τον Χριστό φαίνεται καθαρά και στα ακόλουθα περιστατικά.
- Όταν ο Χριστός, λίγο πριν το πάθος Του, έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του, ο Πέτρος δεν ήθελε να του πλύνη τα πόδια ο Κύριος και ο Διδάσκαλος. Όταν όμως του είπε ο Χριστός ότι εάν δεν δεχθής να σού πλύνω τα πόδια δεν μπορείς να μένης κοντά μου, τότε ο Απόστολος Πέτρος είπε, τότε Κύριε μη μου πλύνεις μόνον τα πόδια, αλλά και τα χέρια και το κεφάλι.
- Επίσης, όταν ο Χριστός είπε στους ακροατάς του λόγου του ότι για να έχουν αληθινή ζωή πρέπει να τρώγουν το Σώμα Του και να πίνουν το Αίμα Του, εκείνοι δεν κατάλαβαν, σκανδαλίστηκαν και έφυγαν. Τότε ο Χριστός ρώτησε τους Δώδεκα μαθητάς Του, εάν θέλουν και αυτοί να φύγουν. Ο Πέτρος αμέσως απάντησε: “Κύριε, σε ποιόν να πάμε; Έχεις λόγια ζωής αιωνίου και εμείς επιστεύσαμε και γνωρίσαμε ότι συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος”.
Ο Απόστολος Πέτρος, κάποια στιγμή, επηρεασμένος από τις εγκοσμιοκρατικές αντιλήψεις περί του Μεσσίου, αλλά, ίσως, και λόγω του αυθορμήτου χαρακτήρος του, προσπάθησε να αποτρέψη τον Χριστό από την πορεία του προς το Πάθος, και δέχθηκε γι’ αυτό την αυστηρή Του επιτίμηση. Σε άλλη περίπτωση όμως επαινέθηκε από τον Χριστό, όταν Τον ομολόγησε Υιό του Θεού του ζώντος. Τότε τον απεκάλεσε μακάριο, επειδή δέχθηκε την αποκάλυψη όχι από άνθρωπο, αλλά από τον Ίδιο τον Θεό. Του είπε πώς σε αυτή την πέτρα, δηλαδή στην ομολογία του περί του Χριστού ότι είναι Υιός του Θεού, θα οικοδομήση την Εκκλησία Του, της οποίας “πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν”.
Το τέλος του Αποστόλου Πέτρου, όπως του το είχε προαναγγείλει ο Χριστός, ήταν μαρτυρικό.
Η ζωή του και το έργο του μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε με πολλή συντομία τα εξής:
Πρώτον. Μετά την πτώση του στο αμάρτημα της αρνήσεως δεν οδηγήθηκε σε λαθεμένο δρόμο, όπως ο Ιούδας, ο οποίος υπήρξε αμετανόητος, αλλά κατέφυγε στην αγάπη και την φιλανθρωπία του Θεού και διόρθωσε το σφάλμα της αρνήσεως με την ειλικρινή μετάνοια. Με τον τρόπο αυτόν αποκαταστάθηκε στο αποστολικό αξίωμα, άλλά έγινε και για τους αμαρτάνοντας φωτεινό παράδειγμα προς μίμηση. Γιατί δεν υπάρχουν άνθρωποι αναμάρτητοι, αλλά μετανοούντες και αμετανόητοι. Με την ειλικρινή μετάνοια ο άνθρωπος καθαρίζεται από τα αμαρτήματα και λαμβάνει την άκτιστη Χάρη του Θεού. Δεν υπάρχει αμάρτημα, όσο βαρύ και αν είναι, που να μπορή να νικήση την αγάπη και την φιλανθρωπία του Θεού. Το μόνο αμάρτημα που δεν συγχωρείται είναι η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή η αμετανοησία. Βέβαια, η ειλικρινής μετάνοια προϋποθέτει ταπείνωση. Διότι η αλαζονεία και η υπερηφάνεια οδηγούν στην απόγνωση και την απελπισία και σε ό,τι αυτές συνεπάγονται.
Δεύτερον. Κάθε άνθρωπος έχει την δική του προσωπικότητα και τον δικό του χαρακτήρα και οι Άγιοι δεν αποτελούν εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Άλλωστε, είναι και αυτοί άνθρωποι σαν όλους τους άλλους. Ο δρόμος προς την θέωση μπορεί να είναι ο ίδιος και οι εμπειρίες παρόμοιες ή και ίδιες, ωστόσο ο καθένας εκφράζει την δική του προσωπική εμπειρία με τον μοναδικό προσωπικό του λόγο. Το Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μοιάζει με κήπο, που είναι γεμάτος λουλούδια. Αλλά κάθε ένα από αυτά τα λουλούδια είναι μοναδικό και αναδίδει την δική του ευωδία. Ο χαρακτήρας του ανθρώπου δεν αλλάζει εύκολα, μπορεί όμως να μεταστοιχειωθή, να αλλοιωθή από την Χάρη του Θεού. Όταν η άκτιστη θεία Χάρη έλθη μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη την αγιάζει και την ανακαινίζει.
Η φυσικές αρετές δεν κατηγορούνται, αλλά και δεν επαινούνται από τους Πατέρας της Εκκλησίας, επειδή από μόνες τους δεν είναι ούτε καλές ούτε κακές. Π.χ. η φυσική αγάπη των γονέων προς τα παιδιά, την οποία έχουν και αυτά τα άλογα ζώα, δεν κατηγορείται, αλλά και δεν επαινείται. Υπάρχει, βέβαια, η δυνατότητα να μεταβληθή, με την Χάρη του Θεού, σε ανιδιοτελή αγάπη, όπως μπορεί να εξελιχθή, χωρίς την θεία Χάρη, σε εμπαθή αγάπη. Η εμπαθής αγάπη δεν είναι αληθινή, αλλά ψεύτικη, επειδή είναι συνδεδεμένη με τα πάθη, ήτοι με την φιλαυτία, την φιλαργυρία, την φιληδονία, την κενοδοξία κ.λ.π. Γι’ αυτό και συναντούμε το τραγικό φαινόμενο της έχθρας μεταξύ γονέων και παιδιών ή μεταξύ αδελφών, η οποία έχθρα οδηγεί, κάποιες φορές, και στο έγκλημα. Και δεν φταίει γι’ αυτό "η κακιά η ώρα", όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε, αλλά η εμπαθής αγάπη. Οι Άγιοι με την άσκηση, την θεία Λατρεία και την αδιάλειπτη προσευχή εκαθάρισαν την καρδιά τους από τα πάθη και απέκτησαν την άκτιστη θεία Χάρη, καρπός της οποίας είναι και η ανιδιοτελής αγάπη, η οποία αγκαλιάζει και τους εχθρούς.
Η παραμονή στην Εκκλησία δια της μετανοίας, της ταπεινώσεως και της υπακοής στους εκκλησιαστικούς θεσμούς, αναγεννά, αγιάζει και σώζει τον άνθρωπο.
Ο Απόστολος Παύλος
Ο μέγας Απόστολος των Εθνών Παύλος δεν ανήκε στη χορεία των δώδεκα Αποστόλων. Δε γνώρισε τον Κύριο όσο ζούσε στη γη, αλλά αποκαλύφτηκε κατόπιν σε αυτόν και κλήθηκε να γίνει απόστολός Του, όντας αυτός πολέμιος της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία μας χαρακτήρισε τον Απόστολο Παύλο ως τον «Πρώτον μετά τον Ένα», δηλαδή τον σημαντικότερο άνδρα επί γης μετά τον Χριστό και ως το «πολύτιμο σκεύος Χριστού». Δίκαια, διότι ο μέγας αυτός Απόστολος προσέφερε στην Εκκλησία του Χριστού τις πιο ανεκτίμητες υπηρεσίες της ιστορίας Της! Αυτός είναι ο ουσιαστικός θεμελιωτής Της στα έθνη, ως τα πέρατα της οικουμένης!
Τις πληροφορίες για τον βίο και το έργο του μεγάλου Αποστόλου αντλούμε από το βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων» και από τις Επιστολές του, αλλά και από άλλες αρχαιότατες εξωβιβλικές μαρτυρίες. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα εξής χωρία: Πραξ.9,1-29, 22,3-21,26,9-20, Γαλ.1,13-24, A΄Κορ.15,8, Εφ.3,8, Φιλιπ.3,12, κλπ. Το ιεραποστολικό του έργο περιγράφεται στα κεφάλαια 13ο 28ο του βιβλίου των «Πράξεων των Αποστόλων».
Γεννήθηκε γύρω στο 15 μ.Χ. στην Ταρσό της Κιλικίας από Iουδαίους γονείς, οι οποίοι κατάγονταν από την φυλή του Βενιαμίν. Ονομαζόταν Σαούλ ή Σαύλος και επίσης είχε και το ρωμαϊκό όνομα Παύλος. Οι εύποροι γονείς του έδωσαν στον φιλομαθή γιο τους υψηλή παιδεία. Επίσης το αξιόλογο ελληνιστικό πνευματικό κλίμα της Ταρσού επέδρασαν θετικά στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Τόσο ο πατέρας του όσο και ο Παύλος ανήκε στην αίρεση των Φαρισαίων. Αυτό σημαίνει ότι από μικρός είχε καλλιεργήσει στην ανήσυχη ψυχή του θέρμη και ζήλο για την πίστη του.
Γύρω στο 34 μ.Χ. βρέθηκε στην Ιερουσαλήμ να σπουδάζει κοντά στον ονομαστό νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ (Πράξ.22,3). Ο νεαρός φαρισαίος μαθητής έδειξε ιδιαίτερο ζήλο για τη διάσωση της θρησκείας του. Τον συναντούμε συμμέτοχο στον λιθοβολισμό του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου (Πραξ.7,54) και λίγο αργότερα φανατισμένο διώκτη των Χριστιανών. Διαβάζουμε στο ιερό κείμενο: «Σαύλος ελυμαίνετο την εκκλησίαν κατά τους οίκους εισπορευόμενος, σύρων τε άνδρας και γυναίκας παρεδίδου εις φυλακήν» (Πραξ.8,3). Εξαιτίας του υπέρμετρου μάλιστα ζήλου του και του μίσους κατά των πιστών του Ιησού, ζήτησε από τον αρχιερέα να τεθεί επικεφαλής αποσπάσματος, το οποίο θα βάδιζε προς τη Δαμασκό, προκειμένου να τιμωρήσει παραδειγματικά τους εκεί Ιουδαίους που είχαν γίνει Χριστιανοί και να τους σύρει δεμένους στην Ιερουσαλήμ (Πραξ.9,1).
Όμως καθ οδόν έγινε το μεγάλο θαύμα. Ο διώκτης Παύλος είδε ένα εκτυφλωτικό φως, το οποίο τον έριξε από το άλογο και τον τύφλωσε. Ταυτόχρονα άκουσε μια φωνή να του λέγει: «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;». Ο τρομοκρατημένος Παύλος ρώτησε: «Τις ει, Κύριε;» και απάντησε: «Εγώ ειμι Ιησούς ον συ διώκεις΄ αλλά ανάστηθι και είσελθε εις την πόλιν, και λαληθήσεται σοι τι σε δει ποιείν» (Παρξ.9,4-6). Το συγκλονιστικό αυτό γεγονός συντάραξε κυριολεκτικά τον Παύλο, μετανόησε και αφού μπήκε στην πόλη συναντήθηκε με τον επί κεφαλής της Εκκλησίας Ανανία, ο οποίος τον θεράπευσε από την τύφλωση, τον κατήχησε και τον βάπτισε. Το γεγονός αυτό έγινε χρονολογικά πιθανότατα το 36 μ.Χ.
Από τότε ο Παύλος έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Ύστερα από μια επιμελή προετοιμασία ανέλαβε να εκχριστιανίσει τους εθνικούς, δηλαδή τους μη Ιουδαίους.
Με συνοδεία άξιων συνεργατών, όπως του Βαρνάβα και του Μάρκου ως ένα σημείο, ο Παύλος ξεκίνησε το 48 μ.Χ. την πρώτη μεγάλη αποστολική περιοδεία του, η οποία περιγράφεται λεπτομερώς στα 13ο και 14ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων». Πρώτος σταθμός τους ήταν η Σαλαμίνα και ύστερα η Πάφος της Κύπρου, όπου κήρυξαν και ίδρυσαν εκκλησίες. Κατόπιν διάβηκαν στην Μικρά Ασία και περιόδευσαν στις πόλεις Πέργη της Παμφυλίας, στην Αντιόχεια της Πισιδίας, στο Ικόνιο, τα Λύστρα, την Δέρβη και αλλού. Παρ όλες τις δυσκολίες που συνάντησαν και τις διώξεις που υπέστησαν, το κήρυγμά τους σημείωσε επιτυχία. Σε όλες τις πόλεις ίδρυσαν τοπικές εκκλησίες. Μέσω της Αττάλειας επέστρεψαν στην Αντιόχεια, όπου «συναγαγόντες την εκκλησίαν ανήγγειλαν όσα εποίησεν ο Θεός μετ αυτών και ότι ήνοιξε τοις έθνεσι θύραν πίστεως» (Πραξ.14:27).
Στη συνέχεια έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Ιερουσαλήμ (48 μ.Χ.), η οποία έλυσε σοβαρά θέματα ιεραποστολής (Πράξ.15ο κεφ.). Σε αυτή ο Παύλος έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Κατόρθωσε να πείσει ότι η αποστολή του Ιουδαϊσμού τελείωσε και πως η χάρη του Θεού έρχεται σε κάθε άνθρωπο, που συντάσσεται με το Χριστό.
Ύστερα με συνεργάτη του τον Σίλα αναχώρησε για την δεύτερη αποστολική περιοδεία του, η οποία περιγράφεται στα 16ο , 17ο και 18ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων». Μέσω της Συρίας και Κιλικίας περιόδευσε τις πόλεις της Ασίας Δέρβη και Λύστρα. Εκεί συνάντησε τον ευσεβή και ένθερμο νέο Τιμόθεο, το οποίο πήρε και αυτόν μαζί του. Διάβηκαν την Φρυγία, την Γαλατία, έφτασαν στην Μυσία και κατόπιν στην Τρωάδα. Κατόπιν οράματος πέρασαν στην Μακεδονία και ίδρυσαν εκκλησίες στους Φιλίππους, την Θεσσαλονίκη, την Βέροια, την Αθήνα και την Κόρινθο, στην οποία έμειναν περίπου ενάμισι χρόνο στο σπίτι του Ακύλα και της Πρισκίλας. Με το τέλος και της δεύτερης περιοδείας ο Παύλος έφτασε στην Έφεσο και από εκεί μέσω Καισάρειας στην Ιερουσαλήμ. Κατόπιν επέστρεψε στην Αντιόχεια για ανάπαυση.
Σύντομα ανέλαβε να επιτελέσει και την Τρίτη αποστολική περιοδεία του. Περιγράφεται στα 19ο και 20ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων». Επισκέφτηκε την Γαλατία, την Φρυγία και κατέληξε στην Έφεσο, όπου έμεινε τρία χρόνια διδάσκοντας και στηρίζοντας την εκκλησία της μεγάλης ασιατικής αυτής πόλεως. Μετά ήλθε στην Τρωάδα, πέρασε ξανά στους Φιλίππους, στην Θεσσαλονίκη, στην Βέροια, ίσως στην Ήπειρο και τερμάτισε στην Κόρινθο, όπου έμεινε τρεις μήνες.
Μέσω Τρωάδος, Μιλήτου και Καισάρειας έφτασε και πάλι στην Ιερουσαλήμ. Εκεί συνελήφθη ως ταραχοποιός και οδηγήθηκε σε δίκη (Πράξ.21ο κεφ.). Ως ρωμαίος πολίτης (Ρωμ.11,1) απαίτησε να δικαστεί στο αυτοκρατορικό δικαστήριο της Ρώμης. Γι αυτό αναχώρησε δέσμιος ακτοπλοϊκώς για την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Κοντά στη νήσο Μελίτη ναυάγησε το πλοίο και βγήκαν στην ξηρά όπου κήρυξε και ίδρυσε και εκεί εκκλησία. Τελικά έφθασε στη Ρώμη, όπου ύστερα από δύο χρόνια σχετικού περιορισμού δικάστηκε και αθωώθηκε (Πράξ.27ο και 28ο κεφ.). Στο σημείο αυτό τελειώνει και το ιερό βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων».
Από την Ρώμη έπλευσε στην Κρήτη, όπου αφήκε επίσκοπο τον εκλεκτό και πιστό συνεργάτη του Τίτο, ανέβηκε στην Κόρινθο, στην Μακεδονία και επισκέφτηκε πιθανότατα την Νικόπολη της Ηπείρου το Φθινόπωρο του 66 μ.Χ., όπου και παραχείμασε (Τιτ.3,12). Μετά πέρασε και πάλι στην Ασία, όπου αφήκε τον αγαπητό του συνοδό Τιμόθεο, αφού τον κατέστησε επίσκοπο στην Έφεσο. Η τέταρτη και τελευταία περιοδεία του μεγάλου αποστόλου τερματίστηκε στην Δύση. Έφτασε σύμφωνα με μαρτυρία του αγίου Κλήμεντα Ρώμης στις εσχατιές της Δύσης, στην Ισπανία. Κατόπιν κατάκοπος και τσακισμένος από τις κακουχίες κατέληξε στην Ρώμη. Κατάλαβε το τέλος του και έγραψε στον αγαπημένο του μαθητή Τιμόθεο: «εγώ ήδη σπένδομαι και ο καιρός της εμής αναλύσεως εφέστηκε» (Β΄Τιμ.4,6-8). Οι διωγμοί κατά των Χριστιανών, που είχε κηρύξει ο παράφρονας Νέρων βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Ο Παύλος κατέστη ο κύριος στόχος των ειδωλολατρών δημίων. Έτσι γύρω στο 67 μ.Χ. συνελήφθη και αποκεφαλίσθηκε, σφραγίζοντας έτσι το τιτάνιο ιεραποστολικό του έργο με το μαρτύριό του.
Ο μεγάλος αυτός Απόστολος μας άφησε και δεκατέσσερις επιστολές, οι οποίες κατέχουν σπουδαία θέση στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Αυτές είναι: 1) Η προς Ρωμαίους, 2) προς Κορινθίους Α΄, 3) προς Κορινθίους Β΄ 4) προς Γαλάτας, 5) προς Εφεσίους, 6) προς Φιλιππησίους, 7) προς Κολασσαείς, 8) προς Θεσσαλονικείς Α΄, 9) προς Θεσσαλονικείς Β΄,10) προς Τιμόθεον Α΄,11) προς Τιμόθεον Β΄,12) προς Τίτον, 13) προς Φιλήμονα και 14) προς Εβραίους.
Η σεπτή του μνήμη εορτάζεται μαζί με του άλλου κορυφαίου απόστόλου Πέτρου στις 29 Ιουνίου.
Η αγάπη του Αποστόλου Πέτρου για τον Χριστό φαίνεται καθαρά και στα ακόλουθα περιστατικά.
- Όταν ο Χριστός, λίγο πριν το πάθος Του, έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του, ο Πέτρος δεν ήθελε να του πλύνη τα πόδια ο Κύριος και ο Διδάσκαλος. Όταν όμως του είπε ο Χριστός ότι εάν δεν δεχθής να σού πλύνω τα πόδια δεν μπορείς να μένης κοντά μου, τότε ο Απόστολος Πέτρος είπε, τότε Κύριε μη μου πλύνεις μόνον τα πόδια, αλλά και τα χέρια και το κεφάλι.
- Επίσης, όταν ο Χριστός είπε στους ακροατάς του λόγου του ότι για να έχουν αληθινή ζωή πρέπει να τρώγουν το Σώμα Του και να πίνουν το Αίμα Του, εκείνοι δεν κατάλαβαν, σκανδαλίστηκαν και έφυγαν. Τότε ο Χριστός ρώτησε τους Δώδεκα μαθητάς Του, εάν θέλουν και αυτοί να φύγουν. Ο Πέτρος αμέσως απάντησε: “Κύριε, σε ποιόν να πάμε; Έχεις λόγια ζωής αιωνίου και εμείς επιστεύσαμε και γνωρίσαμε ότι συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος”.
Ο Απόστολος Πέτρος, κάποια στιγμή, επηρεασμένος από τις εγκοσμιοκρατικές αντιλήψεις περί του Μεσσίου, αλλά, ίσως, και λόγω του αυθορμήτου χαρακτήρος του, προσπάθησε να αποτρέψη τον Χριστό από την πορεία του προς το Πάθος, και δέχθηκε γι’ αυτό την αυστηρή Του επιτίμηση. Σε άλλη περίπτωση όμως επαινέθηκε από τον Χριστό, όταν Τον ομολόγησε Υιό του Θεού του ζώντος. Τότε τον απεκάλεσε μακάριο, επειδή δέχθηκε την αποκάλυψη όχι από άνθρωπο, αλλά από τον Ίδιο τον Θεό. Του είπε πώς σε αυτή την πέτρα, δηλαδή στην ομολογία του περί του Χριστού ότι είναι Υιός του Θεού, θα οικοδομήση την Εκκλησία Του, της οποίας “πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν”.
Το τέλος του Αποστόλου Πέτρου, όπως του το είχε προαναγγείλει ο Χριστός, ήταν μαρτυρικό.
Η ζωή του και το έργο του μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε με πολλή συντομία τα εξής:
Πρώτον. Μετά την πτώση του στο αμάρτημα της αρνήσεως δεν οδηγήθηκε σε λαθεμένο δρόμο, όπως ο Ιούδας, ο οποίος υπήρξε αμετανόητος, αλλά κατέφυγε στην αγάπη και την φιλανθρωπία του Θεού και διόρθωσε το σφάλμα της αρνήσεως με την ειλικρινή μετάνοια. Με τον τρόπο αυτόν αποκαταστάθηκε στο αποστολικό αξίωμα, άλλά έγινε και για τους αμαρτάνοντας φωτεινό παράδειγμα προς μίμηση. Γιατί δεν υπάρχουν άνθρωποι αναμάρτητοι, αλλά μετανοούντες και αμετανόητοι. Με την ειλικρινή μετάνοια ο άνθρωπος καθαρίζεται από τα αμαρτήματα και λαμβάνει την άκτιστη Χάρη του Θεού. Δεν υπάρχει αμάρτημα, όσο βαρύ και αν είναι, που να μπορή να νικήση την αγάπη και την φιλανθρωπία του Θεού. Το μόνο αμάρτημα που δεν συγχωρείται είναι η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή η αμετανοησία. Βέβαια, η ειλικρινής μετάνοια προϋποθέτει ταπείνωση. Διότι η αλαζονεία και η υπερηφάνεια οδηγούν στην απόγνωση και την απελπισία και σε ό,τι αυτές συνεπάγονται.
Δεύτερον. Κάθε άνθρωπος έχει την δική του προσωπικότητα και τον δικό του χαρακτήρα και οι Άγιοι δεν αποτελούν εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Άλλωστε, είναι και αυτοί άνθρωποι σαν όλους τους άλλους. Ο δρόμος προς την θέωση μπορεί να είναι ο ίδιος και οι εμπειρίες παρόμοιες ή και ίδιες, ωστόσο ο καθένας εκφράζει την δική του προσωπική εμπειρία με τον μοναδικό προσωπικό του λόγο. Το Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μοιάζει με κήπο, που είναι γεμάτος λουλούδια. Αλλά κάθε ένα από αυτά τα λουλούδια είναι μοναδικό και αναδίδει την δική του ευωδία. Ο χαρακτήρας του ανθρώπου δεν αλλάζει εύκολα, μπορεί όμως να μεταστοιχειωθή, να αλλοιωθή από την Χάρη του Θεού. Όταν η άκτιστη θεία Χάρη έλθη μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη την αγιάζει και την ανακαινίζει.
Η φυσικές αρετές δεν κατηγορούνται, αλλά και δεν επαινούνται από τους Πατέρας της Εκκλησίας, επειδή από μόνες τους δεν είναι ούτε καλές ούτε κακές. Π.χ. η φυσική αγάπη των γονέων προς τα παιδιά, την οποία έχουν και αυτά τα άλογα ζώα, δεν κατηγορείται, αλλά και δεν επαινείται. Υπάρχει, βέβαια, η δυνατότητα να μεταβληθή, με την Χάρη του Θεού, σε ανιδιοτελή αγάπη, όπως μπορεί να εξελιχθή, χωρίς την θεία Χάρη, σε εμπαθή αγάπη. Η εμπαθής αγάπη δεν είναι αληθινή, αλλά ψεύτικη, επειδή είναι συνδεδεμένη με τα πάθη, ήτοι με την φιλαυτία, την φιλαργυρία, την φιληδονία, την κενοδοξία κ.λ.π. Γι’ αυτό και συναντούμε το τραγικό φαινόμενο της έχθρας μεταξύ γονέων και παιδιών ή μεταξύ αδελφών, η οποία έχθρα οδηγεί, κάποιες φορές, και στο έγκλημα. Και δεν φταίει γι’ αυτό "η κακιά η ώρα", όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε, αλλά η εμπαθής αγάπη. Οι Άγιοι με την άσκηση, την θεία Λατρεία και την αδιάλειπτη προσευχή εκαθάρισαν την καρδιά τους από τα πάθη και απέκτησαν την άκτιστη θεία Χάρη, καρπός της οποίας είναι και η ανιδιοτελής αγάπη, η οποία αγκαλιάζει και τους εχθρούς.
Η παραμονή στην Εκκλησία δια της μετανοίας, της ταπεινώσεως και της υπακοής στους εκκλησιαστικούς θεσμούς, αναγεννά, αγιάζει και σώζει τον άνθρωπο.
Ο Απόστολος Παύλος
Ο μέγας Απόστολος των Εθνών Παύλος δεν ανήκε στη χορεία των δώδεκα Αποστόλων. Δε γνώρισε τον Κύριο όσο ζούσε στη γη, αλλά αποκαλύφτηκε κατόπιν σε αυτόν και κλήθηκε να γίνει απόστολός Του, όντας αυτός πολέμιος της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία μας χαρακτήρισε τον Απόστολο Παύλο ως τον «Πρώτον μετά τον Ένα», δηλαδή τον σημαντικότερο άνδρα επί γης μετά τον Χριστό και ως το «πολύτιμο σκεύος Χριστού». Δίκαια, διότι ο μέγας αυτός Απόστολος προσέφερε στην Εκκλησία του Χριστού τις πιο ανεκτίμητες υπηρεσίες της ιστορίας Της! Αυτός είναι ο ουσιαστικός θεμελιωτής Της στα έθνη, ως τα πέρατα της οικουμένης!
Τις πληροφορίες για τον βίο και το έργο του μεγάλου Αποστόλου αντλούμε από το βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων» και από τις Επιστολές του, αλλά και από άλλες αρχαιότατες εξωβιβλικές μαρτυρίες. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα εξής χωρία: Πραξ.9,1-29, 22,3-21,26,9-20, Γαλ.1,13-24, A΄Κορ.15,8, Εφ.3,8, Φιλιπ.3,12, κλπ. Το ιεραποστολικό του έργο περιγράφεται στα κεφάλαια 13ο 28ο του βιβλίου των «Πράξεων των Αποστόλων».
Γεννήθηκε γύρω στο 15 μ.Χ. στην Ταρσό της Κιλικίας από Iουδαίους γονείς, οι οποίοι κατάγονταν από την φυλή του Βενιαμίν. Ονομαζόταν Σαούλ ή Σαύλος και επίσης είχε και το ρωμαϊκό όνομα Παύλος. Οι εύποροι γονείς του έδωσαν στον φιλομαθή γιο τους υψηλή παιδεία. Επίσης το αξιόλογο ελληνιστικό πνευματικό κλίμα της Ταρσού επέδρασαν θετικά στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Τόσο ο πατέρας του όσο και ο Παύλος ανήκε στην αίρεση των Φαρισαίων. Αυτό σημαίνει ότι από μικρός είχε καλλιεργήσει στην ανήσυχη ψυχή του θέρμη και ζήλο για την πίστη του.
Γύρω στο 34 μ.Χ. βρέθηκε στην Ιερουσαλήμ να σπουδάζει κοντά στον ονομαστό νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ (Πράξ.22,3). Ο νεαρός φαρισαίος μαθητής έδειξε ιδιαίτερο ζήλο για τη διάσωση της θρησκείας του. Τον συναντούμε συμμέτοχο στον λιθοβολισμό του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου (Πραξ.7,54) και λίγο αργότερα φανατισμένο διώκτη των Χριστιανών. Διαβάζουμε στο ιερό κείμενο: «Σαύλος ελυμαίνετο την εκκλησίαν κατά τους οίκους εισπορευόμενος, σύρων τε άνδρας και γυναίκας παρεδίδου εις φυλακήν» (Πραξ.8,3). Εξαιτίας του υπέρμετρου μάλιστα ζήλου του και του μίσους κατά των πιστών του Ιησού, ζήτησε από τον αρχιερέα να τεθεί επικεφαλής αποσπάσματος, το οποίο θα βάδιζε προς τη Δαμασκό, προκειμένου να τιμωρήσει παραδειγματικά τους εκεί Ιουδαίους που είχαν γίνει Χριστιανοί και να τους σύρει δεμένους στην Ιερουσαλήμ (Πραξ.9,1).
Όμως καθ οδόν έγινε το μεγάλο θαύμα. Ο διώκτης Παύλος είδε ένα εκτυφλωτικό φως, το οποίο τον έριξε από το άλογο και τον τύφλωσε. Ταυτόχρονα άκουσε μια φωνή να του λέγει: «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;». Ο τρομοκρατημένος Παύλος ρώτησε: «Τις ει, Κύριε;» και απάντησε: «Εγώ ειμι Ιησούς ον συ διώκεις΄ αλλά ανάστηθι και είσελθε εις την πόλιν, και λαληθήσεται σοι τι σε δει ποιείν» (Παρξ.9,4-6). Το συγκλονιστικό αυτό γεγονός συντάραξε κυριολεκτικά τον Παύλο, μετανόησε και αφού μπήκε στην πόλη συναντήθηκε με τον επί κεφαλής της Εκκλησίας Ανανία, ο οποίος τον θεράπευσε από την τύφλωση, τον κατήχησε και τον βάπτισε. Το γεγονός αυτό έγινε χρονολογικά πιθανότατα το 36 μ.Χ.
Από τότε ο Παύλος έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Ύστερα από μια επιμελή προετοιμασία ανέλαβε να εκχριστιανίσει τους εθνικούς, δηλαδή τους μη Ιουδαίους.
Με συνοδεία άξιων συνεργατών, όπως του Βαρνάβα και του Μάρκου ως ένα σημείο, ο Παύλος ξεκίνησε το 48 μ.Χ. την πρώτη μεγάλη αποστολική περιοδεία του, η οποία περιγράφεται λεπτομερώς στα 13ο και 14ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων». Πρώτος σταθμός τους ήταν η Σαλαμίνα και ύστερα η Πάφος της Κύπρου, όπου κήρυξαν και ίδρυσαν εκκλησίες. Κατόπιν διάβηκαν στην Μικρά Ασία και περιόδευσαν στις πόλεις Πέργη της Παμφυλίας, στην Αντιόχεια της Πισιδίας, στο Ικόνιο, τα Λύστρα, την Δέρβη και αλλού. Παρ όλες τις δυσκολίες που συνάντησαν και τις διώξεις που υπέστησαν, το κήρυγμά τους σημείωσε επιτυχία. Σε όλες τις πόλεις ίδρυσαν τοπικές εκκλησίες. Μέσω της Αττάλειας επέστρεψαν στην Αντιόχεια, όπου «συναγαγόντες την εκκλησίαν ανήγγειλαν όσα εποίησεν ο Θεός μετ αυτών και ότι ήνοιξε τοις έθνεσι θύραν πίστεως» (Πραξ.14:27).
Στη συνέχεια έλαβε μέρος στην Σύνοδο της Ιερουσαλήμ (48 μ.Χ.), η οποία έλυσε σοβαρά θέματα ιεραποστολής (Πράξ.15ο κεφ.). Σε αυτή ο Παύλος έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Κατόρθωσε να πείσει ότι η αποστολή του Ιουδαϊσμού τελείωσε και πως η χάρη του Θεού έρχεται σε κάθε άνθρωπο, που συντάσσεται με το Χριστό.
Ύστερα με συνεργάτη του τον Σίλα αναχώρησε για την δεύτερη αποστολική περιοδεία του, η οποία περιγράφεται στα 16ο , 17ο και 18ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων». Μέσω της Συρίας και Κιλικίας περιόδευσε τις πόλεις της Ασίας Δέρβη και Λύστρα. Εκεί συνάντησε τον ευσεβή και ένθερμο νέο Τιμόθεο, το οποίο πήρε και αυτόν μαζί του. Διάβηκαν την Φρυγία, την Γαλατία, έφτασαν στην Μυσία και κατόπιν στην Τρωάδα. Κατόπιν οράματος πέρασαν στην Μακεδονία και ίδρυσαν εκκλησίες στους Φιλίππους, την Θεσσαλονίκη, την Βέροια, την Αθήνα και την Κόρινθο, στην οποία έμειναν περίπου ενάμισι χρόνο στο σπίτι του Ακύλα και της Πρισκίλας. Με το τέλος και της δεύτερης περιοδείας ο Παύλος έφτασε στην Έφεσο και από εκεί μέσω Καισάρειας στην Ιερουσαλήμ. Κατόπιν επέστρεψε στην Αντιόχεια για ανάπαυση.
Σύντομα ανέλαβε να επιτελέσει και την Τρίτη αποστολική περιοδεία του. Περιγράφεται στα 19ο και 20ο κεφάλαια των «Πράξεων των Αποστόλων». Επισκέφτηκε την Γαλατία, την Φρυγία και κατέληξε στην Έφεσο, όπου έμεινε τρία χρόνια διδάσκοντας και στηρίζοντας την εκκλησία της μεγάλης ασιατικής αυτής πόλεως. Μετά ήλθε στην Τρωάδα, πέρασε ξανά στους Φιλίππους, στην Θεσσαλονίκη, στην Βέροια, ίσως στην Ήπειρο και τερμάτισε στην Κόρινθο, όπου έμεινε τρεις μήνες.
Μέσω Τρωάδος, Μιλήτου και Καισάρειας έφτασε και πάλι στην Ιερουσαλήμ. Εκεί συνελήφθη ως ταραχοποιός και οδηγήθηκε σε δίκη (Πράξ.21ο κεφ.). Ως ρωμαίος πολίτης (Ρωμ.11,1) απαίτησε να δικαστεί στο αυτοκρατορικό δικαστήριο της Ρώμης. Γι αυτό αναχώρησε δέσμιος ακτοπλοϊκώς για την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Κοντά στη νήσο Μελίτη ναυάγησε το πλοίο και βγήκαν στην ξηρά όπου κήρυξε και ίδρυσε και εκεί εκκλησία. Τελικά έφθασε στη Ρώμη, όπου ύστερα από δύο χρόνια σχετικού περιορισμού δικάστηκε και αθωώθηκε (Πράξ.27ο και 28ο κεφ.). Στο σημείο αυτό τελειώνει και το ιερό βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων».
Από την Ρώμη έπλευσε στην Κρήτη, όπου αφήκε επίσκοπο τον εκλεκτό και πιστό συνεργάτη του Τίτο, ανέβηκε στην Κόρινθο, στην Μακεδονία και επισκέφτηκε πιθανότατα την Νικόπολη της Ηπείρου το Φθινόπωρο του 66 μ.Χ., όπου και παραχείμασε (Τιτ.3,12). Μετά πέρασε και πάλι στην Ασία, όπου αφήκε τον αγαπητό του συνοδό Τιμόθεο, αφού τον κατέστησε επίσκοπο στην Έφεσο. Η τέταρτη και τελευταία περιοδεία του μεγάλου αποστόλου τερματίστηκε στην Δύση. Έφτασε σύμφωνα με μαρτυρία του αγίου Κλήμεντα Ρώμης στις εσχατιές της Δύσης, στην Ισπανία. Κατόπιν κατάκοπος και τσακισμένος από τις κακουχίες κατέληξε στην Ρώμη. Κατάλαβε το τέλος του και έγραψε στον αγαπημένο του μαθητή Τιμόθεο: «εγώ ήδη σπένδομαι και ο καιρός της εμής αναλύσεως εφέστηκε» (Β΄Τιμ.4,6-8). Οι διωγμοί κατά των Χριστιανών, που είχε κηρύξει ο παράφρονας Νέρων βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Ο Παύλος κατέστη ο κύριος στόχος των ειδωλολατρών δημίων. Έτσι γύρω στο 67 μ.Χ. συνελήφθη και αποκεφαλίσθηκε, σφραγίζοντας έτσι το τιτάνιο ιεραποστολικό του έργο με το μαρτύριό του.
Ο μεγάλος αυτός Απόστολος μας άφησε και δεκατέσσερις επιστολές, οι οποίες κατέχουν σπουδαία θέση στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Αυτές είναι: 1) Η προς Ρωμαίους, 2) προς Κορινθίους Α΄, 3) προς Κορινθίους Β΄ 4) προς Γαλάτας, 5) προς Εφεσίους, 6) προς Φιλιππησίους, 7) προς Κολασσαείς, 8) προς Θεσσαλονικείς Α΄, 9) προς Θεσσαλονικείς Β΄,10) προς Τιμόθεον Α΄,11) προς Τιμόθεον Β΄,12) προς Τίτον, 13) προς Φιλήμονα και 14) προς Εβραίους.
Η σεπτή του μνήμη εορτάζεται μαζί με του άλλου κορυφαίου απόστόλου Πέτρου στις 29 Ιουνίου.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου