«Είμαι η Παρασκευή!»
Ο Παππούς αισθανόταν την αγάπη των Αγίων να τον διαπέρνα σαν ζεστό ρεύμα, όπως είχε ομολογήσει ο ίδιος. Και οι λόγοι του διαβεβαιώνουν ότι ή τάσις αυτού του ρεύματος ήταν υψηλή: «Έχουμε συγχορευτάς και συνεορτάζοντας και συνεορταζομένους τους Αγίους και όλον τον ουράνιο κόσμο. Οι Άγιοι με την αγάπη τους μας παίρνουν τα μυαλά, εδώ που τα λέμε… Ανά πασά στιγμή επικοινωνούν μαζί μας, γιατί ευρίσκονται μέσα στον φώς του Θεού και δεν εμποδίζονται από την ύλη. Λοιπόν, μας παρακολουθούν εμάς συνεχώς από κοντά και, όταν τους παρακαλούμε, αμέσως μας επισκέπτονται και μας σώζουν από πολλούς πειρασμούς και μας ευφραίνουν τον νου…
»Οι Άγιοι, είδατε, πηδούν και έρχονται προς ημάς και θέλουν να πηδήσωμε και εμείς προς αυτούς, για να είμαστε φίλοι. Να τους ανταποδίδωμε την επίσκεψι, γιατί την ποθούν αφάνταστα. Τι και αν μας χωρίζει ο ορατός κόσμος από τον αόρατο; ‘Εμείς να ενστερνιστούμε την αγάπη του Χριστού και να κάνωμε το βήμα!…»
Την άνοιξη του 1988 (17 Μαρτίου), ο Γέροντας μαζί με τις αδελφές Θ, Θ. και Θ ξεκίνησαν με τον αυτοκίνητο, για να επισκευάσουν τον τότε χωματόδρομο, που είχε γίνει άβατος από τις βροχές.
Με την ευκαιρία αυτή θα έκοβαν και χορτάρι για τις αγελάδες της Μονής. Λίγο πριν φθάσουν στον προσκυνητάρι της αγίας Παρασκευής, στον χωράφι του Σταμπόλα, τον όποιο ήταν κατάσπαρτο από αγριολούλουδα, είδαν μία γυναίκα, μαντηλοφορεμένη και ντυμένη με σκούρα ρούχα, να βαδίζει αργά-αργά και σκυφτή. Εφαινόταν σαν να αναζητούσε κάτι. Ξαφνικά, σήκωσε τον κεφάλι της και προσήλωσε επίμονα τον έντονο βλέμμα της επάνω στον Γέροντα, σαν να ήθελε να του μιλήσει.
Σ’ όλους έκανε μεγάλη εντύπωση το ολοφώτεινο και κατάλευκο πρόσωπο της, καθώς και τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της. Απορούσαν, λοιπόν, ποιά να ήταν ή άγνωστη αυτή γυναίκα. Την προσπέρασαν, όμως, χωρίς να της ομιλήσουν.
Μετά από μία ώρα περίπου, καθώς επέστρεφαν, ξανασυνάντησαν την παράδοξη αυτή ύπαρξη να βηματίζει με απαράλλακτο τρόπο, στο ίδιο σημείο. Απόρησαν οι αδελφές και ερώτησαν:
-Παππού, τί παράξενο πράγμα! Τί κάνει αύτη ή γυναίκα τόση ώρα μόνη της εδώ; Δεν φαίνεται να μαζεύει χόρτα.
-Έτσι εμφανίζονται οι Άγιοι, απήντησε με απλότητα ο Πάππος.
Την ιδία στιγμή γύρισε ή γυναίκα και κοίταξε πάλι κατάματα τον Γέροντα, με πολύ μεγαλύτερη έμφαση, όμως, αυτή την φορά.
-Παππού, σταθείτε να ρωτήσαμε ποιά είναι, επέμεναν οι αδελφές.
Αλλά εκείνος, χωρίς να σταματήσει να οδηγεί, επανέλαβε τους λόγους:
-Έτσι εμφανίζονται οι Άγιοι- ξαφνικά!
Τότε οι αδελφές άρχισαν να σκέπτονται μήπως ή εμφάνεια ήταν υπερφυσική και λυπήθηκαν πού δεν σταμάτησαν, για να διερευνήσουν την ασυνήθη αυτήν παρουσία.
Μετά από μερικές ήμερες, στο τέλος της Θείας Λειτουργίας του Μ. Σαββάτου, ή αδελφή Θ. βλέπει την παράξενη εκείνη γυναίκα, με την ίδια ενδυμασία, ανάμεσα στο εκκλησίασμα να πηγαίνει να πάρει αντίδωρο από τον Παππού. Κατάπληκτη σκέφθηκε με χαρά: «Τώρα δεν μου γλυτώνεις. Θα σε ρωτήσω ποιά είσαι». Και έσπευσε να την προλάβει. Μόλις, όμως, την πλησίασε, την έχασε από τα μάτια της. Την αναζήτησε μέσα και έξω από τον Ναό, αλλά είχε γίνει άφαντη! Ήταν βέβαιο, πλέον, ότι ή παρουσία της ήταν υπερφυής.
Άλλωστε και ο Παππούς ομολόγησε ότι ή θέα και το βλέμμα της είχαν αφήσει στην ψυχή του μία Θεία αγαλλίαση και την πληροφορία ότι ήταν η αγία Παρασκευή. Παρ’ όλα αυτά, επί αρκετό καιρό, απέφευγε να αποδεχτεί το γεγονός ως εμφάνεια της Αγίας, φοβούμενος την πλάνη. Γι’ αυτό προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι επρόκειτο για μία συνήθη γυναίκα, ή οποία πιθανώς να μάζευε χόρτα. Άλλωστε ο Παππούς δεν δεχόταν αβασάνιστα όλα τα υπερφυσικά γεγονότα ως Θεία. Για πολύ καιρό, λοιπόν, απωθούσε την πνευματική γλυκύτητα πού ένιωθε στην ανάμνηση εκείνης της συναντήσεως, περιφρουρώντας έτσι τον εαυτό του. Η ψυχή του δεν αναπαυόταν με αυτή την αρνητική στάση του και τελικά -όπως έλεγε ο ίδιος- έχασε την ειρήνη στην προσευχή. Τότε κατάλαβε ότι ήταν λάθος του να μη δέχεται την ευλογία του Θεού.
Αργότερα διαβεβαίωνε: «Όσο σκέπτομαι την ματιά της Αγίας Παρασκευής τόσο αισθάνομαι ένα ποταμό Χάριτος μέσα μου. Βλέπω ότι μου ανάβει περισσότερο πυρ Θείας αγάπης. Αν άφηνα τον νου μου να δουλέψει αυτό το θέμα της εμφανίσεως της Αγίας, θα είχα πολλά ανοίγματα! Αλλά κρατάω και ένα- και λέω: Και ποιός είμαι εγώ; Γιατί πάντα υπάρχει ο κίνδυνος της πλάνης».
Αργότερα ένα πνευματικό του παιδί από τα Μέγαρα, του απεκάλυψε: «Είδα σε όνειρο μία μοναχή, ή οποία μου είπε: Να πεις στον Δαμασκηνό: Τρεις φορές παρουσιάσθηκα. Τί άλλο θέλει;
-Και ποιά είσαι εσύ; την ερώτησα.
-Είμαι αυτή, που ή μητέρα σου με τιμά και με νηστεύει από μικρό παιδί. Είμαι ή Παρασκευή!».
--------------------------------------------------------------------------------
ΒΙΒΛΙΟΓ। Ο ΠΑΤΗΡ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΟΥΛΗΣ. ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΜΑΚΡΥΝΟΥ . ΜΕΓΑΡΑ 2006
Ο Παππούς αισθανόταν την αγάπη των Αγίων να τον διαπέρνα σαν ζεστό ρεύμα, όπως είχε ομολογήσει ο ίδιος. Και οι λόγοι του διαβεβαιώνουν ότι ή τάσις αυτού του ρεύματος ήταν υψηλή: «Έχουμε συγχορευτάς και συνεορτάζοντας και συνεορταζομένους τους Αγίους και όλον τον ουράνιο κόσμο. Οι Άγιοι με την αγάπη τους μας παίρνουν τα μυαλά, εδώ που τα λέμε… Ανά πασά στιγμή επικοινωνούν μαζί μας, γιατί ευρίσκονται μέσα στον φώς του Θεού και δεν εμποδίζονται από την ύλη. Λοιπόν, μας παρακολουθούν εμάς συνεχώς από κοντά και, όταν τους παρακαλούμε, αμέσως μας επισκέπτονται και μας σώζουν από πολλούς πειρασμούς και μας ευφραίνουν τον νου…
»Οι Άγιοι, είδατε, πηδούν και έρχονται προς ημάς και θέλουν να πηδήσωμε και εμείς προς αυτούς, για να είμαστε φίλοι. Να τους ανταποδίδωμε την επίσκεψι, γιατί την ποθούν αφάνταστα. Τι και αν μας χωρίζει ο ορατός κόσμος από τον αόρατο; ‘Εμείς να ενστερνιστούμε την αγάπη του Χριστού και να κάνωμε το βήμα!…»
Την άνοιξη του 1988 (17 Μαρτίου), ο Γέροντας μαζί με τις αδελφές Θ, Θ. και Θ ξεκίνησαν με τον αυτοκίνητο, για να επισκευάσουν τον τότε χωματόδρομο, που είχε γίνει άβατος από τις βροχές.
Με την ευκαιρία αυτή θα έκοβαν και χορτάρι για τις αγελάδες της Μονής. Λίγο πριν φθάσουν στον προσκυνητάρι της αγίας Παρασκευής, στον χωράφι του Σταμπόλα, τον όποιο ήταν κατάσπαρτο από αγριολούλουδα, είδαν μία γυναίκα, μαντηλοφορεμένη και ντυμένη με σκούρα ρούχα, να βαδίζει αργά-αργά και σκυφτή. Εφαινόταν σαν να αναζητούσε κάτι. Ξαφνικά, σήκωσε τον κεφάλι της και προσήλωσε επίμονα τον έντονο βλέμμα της επάνω στον Γέροντα, σαν να ήθελε να του μιλήσει.
Σ’ όλους έκανε μεγάλη εντύπωση το ολοφώτεινο και κατάλευκο πρόσωπο της, καθώς και τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της. Απορούσαν, λοιπόν, ποιά να ήταν ή άγνωστη αυτή γυναίκα. Την προσπέρασαν, όμως, χωρίς να της ομιλήσουν.
Μετά από μία ώρα περίπου, καθώς επέστρεφαν, ξανασυνάντησαν την παράδοξη αυτή ύπαρξη να βηματίζει με απαράλλακτο τρόπο, στο ίδιο σημείο. Απόρησαν οι αδελφές και ερώτησαν:
-Παππού, τί παράξενο πράγμα! Τί κάνει αύτη ή γυναίκα τόση ώρα μόνη της εδώ; Δεν φαίνεται να μαζεύει χόρτα.
-Έτσι εμφανίζονται οι Άγιοι, απήντησε με απλότητα ο Πάππος.
Την ιδία στιγμή γύρισε ή γυναίκα και κοίταξε πάλι κατάματα τον Γέροντα, με πολύ μεγαλύτερη έμφαση, όμως, αυτή την φορά.
-Παππού, σταθείτε να ρωτήσαμε ποιά είναι, επέμεναν οι αδελφές.
Αλλά εκείνος, χωρίς να σταματήσει να οδηγεί, επανέλαβε τους λόγους:
-Έτσι εμφανίζονται οι Άγιοι- ξαφνικά!
Τότε οι αδελφές άρχισαν να σκέπτονται μήπως ή εμφάνεια ήταν υπερφυσική και λυπήθηκαν πού δεν σταμάτησαν, για να διερευνήσουν την ασυνήθη αυτήν παρουσία.
Μετά από μερικές ήμερες, στο τέλος της Θείας Λειτουργίας του Μ. Σαββάτου, ή αδελφή Θ. βλέπει την παράξενη εκείνη γυναίκα, με την ίδια ενδυμασία, ανάμεσα στο εκκλησίασμα να πηγαίνει να πάρει αντίδωρο από τον Παππού. Κατάπληκτη σκέφθηκε με χαρά: «Τώρα δεν μου γλυτώνεις. Θα σε ρωτήσω ποιά είσαι». Και έσπευσε να την προλάβει. Μόλις, όμως, την πλησίασε, την έχασε από τα μάτια της. Την αναζήτησε μέσα και έξω από τον Ναό, αλλά είχε γίνει άφαντη! Ήταν βέβαιο, πλέον, ότι ή παρουσία της ήταν υπερφυής.
Άλλωστε και ο Παππούς ομολόγησε ότι ή θέα και το βλέμμα της είχαν αφήσει στην ψυχή του μία Θεία αγαλλίαση και την πληροφορία ότι ήταν η αγία Παρασκευή. Παρ’ όλα αυτά, επί αρκετό καιρό, απέφευγε να αποδεχτεί το γεγονός ως εμφάνεια της Αγίας, φοβούμενος την πλάνη. Γι’ αυτό προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι επρόκειτο για μία συνήθη γυναίκα, ή οποία πιθανώς να μάζευε χόρτα. Άλλωστε ο Παππούς δεν δεχόταν αβασάνιστα όλα τα υπερφυσικά γεγονότα ως Θεία. Για πολύ καιρό, λοιπόν, απωθούσε την πνευματική γλυκύτητα πού ένιωθε στην ανάμνηση εκείνης της συναντήσεως, περιφρουρώντας έτσι τον εαυτό του. Η ψυχή του δεν αναπαυόταν με αυτή την αρνητική στάση του και τελικά -όπως έλεγε ο ίδιος- έχασε την ειρήνη στην προσευχή. Τότε κατάλαβε ότι ήταν λάθος του να μη δέχεται την ευλογία του Θεού.
Αργότερα διαβεβαίωνε: «Όσο σκέπτομαι την ματιά της Αγίας Παρασκευής τόσο αισθάνομαι ένα ποταμό Χάριτος μέσα μου. Βλέπω ότι μου ανάβει περισσότερο πυρ Θείας αγάπης. Αν άφηνα τον νου μου να δουλέψει αυτό το θέμα της εμφανίσεως της Αγίας, θα είχα πολλά ανοίγματα! Αλλά κρατάω και ένα- και λέω: Και ποιός είμαι εγώ; Γιατί πάντα υπάρχει ο κίνδυνος της πλάνης».
Αργότερα ένα πνευματικό του παιδί από τα Μέγαρα, του απεκάλυψε: «Είδα σε όνειρο μία μοναχή, ή οποία μου είπε: Να πεις στον Δαμασκηνό: Τρεις φορές παρουσιάσθηκα. Τί άλλο θέλει;
-Και ποιά είσαι εσύ; την ερώτησα.
-Είμαι αυτή, που ή μητέρα σου με τιμά και με νηστεύει από μικρό παιδί. Είμαι ή Παρασκευή!».
--------------------------------------------------------------------------------
ΒΙΒΛΙΟΓ। Ο ΠΑΤΗΡ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΟΥΛΗΣ. ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΜΑΚΡΥΝΟΥ . ΜΕΓΑΡΑ 2006
,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου