Από τον βίο της οσίας Ολυμπιάδος(1)
Τα ολόλευκα αvθοστέφαvα της γης, τα γιορτινά και γαμήλια, δεν τα χάρηκε για πολύ. «Νύμφη γεγοvέvαι πρός ὀλίγας ἡμέρας Νεβριδίου τoῦ ἐπάρχου, σύµβιος γεγονυῖα τoῦ θείου λόγου»(2).
Η ευγενής Ολυµπιάς. Κόρη του κόμητα Σελεύκου, «κεκοσμημέvn καί γέvει καί πλούτῳ καί παιδείᾳ μαθημάτων πολυτελών καί εὐφυΐᾳ φύσεως καί ἄvθους ὥρᾳ».
Στη δροσιά της νιότης «ἄωρος-πρόωρη-χήρα», «παρθεvεύουσα τῷ Xριστῷ». Βίος ανθόσπαρτος και πλούτος αμύθητος και όλες της γης οι χαρές δεν τη ξιπάζουν. «Απαρνήθηκα τελείως την κενοδοξία που μπορούσε να προέλθει από τον πλούτο της κληρονομιάς, για να μην παραμελήσω τον πλούτο των φυσικών αρετών στρεφομένη γύρω από την ύλη» θα απαντήσει απολογουμένη στον βασιλιά Θεοδόσιο, που την παρακινούσε-εξεβίαζε προς γάμο με συγγενή του. Και ξέφυγε γρήγορα, αφού υπερπήδησε την παγίδα του δεύτερου γάμου τρέχουσα σαν «δορκάς». Εκείνη τα στέφανα του νυμφίου Χριστού ποθεί. Και για v’ αρέσει σ’ Εκείνον βάλθηκε να στολιστεί της αρετής τ’ αvθοστέφαvα. Έτσι μπαίνει ολόχαρη στων αρετών το στάδιο:
Αφού διαμοίρασε στους φτωχούς και στα έργα της Εκκλησίας από τον «άπειρο και αμέτρητο πλούτο της», αναζωογόνησε τη φλόγα του θείου έρωτα μέσα της. Πατέρας, οδηγός και αλείπτης στους αγώνες της ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Χρυσόστομος. Σε ηλικία είκοσι πέντε ετών χειροτονείται διακόνισσα και κτίζει μοναστήρι. Στην αγία εκείνη μάνδρα συγκέντρωσε 250 συμμονάστριες, «τῆς παρθενίας τῷ στεφάvῷ κεκοσμημένας», αφού πρόσφερε στην Εκκλησία, «διά τοῦ ἁγιοτάτου Πατριάρχου Ἰωάννου» και όλες τις άλλες ακίνητες κτήσεις της. Αφοσιωμένη πλήρως στο πολύπλευρο φιλανθρωπικό και ιεραποστολικό έργο του Χρυσοστόμου τον υπηρετεί, όπως οι μαθήτριες διακονούσαν τον Κύριο από τα υπάρχοντά τους. Και όταν εκείνος διώκεται και χωρίζεται αδίκως από το ποίμνιό του και εξορίζεται, η οσία Ολυμπιάς γίνεται κοινωνός των θλίψεων και των αναγκών του.
Αγωνίζεται με άφθονα δάκρυα ημέρα και νύκτα υπέρ της αληθείας, όταν το σκάφος της Εκκλησίας κλυδωνίζεται και καταποντίζεται μέσα στο πέλαγος των πειρασμών. Αγωνίζεται, αλλά μάταια, να φέρει τον Χρυσόστομο πλησιέστερα από τη µακρινή εξορία του και φροντίζει για τις όποιες ανάγκες του. Εξόριστη εξ αιτίας του στη Νικομήδεια, συκοφαντούμενη, βυθισμένη σε ποικίλες θλίψεις και δοκιμασίες, αγωνίζεται τον καλόν αγώνα της πίστεως και της υπομονής. Από εκεί και ξεγλύστρισε από την τρικυμία των ανθρωπίνων, στο λιμάνι του ποθητού Νυμφίου της, λελαμπρυσμένη με τα στέφανα των πολύπονων αγώνων της αρετής.
Η ευγενής Ολυµπιάς. Κόρη του κόμητα Σελεύκου, «κεκοσμημέvn καί γέvει καί πλούτῳ καί παιδείᾳ μαθημάτων πολυτελών καί εὐφυΐᾳ φύσεως καί ἄvθους ὥρᾳ».
Στη δροσιά της νιότης «ἄωρος-πρόωρη-χήρα», «παρθεvεύουσα τῷ Xριστῷ». Βίος ανθόσπαρτος και πλούτος αμύθητος και όλες της γης οι χαρές δεν τη ξιπάζουν. «Απαρνήθηκα τελείως την κενοδοξία που μπορούσε να προέλθει από τον πλούτο της κληρονομιάς, για να μην παραμελήσω τον πλούτο των φυσικών αρετών στρεφομένη γύρω από την ύλη» θα απαντήσει απολογουμένη στον βασιλιά Θεοδόσιο, που την παρακινούσε-εξεβίαζε προς γάμο με συγγενή του. Και ξέφυγε γρήγορα, αφού υπερπήδησε την παγίδα του δεύτερου γάμου τρέχουσα σαν «δορκάς». Εκείνη τα στέφανα του νυμφίου Χριστού ποθεί. Και για v’ αρέσει σ’ Εκείνον βάλθηκε να στολιστεί της αρετής τ’ αvθοστέφαvα. Έτσι μπαίνει ολόχαρη στων αρετών το στάδιο:
Αφού διαμοίρασε στους φτωχούς και στα έργα της Εκκλησίας από τον «άπειρο και αμέτρητο πλούτο της», αναζωογόνησε τη φλόγα του θείου έρωτα μέσα της. Πατέρας, οδηγός και αλείπτης στους αγώνες της ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Χρυσόστομος. Σε ηλικία είκοσι πέντε ετών χειροτονείται διακόνισσα και κτίζει μοναστήρι. Στην αγία εκείνη μάνδρα συγκέντρωσε 250 συμμονάστριες, «τῆς παρθενίας τῷ στεφάvῷ κεκοσμημένας», αφού πρόσφερε στην Εκκλησία, «διά τοῦ ἁγιοτάτου Πατριάρχου Ἰωάννου» και όλες τις άλλες ακίνητες κτήσεις της. Αφοσιωμένη πλήρως στο πολύπλευρο φιλανθρωπικό και ιεραποστολικό έργο του Χρυσοστόμου τον υπηρετεί, όπως οι μαθήτριες διακονούσαν τον Κύριο από τα υπάρχοντά τους. Και όταν εκείνος διώκεται και χωρίζεται αδίκως από το ποίμνιό του και εξορίζεται, η οσία Ολυμπιάς γίνεται κοινωνός των θλίψεων και των αναγκών του.
Αγωνίζεται με άφθονα δάκρυα ημέρα και νύκτα υπέρ της αληθείας, όταν το σκάφος της Εκκλησίας κλυδωνίζεται και καταποντίζεται μέσα στο πέλαγος των πειρασμών. Αγωνίζεται, αλλά μάταια, να φέρει τον Χρυσόστομο πλησιέστερα από τη µακρινή εξορία του και φροντίζει για τις όποιες ανάγκες του. Εξόριστη εξ αιτίας του στη Νικομήδεια, συκοφαντούμενη, βυθισμένη σε ποικίλες θλίψεις και δοκιμασίες, αγωνίζεται τον καλόν αγώνα της πίστεως και της υπομονής. Από εκεί και ξεγλύστρισε από την τρικυμία των ανθρωπίνων, στο λιμάνι του ποθητού Νυμφίου της, λελαμπρυσμένη με τα στέφανα των πολύπονων αγώνων της αρετής.
Αγώνες για την αρετή
.
«Όσο και αν διηγηθώ τους άθλους και τις αρετές της πυρωμένης αυτής ψυχής, οι λόγοι θα φανούν φλύαροι και ταπεινοί μπροστά στα έργα της», ομολογεί ο βιογράφος της. «Ήταν γεμάτη με όλη την ευλάβεια· φρόντιζε τις χήρες, ανέτρεφε τα ορφανά, υπεράσπιζε τους γέροντες, οδηγούσε τους πλανημένους, ελεούσε τους πάντας. Αφού ελευθέρωσε το πλήθος των υπηρετών της, τους κατέστησε ισότιμους με την ευγένειά της ή καλύτερα ευγενέστερους απ’ αυτήν στην εμφάνισή τους. Διότι δεν μπορούσε να βρεθεί τίποτε ευτελέστερο από τα ενδύματά της, αφού ήταν ανάξια και των κουρελήδων ακόμη. Με ηπιότητα «υπετάσσετο σε κάθε άνθρωπο διά τον Κύριον», μιμουμένη στην αρετή τον Πατριάρχη Ιωάννη. «Ακενόδοξος βίος, άπλαστος χαρακτήρας, άυπνη αγρυπνία, άυλο σώμα, αμέτρητη αγάπη, συνεχείς ελπίδες στον Θεό, εγκαλλώπισμα όλων των ταπεινών… Όλη η αβίωτη ζωή της κυλούσε με κατάνυξη κι άφθονη ροή δακρύων από τους οφθαλμούς της, που έβλεπαν πάντοτε αμετεώριστοι τον Χριστό»(2).
«Όσο και αν διηγηθώ τους άθλους και τις αρετές της πυρωμένης αυτής ψυχής, οι λόγοι θα φανούν φλύαροι και ταπεινοί μπροστά στα έργα της», ομολογεί ο βιογράφος της. «Ήταν γεμάτη με όλη την ευλάβεια· φρόντιζε τις χήρες, ανέτρεφε τα ορφανά, υπεράσπιζε τους γέροντες, οδηγούσε τους πλανημένους, ελεούσε τους πάντας. Αφού ελευθέρωσε το πλήθος των υπηρετών της, τους κατέστησε ισότιμους με την ευγένειά της ή καλύτερα ευγενέστερους απ’ αυτήν στην εμφάνισή τους. Διότι δεν μπορούσε να βρεθεί τίποτε ευτελέστερο από τα ενδύματά της, αφού ήταν ανάξια και των κουρελήδων ακόμη. Με ηπιότητα «υπετάσσετο σε κάθε άνθρωπο διά τον Κύριον», μιμουμένη στην αρετή τον Πατριάρχη Ιωάννη. «Ακενόδοξος βίος, άπλαστος χαρακτήρας, άυπνη αγρυπνία, άυλο σώμα, αμέτρητη αγάπη, συνεχείς ελπίδες στον Θεό, εγκαλλώπισμα όλων των ταπεινών… Όλη η αβίωτη ζωή της κυλούσε με κατάνυξη κι άφθονη ροή δακρύων από τους οφθαλμούς της, που έβλεπαν πάντοτε αμετεώριστοι τον Χριστό»(2).
.
Εγκώμια του Ιωάννου Χρυσοστόμου
Εγκώμια του Ιωάννου Χρυσοστόμου
.
Αλλά για τις χρυσές αρετές της Ολυμπιάδος έχει πολλά να πει και η χρυσή γλώσσα του ιερού Χρυσοστόμου. Από την εξορία του με 17 επιστολές «προς την δέσποινά του, την αιδεσιμωτάτη και θεοφιλεστάτη διακόνισσα», προσπαθεί να διασκορπίσει τα βαριά νέφη της αθυμίας που τη συντρίβουν και να σπογγίσει τους κρουνούς των δακρύων της για τις άδικες συμφορές και διωγμούς στον ίδιο και την Εκκλησία. Την βεβαιώνει ότι ήγγισε την αψίδα των ουρανών με τις αρετές της:
«Ασύλητος ο θησαυρός των αρετών σου. Η ελεημοσύνη, της οποίας κατέχεις τα σκήπτρα και ντύθηκες από παλαιά το στεφάνι της, είναι μεγαλύτερη από την παρθενία. Της αγάπης σου το πέλαγος τόσο πολύ το άνοιξες, ώστε να φθάσει με ορμή έως τα πέρατα της οικουμένης. Ποιο σίδερο και ποιο διαμάντι δεν θα νικηθεί από την πολύτροπη υπομονή σου στα τόσα παθήματα. Ενώ έλαβες απαλή και τρυφερή σάρκα με κάθε είδος τρυφής, τώρα είναι νεκρωμένη από σένα την ιδία. Με εγκράτεια στην τράπεζα, στον ύπνο, έσβησες τις επιθυμίες της σάρκας και τώρα είσαι τελείως απαθής βιάζουσα τη φύση. Η απερίγραπτη ευτέλεια της ενδυμασίας σου ξεπερνά και τους ζητιάνους ακόμη. Κατεπάτησες τους γεώδεις λογισμούς της κοσμικής φαντασίας και με την αρετή σου πυγμάχησες με τους δαίμονες και κέρδισες μύριες νίκες, για τις οποίες ψάλλει όλη η οικουμένη. Διότι βαδίζοντας τη στενή και τεθλιμμένη οδό γυμνάστηκες σε όλα ως προς την υπομονή με το ασθενέστερο από τον ιστό της αράχνης σώμα σου»(3).
Αλλά για τις χρυσές αρετές της Ολυμπιάδος έχει πολλά να πει και η χρυσή γλώσσα του ιερού Χρυσοστόμου. Από την εξορία του με 17 επιστολές «προς την δέσποινά του, την αιδεσιμωτάτη και θεοφιλεστάτη διακόνισσα», προσπαθεί να διασκορπίσει τα βαριά νέφη της αθυμίας που τη συντρίβουν και να σπογγίσει τους κρουνούς των δακρύων της για τις άδικες συμφορές και διωγμούς στον ίδιο και την Εκκλησία. Την βεβαιώνει ότι ήγγισε την αψίδα των ουρανών με τις αρετές της:
«Ασύλητος ο θησαυρός των αρετών σου. Η ελεημοσύνη, της οποίας κατέχεις τα σκήπτρα και ντύθηκες από παλαιά το στεφάνι της, είναι μεγαλύτερη από την παρθενία. Της αγάπης σου το πέλαγος τόσο πολύ το άνοιξες, ώστε να φθάσει με ορμή έως τα πέρατα της οικουμένης. Ποιο σίδερο και ποιο διαμάντι δεν θα νικηθεί από την πολύτροπη υπομονή σου στα τόσα παθήματα. Ενώ έλαβες απαλή και τρυφερή σάρκα με κάθε είδος τρυφής, τώρα είναι νεκρωμένη από σένα την ιδία. Με εγκράτεια στην τράπεζα, στον ύπνο, έσβησες τις επιθυμίες της σάρκας και τώρα είσαι τελείως απαθής βιάζουσα τη φύση. Η απερίγραπτη ευτέλεια της ενδυμασίας σου ξεπερνά και τους ζητιάνους ακόμη. Κατεπάτησες τους γεώδεις λογισμούς της κοσμικής φαντασίας και με την αρετή σου πυγμάχησες με τους δαίμονες και κέρδισες μύριες νίκες, για τις οποίες ψάλλει όλη η οικουμένη. Διότι βαδίζοντας τη στενή και τεθλιμμένη οδό γυμνάστηκες σε όλα ως προς την υπομονή με το ασθενέστερο από τον ιστό της αράχνης σώμα σου»(3).
.
Στέφανοι για την αρετή
Στέφανοι για την αρετή
.
«Σκεπτομένη, λοιπόν, πόσο είναι το κέρδος του επίμοχθου βίου, να χαίρεσαι και να ευφραίνεσαι που από τη νεότητά σου βάδισες την κερδοφόρα και γεμάτη μύρα λαμπρά και ανθισμένα στεφάνια οδό. Μεγάλες προσδόκα τις αμοιβές, πολλά τα βραβεία, άφατες τις αντιδόσεις. Αναλογίσου τη χορεία με τις παρθένες, τις ιερές παστάδες, τον νυμφώνα των ουρανών, τη θαυμαστή εκείνη λαμπαδηφορία, τη διαμονή με τους αγγέλους, την με τον Νυμφίο Χριστό, τα αγαθά τα και λόγον και νουν υπερβαίνοντα…»(3).
Και η μακαρία Ολυµπιάς τελευτήσασα στους κατά Θεόν αγώνες για την αρετή «μακάριον ἤρατο (κέρδισε) κλέος, ἐν τῷ ἀπεράντῳ αἰῶνι στεφανηφοροῦσα».
Και για τα ύψη των αρετών, το ύψος των στεφάνων, η αγιότης:
Τῇ ΚΕ΄ μηνός Ιουλίου μνήμη της οσίας Ολυμπιάδος της διακόνου.
«Εἰ δέ μέγας ὁ τῆς ἀρετῆς ἀγών, καί ὁ στέφανος μείζων».
«Σκεπτομένη, λοιπόν, πόσο είναι το κέρδος του επίμοχθου βίου, να χαίρεσαι και να ευφραίνεσαι που από τη νεότητά σου βάδισες την κερδοφόρα και γεμάτη μύρα λαμπρά και ανθισμένα στεφάνια οδό. Μεγάλες προσδόκα τις αμοιβές, πολλά τα βραβεία, άφατες τις αντιδόσεις. Αναλογίσου τη χορεία με τις παρθένες, τις ιερές παστάδες, τον νυμφώνα των ουρανών, τη θαυμαστή εκείνη λαμπαδηφορία, τη διαμονή με τους αγγέλους, την με τον Νυμφίο Χριστό, τα αγαθά τα και λόγον και νουν υπερβαίνοντα…»(3).
Και η μακαρία Ολυµπιάς τελευτήσασα στους κατά Θεόν αγώνες για την αρετή «μακάριον ἤρατο (κέρδισε) κλέος, ἐν τῷ ἀπεράντῳ αἰῶνι στεφανηφοροῦσα».
Και για τα ύψη των αρετών, το ύψος των στεφάνων, η αγιότης:
Τῇ ΚΕ΄ μηνός Ιουλίου μνήμη της οσίας Ολυμπιάδος της διακόνου.
«Εἰ δέ μέγας ὁ τῆς ἀρετῆς ἀγών, καί ὁ στέφανος μείζων».
Πηγή : Σ.Π.Η Δράσις μας, 460
.
(1) 368-407 µ.Χ.(2) Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ιστορία, 144, PG 34.(3) Ι. Χρυσοστόμου Έργα, Πατερ. Εκδ. «Γρηγόριος Παλαμάς»
(1) 368-407 µ.Χ.(2) Παλλαδίου, Λαυσαϊκή ιστορία, 144, PG 34.(3) Ι. Χρυσοστόμου Έργα, Πατερ. Εκδ. «Γρηγόριος Παλαμάς»
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου